(Με αφορμή την πρόταση της ΝΔ για αναθεώρηση του Συντάγματος, στηλιτεύεται η καταστρατήγηση της συνταγματικής διαδικασίας της αναθεώρησης με την πολιτική εκμετάλλευση των διαφορετικών πλειοψηφιών στην πρώτη Βουλή που αποφασίζει την αναγκαιότητα της Αναθεώρησης και της Αναθεωρητικής Βουλής που αποφασίζει, αυτή, το περιεχόμενο των αναθεωρητέων διατάξεων.
Στην καταστρατήγηση της διαδικασίας έχει συμπράξει άθελά της και με ασυγχώρητη αφέλεια και η Αριστερά, Το 1985 με την ευκαιρία που έδωσε στο ΠΑΣΟΚ το 1986 να αναθεωρήσει μόνο του το Σύνταγμα με απλή πλειοψηφία. Το 1998, ο Συνασπισμός που υπερθεμάτισε στην πρώτη Βουλή την αναγκαιότητα της αναθεώρησης. Τώρα, το 2006, φτάσαμε απότομα στο άλλο άκρο. Η τωρινή ηγεσία του όχι μόνον δεν συναινεί, αλλά καταγγέλλει γενικολογώντας και καταστροφολογώντας)
———–
Το πρώτο, το προκαταρκτικό, αλλά μείζονος πολιτικής σημασίας ζήτημα, που ανακύπτει από τη νέα διαδικασία της αναθεώρησης είναι διαδικαστικό: ποιος και με ποια πλειοψηφία θα αποφασίσει, τελικά, για το περιεχόμενο της αναθεώρησης και ποιό θα είναι αυτό. Διαλαλείται κατά κόρον ότι και η νέα αναθεώρηση θα είναι, όπως και η προηγούμενη συναινετική, και ότι θα συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση των βουλευτών και ότι δεν θα είναι μονοκομματική ούτε συγκυριακή ούτε κυβερνητική.
Πιστεύω πως εκείνο που προέχει σήμερα είναι να μην συγκεντρωθούν πλειοψηφίες 180 βουλευτών ώστε, αν ξεκινήσει τελικά η διαδικασία αναθεώρησης, να χρειαστούν αυξημένες πλειοψηφίες στην αναθεωρητική Βουλή, για να μπορεί να γίνει αναθεώρηση με πραγματική και ουσιαστική συναίνεση.
Και όμως τίποτε πιο παραπλανητικό από αυτό, αν κρίνει κανείς από τις δύο προηγούμενες αναθεωρήσεις και εξετάσει τις πλειοψηφίες που σχηματίστηκαν στη διατύπωση των κρίσιμων διατάξεων που αναθεωρήθηκαν τότε. Θα διαπιστώσει ότι ούτε η αναθεώρηση του 1986 ούτε εκείνη του 2001 ήταν τελικά τόσο συναινετικές όσο διατυμπανίζεται. Η κυβερνητική πλειοψηφία που είχε την τυπική δυνατότητα να αποφασίζει με απλή πλειοψηφία και όχι με ενισχυμένη όρισε και το περιεχόμενο της αναθεώρησης. Διότι σημασία δεν έχει, για να κριθεί η συναίνεση, η πλειοψηφία που σχηματίστηκε για να ξεκινήσει η αναθεώρηση, αλλά πόση και τι είδους συναίνεση συνάντησε η τελική διατύπωση της αναθεωρητέας διάταξης στην αναθεωρητική Βουλή, η οποία και αποφασίζει την αναθεώρηση. Μπορεί δηλαδή η ψηφοφορία που γίνεται στην πρώτη Βουλή, που αποφασίζει για την αναγκαιότητα της αναθεώρησης και προσδιορίζει τις αναθεωρητέες διατάξεις να είναι μεγάλη, και ήταν εντυπωσιακά μεγάλη το 1998 αφού έφθανε στις περισσότερες αναθεωρητέες διατάξεις τις 270 ψήφους, το περιεχόμενο όμως των διατάξεων θα αποφασιζόταν από την δεύτερη, την αναθεωρητική Βουλή. Και όταν η πρώτη Βουλή αποφασίζει με πλειοψηφία αυξημένη, πάνω από 180 ψήφους τότε η αναθεωρητική Βουλή μπορεί να αποφασίσει ακόμη και με 151 ψήφους. Στην περίπτωση αυτή η πρώτη Βουλή εξουσιοδοτεί εν λευκώ την κυβερνητική πλειοψηφία να αποφασίζει το περιεχόμενο της αναθεώρησης όπως αυτή θέλει.
Και αυτό επιδιώκεται να γίνει και με την τρέχουσα «συναινετική» -πάλι- διαδικασία. Το ΠΑΣΟΚ ανταποδίδοντας την συναίνεση της ΝΔ στην προηγούμενη αναθεώρηση, του 2001, συναινεί και συγκατατίθεται στη νέα εκκίνηση της διαδικασίας αναθεώρησης, αποδεχόμενο ως δεδομένο και ως λογικό, η νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία να αποφασίσει ελεύθερα και με απλές-πάνω από 151- πλειοψηφίες τη νέα αναθεώρηση.
Στην παρούσα φάση η κυβερνητική πλειοψηφία καθορίζει γενικά και αόριστα την κατεύθυνση της αναθεώρησης και επιζητεί τώρα αυξημένες πλειοψηφίες ώστε να μπορεί στην επόμενη Βουλή να αποφασίσει ως κυβερνών κόμμα.
Έτσι εξηγείται γιατί η αναθεώρηση έγινε μια απλή διαδικασία και συντελείται με τόση ευκολία και τόσο συχνά: η διακομματική σιωπηρή συνεννόηση των δύο μεγάλων κυβερνητικών κομμάτων, που εύσχημα ονομάστηκε «συναίνεση». Η τεχνητή αυτή συναίνεση οδήγησε στην πράξη σε μια καταστρατήγηση του Συντάγματος και σε μετατροπή του αυστηρού χαρακτήρα του σε ήπιο. Η αναθεώρηση έγινε υπόθεση της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας και το Σύνταγμα κατάντησε απλός νόμος του κράτους.
Γι΄αυτό και είναι πρόωρο, ανεδαφικό και παραπλανητικό να ασχολείται κανείς σήμερα με το περιεχόμενο της νέας αναθεώρησης, αφού σήμερα μόνο τις γενικές προθέσεις γνωρίζουμε και αγνοούμε το ειδικό περιεχόμενο της, που θα αποφασιστεί από την επόμενη Βουλή. Μέχρι τότε θα έχει ξεχαστεί ή ξεθυμάνει η σχετική συζήτηση και η αναθεώρηση θα γίνει σε ένα κλίμα απάθειας και αδιαφορίας.
Το κρίσιμο πολιτική ζήτημα που μπαίνει άρα σήμερα είναι με ποιες πλειοψηφίες αποφασίζεται σήμερα η αναθεώρηση. Όσο πιο μικρές, τόσο καλλίτερα για το Σύνταγμα και την δημοκρατία.
Δυστυχώς η αριστερά που έχει μάθει απλώς να καταγγέλλει γενικολογώντας και καταστροφολογώντας επί μονίμου βάσεως, έχει συμπράξει άθελά της και με ασυγχώρητη αφέλεια σε αυτήν την καταστρατήγηση της αναθεωρητικής διαδικασίας. Το 1985 το ΚΚΕ ψήφισε την κίνηση της διαδικασίες αναθεώρησης και έδωσε στο ΠΑΣΟΚ την ευκαιρία να αναθεωρήσει το 1986 το Σύνταγμα με απλή πλειοψηφία, οργανώνοντας και νομιμοποιώντας και συνταγματικά τον σχηματισμό αυτοδύναμων μονοκομματικών κυβερνήσεων. Επέτρεψε με την ψήφο του να γίνει πρότυπο, συνταγματικό αυτό που κάθε μέρα δεν κουράστηκε πολιτικά να καταγγέλλει: τον δικομματισμό και τις μονοκομματικές κυβερνήσεις.
Στην συναίνεση του 1998 συνέβαλε και ο Συνασπισμός υπερθεματίζοντας την αναγκαιότητα της τότε αναθεώρησης και προτείνοντας και δικό του μάλιστα σχέδιο αναθεώρησης, λές και δεν ήξερε ποιες πλειοψηφίες θα αποφάσιζαν και ότι με το «ναι» στην αναθεώρηση εκείνη ουσιαστικά και τελικά νομιμοποιούσε την αναθεώρηση που επερχόταν συμβάλλοντας στο συναινετικό κλίμα.
Τώρα φτάσαμε απότομα στο άλλο άκρο. Η τωρινή ηγεσία του Συνασπισμού όχι μόνον δεν συναινεί, αλλά καταγγέλλει γενικολογώντας, καταστροφολογώντας, και προεξοφλώντας την χειρότερη εκδοχή. Δεν καταλαβαίνει ότι έτσι μπαίνει στη λογική της αναθεωρητικής συζήτησης και εμφανίζεται αρνητική και εξ ορισμού σε κάθε είδους αναθεώρηση και αποκλείει κάθε δυνατότητα παρέμβασης στην επόμενη αναθεωρητική Βουλή;
Πιστεύω πως εκείνο που προέχει σήμερα είναι να μην συγκεντρωθούν πλειοψηφίες 180 βουλευτών ώστε, αν ξεκινήσει τελικά η διαδικασία αναθεώρησης, να χρειαστούν αυξημένες πλειοψηφίες στην αναθεωρητική Βουλή, για να μπορεί να γίνει αναθεώρηση με πραγματική και ουσιαστική συναίνεση.
Εφημερίδα, Αυγή, 21 Ιανουαρίου 2006