Ο πατερναλισμός βασίζεται στην πεποίθηση ότι οι πολίτες είναι σαν τα μικρά παιδιά που χρειάζονται προστασία, διότι δεν είναι ικανά να διαχειριστούν την ελευθερία τους χωρίς να προκαλέσουν κακό στον εαυτό τους και στους γύρω τους. Σπάνια σταματά στις συμβουλές, την πληροφόρηση και τα κίνητρα του λεγόμενου ήπιου πατερναλισμού. Σχεδόν πάντοτε ο πατερναλισμός καταλήγει στον σκληρό «νομικό πατερναλισμό» που απαγορεύει και ποινικοποιεί τη συμπεριφορά. Οι φορείς του νομικού πατερναλισμού δεν αρκούνται στην απαγόρευση, αλλά επιδιώκουν και την ηθική καταδίκη. Ετσι την απαγόρευση «νο μιμοποιεί» και η συμβατική κοινωνική ηθική που δεν ανέχεται συμπεριφορές τις οποίες απορρίπτει η πλειονότητα. Αυτός ο «νομικός ηθικισμός» είναι στενός συγγενής του νομικού πατερναλισμού και στις περισσότερες περιπτώσεις ακόμα πιο αποκρουστικός. Το δίκαιο πρέπει λοιπόν να υποχρεώνει τα άτομα να ζουν με τον τρόπο που οι επαΐοντες πιστεύουν πως είναι σωστός και ωφέλιμος. Η ελευθερία μας να επιλέγουμε τον τρόπο ζωής μας υπερκαλύπτεται από το βαρύ πέπλο του «κοινού καλού»- όχι όμως όπως αυτό προσδιορίζεται από τα ίδια τα άτομα (για το καλό των οποίων πρόκειται), αλλά από εκείνους που κατά τεκμήριο το γνωρίζουν, προφανώς εξ επιφοιτήσεως. Αλλά ακόμα κι αν μια συμπεριφορά δεν φαίνεται να βλάπτει άμεσα κανέναν, και πάλι μπορεί να απαγορεύεται. Φτάνει να ενοχλεί όσους τη θεωρούν ανήθικη.
Δεν νομιμοποιείται η κοινωνία να απαγορεύει συμπεριφορές και να τιμωρεί; Βεβαίως μπορεί και πρέπει να το κάνει. Φυσικά και θα πρέπει να τιμωρεί την ανθρωποκτονία, τη ληστεία, τον βιασμό, την απάτη, τη δωροδοκία. Αλλά η νομιμοποίηση του κράτους (δηλαδή της κοινωνίας) να απαγορεύει και να τιμωρεί συμπεριφορές τις οποίες η πλειονότητα απλώς δεν ανέχεται έχει ένα όριο. Το όριο αυτό το έχει περιγράψει θαυμάσια ο John Stuart Μill πριν από 150 χρόνια (σε δική μου ελεύθερη απόδοση):
«Ο μοναδικός σκοπός χάριν του οποίου νομιμοποιείται το κράτος να περιορίσει την ελευθερία του ατόμου παρά τη θέληση του τελευταίου είναι για να αποτρέψει τη βλάβη σε άλλα άτομα. Δεν νομιμοποιείται όμως το κράτος να περιορίσει την ελευθερία του ατόμου για το “δικό του καλό” (σωματικό ή ηθικό). Δεν δικαιούται να το υποχρεώσει να κάνει ή να μην κάνει κάτι διότι υποτίθεται πως έτσι θα είναι καλύτερα γι΄ αυτό ή διότι θα το κάνει ευτυχέστερο ή γιατί σύμφωνα με κάποιους έτσι είναι “πιο σωστό” ή “πιο σοφό”. Το άτομο είναι κυρίαρχο πάνω στον εαυτό του, πάνω στο σώμα του και στο μυαλό του». ( Οn Liberty, 1859)
Σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία το κράτος θα πρέπει να περιοριστεί στην απαγόρευση ενός μικρού και συγκεκριμένου αριθμού δραστηριοτήτων που προκαλούν άμεση βλάβη στη ζωή, στην ελευθερία και στην ιδιοκτησία κάποιου χωρίς τη συναίνεσή του. Δεν δικαιούται να περιορίζει την ελευθερία των ατόμων απαγορεύοντας απλώς την «προσβολή» (όπως πάει τώρα να κάνει με την ποινικοποίηση του ρατσιστικού λόγου), δραστηριότητες που δεν βλάπτουν κανέναν αλλά θεωρούνται ανήθικες (όπως η ποινικοποίηση της αμοιβής των παρένθετων μητέρων) ή συμπεριφορές που προκαλούν βλάβη στο ίδιο το άτομο (όπως τα τυχερά παιχνίδια).
Επιπλέον, όπως σε όλες τις περιπτώσεις που το κράτος υιοθετεί τον νομικό πατερναλισμό και τον νομικό ηθικισμό, η παρέμβαση αποτυγχάνει παταγωδώς. Πόσο ανεδαφική ακούγεται μια απαγόρευση την εποχή του Ιnternet, πόσο παλαιολιθικά τα επιχειρήματα για το κράτος που θα έχει κέρδος φορολογώντας «ανήθικες δραστηριότητες», πόσο απληροφόρητοι όσοι θεωρούν ότι οφείλεται σε «εθισμό» (αγνοώντας τα αποτελέσματα επιστημονικών μελετών), πόσο αφελές το επιχείρημα ότι έτσι θα προστατευθούν οι οικογενειακές περιουσίες;
Αλλά όλα αυτά δεν έχουν και τόση σημασία. Το διακύβευμα εδώ είναι το αν θα αφεθεί στα άτομα μια σφαίρα προσωπικής αυτονομίας, ελεύθερης από παρεμβάσεις, ή αν θα αναθέσουμε στο κράτος να αποφασίζει για λογαριασμό μας.
Ο κ. Αριστείδης Χατζής είναι επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών.