Ο υπερκομματικός ρόλος του ΠτΔ και η αλλαγή του τρόπου εκλογής του από τη Βουλή με απλή πλειοψηφία

Αντώνης Μανιτάκης, Ομ. Καθηγητής ΑΠΘ

Στο άρθρο, που γράφτηκε το 2006, επικρίνεται η πρόταση αναθεώρησης της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας με απλή πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, προκειμένου να αποφεύγεται η αναγκαστική προσφυγή στις κάλπες στην περίπτωση μη επίτευξης πλειοψηφίας των 2/3. Η ενδεχόμενη αποδοχή της πρότασης θα οδηγήσει σε ταύτιση της προεδρικής πλειοψηφίας με την κοινοβουλευτική και σε παραταξιακή και όχι υπερκομματική ή έστω διακομματική εκλογή. Θα πληγεί έτσι ο ρόλος του ΠτΔ ως συμβόλου της πολιτικής ενότητας της κοινωνίας και της ενότητας και συνέχειας του κράτους. Παράλληλα, επαινείται η δεκαετής θητεία του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας Κ. Στεφανόπουλου, και τονίζεται ο υπερκομματικός και ενοποιητικός ρόλος του ΠτΔ, φύλακα της συνταγματικής νομιμότητας.

———————

Είχα την τύχη να διαγνώσω έγκαιρα, με αφορμή την πρώτη εκλογή του, τις αρετές του σημερινού Προέδρου της Δημοκρατίας. Σε άρθρο που είχε δημοσιευτεί από τούτες εδώ τις στήλες, στις 14 Μαρτίου 1995, είχα επισημάνει, στηριζόμενος στην αντιφώνησή του προς τον Πρόεδρο της Βουλής κ. Κακλαμάνη, ότι «η πολιτική ιστορία, προσωπικότητα και η πείρα του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας παρέχουν αρκετά εχέγγυα ότι ο προεδρικός θεσμός θα εξακολουθήσει να επιτελεί και στο μέλλον με επιτυχία τον ενοποιητικό και υπερκομματικό του ρόλο, αυτόν που καθιέρωσε η εικοσάχρονη προεδρική πρακτική και έχει ανάγκη το πολιτικό μας σύστημα και η ελληνική κοινωνία»(Βλ. αναδημοσίευση στο “Η συνταγματική συγκυρία της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας”, Εξάντας, 1997, σ.192).

Η διατήρηση ανέπαφου του ισχύοντος τρόπου εκλογής του ΠτΔ αποτελεί έμπρακτη αναγνώριση και κατοχύρωση του έργου και της πρακτικής, που τόσο ο νυν Πρόεδρος όσο και ο προκάτοχός, ο Κ. Καραμανλής τίμησαν, κατά κοινή αναγνώριση, το προεδρικό αξίωμα.

Η πενταετής θητεία του Κ. Στεφανόπουλου στο αξίωμα του Προέδρου επιβεβαίωσε την πρόγνωσή μου αυτή, η οποία και αναγνωρίστηκε από το σύνολο σχεδόν του πολιτικού κόσμου. Η πανηγυρική επανεκλογή του το 2010 αποτελούσε αναγνώριση της εναρμονισμένης με το πολίτευμα άσκησης των προεδρικών καθηκόντων του αλλά και της συνετούς και σεμνής προσωπικής του συμπεριφοράς. Κατάφερε να ενσαρκώσει κατά τον καλλίτερο τρόπο την εθνική και κρατική ενότητα και να λειτουργήσει συμβολικά, μέσα από άτυπες ενέργειες και λόγους καίριους, ως βαθμίδα πολιτικής ενοποίησης της κοινωνίας και φορέας εθνικής και πολιτικής ομοψυχίας.

Ο ρόλος αυτός είναι αξιέπαινος και χρειάζεται να επικροτηθεί, όχι διότι αποτελεί, όπως φαίνεται προσωπική αρετή και του νυν Προέδρου, Παπούλια, αλλά κυρίως διότι συμβαίνει να εξυπηρετεί τις ανάγκες του πολιτικού μας συστήματος και να ανταποκρίνεται στις συνταγματικές επιταγές και στη βαθύτερη λογική του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Πρόκειται επομένως για βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του προεδρευόμενης μορφής του πολιτεύματος, που υπερβαίνει τους εκάστοτε φορείς του προεδρικού αξιώματος και επιβάλλεται διαχρονικά ως απαίτηση συνταγματική.

Με αυτή την έννοια, οι έπαινοι προς το πρόσωπο του Προέδρου δεν θα πρέπει να εξαφανίζουν την θεσμική διάσταση του υπερκομματικού του ρόλου ούτε να οδηγούν σε αποσιώπηση μερικών χρήσιμων θεσμικών συμπερασμάτων, που συνάγονται από την συνταγματική πρακτική και τα οποία θα προσπαθήσω να αναδείξω στο σημείωμα αυτό. Τα συμπεράσματα αυτά δεν είναι μόνο διδάγματα για τους φορείς του προεδρικού αξιώματος, αλλά και χρήσιμος οδηγός για τη θεσμική αποτίμηση του θεσμού και κυρίως πολύτιμο και αναντικατάστατο προηγούμενο για την ενδεχόμενη συνταγματική μεταρρύθμισή του. Κάτι που έχει κατά γνώμη μου αγνοηθεί παντελώς από τους πρωταγωνιστές της Αναθεώρησης του Συντάγματος.

Αυτό που θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να υπογραμμιστεί είναι ότι ο κοινά αποδεκτός «ενοποιητικός» και «υπερκομματικός» ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας τελεί σε απόλυτη συνάρτηση με τον τρόπο της εκλογής του. Η διαδικασία της εκλογής του χρειάζεται να εναρμονίζεται και να επιβεβαιώνει την θεμελιώδη αυτή θεσμική αποστολή και να μην την υπονομεύει ούτε να την διακινδυνεύει με διαδικασίες που ευνοούν πλειοψηφικές επιλογές και παραταξιακές αντιπαραθέσεις και αρνούνται στην πράξη την επιδίωξη της ευρύτερης δυνατής συναίνεσης στο πρόσωπο του Προέδρου.

Την απλή αυτή διαπίστωση σχετικά με την διαδικασία εκλογής του ΠτΔ φαίνεται πως αγνοεί και πάντως αντιστρατεύεται η επικείμενη Αναθεώρηση του Συντάγματος, αφού αποφασίστηκε η αναθεώρηση της σχετικής διάταξης του άρθρου 32Σ προς την κατεύθυνση της αποδέσμευσης της διάλυσης της Βουλής από τη διαδικασία της εκλογής ΠτΔ. Η πρόταση αυτή του ΠΑΣΟΚ οδηγεί πρακτικά σε εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας με απλή ή απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών και θα έχει ως αποτέλεσμα την καθιέρωση μιας καθαρά πλειοψηφικής και παραταξιακής εκλογή του ΠτΔ. Διότι ο πλέον σίγουρος τρόπος για να αποφευχθεί η διάλυση της Βουλής, όταν δεν καθίσταται δυνατή η επίτευξη της αυξημένης πλειοψηφίας των τριών πέμπτων, όπως απαιτείται σήμερα, θα είναι η συνταγματική πρόβλεψη μειωμένης πλειοψηφίας, η οποία θα βρίσκεται κοντά ή θα ταυτίζεται με τη δύναμη της υπάρχουσας τότε κυβερνητικής πλειοψηφίας.

Με τον τρόπο όμως αυτό η «κυβερνητική» πλειοψηφία θα ταυτίζεται με την «προεδρική» πλειοψηφία και η προεδρική εκλογή θα υποβιβάζεται σε διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση. Το χειρότερο όμως από όλα είναι ότι η κυβερνητική πλειοψηφία της στιγμής της εκλογής ΠτΔ θα ενθαρρύνεται από το ίδιο το Σύνταγμα να επιλέξει Πρόεδρο της δικής της αποκλειστικά επιλογής, αγνοώντας ή αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις ή αντιρρήσεις της αντιπολίτευσης. Η εκλογή θα πάρει έτσι αναπόφευκτα παραταξιακό χαρακτήρα και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας που θα έχει εκλεγεί θα φέρει το στίγμα της κομματικής επιλογής. Η προτεινόμενη ρύθμιση δεν ευνοεί απλώς την παραταξιακή επιλογή του ΠτΔ, προτρέπει, ενθαρρύνει και εξωθεί την κυβερνητική πλειοψηφία σε τέτοιου είδους συμπεριφορά. Ενθαρρύνει και επιβραβεύει την πλειοψηφική αλαζονεία, την οποία επιτρέπει να δοκιμαστεί και κατά την εκλογή φορέα θεσμού, που θα έπρεπε για να εναρμονίζεται με τον υπερκομματικό του ρόλο να έχει υποχρεωτικά χαρακτήρα διακομματικό.

Και το ερώτημα που ανακύπτει κατά την γνώμη μου αμείλικτο είναι: πως θα μπορέσει ένας τέτοιος Πρόεδρος με μειωμένη νομιμοποίηση και στιγματισμένος παραταξιακά να ασκήσει με κύρος και πειθώ τον υπερκομματικό και ενοποιητικό ρόλο που του επιφυλάσσει το Σύνταγμα και έχει ανάγκη το πολίτευμα;

Το πλέον παράδοξο πάντως στην προκειμένη περίπτωση είναι, ότι ενώ η προβλεπόμενη διαδικασία εκλογής Προέδρου έχει δοκιμαστεί στην πράξη και έχει μάλιστα αποδείξει με την πρόσφατη ιδίως εκλογή, πόσο αναγκαία και διδακτική είναι η πρόβλεψη και επιταγή του συντακτικού νομοθέτη του 1995 για συναινετική και διακομματική εκλογή ΠτΔ και πόσο ευεργετικά λειτούργησε για το πολίτευμα η αναζήτηση της ευρύτερης δυνατής προεδρικής πλειοψηφίας, η πρόταση αναθεώρησής της όχι μόνο αγνοεί την θετική αυτή εμπειρία αλλά και την αντιστρατεύεται.

Το ενδεχόμενο διάλυση της Βουλής σε περίπτωση μη επίτευξης της απαιτούμενης πλειοψηφίας λειτούργησε στην περίπτωση της προεδρικής εκλογής του περασμένου Φεβρουαρίου για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης παιδευτικά, διότι το ώθησε σε απόφαση θεσμικά υπεύθυνη και σε απόσειση της πολιτικής ευθύνης διενέργειας πρόωρων εκλογών εξ αιτίας της μη εκλογής ΠτΔ για λόγους μικροκομματικούς. Παρόλα αυτά η Βουλή διαλύθηκε λίγες μέρες αργότερα με ευθύνη της ίδιας της κυβέρνησης, πράγμα που αποδεικνύει ότι η απειλή διάλυσης της Βουλής ως τιμωρία της για τη μη εκλογή ΠτΔ, είχε αντίστροφα αποτελέσματα από αυτά που οι περισσότεροι προέβλεπαν: η προεδρική εκλογή δεν χρησιμοποιήθηκε ως μέσο διάλυση της Βουλής. Αντίθετα μάλιστα η διάλυση της Βουλής αποσυνδέθηκε από την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας με ευθύνη και ώριμη απόφαση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, διότι δεν ήθελε να αναλάβει την ευθύνη της άρνησης εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας με την ευρύτερη δυνατή πολιτική αποδοχή.

Για ανάλογους λόγους βρίσκω και την πρόσφατη αναθεωρητική πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης για άμεση, από το λαό, εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας ατυχή και αντίθετη στον ενοποιητικό και υπερκομματικό ρόλο του, πέρα από τα ζητήματα αντισυνταγματικότητας που εγείρει και ως προς την διαδικασία και ως προς την ουσία.

Το συμπέρασμα είναι ότι αμέσως μετά από μια επιτυχή και ευτυχή διαδικασία εκλογής νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία αν μη τι άλλο καταξιώνει και επιβεβαιώνει έμπρακτα την αξία της ισχύουσας διαδικασίας εκλογής ΠτΔ, επιχειρείται παραδόξως η ανατροπή της, που σημαίνει ότι επιδιώκεται η κατάργηση του αναντικατάστατου διαδικαστικού ερείσματος εκλογής ενός οργάνου, που πρώτη του αποστολή είναι να συμβολίζει και να ενσαρκώνει την ενότητα και συνέχεια του κράτους και της πολιτικής κοινωνίας.

Η διατήρηση ανέπαφου του ισχύοντος τρόπου εκλογής του ΠτΔ αποτελεί έμπρακτη αναγνώριση και κατοχύρωση του έργου και της πρακτικής, που τόσο ο νυν Πρόεδρος όσο και ο προκάτοχός, ο Κ. Καραμανλής τίμησαν, κατά κοινή αναγνώριση, το προεδρικό αξίωμα.

 

(Δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία στις 17 Οκτωβρίου 2007)

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

one × two =