Πρόεδρος: Μιχαήλ Βροντάκης, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Ηλίας Μάζος, Πάρεδρος
[…]
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία, μετά την διαγραφή της από το πινάκιο του Γ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου και την δικάσιμο της 19.4.2007, εισάγεται προς εκδίκαση στο, αρμόδιο για την εκδίκαση της χρονολογικώς προηγουμένης από τις προσβαλλόμενες πράξεις (άρθρο 14 παρ. 7 π.δ/τος 18/1989, Α΄ 8), Δ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, ζητείται η ακύρωση: α) της πράξεως 3/9.3.2003 της Προσωρινής Επιτροπής Διοικήσεως και Διαχειρίσεως της Ιεράς Κοινοβιακής Μονής …, με την οποία αποφασίσθηκε η εγγραφή στο Μοναχολόγιο της Μονής, του …, και β) της πράξεως 55/15.3.2003 του Μητροπολίτου Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, κατά το μέρος που με την απόφαση αυτή ο εν λόγω … διορίσθηκε Ηγούμενος της Μονής με τριετή θητεία.
3. Επειδή, στο άρθρο 94 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος ορίζονται τα εξής: «1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει». Περαιτέρω, στο άρθρο 95 παρ. 1 περ. α΄ του Συντάγματος προβλέπονται τα ακόλουθα: «Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως: α) Η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου». Στο δε άρθρο 45 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8) ορίζονται τα εξής: «Η αίτηση ακυρώσεως για υπέρβαση εξουσίας ή παράβαση νόμου επιτρέπεται μόνο κατά των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, που δεν υπόκεινται σε άλλο ένδικο μέσο ενώπιον δικαστηρίου».
4. Επειδή, ο ν. 590/1977 («Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», Α΄ 146), ορίζει στο άρθρο 1, μεταξύ των άλλων, τα εξής: «1. Η Εκκλησία της Ελλάδος, ούσα θείον καθίδρυμα έχουσα κεφαλήν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, είναι αναποσπάστως ηνωμένη δογματικώς μετά της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης και πάσης άλλης Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, στοιχούσα τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής και τηρούσα απαρασαλεύτως, ως και πάσαι αι λοιπαί Ορθόδοξοι Εκκλησίαι, τα δόγματα, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνας και τας ιεράς παραδόσεις. 2. Η Εκκλησία της Ελλάδος είναι αυτοκέφαλος, αυτοδιοικείται δε, εν τω πλαισίω των περί θρησκείας άρθρων του Συντάγματος, διά των εν ενεργεία Μητροπολιτών αυτής. 4. Κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις η Εκκλησία της Ελλάδος, αι Μητροπόλεις, αι Ενορίαι μετά των Ενοριακών αυτών Ναών, αι Μοναί, η Αποστολική Διακονία, ο ΟΔΕΠ, το ΤΑΚΕ, το Διορθόδοξον Κέντρον της Εκκλησίας της Ελλάδος, είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου…». Κατά το άρθρο 4 του νόμου η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας (Ι.Σ.Ι., η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 590/1977, αποτελεί την Ανώτατη Εκκλησιαστική Αρχή της Εκκλησίας της Ελλάδος) «αποφαίνεται επί παντός ζητήματος αφορώντος εις την Εκκλησίαν [και] ειδικώτερον: δ) Αποφασίζει περί της ασκήσεως της εκκλησιαστικής οικονομίας, συγκαταβάσεως και επιεικείας της Εκκλησίας. ε) Εκδίδει κανονιστικάς αποφάσεις περί της οργανώσεως και εσωτερικής διοικήσεως της Εκκλησίας, κατά τα ειδικώτερον εν τω παρόντι διαλαμβανόμενα, δημοσιευομένας διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. στ) Ασκεί την ανωτάτην εποπτείαν και τον έλεγχον επί των πράξεων της Δ.Ι.Σ., των Αρχιερέων, των διοικητικών οργάνων της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως και των επί μέρους Εκκλησιαστικών Νομικών Προσώπων, κατά τας κειμένας διατάξεις». Ειδικώς περί των ιερών μονών προνοεί το άρθρο 39 του νόμου, το οποίο ορίζει, μεταξύ των άλλων, τα ακόλουθα: «1. Η Ιερά Μονή είναι θρησκευτικόν καθίδρυμα διά την άσκησιν των εν αυτή εγκαταβιούντων ανδρών ή γυναικών, συμφώνως προς τας μοναχικάς επαγγελίας και τους περί μοναχικού βίου ιερούς Κανόνας και παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας. 2. Εν τη Εκκλησία της Ελλάδος λειτουργούν Ιεραί Μοναί, τελούσαι υπό την πνευματικήν εποπτείαν του επιχωρίου Αρχιερέως, και Συνοδικαί Σταυροπηγιακαί Ιεραί Μοναί, τελούσαι υπό την πνευματικήν εποπτείαν της Δ.Ι.Σ. 3. Η ίδρυσις νέων και η διάλυσις ή συγχώνευσις υφισταμένων Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος συντελείται διά Προεδρικού Διατάγματος, εκδιδομένου, μετά σύμφωνον γνώμην του επιχωρίου Αρχιερέως και έγκρισιν της Δ.Ι.Σ., προτάσει του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων… 4. Τα της οργανώσεως και προαγωγής του πνευματικού βίου και τα της διοικήσεως της Μονής καθορίζονται υπό του Ηγουμενοσυμβουλίου συμφώνως προς τους Ιερούς Κανόνας, τας μοναχικάς παραδόσεις και τους νόμους του Κράτους, δι’ εσωτερικού κανονισμού, δημοσιευομένου διά του Δελτίου «Εκκλησία». 5. Ο Ηγούμενος και τα μέλη του Ηγουμενοσυμβουλίου, ων ο αριθμός ορίζεται αναλόγως του αριθμού των μοναχών εκάστης Μονής υπό του εσωτερικού κανονισμού αυτής, εκλέγονται, εάν αύτη έχη 5 τουλάχιστον εγκαταβιούντας μοναχούς, υπό της μοναχικής αδελφότητος, άλλως ορίζονται υπό του επιχωρίου Αρχιερέως. Ο ουτωσί εκλεγείς Ηγούμενος είναι ισόβιος, επιφυλασσομένων των διατάξεων του νόμου περί Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων. Η Δ.Ι.Σ. δύναται δι’ ητιολογημένης αποφάσεως τη προτάσει του οικείου Αρχιερέως ή της Μοναστικής Αδελφότητος να εγκρίνη την διενέργειαν νέας εκλογής προς ανάδειξιν Ηγουμένου. 6. Ο Μητροπολίτης ασκεί επί των Ιερών Μονών της επαρχίας αυτού την κατά τους ιερούς κανόνας πνευματικήν εποπτείαν διά την κανονικήν μνημόνευσιν του ονόματος αυτού εν ταις ιεραίς Ακολουθίαις, την χειροθεσίαν του Ηγουμένου, την έγκρισιν της κουράς των μοναχών, την ανάκρισιν των κανονικών παραπτωμάτων, την μέριμναν διά την κατά τους ιερούς κανόνας λειτουργίαν της Μονής και τον έλεγχον της νομιμότητος της οικονομικής διαχειρίσεως αυτής».
5. Επειδή, εξάλλου, κατ’ επίκληση της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 39 παρ. 4 του ν. 590/1977, εγκρίθηκε, με την απόφαση 138/27.6.1986 του Ηγουμενοσυμβουλίου της Μονής, και δημοσιεύθηκε στο Επίσημο Δελτίο της Εκκλησίας της Ελλάδος («ΕΚΚΛΗΣΙΑ», Παράρτημα του υπ’ αριθμ. 13 της περιόδου 1/15 Ιουλίου 1986 τεύχους, σελ. 27 επομ.) ο Εσωτερικός Κανονισμός της Ιεράς Μονής … Στο άρθρο 1β΄ του Κανονισμού ορίζεται ότι η Μονή τελεί υπό την πνευματική εποπτεία του εκάστοτε Μητροπολίτου Καλαβρύτων και Αιγιαλείας και είναι, ως προς τις νομικές της σχέσεις, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Σκοπός της Μονής, κατά το άρθρο 2 του Κανονισμού, είναι «η υπό των αδελφών αυτής επιδίωξις της κατά Χριστόν τελειώσεως ως και η εν Κοινοβιακή ζωή και Πολιτεία αδιάλειπτος λατρεία του εν Τριάδι προσκυνουμένου Θεού, μετά και της επικλήσεως της μεσιτείας της Υπεραγίας Θεοτόκου υπέρ σωτηρίας του κόσμου, της Οποίας η Ιερά Εικών αποτεθησαύρισται εν τη καθ’ ημάς ιερά Μονή διά φοβεράς Αποκαλύψεως». Κατά τον Κανονισμό (άρθρο 6), όργανα διοικήσεως της Μονής είναι: α) ο Ηγούμενος β) το Ηγουμενοσυμβούλιον, γ) η Ιερά Σύναξις της Αδελφότητος. Τις αρμοδιότητες του Ηγουμένου κατά την άσκηση των καθηκόντων του («πνευματικών τε και διοικητικών») ορίζει το άρθρο 8 του Κανονισμού, το οποίο ειδικότερα προβλέπει τα εξής: «Ο Ηγούμενος … α) Προτείνει εις το Ηγουμενοσυμβούλιον την πρόσληψιν Δοκίμων και την κουράν Μοναχών, εις δε την Ιεράν Σύναξιν της Αδελφότητος την εις την Ιερωσύνην προσαγωγήν αδελφών της Μονής. β) Καθορίζει τα Διακονήματα εκάστου αδελφού εντός και εκτός της Μονής. γ) Παρέχει εις τους αδελφούς άδειαν απουσίας εκ της Μονής μέχρι 10 ημερών, διά την μετακίνησιν αυτών εντός των ορίων της Μητροπόλεως. δ) Εκπροσωπεί την Ιεράν Μονήν ενώπιον πάσης Αρχής και παντός Δικαστηρίου του κοινού Δικαίου, και υπογράφει πάντα τα έγγραφα αυτής … ε) Επιβάλλει εις τυχόν παρεκτρεπομένους αδελφούς ελαφράς ποινάς. στ) Συγκαλεί το Ηγουμενοσυμβούλιον και την Σύναξιν της Αδελφότητος και προεδρεύει αυτών. ζ) Μεριμνά περί της νοσηλείας των ασθενούντων ή αναθέτει ταύτην εις τινα των αδελφών, κατάλληλον όντα διά το έργον τούτο. η) Ο Ηγούμενος προΐσταται των Συνεδριών του Ηγουμενοσυμβουλίου και της Ιεράς Συνάξεως της Αδελφότητος και διευθύνει τας συνεδρίας αυτών…». Το αυτό άρθρο 8 ορίζει περαιτέρω ότι ο Ηγούμενος «καθίσταται δι’ εκλογής, εάν εν τη Μονή εγκαταβιούν τουλάχιστον 5 αδελφοί, άλλως δε διά διορισμού υπό του Μητροπολίτου. Ο ουτωσί καταστάς Ηγούμενος είναι ισόβιος». Την διαδικασία εκλογής του Ηγουμένου από τα μέλη της Ιεράς Συνάξεως της Αδελφότητος της Μονής ρυθμίζει το άρθρο 9 του Κανονισμού, που ορίζει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «ε) Εν απολύτω ανάγκη και εφ’ όσον δεν υπάρχουν Πρεσβύτεροι κατά βαθμόν Ιερωσύνης εν τη Αδελφότητι ή δεν δέχονται να αναδειχθώσιν εις το αξίωμα του Ηγουμένου, ή δεν κρίνονται κατάλληλοι, ως Ηγούμενος δύναται να ορισθή τις εκ των Αδελφών της Μονής Ιερομονάχων ή Μοναχών υπό του Μητροπολίτου, αλλά μόνον επί τριετεί θητεία». Περαιτέρω, προβλέπεται ότι το Ηγουμενοσυμβούλιο (το οποίο συγκροτείται από τον Ηγούμενο ως Πρόεδρο και από δύο αδελφούς της Μονής ως μέλη, άρθρο 12) τηρεί το Μητρώο των Μελών της Αδελφότητος («Μοναχολόγιον», άρθρο 15). Οι αρμοδιότητες του Ηγουμενοσυμβουλίου καθορίζονται με το άρθρο 13, ενώ, τέλος, εν σχέσει προς το τρίτο όργανο διοικήσεως της Μονής, την «Ιεράν Σύναξιν της Αδελφότητος» ορίζονται στο μεν άρθρο 23, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Την Ιεράν Σύναξιν της Αδελφότητος συγκροτούν άπαντες οι Κληρικοί και οι Μοναχοί Αδελφοί της Μονής πλην των Δοκίμων… Το δικαίωμα συμμετοχής εις την Ιεράν Σύναξιν της Αδελφότητος μετά ψήφου και πάντων των λοιπών δικαιωμάτων αποκτούν … οι εκ μεταγραφής εξ ετέρας Μονής Κληρικοί και Μοναχοί άμα τη εγγραφή αυτών εις το Μοναχολόγιον της Ιεράς Μονής». Στο δε άρθρο 24 του Κανονισμού ορίζονται τα ακόλουθα: «Η Ιερά Σύναξις της Αδελφότητος, εκτός των διά του παρόντος Κανονισμού καθοριζομένων αρμοδιοτήτων αυτής, έχει επί πλέον και τας εξής αρμοδιότητας: α) Αποφασίζει κυριάρχως, επί τη προτάσει του Ηγουμένου, διά τας χειροτονίας των Αδελφών, β) Αποφασίζει περί των Μετοχίων της Μονής και περί του τρόπου λειτουργίας αυτών».
6. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι ο αιτών, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής …, απηλλάγη από τα καθήκοντά του με την απόφαση 46/12.1.2002 του Μητροπολίτου Καλαβρύτων και Αιγιαλείας. Με την ίδια πράξη την Ηγουμενία της Μονής ανέλαβε προσωρινώς, μέχρι την ανάδειξη νέου Ηγουμενοσυμβουλίου, ο Μητροπολίτης και αποφασίσθηκε ο διορισμός Προσωρινής Επιτροπής Διοικήσεως και Διαχειρίσεως για την συλλογική διοίκηση της Μονής και την διαχείριση της περιουσίας της «προς άρσιν του ανακύψαντος αδιεξόδου», επηκολούθησε δε η 49/26.5.2002 πράξη συγκροτήσεως και διορισμού της Προσωρινής Επιτροπής. Οι ενέργειες του Μητροπολίτου ετέθησαν υπ’ όψιν της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, η οποία, με απόφαση που ελήφθη στις 7.2.2003, έκρινε ότι η παύση του αιτούντος από τα καθήκοντα του Ηγουμένου είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του Εσωτερικού Κανονισμού της Μονής, ότι η κατ’ οικονομίαν επιβληθείσα προσωρινή λύση του διορισμού Διοικητικής Επιτροπής, λόγω των σοβαρών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Μονή, θεωρείται ως κατ’ οικονομίαν ανεκτή και ότι πρέπει ο Μητροπολίτης να διορίσει προσωρινό Ηγούμενο με τριετή θητεία, προκειμένου να συγκροτηθεί κανονικό Ηγουμενοσυμβούλιο, όταν τακτοποιηθούν τα σοβαρά και τρέχοντα ζητήματα της Μονής. Ακολούθως με την προσβαλλόμενη 3/9.3.2003 πράξη της ανωτέρω Προσωρινής Επιτροπής Διοικήσεως και Διαχειρίσεως αποφασίσθηκε η εγγραφή στο Μοναχολόγιο της Μονής του …, ο οποίος, με την δεύτερη προσβαλλόμενη 55/15.3.2003 απόφαση του Μητροπολίτου Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, διορίσθηκε Ηγούμενος της Μονής αρχικώς επί τριετεί θητεία, εξακολούθησε δε να ασκεί τα καθήκοντα του Ηγουμένου και μετά την πάροδο της τριετίας δυνάμει της από 6.6.2006 σχετικής πράξεως του Μητροπολίτου.
7. Επειδή, όπως έχει ήδη κριθεί (βλ. ΣτΕ 34, 36, 3769/2009 κ.ά.), αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, παραδεκτώς από την άποψη αυτή προσβαλλόμενες με αίτηση ακυρώσεως, οι πράξεις των εκκλησιαστικών αρχών οι οποίες αφορούν την οργάνωση και διοίκηση των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και προβλέπεται η έκδοσή τους από πολιτειακό νόμο (και όχι από τους ιερούς κανόνες). Περαιτέρω, οι ιερές μονές αποτελούν, κατά τις νομικές τους σχέσεις, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 590/1977), ο οποίος περιλαμβάνει στο άρθρο 39 διατάξεις σχετικές με την οργάνωση, λειτουργία και διοίκησή τους. Ειδικότερα, στην μεν παράγραφο 4 προβλέπεται ότι τα της οργανώσεως και προαγωγής του πνευματικού βίου των Μοναχών και τα της διοικήσεως εκάστης Μονής καθορίζονται από το Ηγουμενοσυμβούλιο με εσωτερικό κανονισμό δημοσιευόμενο διά του Δελτίου «Εκκλησία», ενώ στην παράγραφο 5 του ιδίου άρθρου προβλέπεται, μεταξύ άλλων, η εκλογή του Ηγουμένου και των μελών του Ηγουμενοσυμβουλίου από την μοναχική αδελφότητα, ο ορισμός τους από τον επιχώριο Αρχιερέα στην περίπτωση που η μονή δεν έχει πέντε τουλάχιστον «εγκαταβιούντας μοναχούς» και η αρμοδιότητα της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου να εγκρίνει την διενέργεια νέας εκλογής προς ανάδειξη Ηγουμένου. Κατά την γνώμη, όμως, του Προέδρου του Τμήματος Αντιπροέδρου Μιχ. Βροντάκη και του Συμβούλου Ηρ. Τσακόπουλου, με την οποία συντάχθηκε και η Πάρεδρος Μ. Αθανασοπούλου, στην περίπτωση της ένδικης αμφισβητήσεως πράξεων των οργάνων της Εκκλησίας που εκδίδονται κατ’ εφαρμογήν των ανωτέρω διατάξεων και αφορούν την οργάνωση και διοίκηση ιερής μονής, κρίσιμα στοιχεία για τον καθορισμό του αρμοδίου δικαστηρίου, ενόψει των οριζομένων, κατά τα εκτιθέμενα σε προηγούμενες σκέψεις, στο Σύνταγμα (άρθρα 94 παρ. 1, 2 και 95 παρ. 1 περ. α΄) και το νόμο (άρθρο 45 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989), είναι η ιδιάζουσα φύση και ο χαρακτήρας των μονών ως ιδιαίτερης φύσεως νομικών προσώπων. Πράγματι, κατά την γνώμη αυτή, οι ιερές μονές χαρακτηρίζονται μεν ρητώς από τον νόμο ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου κατά τις νομικές τους σχέσεις (άρθρο 1 παρ. 4 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος και, ειδικώς για την καθ’ ης η αίτηση ακυρώσεως Ιερά Μονή …, άρθρο 1β΄ του Εσωτερικού Κανονισμού), δεν συνιστούν, όμως, φορείς ασκήσεως της δημόσιας εξουσίας. Και τούτο διότι με τις διατάξεις που παρατίθενται στις προηγούμενες σκέψεις και αφορούν τα «διοικητικά» καθήκοντα και τις συναφείς αρμοδιότητες των οργάνων διοικήσεως των ιερών μονών (και ειδικότερα του Ηγουμένου, του Ηγουμενοσυμβουλίου και της Ιεράς Συνάξεως της Αδελφότητος των Μοναχών της καθ’ ής η αίτηση Μονής) παρέχεται στα όργανα αυτά εξουσία αντίστοιχη με την αναγνωριζόμενη στα όργανα διοικήσεως των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, εξουσία δηλαδή ρυθμίσεως των εσωτερικών σχέσεων της Μονής και της Αδελφότητος των Μοναχών, όχι όμως και η δυνατότητα εκδόσεως μονομερών πράξεων δεσμευτικών για τρίτους εν σχέσει με την Μονή και την Αδελφότητα των Μοναχών (που αποτελεί και το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ασκήσεως της δημόσιας εξουσίας). Η φύση και έκταση των αρμοδιοτήτων των οργάνων διοικήσεως των μονών συμπορεύεται και με τον κατά το νόμο σκοπό τους, εφόσον έχουν προεχόντως τον χαρακτήρα θρησκευτικών καθιδρυμάτων προοριζομένων για την άσκηση σύμφωνα με τις μοναχικές επαγγελίες και τους σχετικούς με τον μοναχικό βίο Ιερούς Κανόνες και παραδόσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και δεν επιδιώκεται με την ίδρυση και λειτουργία τους σκοπός πολιτειακού ενδιαφέροντος αναγόμενος σε έργα κυριαρχικής ή συναλλακτικής διοικήσεως. Ενόψει τούτων, οι ιερές μονές δεν αποτελούν τμήμα της δημοσίας διοικήσεως υπό την οργανική έννοια, ούτε συνιστούν «πολιτειακό δίκαιο», κατά τα προεκτεθέντα, οι εσωτερικοί κανονισμοί που εκδίδονται κατ’ επίκληση του άρθρου 39 παρ. 4 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ως εκ τούτου, πράξεις, όπως οι προσβαλλόμενες, οι οποίες εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογήν διατάξεων του Εσωτερικού Κανονισμού της καθ’ ής η αίτηση Ιεράς Μονής … και αφορούν την οργάνωση και διοίκησή της, δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις κατά την έννοια των άρθρων 95 παρ. 1 περ. α΄ του Συντάγματος και του άρθρου 45 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989, αλλά αναπτύσσουν τα αποτελέσματά τους στον χώρο του ιδιωτικού δικαίου και ανήκουν, επομένως, κατ’ αρχήν, στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Απαραδέκτως, συνεπώς, προσβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. O Σύμβουλος Αντ. Σταθάκης υποστήριξε την ακόλουθη γνώμη, με την οποία συντάχθηκε ο Πάρεδρος Ηλ. Μάζος: Η ρύθμιση της οργάνωσης και της διοίκησης των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου συνιστά κατ’ εξοχήν έργο δημόσιας εξουσίας και γίνεται με τυπικό νόμο ή με κανονιστική πράξη (κατ’ εξουσιοδότηση νόμου) και, στην περίπτωση εξατομικευμένων ρυθμίσεων (όπως ο διορισμός του οργάνου διοίκησης), με ατομικές εκτελεστές διοικητικές πράξεις, από την ένδικη αμφισβήτηση των οποίων γεννώνται ακυρωτικές διοικητικές διαφορές. Εξάλλου, οι ιερές μονές χαρακτηρίζονται ρητώς από τον νόμο, όπως ήδη αναφέρθηκε ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τον χαρακτήρα δε αυτόν δεν δύναται να αναιρέσει η επιδίωξη, με την ίδρυση και λειτουργία τους, θρησκευτικών σκοπών (πρβλ. ΣτΕ 3554/1991). Ειδικώς, πάντως, στην περίπτωση των ιερών μονών, αλλά και των λοιπών εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, έχει κριθεί, ενόψει της φύσεώς τους ως διφυών νομικών προσώπων, ότι για να θεωρηθούν εκτελεστές κατά το άρθρο 45 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 οι πράξεις των οργάνων τους, πρέπει η έκδοσή τους να προβλέπεται από διάταξη «πολιτειακού νόμου» και όχι από τους Ιερούς Κανόνες. Νοούνται δε ως «πολιτειακοί νόμοι» οι τυπικοί νόμοι και οι εκδοθείσες κατ’ εξουσιοδότησή τους κανονιστικές πράξεις της Διοικήσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την πρώτη από τις προσβαλλόμενες, πράξη 3/9.3.2003 της Προσωρινής Επιτροπής Διοικήσεως και Διαχειρίσεως της καθ’ ής η αίτηση Ιεράς Μονής, αποφασίσθηκε η εγγραφή στο Μοναχολόγιο του … Ασκείται δε με την πράξη αυτή, με την οποία ο εν λόγω Αρχιμανδρίτης καθίσταται μέλος της Ιεράς Συνάξεως της Αδελφότητος της Μονής, αρμοδιότητα προβλεπομένη από «πολιτειακό νόμο», και ειδικότερα τον Εσωτερικό Κανονισμό της Μονής (άρθρο 15), κανονιστική πράξη εκδοθείσα κατ’ εφαρμογήν της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 39 παρ. 4 του ν. 590/1977 (πρβλ. ΣτΕ 33/2009, 946/1999· σημειωτέον ότι εν προκειμένω εξέδωσε την πράξη η Προσωρινή Επιτροπή Διοικήσεως και Διαχειρίσεως ως κατ’ οικονομίαν αρμόδιο όργανο, σύμφωνα με τα εκτεθέντα σε προηγούμενη σκέψη). Αλλά και η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση 55/15.3.2003 του Μητροπολίτου Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, με την οποία ο ανωτέρω … διορίσθηκε Ηγούμενος της Μονής έχει εκδοθεί κατ’ επίκληση διατάξεων «πολιτειακών νόμων» και ειδικότερα του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (άρθρο 29 παρ. 1, κατά την οποία διάταξη ο Μητροπολίτης ασκεί εντός της περιφερείας της Μητροπόλεώς του την εξουσία που προβλέπεται από τους Ιερούς Κανόνες, τις Εκκλησιαστικές διατάξεις και τους νόμους εν γένει της Πολιτείας, καθώς επίσης και άρθρο 39 παρ. 2 και 5, οι οποίες ρυθμίσεις παρατίθενται ανωτέρω) και του Εσωτερικού Κανονισμού (άρθρα 4 περί του περιεχομένου της «Κανονικής δικαιοδοσίας» του Μητροπολίτου, υπό την οποία τελεί η Μονή, και 9 εδαφ. ε΄, που παρατίθεται στην πέμπτη σκέψη). Υπό τα δεδομένα αυτά, οι προσβαλλόμενες πράξεις αποτελούν, σύμφωνα και με την νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. ΣτΕ 334/1938, 2403/1965, 688/1967, 2714/1984, 3145/1998, 1952/2000, 1924/2003, 34, 36, 3769/2009, 644/2010), εκτελεστές διοικητικές πράξεις παραδεκτώς προσβαλλόμενες, από την άποψη αυτή, με την κρινόμενη αίτηση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
8. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, σύμφωνα με την άποψη της πλειοψηφίας, η κρινόμενη αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Ενόψει, όμως, της σπουδαιότητας του ζητήματος και της αντίθετης νομολογίας του Δικαστηρίου, το Τμήμα κρίνει ότι το ζήτημα της φύσεως των προσβαλλομένων ως εκτελεστών διοικητικών πράξεων ή μη, από το οποίο εξαρτάται το παραδεκτό της κρινομένης αιτήσεως ακυρώσεως, πρέπει να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 εδαφ. β΄ του π.δ/τος 18/1989, να ορισθεί δε εισηγητής ο Σύμβουλος Αντ. Σταθάκης.
Σημείωμα
Για την κατηγορία των ‘νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που έλκουν την καταγωγή τους από πράξη ιδιωτικής βούλησης’ και τη νομική αντιμετώπισή τους βλ. ήδη Μ. Βροντάκη, Το ζήτημα της συνταγματικής προστασίας της ιδιοκτησίας των δημοσίων νομικών προσώπων, σε: Τόμο Τιμητικό του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929-1979) ΙΙ, 1982, σ. 397 επ. Για την ιδιαίτερη νομική θέση των εκκλησιαστικών ν.π.δ.δ. ως θεσμών θρησκευτικής αυτοοργάνωσης μάλλον, παρά διοικητικής οργάνωσης του κράτους, βλ., αντί άλλων, Πρ. Δαγτόγλου, Γενικό διοικητικό δίκαιο, 5η έκδ., 2004, σ. 747, Επ. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο διοικητικού δικαίου, 12η έκδ., 2007, σ. 392 επ. Για τη διάκριση μεταξύ ‘δογματικών’ και ‘διοικητικών’ κανόνων, και ευρύτερα μεταξύ ‘ιερών κανόνων’ και ‘πολιτειακών νόμων’, στην παράλληλη εφαρμογή των οποίων εδράζεται ο διφυής χαρακτήρας των εκκλησιαστικών ν.π.δ.δ. βλ., επίσης ενδεικτικά, Σπ. Τρωιάνου, Παραδόσεις εκκλησιαστικού δικαίου, 2η έκδ, 1984, σ. 49 επ., Δ. Τσάτσου, Συνταγματικό δίκαιο, τόμ. Β΄, Οργάνωση και λειτουργία της πολιτείας, 2η έκδ., 1993, σ. 597 επ. Βλ. επίσης Κ. Γιαννακόπουλου/Γ. Δελλή, Οι σχέσεις εκκλησίας – Κράτους υπό το πρίσμα της υπαγωγής της πρώτης στην έννοια του «ευρύτερου δημόσιου τομέα» και στους κανόνες περί «διαπλοκής», ΕΔΔΔ 2001, σ. 656 επ.
Α.Κ.