Ξαναδιαβάζοντας το άρθρο αυτό (ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 29/05/2006) κατέληξα στο συμπέρασμα ότι στο τόπο μας φαίνεται ότι όλα αλλάζουν ή μιλάμε για αλλαγή των πάντων και όμως κατά βάθος όλα τα ίδια μένουν. Δώδεκα χρόνια μετά ,από τότε που γράφτηκε, και δεν έχει χάσει νομίζω πολλά από την επικαιρότητά του σήμερα.
Ας μιλήσουμε και λίγο για τη διαδικασία της αναθεώρησης και ας αφήσουμε κατά μέρος, προς στιγμήν, το περιεχόμενό της. Διότι, το περιεχόμενο της αναθεώρησης εξαρτάται τελικά από τη διαδικασία, από το ποιος, πώς και πότε αποφασίζει.
Και μαζί με τη διαδικασία, ας σταθούμε και πάλι λίγο στην αξιοπιστία των φορέων της αναθεωρητικής διαδικασίας, αυτών που έχουν ή είχαν την πρωτοβουλία και αυτών που θα καθορίσουν το περιεχόμενό της.
Διότι, φοβάμαι ότι το Σύνταγμα κατάντησε τα τελευταία χρόνια ακριβώς το αντίθετο από αυτό που σπεύδει να ξορκίσει με τη γνωστή ευφράδειά του ο συνάδελφος Ευ. Βενιζέλος σε άρθρο του στην «Ελευθεροτυπία» 15/05/2006: «Το Σύνταγμα, γράφει, δεν είναι ούτε πρόσχημα, πίσω από ο οποίο κρύβεται η πολιτική αμηχανία, ούτε πεδίο ασκήσεων ερασιτεχνισμού και δημαγωγίας».
Κι όμως, τόσο οι απόπειρες αναθεωρήσεων όσο και οι συντελεσμένες αναθεωρήσεις της μεταπολίτευσης, αποδεικνύουν το αντίθετο: ενώ σεβάστηκαν το τυπικό πλαίσιο της αναθεωρητικής διαδικασίας, χρησιμοποίησαν το Σύνταγμα είτε ως μέσο άσκησης κυβερνητικής πολιτικής και αντιμετώπισης αδιεξόδων της πολιτικής συγκυρίας (βλέπε αναθεώρηση του 1986, που αποφασίστηκε την τελευταία στιγμή και χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για τη δικαιολόγηση της μη επιλογής του Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας) είτε ως μέσο άσκησης μικροκομματικής πολιτικής, και κάλυψης ιδεολογικών κενών.
Αλήθεια, τι άλλο από πολιτική αμηχανία εκφράζει η παρούσα αναθεωρητική πρόταση, που αφορά την αναδιατύπωση -με αιτιολογία τη «διόρθωση άστοχων ρυθμίσεων», που παρεισέφρησαν στην αναθεωρημένη διατύπωση- των άρθρων 14 παρ. 9Σ σχετικά με τον «βασικό μέτοχο», 57Σ σχετικά με τα επαγγελματικά ασυμβίβαστα της βουλευτικής ιδιότητας, 29Σ για τον έλεγχο των εκλογικών δαπανών, 103Σ για την πρόσληψη ειδικών κατηγοριών υπαλλήλων στο Δημόσιο καθώς και της διάταξης του άρθρου 24Σ για τα δάση;
Και τι άλλο από ιδεολογική αμηχανία εκφράζει η πρόταση, που σπεύδει να πραγματοποιήσει αυτό που παρέλειψε να κάνει η προηγούμενη αναθεώρηση, επιτρέποντας την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων «μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα»;
Τέλος, πώς αλλιώς παρά ως εκδικητική και πολιτικά καιροσκοπική μπορεί να χαρακτηριστεί, σήμερα, η πρόταση για την ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου, η οποία ενώ εμφανίζεται ως πρόταση εξορθολογισμού του διάχυτου δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, στην πραγματικότητα στρέφεται ευθέως κατά της δικαστικής εξουσίας, την οποία επιδιώκει να θέσει υπό δικαστική αντίληψη, με την ίδρυση ενός «πολιτικού δικαστηρίου» πάνω από τα δικαστήρια και την πλήρη αποδυνάμωση της εξουσίας που έχει από μόνος του κάθε δικαστής να ελέγχει παρεμπιπτόντως τη συνταγματικότητα της διάταξης νόμου που καλείται να εφαρμόσει.
Και για να έρθουμε και στην Αντιπολίτευση, δηλώνει ή δεν δηλώνει ιδεολογική και πολιτική πενία η πρόταση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης για την άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό σε περίπτωση αποτυχίας εκλογής του από τη Βουλή; Αλήθεια, αυτό είναι το μείζον πρόβλημα του πολιτεύματός μας; Αντιλαμβάνονται οι εισηγητές της πρότασης τα θεσμικά προβλήματα που δημιουργούνται από αυτήν; Αλλά και κάτι ακόμη, είναι ή δεν είναι δημαγωγική η πρόταση που θέλει την καθιέρωση ελάχιστου εισοδήματος; Και γιατί η πρόταση αυτή ξεχάστηκε όταν η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση έκανε, πριν από πέντε χρόνια την αναθεώρηση;
Δεν συντείνουν, πάντως, στην ενίσχυση της αξιοπιστίας των πολιτικών και στην αναβάθμιση της πολιτικής τέτοιου είδους «ανέξοδα» συνταγματικά πυροτεχνήματα, διότι καλλιεργούν την ψευδαίσθηση ότι το κοινωνικό κράτος δεν έγινε διότι έλειπε η συνταγματική κατοχύρωσή του και ότι θα γίνει, τάχα, αν αναγνωριστεί (!) συνταγματικά.
Αλλά και γενικότερα, πόση πίστη μπορούμε να δώσουμε στη συνέπεια και στην αποτελεσματικότητα μιας αναθεωρητικής πρωτοβουλίας όταν, πριν περάσουν καλά-καλά πέντε χρόνια, κυβέρνηση και αντιπολίτευση ομολογούν ότι χρειάζεται να ξανα-αναθεωρηθούν τα αναθεωρημένα και να αναθεωρηθούν τώρα όσα παραλείφθηκαν στην προηγούμενη αναθεώρηση, που έγινε με τη συμφωνία και συναίνεση των δύο μεγάλων κομμάτων;
Πώς μπορεί κανείς να μην απορεί και να μην υποψιάζεται «συναινετικές ανταποδώσεις», όταν διαβάζει συνταγματικές δηλώσεις, εκπροσώπων του ΠΑΣΟΚ, που δεν αποκλείουν την ανάγκη νέας αναθεώρησης και δεν υπερασπίζονται αυτά που αναθεωρήθηκαν ή αρνήθηκαν να αναθεωρήσουν; Αρκεί κανείς να διαβάσει το άρθρο του πρώην πρωθυπουργού κ. Σημίτη στα «Νέα» στις 12/05/2006, για να διερωτηθεί αν, όταν έγινε η αναθεώρηση του 2001, κυβερνούσε ο ίδιος την Ελλάδα και αν ήταν, πράγματι, ο αρχηγός της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που την έκανε.
Αλλά το πιο ανησυχητικό γεγονός βρίσκεται αλλού, στη διαδικασία: η αποκαλούμενη συναινετική αναθεώρηση οδηγεί, όπως απέδειξε η πράξη, σε «κυβερνητική» αναθεώρηση. Διότι, αν η Βουλή αποφασίσει στην παρούσα φάση τις αναθεωρητέες διατάξεις με αυξημένη πλειοψηφία, τουτέστιν με ευρεία συναίνεση των 180 βουλευτών, τότε η επόμενη Βουλή, που θα είναι αναθεωρητική, θα μπορεί να αποφασίσει και να προσδιορίσει το περιεχόμενο των αναθεωρήσιμων διατάξεων με απλή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Κύριος της αναθεωρητικής διαδικασίας θα γίνει έτσι η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία της αναθεωρητικής Βουλής. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της συναινετικής εκκίνησης της διαδικασίας αναθεώρησης. Εκεί καταλήγει η «συναίνεση» ως προς την αναγκαιότητα της αναθεώρησης: να μετατρέπεται η κυβερνητική πλειοψηφία σε αναθεωρητική εξουσία, με τη σύμπραξη ή συναίνεση της εκάστοτε αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Και επειδή η αναθεωρητική Βουλή δεν δεσμεύεται τυπικά αλλά μόνον ηθικο-πολιτικά από τις γενικές κατευθύνσεις της αναθεωρητικής πρότασης, μπορεί κανείς να μαντέψει τον «δόλιο μηχανισμό», ή τη συμπαιγνία, με βάση την οποία μια κυβερνητική πλειοψηφία μπορεί να σφετεριστεί με συνταγματικά νομότυπες διαδικασίες αναθεωρητική εξουσία και να αποφασίζει κυριαρχικά για το περιεχόμενο της αναθεώρησης.
Αυτό είναι κατά τη γνώμη μου το μείζον διακύβευμα της τωρινής αναθεώρησης του Συντάγματος: με πρόσχημα την αναγκαιότητα και σκοπιμότητα αναθεώρησης ορισμένων διατάξεων, η αναθεωρητική διαδικασία από αυστηρή και δύσκολη γίνεται εύκολη, εξομοιώνεται -με εξαίρεση τη χρονική διάρκεια της ψήφισής τους- με εκείνη ενός κοινού νόμου. Το Σύνταγμα καταλήγει να μπορεί να τροποποιηθεί, όπως ένας κοινός νόμος, με απλή πλειοψηφία από την Αναθεωρητική Βουλή.
Με τον τρόπο αυτό ο αυστηρός χαρακτήρας του Συντάγματος, θεμελιώδης εγγύηση προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος και των συνταγματικών ελευθεριών, καταστρατηγείται. Το Σύνταγμα υποβιβάζεται στο επίπεδο του νόμου, και ενώ πρέπει να βρίσκεται πάνω από τις συγκυριακές κυβερνητικές πλειοψηφίες, γίνεται υποχείριό τους. Παράλληλα, όλες οι συνταγματικές εγγυήσεις προστασίας ατομικών και συλλογικών αγαθών, όπως π.χ. το περιβάλλον ή τα δάση, τίθενται υπό διακινδύνευση και θα μπορεί με σχετικά εύκολη διαδικασία το προστατευτικό τους καθεστώς να χειροτερεύει. Σήμερα τα δάση και η δικαστική εξουσία, αύριο οι συλλογικές ελευθερίες, τα κοινωνικά δικαιώματα, η μονιμότητα των δημοσίων υπάλληλων, η απώλεια της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας υπέρ υπερεθνικών αρχών και πάει λέγοντας.
Η σχετικοποίηση της διάκρισης νόμου και Συντάγματος, ο υποβιβασμός του Συντάγματος σε απλό νόμο είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί σε ένα συνταγματικό πολίτευμα, διότι υποσκάπτει ευθέως το κύρος και την αυθεντία του Συντάγματος, αφήνει χωρίς εγγυήσεις τις ελευθερίες και τη λαϊκή κυριαρχία, δημιουργεί τεράστια ανασφάλεια δικαίου σε άρχοντες και αρχόμενους και πριονίζει, τελικά. το κλαδί πάνω στο οποίο κάθονται μακαρίως οι πλειοψηφίες, που εναλλάσσονται συναινετικά στην εξουσία.
Ο πλειοψηφικός κοινοβουλευτισμός, που καθιερώθηκε και τυπικά στη χώρα μας με την αναθεώρηση του 1986, πανίσχυρος σήμερα και σίγουρος για τον εαυτό του, εφορμά να αλώσει τώρα, αφού οικειοποιήθηκε την αναθεωρητική διαδικασία, και την έσχατη αντίσταση κατά της παντοδυναμίας μιας κυβερνητικής πλειοψηφίας, τη δικαστική εξουσία.
Η ενδεχόμενη ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου αυτόν το σκοπό έχει, να απαλλάξει την εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία από ενοχλητικούς ελέγχους συνταγματικότητας των νόμων. Σήμερα, τα δύο μεγάλα κόμματα συμφωνούν ότι πρέπει αυτή η εγγύηση να αντιστραφεί -αρκετά κράτησε, λένε, ενάμιση αιώνα τώρα- και αποφασίζουν να δημιουργήσουν μηχανισμό προστασίας της κυβερνητικής πλειοψηφίας από τις ενοχλητικές αποφάσεις της δικαστικής εξουσίας. Η ουσία και το νόημα του συνταγματισμού, που συνίσταται στον περιορισμό και στον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας, ανατρέπονται και ταυτόχρονα περιφρονείται μια εθνική και παγκόσμια παράδοση πολλών αιώνων.
Πιστεύουν πως έτσι θα κερδίσουν σε αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα. Αδυνατούν ωστόσο να καταλάβουν ότι η υποβάθμιση του κύρους του Συντάγματος συντελείται σε ένα κλίμα γενικευμένης πολιτικής απάθειας και αδιαφορίας, μέσα σε ένα κλίμα αντικομματικό και αντιπολιτικό. Η κοινή γνώμη αδιαφορεί για το περιεχόμενο της αναθεώρησης και το αγνοεί επιδεικτικά, όπως αγνόησε και την προηγούμενη.
Όμως η υπεροψία και η αλαζονεία από τις οποίες ξεχειλίζει ο πλειοψηφικός κοινοβουλευτισμός εμποδίζουν τους κυβερνώντες να ερμηνεύσουν τη λαϊκή αδιαφορία και απάθεια ως σύμπτωμα παθογένειας του πολιτικού συστήματος, που αργά ή γρήγορα θα μεταγγιστεί και στον ίδιο τον κοινοβουλευτισμό. Προτιμούν να τις βλέπουν ως ευκαιρία προσωπικής ανέλιξης ή κομματικής εκμετάλλευσης για την κατάκτηση ή διατήρηση της εξουσίας. Ως πότε όμως; Δεν έχουν και οι καιροί γυρίσματα;
(ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 29/05/2006)