Η ελληνική ιθαγένεια μεταξύ εθνικής ενσωμάτωσης και πολιτικής ένταξης

Ευθυμία Τσολάκου υποψήφια διδάκτορας Συνταγματικού Δικαίου Νομικής ΑΠΘ, υπότροφος προγράμματος ΕΣΠΑ 2007-2013 "ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ ΙΙ"

Η ελληνική ιθαγένεια μεταξύ εθνικής ενσωμάτωσης και πολιτικής ένταξης
Προλεγόμενα
Η πρόσφατη απόφαση του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ 350/2011 άφησε ανοιχτά στον επιστημονικό διάλογο σειρά ζητημάτων, που αφορούν τόσο σε ορισμένες κρίσιμες έννοιες του πολιτεύματος, όπως η σχέση λαού και έθνους στο συνταγματικό κείμενο, η νομική φύση της «ιθαγένειας», τα συνταγματικά όρια στον καθορισμό των φορέων των πολιτικών δικαιωμάτων, όσο και την κατάστρωση του δικανικού συλλογισμού κατά την ερμηνεία του Συντάγματος στον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων.
Οι κρίσεις του Δικαστηρίου διαμορφώνονται μέσα από αναφορές στην ελληνική συνταγματική ιστορία, καθώς και στη διοικητική πρακτική και τη νομοθεσία σχετικά με τη δυνατότητα (ανα)συγκρότησης της πολιτικής κοινότητας και του εκλογικού σώματος διά της πολιτογράφησης αλλοδαπών. Δίχως αμφιβολία, η ΣτΕ 350/2011 είναι, αν όχι η μοναδική, ίσως από τις ελάχιστες και μεμονωμένες στην ελληνική νομολογία αποφάσεις που θέτουν με τόση ιδεολογική ένταση και τέτοια διεπιστημονική ματιά το μάλλον άγνωστο διαχρονικό δίκαιο ιθαγένειας. Αλήθεια είναι, ότι για τη διατύπωση των δικαστικών επιχειρημάτων, αξιοποιούνται εργαλεία διάφορων επιστημονικών πεδίων, προσφιλών στη νομική επιστήμη, όπως η κοινωνιολογία ή οι πολιτικές επιστήμες και η σύγχρονη ιστορία, καθώς και έννοιες εξω-νομικές και προ-πολιτικές, που χρησιμοποιούνται για την θεμελίωση της αντι-συνταγματικότητας των επίδικων νομοθετικών ρυθμίσεων. Η άρθρωσή τους όμως με τον δικαστικό συλλογισμό είναι μετέωρη και νομικά ανάρμοστη.
Η αγωνία του Δ΄ Τμήματος για την συνταγματική κατοχύρωση του δικαίου του αίματος, και την αναγωγή του σε μοναδικό κριτήριο ένταξης του προσώπου στο «έθνος» γεννά αμηχανία και επιφυλάξεις. Τούτο, επειδή το έθνος αποβάλλει στη σχολιαζόμενη το κανονιστικό νόημα που διέθετε επί δεκαετίες[1] και γίνεται αντιληπτό από το Δικαστήριο ως η ιστορικά απαράμιλλη και συνταγματικά αναπαραγόμενη κοινότητα που φέρει το πολιτισμικό τεκμήριο της ενσωμάτωσης[2], και διατρέχει τον ιστορικό χρόνο καθορίζοντας μεταφυσικά τα συνταγματικά πεπρωμένα. Η απόδοση στην έννοια του έθνους αυτοτελούς κανονιστικής δύναμης, αντλούμενης από ποικίλες συνταγματικές διατάξεις, όχι κατ’ ανάγκη σχετικές με την επίδικη διαφορά, και η εμμονή στο κριτήριο της φυλετικής καταγωγής προδίδει μια μονομερή και εγκλωβιστική ερμηνευτική προσέγγιση του έθνους αλλά και της επίδικης συνταγματικής διάταξης. Με τον τρόπο αυτό, ο Έλληνας δικαστής απομονώνεται από τον επίκαιρο συνταγματικό ευρωπαϊκό διάλογο σχετικά με την επίδραση των δικαιοκρατικών εγγυήσεων και των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην εξειδίκευση του ευρέος περιθωρίου εκτίμησης των κρατών για θέματα αναγνώρισης ή αφαίρεσης ιθαγένειας.
Το Δ΄ Τμήμα του ΣτΕ κλήθηκε να αποφασίσει για την αίτηση ακύρωσης δύο προσβαλλόμενων πράξεων τις οποίες θεώρησε συναφείς. Η πρώτη Υπουργική Απόφαση καθορίζει τα δικαιολογητικά που συνοδεύουν τη δήλωση και αίτηση εγγραφής τέκνου αλλοδαπών στο δημοτολόγιο, λόγω γέννησης ή φοίτησης σε σχολείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1Α του Ν. 3838/2010 ενώ η δεύτερη αποτελεί την εγκύκλιο σχετικά με τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι των υπηκόων τρίτων χωρών στον πρώτο βαθμό τοπικής αυτοδιοίκησης, που προβλέπεται στα άρθρα 14 έως 21 του ίδιου νόμου[3]. Η παρούσα μελέτη περιορίζεται στην ανάπτυξη επιχειρημάτων σχετικά με την πρώτη εκ των προσβαλλόμενων πράξεων που αφορά την διαδικασία πολιτογράφησης των τέκνων μεταναστών. Η επιλογή αυτή δικαιολογείται από τη θέση ότι οι δύο πράξεις δεν διέπονται από συνάφεια, αφού δεν στηρίζονται σε όμοια νομικά και πραγματικά περιστατικά και αφορούν διαφορετικούς κύκλους φορέων. Ίσως θα μπορούσαν να θεωρηθούν «αντιθετικές» μεταξύ τους, καθώς η πρώτη υποδηλώνει την αναγκαιότητα νομοθετικής επέκτασης της απονομής της ιθαγένειας, ως απαραίτητης προϋπόθεσης εισόδου στην κοινότητα του λαού, ενώ η δεύτερη φαίνεται να αμφισβητεί την μοναδικότητα του νομικού δεσμού της ιθαγένειας για την άσκηση ορισμένης δέσμης πολιτικών δικαιωμάτων. Ωστόσο, η σώρευση στον νέο Ν. 3838/2010 τόσο διαδικασιών πολιτογράφησης όσο και κριτηρίων διεύρυνσης του εκλογικού σώματος στους Πρωτοβάθμιους ΟΤΑ διατρέχεται από την εσωτερική λογική της δημιουργίας ενδιάμεσων σταθμών οικειοποίησης του πολιτικού βίου για τον υπό ένταξη αλλοδαπό[4], ώστε να μπορεί να στηρίξει αίτημα για πολιτογράφηση δυνάμει του νέου 5Α ΚΕΙ, που απαιτεί απόδειξη της ενεργούς συμμετοχής σε πολιτικούς θεσμούς και σεβασμό των πολιτειακών αρχών της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ωστόσο, το δοκιμαστικό στάδιο ιθαγένειας διά της πολιτικής συμμετοχής στους δήμους, αναφέρεται στην πολιτογράφηση ενηλίκων, που δεν αμφισβητείται στο πλαίσιο της επίδικης διαφοράς, και ουδόλως στην απόκτηση ιθαγένειας των τέκνων τους, στην οποία αναφέρεται η πρώτη προσβαλλόμενη.
 
1. Συνταγματικές Αποκλίσεις – ιστορικές αντιφάσεις
Το Δ΄ Τμήμα του ΣτΕ στήριξε την ακύρωση της πρώτης πράξεως στο ανίσχυρο των σχετικών ρυθμίσεων του νόμου που αποτέλεσαν την βάση έκδοσής της, δηλαδή στην αντίθεση των άρθρων 1Α και 24 του ν. 3838/2010 σε σειρά διατάξεων του Συντάγματος. Ειδικότερα, η πλειοψηφούσα γνώμη διακηρύσσει κατ’ αρχήν ότι το δίκαιο της ιθαγενείας διαμορφώνεται αποκλειστικώς από το ελληνικό κράτος, κατά κυριαρχικό τρόπο, εντός των εξωτερικών ορίων που τάσσουν οι κανόνες του διεθνούς δικαίου (π.χ. απαγόρευση δημιουργίας ανιθαγενών με αυθαίρετες πράξεις των κρατών ή πιθανότητα προσβολής ανθρωπίνων δικαιωμάτων) και των εσωτερικών ορίων, που θεμελιώνονται στις σχετικές συνταγματικές αρχές. Ωστόσο ως προς τις δεσμεύσεις που προκύπτουν από τις αρχές του εθιμικού διεθνούς δικαίου και τη σύγχρονη νομολογία του ΕΔΔΑ, το Συμβούλιο σιωπά. Παράλληλα, ως προς τα διαγραφόμενα από το Σύνταγμα όρια του κοινού νομοθέτη, το Δικαστήριο επιλέγει μια διπλή μεθοδολογία για να στηρίξει την κρίση του περί αντισυνταγματικότητας των νομοθετικών ρυθμίσεων.
Το Δικαστήριο δεν απορρίπτει apriori την είσοδο στην πολιτική κοινότητα μέσω της πολιτογράφησης αλλοδαπών, αλλά θεωρεί αυθαίρετη και συνταγματικά αδικαιολόγητη, ως «αθρόα», κάθε πολιτογράφηση που δεν γίνεται inconcreto και χωρίς εξατομικευμένη κρίση από τη Διοίκηση περί της συνδροµής της ουσιαστικής προϋποθέσεως του δεσµού προς το ελληνικό έθνος του αιτούντος την πολιτογράφηση αλλοδαπού, δηλαδή την εκ μέρους του εθελούσια αποδοχή των αξιών που συνάπτονται προς τον ελληνισµό και την εντεύθεν απόκτηση ελληνικής εθνικής συνειδήσεως. Ο ενήλικος αλλοδαπός που πολιτογραφείται έχει την ευκαιρία μέσω της συνεντεύξεως και των τεστ ενσωμάτωσης, να αποδείξει τον «γνήσιο δεσμό του προς το ελληνικό έθνος». Αντιθέτως, για το Συμβούλιο της Επικρατείας, η ανηλικότητα των τέκνων αλλοδαπού και η αυτοδίκαιη απόκτηση της ιθαγένειας, υπό τις προϋποθέσεις της νόμιμης και μόνιμης διαμονής των γονέων τους, της μονομερούς δήλωσης και της φοίτηση στην ελληνική εκπαίδευση, συνιστούν ανεπαρκή κριτήρια για την βεβαίωση του βουλητικού στοιχείου ένταξης στον ελληνισμό και μη αξιολογήσιμα από τα διοικητικά όργανα σε σχέση με το βασικό κριτήριο της εθνικής συνείδησης.
Η συνταγματική θεμελίωση των παραπάνω παραδοχών του ΣτΕ είναι θολή και γεννά σοβαρές αντιρρήσεις. Υποστηρίζεται (σκέψη 8 επ.) ότι η πολιτογράφηση πρέπει να ακολουθεί κανόνες που δεν θίγουν τον εθνικό χαρακτήρα του κράτους, όπως αυτός αποτυπώνεται στο αρ. 1 παρ. 3 Σ, απ’ όπου συνάγεται ερμηνευτικά ότι το έθνος αναφέρεται τόσο στις παρελθούσες όσο και στις μέλλουσες γενεές, τα συμφέροντα των οποίων πρέπει να υπηρετεί η κρατική πολιτική.
Κατ’ αρχάς, χρειάζεται να επισημανθεί εν προκειμένω ότι το Δ΄Τμήμα του Σ.τ.Ε. συνάγει έναν κανόνα συνταγματικής περιωπής για την αποκλειστικότητα και πρωταρχικότητα του «έθνους», ως εκείνης της κοινότητας την οποία πρέπει να έχει ως ορίζοντα κάθε πολιτική πολιτογράφησης, και αναγκάζεται εκ του λόγου αυτού να προκρίνει μια αποσπασματική και επιλεκτική ανάγνωση διατάξεων του Συντάγματος που αναφέρονται σε «εθνικές παραμέτρους»[5], για να καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι από τον καταστατικό χάρτη πηγάζει η επιταγή προς τον κοινό νομοθέτη να οργανώνει οποιαδήποτε αλλαγή στο δίκαιο της ιθαγένειας με βάση την «εκ του Συντάγματος εθνοκεντρική αντίληψη» περί πολιτειότητας. Σχηματικά: ό,τι μη εθνικό είναι αντισυνταγματικό. Η εθνική κοινότητα δεν γίνεται αντιληπτή ως το σύνολο των ανθρώπων που ομονοούν σε κοινές πολιτικές αντιλήψεις και οργανώνουν την ζωή τους γύρω από μια πολιτική πατρίδα[6], με την οποία τους ενώνουν περαιτέρω και προ-πολιτικά, πολιτισμικά στοιχεία, αλλά ως μια «βιολογική σφαίρα» που υποκαθιστά την πολιτικά δρώσα και κυριαρχικά υπεύθυνη κοινότητα του λαού στη δημόσια σφαίρα.
Η διαλεκτική σχέση του έθνους προς το λαό και η σημασία του έθνους για την συγκρότηση των σύγχρονων κρατών έχει αποτελέσει αντικείμενο σοβαρού διεπιστημονικού διαλόγου και ξεπερνά το όρια του παρόντος νομικού σχολιασμού[7].
Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται πίσω από τις γραμμές η δεύτερη σοβαρή παράμετρος της κατά το δικαστήριο αντισυνταγματικότητας των νομοθετικών ρυθμίσεων. Τι περιλαμβάνει η έννοια του «εθνικού» για το ΣτΕ στην περίπτωση του δικαίου της ιθαγένειας; Η ένταξη στο έθνος, με τη σημασία που το Δ΄ Τμήμα του ΣτΕ έχει αποτυπώσει κανονιστικά ερμηνεύοντας το Σύνταγμα, προϋποθέτει κατ’ αρχήν την ύπαρξη φυλετικής καταγωγής, και όταν αυτή δε συντρέχει, την εξατομικευμένη κρίση της διοίκησης για την διαπίστωση της ελληνικής εθνικής συνείδησης[8]. Η ελληνική καταγωγή, δηλαδή, το στατικό δίκαιο του αίματος, και η ελληνική συνείδηση είναι τα μοναδικά κριτήρια που αποτελούν τον πυρήνα του έθνους και της εθνικότητας [σκ. 11]. Σύμφωνα με το ΣτΕ η εθνική ομοιογένεια διασφαλίζεται, πέραν από την συνταγματική της θεμελίωση, και μέσω της αδιάλειπτης επιβεβαίωσής της από την νομοθετική πρακτική δεκαετιών. Το Δικαστήριο αποδίδει στην σχετική νομοθεσία τα χαρακτηριστικά της συνέχειας και της συνέπειας, ως προς την επιλογή του iussanguinis, ανάγοντας το δίκαιο τις ιθαγένειας σε ουσιαστικό Σύνταγμα[9], με υπέρτερη όμως του κοινού νόμου τυπική ισχύ και άρα με δεσμευτική δύναμη για τον κοινό νομοθέτη, και κατά συνέπεια ανάγει το δίκαιο του αίματος σε συνταγματική αρχή. Με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώνεται εν πολλοίς η θέση του Κ. Τσουκαλά στην πρόσφατη μελέτη του: “οι νέες συλλογικές ταυτότητες στηρίζονται στην καταγωγική τους ομοιογένεια. Μια συλλογικότητα ελεύθερων ατόμων δεν προκύπτει σε αναφορά με κάτι «άλλο», αλλά σε αναφορά του εαυτού της και σε συνέχεια αυτού του εαυτού μέσα στο χρόνο. Η ιδέα της κοινής καταγωγής του λαού, που κατοχυρώνεται ως δίκαιο του αίματος, θεσπίζεται ως ιδεολογική προϋπόθεση της διάκρισης ανάμεσα στο γηγενές και το ξένο, στο όνομα της οποίας συγκροτείται το γενικό συμφέρον και οριοθετείται η οντολογική κοινότητα των κυβερνωμένων υποκειμένων”[10].Με άλλα λόγια, το Δ΄ Τμήμα αναζητώντας στο προ-συμβολαιακο έθνος την απαραίτητη μεταφυσική στήριξη της πολιτικής κοινότητας[11], αντιμετωπίζει ως ανεπαρκή τη λαϊκή κυριαρχία και την έννοια του λαού στο πλαίσιο μιας συνταγματικά οργανωμένης πολιτείας.
Η αξιολόγηση του δικαστηρίου εν πολλοίς στηρίζεται στην προηγούμενη νομοθεσία της ιθαγένειας, που όντως θέτει στο κέντρο των ρυθμίσεων της την αέναη κληρονομικότητα της ιθαγένειας διά του αίματος. Ιστορικό θεμέλιο της αρχής αυτής ήταν η ανάγκη διατήρησης του δεσμού των Ελλήνων μεταναστών και των απογόνων τους με την πατρίδα, την εποχή που η Ελλάδα ήταν, σχεδόν αποκλειστικώς, χώρα προέλευσης μεταναστών[12].
Ωστόσο, δεν είναι πλήρης η αναφορά του Δικαστηρίου στα προηγούμενα ελληνικά Συντάγματα[13] και σε κάθε νομοθετική αλλαγή[14]. Μια προσεκτική αναφορά θα αποδείκνυε, αντίθετα, ότι το δίκαιο του αίματος δεν ήταν ούτε κατά την αρχική συγκρότηση του ελληνικού κράτους[15] αλλά ούτε και κατά την μεταγενέστερη διεύρυνση των συνόρων του το μοναδικό κριτήριο εμπλουτισμού της πολιτικής κοινότητας με ανθρώπινο δυναμικό[16]. Αποσπασματικά, δηλαδή, και μονομερώς διαβάζει το Δ΄ Τμήμα την νομοθετική ιστορία, καθηλώνοντας την νομολογία στο κριτήριο της βιολογικής καταγωγή από το περιούσιο γένος και παραγνωρίζοντας την ανοιχτή και πορώδη αντίληψη για την ιδιότητα του πολίτη που διατρέχει όλη τη συνταγματική μας παράδοση[17].
Ιδιαίτερα επιβοηθητική προς την παραπάνω ερμηνεία αναδεικνύεται για το ΣτΕ η αξιοποίηση της νομοθεσίας περί πολιτογράφησης ομογενών[18]. Είναι αλήθεια ότι οι σχετικές νομοθετικές πολιτικές για την ομογένεια επιφυλάσσουν ένα προνομιακό πεδίο για τα επιχειρήματα εφαρμογής του iussanguinis, καθώς ομογενής χαρακτηρίζεται από τη νομοθεσία και τη νομολογία «…ο ανήκων εις το ελληνικόν γένος ή έθνος, ήτοι ο κεκτημένος ελληνικήν εθνικήν συνείδησιν, συναγομένην κυρίως εκ των συνδεόντων αυτόν προς το ελληνικό έθνος στοιχείων και χαρακτηριστικών της προσωπικότητός του, των αναφερομένων ιδία εις την καταγωγήν του (εκ πατρός ή μητρός ή απωτέρων προγόνων), την γλώσσαν, την θρησκείαν, τας εθνικάς παραδόσεις και εν γένει την κοινήν συνείδησιν των ιστορικών πεπρωμένων του έθνους»[19]. Ωστόσο το δικαστήριο αποσιωπά την πλούσια νομολογία του, η οποία αρνείται τη διαπίστωση της ιθαγένειας ομογενών, λόγω μη επαρκούς απόδειξης της εθνικής συνείδησης του φέροντα την ομογενειακή ιδιότητα, ενώ συνέτρεχε και αποδεικνυόταν η φυλετική καταγωγή. Τα φυλετικά και υποκειμενικά-συνειδησιακά κριτήρια συγχέονται και εναλλάσσονται στην διοικητική πρακτική και τη σχετική νομολογία, επιτρέπουν αποκλεισμούς και περιχαρακώσεις, αποδεικνύοντας ότι κάθε άλλο παρά σταθερό είναι το δίκαιο του αίματος, όπως υποστηρίζει το ΣτΕ [σκ. 10].[20]
Παραγνωρίζεται επίσης από το δικαστήριο ο σχετικός διάλογος στη θεωρία σχετικά με την αντισυνταγματικότητα[21] και την αντισυμβατικότητα[22] του άρθρου 19 του προϊσχύοντος ΚΕΙ σε σχέση με το άρθρο 4 παρ. 3 β Σ, διάλογος που ανέδειξε την επικινδυνότητα και τη ρευστότητα του κριτηρίου της εθνικής συνείδησης[23]. Με βάση την τότε διάταξη του άρθρου 19, που καταργήθηκε μεταγενέστερα με τον Ν. 2623/1998, ο αλλογενής που εγκατέλειπε το ελληνικό έδαφος χωρίς πρόθεση παλιννόστησης μπορούσε να απωλέσει την ελληνική ιθαγένεια, αν διαπιστωθεί από τη διοίκηση ότι ο δεσμός του με το ελληνικό έθνος είναι χαλαρός και έπαψε να συμπεριφέρεται ως Έλληνας [μεταξύ άλλων ΣτΕ 2169/1960, 2753/1964, 2044/70, 4345/83, 1565/86, 2564/90, 209/93, 1213/93, 4104/95, 4263/95, 4578/95, 6253/96, 3079/98, 731/99, 3654/2000, 3070/2002, 100/2006][24]. Η χρήση της αόριστης έννοιας της εθνικής συνείδησης, που διέκρινε τον ομογενή από τον αλλογενή, συνιστούσε διακριτική μεταχείριση εις βάρος μειονοτικών πληθυσμών[25]. Η πρακτική αυτή οδήγησε σημαντικό αριθμό προσώπων σε ανιθαγένεια, κατά παράβαση των αναγκαστικών κανόνων του διεθνούς δικαίου, που υποχρεώνουν τα κράτη σε σεβασμό της εθνοτικής-φυλετικής ισότητας και σε προστασία από την ανιθαγένεια[26].
Αν όντως για το δικαστήριο το δίκαιο ιθαγένειας, ως διαχρονικό νομοθετικό δίκαιο, αναδεικνύει την αξία του ουσιαστικού Συντάγματος και θα πρέπει να ερμηνεύεται σε έναν ιστορικό ορίζοντα υπό το φως του αρ. 108 Σ και των σχετικών κρατικών πολιτικών, τότε σκόπιμο θα ήταν να ληφθεί υπ΄όψη και η σύγχρονη νομολογιακή διάσταση του ζητήματος, όπως πρόσφατα τέθηκε από την καταδικαστική για την χώρα μας απόφαση του ΕΔΔΑ της 8.7.2010, υπόθ. Σιταρόπουλος και άλλοι κατά Ελλάδος[27], η οποία έθεσε στο κέντρο του διαλόγου για την ψήφο των Ελλήνων της διασποράς το χωρικό στοιχείο της διαμονής στο εξωτερικό και την αντίστοιχη πολιτική βούληση του κοινού νομοθέτη[28]. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι η Ελλάδα υπολείπεται του κοινού παρονομαστή των κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, όσον αφορά στην αποτελεσματική άσκηση των εκλογικών δικαιωμάτων από τους απόδημους εκλογείς και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να επικαλεστεί το ευρύ περιθώριο εκτίμησης, που κατά κανόνα αναγνωρίζεται στα συμβαλλόμενα κράτη στον τομέα των πολιτικών δικαιωμάτων. Η έλλειψη νομοθετικής εξειδίκευσης του άρθρου 51 παρ. 4 του Συντάγματος για περισσότερο από τρεις δεκαετίες, σε συνδυασμό με την αντίστοιχη εξέλιξη του δικαίου των συμβαλλομένων κρατών, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η έλλειψη αποτελεσματικών μέτρων από την πλευρά του ελληνικού κράτους προκειμένου να εξασφαλίσει τη δυνατότητα να ασκούν από τον τόπο κατοικίας τους το δικαίωμα ψήφου στις εθνικές εκλογές, έπληξε το δικαίωμα για ελεύθερες εκλογές (άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ). Ο έλληνας δικαστής της συνταγματικότητας δεν βρίσκεται πια μπροστά στις προκλήσεις των επαναστατικών Συνταγμάτων, ούτε στο δίκαιο του αίματος όπως εγγράφεται στην ιστορία της ομογένειας πριν δεκαετίες. Παραγνωρίζοντας τα παραπάνω, ούτε επωφελήθηκε από τις αποφάσεις των διεθνών δικαιοδοσιών για την έννοια της διασποράς και του ελληνισμού[29], ούτε ανταποκρίθηκε στις προκλήσεις των μεταναστευτικών ροών, που θέτουν επιτακτικά το ζήτημα των ανθρώπινων δικαιωμάτων για τους πληθυσμούς σε κίνηση[30].
Επιπλέον, ιδιαιτέρως προβληματική και ως οριακή κρίση σκοπιμότητας εμφανίζεται η αξιολόγηση του δικαστηρίου για τις προσπάθειες του έλληνα νομοθέτη να εντάξει στο πλαίσιο της νομιμότητας πληθυσμούς, που διαβιούν για χρόνια και εργάζονται στην ελληνική επικράτεια, μέσω σταδιακών νομιμοποιήσεων αλλοδαπών στερούμενων ταξιδιωτικών εγγράφων και θεωρήσεως εισόδου. Η πολιτική αυτή προσπαθεί να απαντήσει, -αν και ακόμα μένει πολύς δρόμος να διανυθεί,- στις σύγχρονες απαιτήσεις τακτοποίησης των μεταναστευτικών ρευμάτων εναρμονίζοντας τις ευρωπαϊκές νομοθεσίες, έστω και κατά ημιτελή τρόπο[31]. Ωστόσο το ΣτΕ θεωρεί ότι «…συνέπεια αυτής της νομοθετικής πολιτικής και της συστοίχου διοικητικής πρακτικής είναι ότι καθίσταται ανέφικτη η διαπίστωση αν υπήρξαν πρόσωπα, ποία και πόσα, τα οποία πράγµατι να διέµειναν και να εργάσθηκαν νοµίµως, µέχρι σήµερα στη χώρα…», για να καταλήξει στο βασικό συμπέρασμα ότι «…η ιδιότης της ελληνικής ιθαγενείας, στην περίπτωση που αυτή απονέµεται αθρόως πρέπει να αποτελεί το τελικό στάδιο της ενσωµατώσεως των αλλοδαπών στην ελληνική κοινωνία και όχι το µέσο για την ενσωµάτωση στην ελληνική κοινωνία αλλοδαπών µη εχόντων εισέτι αποκτήσει την ελληνική συνείδηση…» και συνεπώς «…ούτε µόνη η νόμιμη παραµονή των γονέων του στην Ελλάδα επί πενταετία ούτε η επιτυχής παρακολούθηση έξι τουλάχιστον τάξεων ελληνικού σχολείου στην Ελλάδα διασφαλίζουν άνευ ετέρου την ένταξη του ενδιαφεροµένου στην ελληνική κοινωνία ως φορέα των αξιών του Ελληνικού Έθνους, όπως καταρχήν επιβάλλεται, κατά τις συνταγµατικές διατάξεις, προκειµένου περί της θεσπίσεως γενικών όρων και προϋποθέσεων κτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας».
Με τα παραπάνω σκεπτικά το Δ΄ Τμήμα του ΣτΕ αμφισβητεί ως αντισυνταγματική την εξουσία του κοινού νομοθέτη να προβλέπει διαδικασίες πολιτογράφησης στη βάση καθορισμένων από τον ίδιο αντικειμενικών κριτηρίων (όπως χρόνος «νόµιµης» διαµονής του αιτούντος αλλοδαπού ή της οικογένειάς του, η φοίτηση σε ελληνικό σχολείο επί ορισµένο χρόνο, η ανυπαρξία καταδίκης για ορισμένα σοβαρά ποινικά αδικήματα), χωρίς την πρόβλεψη προηγούμενης εξατομικευμένης κρίσης ως προς τη συνδρομή της ουσιαστικής προϋποθέσεως του δεσµού προς το ελληνικό έθνος του αιτούντος την πολιτογράφηση αλλοδαπού. Η θέση όμως αυτή της απόφασης οδηγεί σε αναίρεση των αντικειμενικών κριτηρίων ένταξης στην πολιτική κοινότητα του λαού, όπως το κριτήριο της χωρικής εγγύτητας και της τήρησης της νομιμότητας.
Η θέση του Δικαστηρίου στο πολιτικό ζήτημα της αλλοδαπότητας συνοψίζεται στην αντίληψη της ιθαγένειας ως προνομίου – αντιδώρου του κράτους προς τους ήδη φέροντες την εθνική συνείδηση, ως απόληξη της διαδικασίας ενσωμάτωσης που αναγνωρίζεται σε όσους αποδείξουν την προσχώρηση τους σε μια προαιώνια ομοιογενή ιστορική συλλογικότητα, ενώ την αρνείται σε όσους συνδιαμορφώνουν στο παρόν στα γεωγραφικά όρια μια κοινή οικονομική και πολιτική πατρίδα με έμπρακτη συμμετοχή και τήρηση της νομιμότητας. Η αναγνώριση πλήρους πολιτικής ταυτότητας μέσα από μια διαδικασία με τελευταίο στάδιο τη διαπίστωση της ενσωμάτωσης του αλλοδαπού στην ελληνική κοινωνία, η οποία επισφραγίζεται με τη απόκτηση εθνικής συνείδησης, δεν εναρμονίζεται, πάντως, ούτε με τις διατάξεις του Σ αλλά ούτε και προς την οικεία νομοθεσία περί ιθαγένειας και το πνεύμα του νομοθέτη[32].
Το νέο αρ. 5Α του Κώδικα Ιθαγένειας, που όντως συμμερίζεται μεν την απόδοση της ιθαγένειας ως τελικό στάδιο μιας διαρκούς ενταξιακής πορείας του αλλοδαπού, ως εν δυνάμει πολίτη και ως defacto κοινωνικού πολίτη[33], ουδόλως εξαρτά, πάντως, τις ουσιαστικές προϋποθέσεις από συνειδησιακά κριτήρια. Ο νομοθέτης εξαρτά αποκλειστικά την πολιτογράφηση από τη νόμιμη και μόνιμη διαμονή, την κατανόηση της γλώσσας, τη διαβάθμιση συμμετοχής στην οικονομική και κοινωνική ζωή και τη δυνατότητα ενεργούς παρέμβασης στην πολιτική ζωή της χώρας. Μια τέτοια αξίωση για ιθαγένεια τερματίζει την καθήλωση της ελληνικής έννομης τάξης στην φυλετική καταγωγή και εντοπίζει σημείο συνάντησης του δημοκρατικού με το φιλελεύθερο χαρακτήρα του κράτους[34].
Άλλωστε, ούτε η θεωρία φαίνεται να αποδέχεται μια μονοσήμαντη πορεία στη λειτουργική δυναμική της ιθαγένειας, δηλαδή ως τον τερματισμό της διαδικασίας ένταξης[35]. Μια παρόμοια θέση, όπως αυτή του ΣτΕ, παραγνωρίζει τις διαφορετικές ενταξιακές ανάγκες των αλλοδαπών πληθυσμών και τις ποικίλες αφετηρίες τους[36]. Αντιλαμβάνεται την απόδοση της ιθαγένειας με βάση την προκρούστεια λογική, ως το τέρμα του δρόμου για κάθε περίπτωση, περνώντας πάντα μέσα από το εθνοφυλετικό φίλτρο, χωρίς να διακρίνει μεταξύ των διαφορετικών υποκειμένων: αν οι αλλοδαποί είναι ανήλικοι ή ενήλικοι, αν γεννήθηκαν στην ελληνική επικράτεια ή έξω από αυτήν, αν έλαβαν ελληνική παιδεία[37] ή αν συμμετέχουν ενεργά στην κοινωνική και οικονομική ζωή[38].
 
2. Η νομολογιακή παρακαταθήκη για το δίκαιο ιθαγένειας
Τα ερωτήματα που θέτει η σχολιαζόμενη απόφαση γίνονται πιο εμφατικά, αν επιχειρηθεί η σύγκρισή της προς την προηγούμενη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας γύρω από τα θέματα της ιθαγένειας.
Κάθε απόπειρα σύγκρισής της με τις αντίστοιχες αποφάσεις του ΣτΕ καθιστά έκδηλη την απόκλισή της και την αδυναμία συστηματικής κατάταξής της σε μια οποιαδήποτε κατηγορία. Τούτο καταδείκνυται, πρώτον, από την επιλογή των μελών του Δ΄ Τμήματος να θεωρήσουν, ως αντισυνταγματικές, τις νομοθετικές επιλογές πολιτογράφησης βάσει αντικειμενικών κριτηρίων εδάφους και εκπαίδευσης, επιλογή που αμφισβητεί την προτεραιότητα της πολιτικής κρίσης του νομοθέτη σχετικά με τις προϋποθέσεις απόδοσης της ιθαγένειας. Δεύτερον, από την εγκατάλειψη της πάγιας νομολογίας του ίδιου Δικαστηρίου, η οποία εξαιρούσε του ελέγχου συνταγματικότητας τις πράξεις των πολιτειακών οργάνων, με την αιτιολογία ότι το δίκαιο της ιθαγένειας ανάγεται στη σφαίρα της γενικής πολιτικής της χώρας και οι σχετικές εκτελεστές διοικητικές πράξεις εξειδικεύουν μια «κυριαρχική» αρμοδιότητα της Πολιτείας.
Η σοβαρή αυτή απόκλιση υπογραμμίζεται όχι για να υποστηριχθεί η προηγούμενη νομολογία του ΣτΕ, η οποία δεχόταν ότι η ρύθμιση της ιθαγένειας, που ως προνόμιο που ελεύθερα απονέμεται, ανακτάται, αφαιρείται ή ανακαλείται από το κράτος βρίσκεται στο «συνταγματικό απυρόβλητο», αλλά για να καταδειχθεί πως οι ιδεολογικές προκαταλήψεις της κρινόμενης απόφασης και οι επινοήσεις αντισυνταγματικότητας (αντίθεση στο έθνος και στο δίκαιο του αίματος), συνιστούν αναχρονιστική αναδίπλωση για την θεωρία και πράξη του δικαίου της ιθαγένειας.
Υπενθυμίζεται συνοπτικά η προηγούμενη νομολογία, ώστε να φανεί η οξεία αντίφαση με την κρινόμενη απόφαση, με την παρεμπίπτουσα υπογράμμιση ότι και αυτή δεν ήταν άμοιρη, ούτως ή άλλως, κριτικής ούτε διακρινόταν για την προοδευτικότητά της. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, που ήταν δυστυχώς ριζωμένη στην ελληνική διοικητική πρακτική και την αντίστοιχη νομολογία[39], όλα τα ζητήματα τα σχετικά με την κτήση και την απώλεια της ιθαγένειας δεν αφορούν το πλαίσιο άσκησης των ατομικών δικαιωμάτων, αλλά αποκλειστικά τον χώρο άσκησης της κυριαρχικής αρμοδιότητας[40] και τα πολιτειακά συμφέροντα. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν το αναιτιολόγητο των απορριπτικών αποφάσεων πολιτογράφησης, η μη υπαγωγή της αναγνώρισης και της αφαίρεσης ιθαγένειας στους κανόνες των προθεσμιών και της προηγούμενης ακρόασης του διοικουμένου κατά τον ΚΔΔ/σίας, οι αυθαίρετες και εκτός ευλόγου χρόνου ανακλήσεις διαπιστωμένων ιθαγενειών. Όλα αυτά αποτελούν μερικές βασικές κατηγορίες που δείχνουν το ευρύ περιθώριο εκτίμησης της διοίκησης κατά την εξειδίκευση αόριστων νομικών εννοιών στο δίκαιο της ιθαγένειας και το ανέλεγκτο των σχετικών κρίσεων από τα διοικητικά δικαστήρια[41].
Έτσι, ενόψει της «κυριαρχικής» σχετικής αρμοδιότητας του Κράτους, έχει κριθεί ότι στο εθνικό δίκαιο δεν προβλέπεται δικαίωμα του αλλοδαπού στην απονομή της ελληνικής ιθαγένειας με πολιτογράφηση, «…ο κανόνας δε αυτός δεν αντίκειται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος ή την αρχή του κράτους δικαίου…» (ΣτΕ 406/1990, Ολομ. 2279/1990 πλειοψηφία, 1159/1991, 474/2005, 2780/2007, 1242/2007[42]), «ούτε αντίκειται στο άρθρο 10 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, με τις οποίες διατάξεις δεν επιβάλλεται, σε κάθε περίπτωση, χωρίς δηλαδή ειδική περί τούτου διάταξη νόμου, η υποχρέωση εκδόσεως εκτελεστών διοικητικών πράξεων επί υποβολής αναφοράς πολίτη». Ιδιαίτερη αναφορά απαιτείται και στις δύο πρώτες αποφάσεις της μεταπολίτευσης, ΣτΕ 345/1978 και 1061/78, καθώς και στην μεταγενέστερη ΣτΕ 2194/2004, οι οποίες αφορούν την εξάρτηση της εκούσιας αποβολής ιθαγένειας από την προηγούμενη άδεια διοικητική άδεια της Πολιτείας[43], σε περιπτώσεις που οι αιτούντες την αποβολή ελληνικής ιθαγένειας έχουν διακόψει κάθε πραγματικό δεσμό με την χώρα[44].
Η νομολογία ανθίσταται, πάντως, στην απόδοση διαστάσεων της ιθαγένειας που θα διαπλέκονταν με τα ατομικά δικαιώματα στη βάση του ενωσιακού δικαίου ή του δικαίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τούτο συμπλέει άλλωστε και με το διεθνές δίκαιο, κατά το οποίο ο καθορισμός τόσο των ουσιαστικών όρων και προϋποθέσεων, όσο και της διαδικασίας κτήσεως της ιθαγενείας με πολιτογράφηση ανήκει στην αρμοδιότητα του εθνικού νομοθέτη. Το γενικό διεθνές δίκαιο δεν τάσσει συγκεκριμένα κριτήρια, δεσμευτικά για τον εθνικό νομοθέτη κατά τη θέσπιση κανόνων πολιτογράφησης αλλοδαπών, ούτε προκύπτει ότι είχε διαμορφωθεί διεθνής κανόνας υποχρεωτικής αιτιολογίας των πράξεων των εθνικών αρχών, με τις οποίες απορρίπτονται αιτήματα πολιτογράφησης αλλοδαπών. Η μεν Οικουμενική Διακήρυξη δεν έχει κυρωθεί νομοθετικώς και, επομένως, δεν έχει εισαχθεί στο εσωτερικό δίκαιο της Ελλάδας, ο δε Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, η πανηγυρική διακήρυξη του οποίου έγινε στη Νίκαια της Γαλλίας στις 7 Δεκεμβρίου 2000, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεν αποτελεί δεσμευτική νομική πράξη. Τέλος, ούτε η κυρωθείσα με το άρθρο πρώτο του ν.δ/τος 53/1974 (ΦΕΚ Α΄ 256) Ευρωπαϊκή Σύμβαση «δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» κατοχυρώνει δικαίωμα στην ιθαγένεια ούτε έχει πεδίο εφαρμογής το άρθρο 6 περ. 1 αυτής σε διαδικασίες καθορισμού ή απονομής ιθαγενείας, δοθέντος ότι αυτή δεν αποτελεί δικαίωμα αστικής φύσεως [ΣτΕ 1242/2007][45].
Μια τελευταία κατηγορία αποφάσεων αφορά στην ανάκληση ιθαγένειας ομογενών, όταν αποδείχθηκαν παραποιημένα ή πλαστά τα κρίσιμα δικαιολογητικά που οι ίδιοι είχαν προσκομίσει προκειμένου να τους χορηγηθούν οι προξενικές θεωρήσεις παλιννοστούντων ομογενών και να εκδοθεί η διαπιστωτική της ελληνικής ιθαγένειάς τους πράξη. Στις περιπτώσεις αυτές ο χρόνος της ανάκλησης, που έφτανε μέχρι και τα 8 έτη, κρινόταν «…ως εύλογος χρόνος για την ανάκληση της κατά τα παράνομης νομαρχιακής απόφασης, η οποία μάλιστα άπτεται ζητήματος εξόχως σημαντικού για το δημόσιο συμφέρον, όπως η ιθαγένεια. Σε κάθε περίπτωση, την εντός ευλόγου χρόνου ανάκληση παράνομης πράξης σχετικής με τη διαπίστωση της ελληνικής ιθαγένειας δεν αποκλείει η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του Συντάγματος» [ΣτΕ 1867/2009][46].
Όπως διαφαίνεται από τα παραπάνω, το ίδιο επιχείρημα που καταρρίπτεται λόγω αντισυνταγματικότητας στην ΣτΕ 350/2011, αποτελούσε τη βάση του δικαίου της ιθαγένειας, όπως αυτό παγίως γινόταν αντιληπτό από τα δικαστήρια, μέχρι σήμερα.
 
3. Η διαλεκτική σχέση της ιθαγένειας με τα ανθρώπινα δικαιώματα
Η παραπάνω πάγια νομολογία του δικαστηρίου δικαιολογημένα δέχτηκε κριτική, καθώς έδειξε εμμονή στη κρατικογενή και κυριαρχική διάσταση της ιθαγένειας, παραγνωρίζοντας την υποχρέωση του δικαστή να ερμηνεύει υπό το φως των συνταγματικών αρχών, και κυρίως του κράτους δικαίου και των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τόσο τους περιοριστικούς όρους του νομοθέτη για την κτήση – απώλεια ιθαγένειας όσο και την σχετική διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Συνεπώς, ουδόλως αμφισβητείται ότι ο δικαστής και δικαιούται και οφείλει να αξιολογήσει την συνταγματικότητα των νομοθετικών ρυθμίσεων περί πολιτογράφησης. Το κρίσιμο ζήτημα είναι, ωστόσο, με ποιες μεθόδους ερμηνείας και ως προς ποιες συνταγματικές διατάξεις θα προβεί ο δικαστής στον σχετικό έλεγχο.
Ξαναδιαβάζοντας εκτενείς μειοψηφίες, καθώς και αξιόλογες εξαιρέσεις στην πάγια νομολογία περί ιθαγένειας, διαγράφεται για το δικαστή μια ερμηνευτική οδός που σκιαγραφεί τα συνταγματικά όρια των αυτοδεσμεύσεών του[47], αλλά κυρίως αποσυνθέτει το επιχείρημα του Δ’ Τμήματος περί μοναδικότητας του κριτηρίου του αίματος τόσο ιστορικά όσο και σύγχρονα[48]. Το ίδιο το δικαστήριο στο παρελθόν έχει αναδείξει περισσότερο περιεκτικές διαστάσεις της ιδιότητας του πολίτη, αξιοποιώντας την παράμετρο των συμβιωτικών δεσμών του προσώπου στην χώρα υποδοχής. Στο σχετικό διάλογο μας είχε εισαγάγει η σκέψη του Γ. Παπαδημητρίου, με μια παλιά και ανεκτίμητη μελέτη του, με αφορμή τις απόψεις της μειοψηφίας στις αποφάσεις 345/78 και 1061/78[49], που αναφέρονταν στην εξάρτηση της εκούσιας αποβολής της ιθαγένειας μετά από άδεια της διοίκησης λόγω συνδρομής «εξαιρετικών λόγων». Ο συνταγματολόγος προτείνει έναν συγκερασμό των εγγενώς αντιτιθέμενων όψεων της ιθαγένειας, υπό το φως των συνταγματικών αρχών της αξιοπρέπειας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας[50]: «ο νομικός δεσμός του πολίτη με την πολιτεία στο λαό της οποίας ανήκει, καθορίζει γενικά την νομική του θέση και ειδικότερα τα πλαίσια για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, με άλλα λόγια, τη σωματική, την ψυχική, την πνευματική, την ηθική, την κοινωνική και την πολιτική υπόστασή του. Η εν λόγω διαπίστωση καθιστά κατάδηλη την εσωτερική διαλεκτική σχέση μεταξύ της ιθαγένειας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του πολίτη…»[51].
Από νωρίς λοιπόν γίνεται φανερή η αντίληψη της ιθαγένειας ως μήτρας δικαιωμάτων, που δεν περιορίζονται όμως μόνον σε όσα απορρέουν από αυτήν μετά την πολιτογράφηση, αλλά και σε όσα προστατεύονται ή διακυβεύονται κατά τις διαδικασίες απόκτησης-αποβολής-ανάκλησης του καθεστώτος ιθαγένειας [όπως τα δικαιώματα αναφοράς στις αρχές, προηγούμενης ακρόασης, ισότιμης πρόσβασης στη δικαστική προστασία, ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, προστασίας του οικογενειακού βίου]. Η ιθαγένεια, ως καταστατική ιδιότητα, συνιστά γέφυρα ανάμεσα σε δύο άξονες προστασίας του προσώπου, αφενός στην πλήρη πολιτική και δικαιική προστασία των μελών του κυρίαρχου πολιτειακού οργάνου και αφετέρου στην εγγύηση ισότιμης και ασφαλούς πρόσβασης στην απόλαυση θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου ως μέλος του κοινωνικού συνόλου[52]. Χωρίς να θεμελιώνεται ευθέως στο αρ. 5 παρ.1 Σ ένα παράγωγο δικαίωμα διατήρησης ή ελεύθερης επιλογής-αποβολής της ιθαγένειας[53], δεν θα πρέπει ωστόσο να παραγνωρίζεται η σημασία της ανάπτυξης των βιοτικών σχέσεων και των πραγματικών αναγκών του ατόμου [οικογένεια, τέκνα, επάγγελμα, κοινωνική ασφάλιση και φορολόγηση, μόνιμη διαμονή] κατά την άσκηση των κυριαρχικών αρμοδιοτήτων της πολιτείας στα θέματα απονομής και αφαίρεσης της ιθαγένειας[54].
Στην ίδια κατεύθυνση άμβλυνσης της επιθετικής όψης της ιθαγένειας και σύνδεσης του φιλελεύθερου χαρακτήρα με τη δημοκρατική της φύση, κινήθηκαν μεταγενέστερες δικαστικές κρίσεις, που διαβάθμισαν τη σχετική προστασία του ατόμου άλλοτε βάσει γενικών αρχών του δικαίου[55] και άλλοτε φτάνοντας μέχρι την ένταξη της ιθαγένειας στα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα. Η ιθαγένεια δεν θεωρήθηκε αυτοτελές δικαίωμα αλλά ιδιότητα, που συνδέεται άμεσα με άλλα κοινωνικά και ατομικά δικαιώματα και νομικές σχέσεις που απαιτούν σταθερότητα και ασφάλεια[56]. Την ιδιότητα αυτή μπορεί να εξασφαλίσει μόνον η ένταξη του προσώπου σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Μεταξύ άλλων, αξίζει να αναφερθεί εδώ η νομολογιακή αποκρυστάλλωση ενός κανόνα φύσει ανέκκλητου των πράξεων πολιτογράφησης, που φέρνει στο φως όλες τις κρυφές πτυχές του δικαίου ιθαγένειας και ταυτόχρονα το υπάγει στις εγγυήσεις των δικαιοκρατικών κανόνων: ΣτΕ 685/2009 «…ενόψει του άρθρου 4 παράγραφος 3 εδάφιο δεύτερο του Συντάγματος, με το οποίο απαγορεύεται η αφαίρεση ιθαγενείας, αλλά και εν όψει τόσον της φύσεως και της σημασίας της ιθαγενείας ως θεμελιώδους ατομικού δικαιώματος, όσον και των νομικών συνεπειών που επάγεται η ιθαγένεια στην προσωπική κατάσταση και σε πάγιες έννομες σχέσεις των ενδιαφερομένων (γάμος, στράτευση, νομική κατάσταση τέκνων κ.λπ), οι πράξεις με τις οποίες, κατόπιν ουσιαστικής εκτιμήσεως των πραγματικών προϋποθέσεων, είτε αναγνωρίζεται, ως συμβαίνει εν προκειμένω, προϋπάρχον, είτε απονέμεται το πρώτον με πολιτογράφηση δικαίωμα ελληνικής ιθαγενείας, είναι από την φύση τους αμετάκλητες και δεν ανακαλούνται κατά κανόνα, παρά μόνον κατ` εξαίρεση, εφόσον αποδεικνύεται με ειδική περί τούτου αιτιολογία και κατ` εξοχήν κατόπιν ακροάσεως του ενδιαφερομένου, συγκεκριμένος ίδιος δόλος αυτού, ως προς την δημιουργία ψευδών ουσιαστικών προϋποθέσεων για την απόκτηση του δικαιώματος, πάντως δε και στην περίπτωση αυτή, εφόσον δεν έχει παρέλθει εύλογος χρόνος και δεν έχουν δημιουργηθεί ενδιαμέσως έννομες σχέσεις προσωπικής καταστάσεως του ενδιαφερομένου ή των μελών της οικογενείας του […].
Περαιτέρω, οι σχετικές με την αναγνώριση και την αποποίηση ιθαγενείας εξουσίες των εθνικών αρχών υπόκεινται στους περιορισμούς που προβλέπονται, κατά περίπτωση και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, από το διεθνές δίκαιο για λόγους προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[57]. Η αυθαίρετη άρνηση χορήγησης ιθαγένειας και η παράλειψη προσδιορισμού ορισμένου καθεστώτος διαμονής για ανιθαγενείς πληθυσμούς, παραβιάζει το δικαίωμά τους στον «κοινωνικό ιδιωτικό βίο»[58]. Η αδικαιολόγητη και καταχρηστική απέλαση κυρίως μεταναστών δεύτερης γενιάς, που αναπτύσσουν το σύνολο των κοινωνικών τους δραστηριοτήτων εντός της χώρας υποδοχής συνιστά παραβίαση της ιδιωτική ζωής κατά το αρ. 8 ΕΣΔΑ[59]. Χωρίς να αναγνωρίζεται μια ατομική αξίωση απονομής ιθαγένειας, το ΕΔΔΑ τονίζει ότι η ρύθμιση του νομικού δεσμού νομίμως και μονίμως διαμενόντων προς το κράτος, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος ανιθαγένειας[60], θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψη την ιδιαιτερότητα κάθε κατηγορίας προσώπων και τους ήδη ανεπτυγμένους οικογενειακούς και κοινωνικούς δεσμούς, ενώ η τυχόν άρνηση ρύθμισης δεν αποτελεί κυριαρχική επιλογή του κράτους[61]. Διαφαίνεται μάλιστα στη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ μια στοιχειώδης διάκριση μεταξύ των προϋποθέσεων ένταξης των μεταναστών πρώτης γενιάς και των τέκνων τους. Σε ένα ιδανικό σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της ιθαγένειας, οι πρώτοι καλούνται να αποδείξουν την συνδρομή περισσότερων παραγόντων, όπως η διαρκής διαμονή, η ουσιαστική κοινωνική ενσωμάτωση και η πραγματική βούληση ένταξης στην πολιτική κοινωνία. Αντιθέτως για τους μετανάστες δεύτερης γενιάς συντρέχει ισχυρότερο (μαχητό) τεκμήριο, καθώς η εμπειρία της μετανάστευσης αποτελεί γι αυτούς βασική και πρωταρχική βιοτική συνθήκη κατά τη γέννηση και την εκπαίδευσή τους[62]. Το τεκμήριο ανατρέπεται μόνον όταν αποδειχθεί η ίδρυση και διατήρηση δεσμών με την χώρα αρχικής καταγωγής[63].
Αλλά και κατά τον κοινοτικό δικαστή, οι συμβιωτικοί δεσμοί και οι όροι ελεύθερης ανάπτυξης του ατόμου σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο ανάγονται σε εσωτερικά στοιχεία της αρχής της αναλογικότητας και βασικά κριτήρια για την εξειδίκευση αόριστων νομικών εννοιών, όπως οι «σοβαροί λόγοι δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας», όταν τα κράτη μέλη αποφασίζουν για θέματα που ανάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητά τους. Σε πρόσφατη απόφαση ανάκλησης πολιτογράφησης με συνέπεια την ανιθαγένεια, το ΔΕΕ θυμίζει: «τα κράτη μέλη είναι αρμόδια να καθορίζουν τις προϋποθέσεις κτήσης και απώλειας της ιθαγένειας των πολιτών τους, αλλά όταν πρόκειται για πολίτες της Ένωσης, η άσκηση της αρμοδιότητας αυτής υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο με γνώμονα το δίκαιο της Ένωσης, εφόσον αφορά τα δικαιώματα που απονέμει και προστατεύει η έννομη τάξη της Ένωσης»[64]. Επίσης σε αξιοσημείωτη περίπτωση απέλασης κοινοτικού πολίτη, κατά την ερμηνεία των επιτακτικών όρων δημοσίας ασφάλειας που αξιολογούνται από το κάθε κράτος και δικαιολογούν την κατ’ εξαίρεση άρση για τον κοινοτικό πολίτη του υψηλού βαθμού προστασίας από την απέλαση, το ΔΕΕ έκρινε ότι το μέτρο απέλασης πρέπει να βασίζεται σε ατομική εξέταση της συγκεκριμένης περίπτωσης και δεν δικαιολογείται παρά μόνον αν είναι αναγκαίο, λόγω της εξαιρετικής σοβαρότητας της απειλής, υπό την προϋπόθεση ότι ο στόχος αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερο αυστηρά μέτρα και δεν παραβιάζει τα θεμελιώδη δικαιώματα και ειδικότερα το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής[65].
 
4. Καταληκτικές παρατηρήσεις: Προς ένα νέο συνταγματικό πατριωτισμό στο δίκαιο ιθαγένειας
Η αυτονόμηση της ιδιότητας του πολίτη από τον στενό νομικό δεσμό της ιθαγένειας έχει δρομολογηθεί ήδη από τη θέσπιση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας[66]. Η ελεύθερη κίνηση και εγκατάσταση[67] και τα κοινωνικά – προνοιακά δικαιώματα αναγνωρίζονται στους κοινοτικούς πολίτες[68]. Ήδη στη νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης διαφαίνεται η διαμόρφωση ενός δεσμού οικονομικοκοινωνικής αλληλεγγύης μεταξύ των ευρωπαίων πολιτών, που σταδιακά αποσυνδέεται από την άσκηση στενής οικονομικής δραστηριότητας[69]. Η εθνικά προσδιορισμένη ιθαγένεια υπαναχωρεί μπροστά στην αναγνώριση της διαμονής ως κριτήριου απόλαυσης δικαιωμάτων και στην ισότιμη παροχή κοινωνικών βοηθημάτων σε κάθε κράτος μέλος[70]. Με διαφορετικό βαθμό προστασίας και υπό τους ορισμούς των διεθνών δεσμεύσεων της χώρας, καθορίζεται η υποδοχή υπηκόων τρίτων χωρών[71], ο σεβασμός της προσωπικής ασφάλειας και ελευθερίας και η προστασία από την απέλαση στον ευρωπαϊκό χώρο[72]. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται η νομολογία του ΕΔΔΑ , που καθιστά τα πρόσωπα φορείς ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων στα κράτη μέλη ανεξαρτήτως ιθαγένειας[73]. Με λίγα λόγια, η πρώτη αυτή φάση σχετικοποίησης της ιθαγένειας, και κυρίως των παράγωγων από αυτή δικαιωμάτων, απομείωσε στην πράξη την σημασία της ως παράγοντα προσδιορισμού των φορέων των δικαιωμάτων.
Ωστόσο, υπαινιχθήκαμε παραπάνω τη μετάβαση σε μια ενδεχόμενη δεύτερη φάση σχετικοποίησης της ιθαγένειας μέσα από ένα πλέγμα περιορισμών που τίθενται στη διακριτική ευχέρεια των κυρίαρχων κρατών να καθορίζουν το νομικό status όσων διαβιούν στην επικράτειά τους[74]. Κοινή παράμετρος αυτών των ορίων είναι κυρίως οι κοινοί βιοτικοί δεσμοί που αναπτύσσει κάθε άνθρωπος στην χώρα μόνιμης διαμονής του και η βούληση του συνανήκειν σε μια πολιτική κοινότητα. Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια διεύρυνση της προστασίας που αποδίδει η ιδιότητα του πολίτη στη βάση κυρίως φιλελεύθερων κριτηρίων, που μοιραία όμως εμβαθύνουν και τη δημοκρατία. Η εξέλιξη αυτή δεν διαγράφεται σε έναν ορίζοντα ανιστόρητου οικουμενισμού των δικαιωμάτων, αλλά αντίθετα επεκτείνει και εμπλουτίζει τους παραδοσιακούς κανόνες πολιτογράφησης: το δίκαιο του αίματος συμπληρώνεται με τους σύγχρονους μεταναστευτικούς οικογενειακούς δεσμούς, που παραμένουν δεσμοί καταγωγής, και αντίστοιχα το δίκαιο του εδάφους εμπλουτίζεται με νέες διαστάσεις συμμετοχής στην δημόσια σφαίρα της χώρας όπου διαμένουν οι μετανάστες. Αν, όμως, γίνει σεβαστή η παραδοχή ότι μόνον η απονομή της ιθαγένειας μπορεί να εξασφαλίσει την πλήρη δικαιική προστασία, μέσα από την εφαρμογή του εθνικού νόμου και την εγγύηση των όρων άσκησης ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, τότε μόνον η αναγνώριση μιας «αντικειμενικής» ιθαγένειας μπορεί να μας εγγυηθεί ότι η πολιτογράφηση δεν θα θέτει φραγμούς στην ανάπτυξη των σχέσεων του προσώπου με την κοινωνική του σφαίρα και την εν γένει επικράτεια της πολιτικής[75].
Για τον λόγο αυτό, η σχολιαζόμενη απόφαση αποτελεί μια οπισθοδρόμηση σε σχέση με τις νομολογημένες περιπτώσεις εκούσιας αποβολής – ανάκλησης – αφαίρεσης ιθαγένειας ή απόρριψης πολιτογράφησης, όπου το ΣτΕ στάθμισε προσεκτικά τις κοινωνικές σχέσεις και τον ιδιωτικό βίο των προσώπων προς την αποκλειστική αρμοδιότητα της πολιτείας να ορίζει το νομικό τους καθεστώς. Τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά χαρακτηριστικά των προηγούμενων αποφάσεων δεν διαφέρουν από τις επίδικες υποθέσεις πολιτογράφησης τέκνων αλλοδαπών. Η μιάμιση και δεύτερη γενιά μεταναστών καλύπτει το animusmanendi στην ελληνική επικράτεια, αναπτύσσει οικογενειακούς δεσμούς, μοιράζεται το ίδιο γλωσσικό και κοινωνικό περιβάλλον εκπαίδευσης, υπακούει στην ίδια έννομη τάξη με τα εκ καταγωγής Ελληνόπαιδα και συνεπώς ικανοποιεί πλήρως το κριτήριο του πραγματικού δεσμού με μια πολιτική κοινότητα και μια φυσική-γεωοικονομική επικράτεια[76]. Ο νομοθέτης μετατοπίζει το κατώφλι των αποκλεισμών απαγκιστρώνοντας την πράξη πολιτογράφησης από τον ετεροβαρή, κυριαρχικό και κληρονομικό της χαρακτήρα. Η αναγνώριση της ιθαγένειας πλέον μπορεί να αποτελέσει και προϊόν ελεύθερης επιλογής των παιδιών μεταναστών [με δήλωση δική τους ή των γονέων τους], που μεγαλώνουν, μορφώνονται στην χώρα και οικειοποιούνται έτσι την πολιτική ταυτότητα του Έλληνα και ελεύθερα εκδηλώνουν τη θέληση ολοκλήρωσης της ένταξής τους[77]. Ουσιαστικά η γενιά των παιδιών των μεταναστών και προσφύγων αποτελεί κρίσιμο κρίκο στην αλυσίδα του διαχρονικού δικαίου ιθαγένειας, καθώς αναδομεί την ελληνική κοινωνία και ανασυγκροτεί την ελληνική πολιτεία, αλλά με όρους εσωτερικής συνοχής και αλληλεγγύης.
Σε τί τελικά συνίσταται η κυριαρχία του κυριάρχου λαού να καθορίζει την σύνθεση της πολιτικής του οντότητας και να προσδίδει σε αυτήν ιδιαίτερη ταυτότητα, αν αμφισβητείται, όπως στη σχολιαζόμενη απόφαση, θεμελιακά η δυνατότητα του νομοθέτη να επιλέγει με πολιτικές αξιολογήσεις της κοινωνικής πραγματικότητας σε έναν ορίζοντα συνταγματικό, τους όρους ένταξης του προσώπου στην πολιτική κοινότητα; Η προεπιλογή του ΣτΕ να θεωρεί την εθνική κυριαρχία υπερέχουσα της λαϊκής νομιμοποίησης και να υπάγει τις επιλογές του νομοθέτη στην εικαζόμενη βούληση ενός απροσδιόριστου συνταγματικά «έθνους», είναι έωλη και αντίθετη προς τη θεμελιώδη δημοκρατική αρχή[78]. Το ΣτΕ βρέθηκε αντιμέτωπο με το δίλημμα «πολιτική ένταξη ή εθνική ενσωμάτωση; ερμηνευτική αναγωγή στην δημοκρατική έννοια του λαού (αρ. 1 παρ. 2 και 3 Σ), που απαρτίζεται από δρώντα πολιτικά υποκείμενα που δέχονται να υπόκεινται στην έννομη τάξη και στις κοινές πολιτειακές αρχές, ή επινόηση συνταγματικών θεμελίων για την φαντασιακή κοινότητα του έθνους, που προϋποθέτει πολιτισμική αφομοίωση και φυλετική καθαρότητα;». Οι δικαστές του Δ΄ Τμήματος προέκριναν την εθνική [ethno-national][79]ενσωμάτωση έναντι της πολιτικής [civique] ένταξης[80]. Το Δικαστήριο επέλεξε μια κλειστή και στατική ερμηνεία του Συντάγματος, με συχνές ασυνέπειες ανάμεσα στα κανονιστικά θεμέλια και στα αντίστοιχα συμπεράσματα περί αντισυνταγματικότητας. Η επιστροφή στο δίκαιο του αίματος και στην έννοια του γένους περιγράφει μια απεγνωσμένη προσπάθεια να διασωθεί ό,τι έχει απομείνει από την εθνοκεντρική πρόσληψη της ιθαγένειας σε μια πολυπολιτισμική κοινωνική πραγματικότητα.
Ωστόσο, η αναφορά του «έθνους» στο συνταγματικό κείμενο δεν προσδίδει στον όρο κανονιστική αυτοτέλεια[81]. Το έθνος συνεχίζει να διαμορφώνεται σε χώρο κοινωνικό και πολιτισμικό, εμπεριέχει διαφοροποιήσεις, ενώ βασίζεται σε τεκμαιρόμενες βουλήσεις και εικαζόμενες διεκδικήσεις. Η πολιτισμική του αυτοτέλεια απέναντι στο κράτος δεν συνεπάγεται και την κανονιστική του αυτονομία. Η περίληψή του στις συνταγματικές διατάξεις [κυρίως 1 παρ. 3 και 51 παρ. 2 Σ] μπορεί να έχει περιορισμένη σημασία, μόνον εφόσον ερμηνευθεί ως έννοια δυναμική και συνεκτική για την πολιτεία, καθώς θα αναπαριστά συμβολικά εκείνους τους πραγματικούς δεσμούς, ανάμεσα στους οποίους ο κοινός νομοθέτης θα επιλέξει τους πολιτικά επιθυμητούς για την διεύρυνση της νομιμοποίησης της εξουσίας και πάντοτε μέσα από το φίλτρο ασφαλών νομικών δεσμών με το κράτος[82]. Η ανανοηματοδότηση του «εθνικού» στη βάση του κοινά βιωμένου παρόντος και του κοινού οράματος για το μέλλον μιας πολιτικής πατρίδας, καθιστά την έννοια του έθνους λειτουργική και προσφέρεται για την ανανέωση των εμπνεύσεων του νομοθέτη σε έναν ορίζοντα συνταγματικών δεσμεύσεων. Σε αυτά τα ερμηνευτικά όρια κάθε καταγωγή, γλώσσα, θρησκεία και εθνικότητα υπάρχουν και λειτουργούν «υπέρ του έθνους», με τον τρόπο που ορίζει η συνύπαρξη της εθνικής με την κοινωνική αλληλεγγύη στη διάταξη του 25 παρ. 4 Σ. Το εθνικό αντέχει να επανανοηματοδοτηθεί και να αποτελέσει την πρώτη ύλη για την ανανέωση του συλλογικού υποκειμένου νομιμοποίησης της εξουσίας, μόνον αν λειτουργήσει ως καθρέπτης του κοινωνικού.
Παρά την στατική ανάγνωση του Συνάγματος από το ΣτΕ, η παραπάνω εξέλιξη που διαγράφεται στη νομολογία, εγχώρια και διεθνή, προσφέρει στον εθνικό δικαστή χρήσιμο οπλοστάσιο για την κατάστρωση ενός δικανικού συλλογισμού, που θα αντιλαμβάνεται την ιθαγένεια ως ανοιχτό σχήμα, ενταγμένο σε ένα αντικειμενικό σύστημα πολιτογράφησης, που διαλεκτικά επικοινωνεί με τα δίκαια του ανθρώπου, και γεφυρώνει την εγγενή αντινομία μεταξύ ανθρώπου και πολίτη[83]. Θα περιμέναμε έναν τέτοιου τύπου συνταγματικό πατριωτισμό από το ΣτΕ κατά τον έλεγχο συνταγματικότητας των επίδικων ρυθμίσεων, εμπνευσμένο από τα θεμελιώδη δικαιώματα, σε διάλογο με τον ευρωπαίο και κοινοτικό δικαστή και κοντά στους σύγχρονους σκοπούς του νομοθέτη. Δεν είναι τυχαία η αναφορά στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3838/2010 [σελ. 3] «το άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος υποδεικνύει στον νομοθέτη να αντιλαμβάνεται την ιδιότητα του πολίτη και το έθνος σε μια φιλελεύθερη και δημοκρατική κατεύθυνση. Η αντίληψη αυτή συνδέει κατ’ εξοχήν την πολιτική συμμετοχή με το να είναι για κάποιον η Ελλάδα το πραγματικό επίκεντρο του βίου».
Μια σχετικά συντηρητική αλλά συνεπής αναμενόμενη απόφανση του δικαστηρίου θα ήταν, σε συνέχεια της πάγιας νομολογίας, να αναγνωρίσει το δικαστήριο τον εαυτό του αναρμόδιο να αξιολογήσει δικαιοπολιτικά τις επιλογές του νομοθέτη. Με ανακούφιση, ελπίδα και επιστημονικό ενδιαφέρον θα υποδεχόμασταν μια κρίση του ΣτΕ που θα αντιλαμβανόταν τον δημόσιο δεσμό της ιθαγένειας μέσα από τη λεπτή ισορροπία στάθμισης μεταξύ της κρατικής κυριαρχίας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως πολίτη ή εν δυνάμει πολίτη, λαμβάνοντας υπ’ όψη την κριτική που έχει διατυπωθεί για την μέχρι σήμερα νομολογία του καθώς τις σύγχρονες νομολογιακές εξελίξεις στο ευρωπαϊκό δίκαιο.
Πάντοτε το δίκαιο της ιθαγένειας κινείται ανάμεσα στην εγκαθίδρυση του κανόνα εξαίρεσης και της προσδοκίας καθολικής πολιτικής συμμετοχής[84]. Η ενδιάμεση γκρίζα ζώνη περιλαμβάνει τις πολιτικές συμπερίληψης, που απαντούν στο επιτακτικό αίτημα η κοινωνική ιδιότητα του πολίτη να συνδεθεί με την πολιτική ιθαγένεια[85]. Αυτό που δείχνει η παραπάνω νομολογία είναι ότι στον ευρωπαϊκό συνταγματικό χώρο, οι ελευθερίες για να ασκούνται με ασφάλεια και υπό τις εγγυήσεις της κοινωνικής συνοχής προϋποθέτουν την κατά το δυνατόν καθολικότερη νομιμοποίηση από τους φορείς τους: όποιος ζει και αναπτύσσει σταθερούς δεσμούς με έναν τόπο κυριαρχίας, έχει ως όραμα να αποφασίζει καταστατικά για τους όρους άσκησης αυτής της κυριαρχίας.[86] Παράλληλα, η κυριαρχία διατηρεί τα δημοκρατικά χαρακτηριστικά της εφόσον στην διαμόρφωση και άσκησή της συμμετέχουν όλοι όσοι υπόκεινται στις εξουσίες που απορρέουν από αυτή. Η φυσική και δύσκολη σύνδεση πολιτικής και ατομικής ελευθερίας μέσω των δικαιωμάτων του ανθρώπου δοκιμάζει τα όριά της με ιδιαίτερη ένταση στο πεδίο του δικαίου πολιτογράφησης[87]. Σε αυτά τα οριακά ζητήματα, ο συνταγματικός άξονας του δικαστή ορίζεται από την αρχή της καθολικότητας της ψηφοφορίας (άρ. 51 παρ. 3 Σ) που επιτρέπει στον νομοθέτη μόνον την κίνηση προς τα μπρος, δηλαδή προς τη διεύρυνση της πολιτικής κοινότητας και του εκλογικού σώματος και πάντοτε στη βάση των συνταγματικών δικαιωμάτων. Τα ενταξιακά κριτήρια του νομοθέτη υπάγονται, υπό το φως της αρχής της καθολικότητας, στον έλεγχο συνταγματικότητας σε σχέση με άλλα δικαιώματα όπως η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, η ισότητα των φύλων και η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης[88].
Αν ρόλος του νομοθέτη είναι να διευρύνει τις ενταξιακές διαδικασίες και να μην καταλείπει ολόκληρες πληθυσμιακές ομάδες στα τυχαία καταγωγικά τους κριτήρια, περιορίζοντας έτσι τις διχοτομικές λειτουργίες της ιθαγένειας[89], ο ρόλος του δικαστή είναι να συνδέει περαιτέρω τις διαδικαστικές προϋποθέσεις απόκτησης-αφαίρεσης ιθαγένειας με τα θεμελιώδη δικαιώματα. Η ανάγνωση που προτάθηκε παραπάνω εντάσσει συστηματικά και τελολογικά το δίκαιο ιθαγένειας στον οικείο χώρο του, που δεν είναι αποκλειστικά ο χώρος της γενικής πολιτικής της χώρας και της πολιτικής σκοπιμότητας, αλλά περιλαμβάνει την ειδικότερη μεταναστευτική νομοθεσία, την ερμηνευτική αναγωγή στις σχετικές συνταγματικές διατάξεις [4 παρ. 3, 1 παρ. 3, 5 παρ. 1, 2 παρ. 1 και 51 παρ. 3 Συντάγματος], καθώς και την εξέλιξη της νομολογίας του ΕΔΔΑ [κυρίως αρ. 8 ΕΣΔΑ] και του ΔΕΕ σχετικά με το όρια του κοινού νομοθέτη κατά τον προσδιορισμό των νομικών δεσμών του ατόμου. Για τις επίδικες υποθέσεις προκρίνεται μια ανάγνωση του Συντάγματος, στα όρια της διαρκούς ανασυγκρότησης του εθνικού κράτους, που θα αναγνωρίζει τη δυνατότητα πρόσβασης σε μια νέα φυσιογνωμική κατηγορία προσώπων. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει τον εν δυνάμει πολίτη, τον άνθρωπο ως μέλος του κοινωνικού συνόλου, και προσδιορίζεται στη βάση τριών αντικειμενικών και συνταγματικά προσδιορισμένων διαβαθμιζόμενων παραμέτρων, που θα επιτρέπουν περαιτέρω και την ενδιάθετη ένταξη στην πολιτική κοινότητα: η τήρηση της νομιμότητας (ως απόδειξη προσχώρησης στο κοινωνικό συμβόλαιο[90]), η παιδεία (ως θεσμός οικειοποίησης του δημοσίου χώρου) και το χωρικό στοιχείο της διαμονής (ως κέντρο ανάπτυξης των βιοτικών σχέσεων). Με τον τρόπο αυτό εισάγεται η αντίληψη της «αποτελεσματικής-λειτουργικής» ιθαγένειας ως εισαγωγικού δικαιώματος θεμελιώδους διαδικασίας που επιτρέπει την είσοδο του προσώπου στην πλήρη δικαιϊκή προστασία και στην πολιτειακή συγκρότηση[91].
 

 

 


[1] Βλ. ενδεικτικά Α. Μάνεσης, Εγγυήσεις τήρησης του Συντάγματος, ΙΙ, 1961-1965, (1991 ανατύπωση), σελ. 52 επ και 61 επ., του ίδιου Συνταγματικόν Δίκαιον, Πανεπιστημιακές παραδόσεις, τ. Α΄, 1967, σελ. 48 επ. και 51 επ., όπου γίνεται διάκριση μεταξύ λαού και έθνους και Α.Ι. Σβώλος, Νομικαί Μελέται, εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλου, Αθήνα, 1957, σελ. 283-285.

 

 

[2] Βλ. Χρ. Τσούκα, Η ιθαγένεια ως συνδετικό στοιχείο και η σημασία της για την προστασία της πολιτιστική ταυτότητας, Αρμενόπουλος 1999, σελ. 1332-1347.

 

 

[3] Για τον σχετικό διάλογο, που προηγήθηκε της σχολιαζόμενης απόφασης σε σχέση με την συνταγματικότητα της διεύρυνσης του εκλογικού σώματος με μη -Έλληνες πολίτες στις δημοτικές εκλογές βλ στον ιστότοπο www.constitutionalism.gr, Χ. Ανθόπουλος, «Μετανάστες και δικαίωμα ψήφου», Χ. Παπαστυλιανός, «H συμμετοχή αλλοδαπών στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης α΄ βαθμού: Τα συνταγματικά όρια διεύρυνσης των φορέων των πολιτικών δικαιωμάτων», Ν. Κανελλοπούλου «Τίθεται ζήτημα συνταγματικότητας», καθώς και Κ. Χρυσόγονος, Συνταγματικό δίκαιο, Εκδ. Σάκκουλα, 2003, σελ.412επ., του ίδιου Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 172-174, Θ. Ξηρός, Το εκλογικό δικαίωμα των πολιτών της ΕΕ στις δημοτικές-κοινοτικές εκλογές, ΤοΣ 1998, σελ. 853 επ., Χ. Παπαστυλιανός, «Διαπλάθοντας τον δήμο: οι προοπτικές συμμετοχής στην πολιτική ζωή», σε Μετανάστευση , ετερότητα και θεσμοί υποδοχής στην Ελλάδα, εκδ. Σάκκουλα, 2010, σελ. 167-193, Ξ. Κοντιάδης, «Δημοκρατική συμμετοχή και δικαιώματα των μεταναστών», σε Ξ. Κοντιάδης–Θ. Παπαθεοδώρου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2007, σελ. 21-50, αλλά και αντίθετα Δ. Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, τόμος Γ΄, Θεμελιώδη Δικαιώματα, 1988, σελ. 164-165.

 

 

[4] Με λίγα λόγια, μέσα από τα συνταγματικά όρια που διαγράφονται από την αρχή της καθολικότητας του 102 παρ. 2 Σ, την επιφύλαξη στον κοινό νομοθέτη για να προσδιορίσει το σώμα των δημοτών-εκλογέων, και την εκχώρηση κυριαρχίας κατά το 28 παρ. 2-3 Σ. για τον ευρωπαϊκό δήμο, προκύπτει μια βασική διαπίστωση: η δημοκρατική αρχή λειτουργεί ως ανοιχτή ρήτρα και ο λαός ως κυρίαρχο νομιμοποιητικό υποκείμενο περικλείει περισσότερες από μια υποστάσεις-συνθέσεις εκλογικών σωμάτων [κοινοβουλευτικό – ευρωκοινοβουλευτικό – τοπικό], ανάλογα με τις αρμοδιότητες των οργάνων που κάθε φορά νομιμοποιεί και τις αντίστοιχες εκφάνσεις λαϊκής κυριαρχίας.

 

 

[5] Όπως είναι το αρ. 1 παρ. 3 Σ, «υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους», το αρ. 51 παρ. 2 Σ, «…αντιπροσωπεύουν το έθνος», «η ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης» του αρ. 16 παρ. 2 Σ, «η οικογένεια ως θεμέλιο προαγωγής του έθνους» του αρ. 21 παρ. 1 Σ και «η μέριμνα για τον απόδημο ελληνισμό» του αρ. 108 Σ, «το χρέος εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης» του αρ. 25 παρ. 4 Σ. και η πιο άστοχη χρήση του άρθρου 24 Σ σαν να μπορούσε να νοηθεί άραγε «εθνικό οικοσύστημα ή γενετική αειφορία».

 

 

[6] Βλ. Α. Μανιτάκης, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλας, 2004, σελ.196-202 και 204-208, και σε άλλη κατεύθυνση Κ. Χρυσόγονος, Το πολίτευμα του Ρήγα και ο ελληνικός συνταγματισμός, Το Σύνταγμα 2008, σελ. 533-546, καθώς και ιδιαιτέρως διαφωτιστική παρουσίαση του εθνικού φαινομένου και της σύνδεσης του με το λαό, στα τρία κυρίαρχα πολιτειακά μοντέλα, το αγγλοσαξωνικό, το γερμανικό και το γαλλικό, C. Bertossi, Lesfrontièresdelacitoyenneté enEurope, Nationalité – Résidence – Appartenance, ed. L’Harmattan, 2001, p. 71–104.

 

 

[7] Για την θεμελιώδη σχέση ανάμεσα στην εθνική ταυτότητα και την ιδιότητα του πολίτη καθώς και για το έθνος ως ενοποιητική ιδεολογία και ταυτοτικό σχήμα του κράτους βλ. κυρίως από τη γαλλική βιβλιογραφία, A.Touraine, Lenationalismecontrelanation, σε Sociologiedesnationalismes, Dir. P. Birnbaum, ed. PUF 1997, p. 401–422, G. Verbunt, citoyenneté, nationalité et identité, σε: La citoyenneté et les changements de structures sociales et nationales, dir. C. Withol de Wenden, ed. Ediling, p. 237–247, M. Guigni –F. Passy, La citoyenneté en débat, ed. Harmattan, p. 47 –90 (l’accès individuel et collectif a la Nation), D. Schnapper, Lα communauté des citoyens, ed. Gallimard 1994, p. 43–72 (entre l’ethnie et l’état), D. Colas Citoyenneté et Nationalité, ed. Gallimard 2004, p. 55–93 (l’unité de la nation contre les races), P. Magnette, La citoyenneté une histoire de l’idée du participation civique, ed. Bruylant 2001 p. 99–112 « lescitoyensal’agedel’état », και στα ελληνικά, βλ. μεταξύ άλλων, Κ. Τσουκαλάς, Η εξουσία ως λαός και έθνος, εκδ. Θεμέλιο, 1999, 51–67, 105–122, Π. Θεοδωρίδης, Εθνικισμός: μια προσπάθεια συγκριτικής προσέγγισης, Θεσσαλονίκη, 1994, σ. 31–45, και Ν. Δεμερτζής, Ο Λόγος του Εθνικισμού, αμφίσημα σημασιολογικά πεδία και σύγχρονες τάσεις, εκ. Σάκκουλας, 1996, σ. 177 επ, και198 επ., Ε. Gellner, Έθνη και Εθνικισμός, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1992, σ. 23 επ.

 

 

[8] Βλ. Ε. Κρίσπη–Νικολετοπούλου, Η ιθαγένεια, Γενική θεωρία – Συγκριτικόν δίκαιον, Αθήνα, 1965, σελ. 25 επ., για την έννοια της εθνικής συνείδησης στο δίκαιο ιθαγένειας.

 

 

[9] Για την έννοια του ουσιαστικού Συντάγματος και την κανονιστική του δύναμη, βλ. Α. Μανιτάκης, ό.π. σελ. 56, 122- 131, 408-413.

 

 

[10] Βλ. Κ. Τσουκαλάς, «Η επινόηση της ετερότητας», εκδ. Καστανιώτη , 2010, σελ. 49-58 [49-51].

 

 

[11]Βλ. D. Schnapper, «La communauté des citoyens», ed. Gallimard 1994, p. 73–119 (le politique et le national), p. 261–286 (habitus social – la démocratie contre la nation), και J. Leca, La citoyenneté entre la nation et la société civile, σε Citoyenneté et Nationalité perspectives en France et au Québec, ed. PUF 1991, p. 479–502.

 

 

[12] Μετά τον Αστικό Κώδικα του 1835 το δίκαιο του αίματος υπερισχύει των υπόλοιπων κριτηρίων που ίσχυσαν στα πρώτα Συντάγματα και τους πρώτους νόμους για την ιθαγένεια, βλ. συνοπτικά Π. Μαντζούφας, «Μεταναστευτικά ρεύματα και κοινωνική ένταξη στην σύγχρονη Ελλάδα», σελ. 8-10, προδημοσίευση από τον Τιμητικό Τόμο για τον καθηγητή Γ. Παπαδημητρίου, www.constitutionalism.gr.

 

 

[13] Βλ. Γ. Κόκκινος, «Τα ελληνικά Συντάγματα και η ιδιότητα του πολίτη (1844-1927)», Μνήμων, 19, 1997, σελ. 83 επ.

 

 

[14] Βλ. Ζ. Παπασιώπη-Πασιά, «Κτήση της ελληνικής ιθαγένειας με γέννηση και με αναγνώριση», Αρμενόπουλος 1986, σελ. 957-966 και της ίδιας, Δίκαιο Ιθαγένειας, εκδ. Σάκκουλα, 2002, σελ. 63-79.

 

 

[15] Βλ. περαιτέρω εξαιρετική ανάπτυξη σε Ελ. Βόγλη «Έλληνες το γένος. Η ιθαγένεια και η ταυτότητα στο εθνικό κράτος των Ελλήνων (1821-1844)», σελ. 39-58, 83-99, 122-133, 240-255 και 349-365, όπου γίνεται εκτενής αναφορά στη χριστιανική πίστη ως αρχικό κριτήριο της πολιτικής ταυτότητας, στην εισαγωγή του κριτηρίου της αυτοχθονίας, στην εναλλαγή και ισοτιμία των κριτηρίων της εντοπιότητας και της εθνικής καταγωγής μεταγενέστερα. Για το πολιτικό ζήτημα αυτοχθόνων και ετεροχθόνων που προέκυψε τόσο κατά τη Διάρκεια του Αγώνα και τα επαναστατικά Συντάγματα όσο και κατά τη συζήτηση για την πολιτική ταυτότητα του Έλληνα στην Α΄ Εθνοσυνέλευση του ελεύθερου κράτους 1843-1844 βλ. Ι. Δημάκης, Η πολιτειακή μεταβολή του 1843 και το ζήτημα των αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 1991.

 

 

[16] Βλ. Δ. Χριστόπουλος, «Οι περιπέτειες της ελληνικής ιθαγένειας: ποιος (δεν) έχει τα προσόντα να είναι Έλληνας», περιοδικό Θέσεις, 2004, τ. 87, σελ. 61-90.

 

 

[17] Αιτιολογική έκθεση ν. 3838/2010, σελ 3 : «Η πολιτική αυτή αντίληψη για την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη, δηλαδή για την Ελληνική Ιθαγένεια (όπως νομικά αποκαλείται), συνεχίζει μια μακρά συνταγματική παράδοση στη χώρα μας που ανάγεται στα επαναστατικά συντάγματα της περιόδου της αρχικής συγκρότησης του ελληνικού Κράτους», πρβλ. Δ. Δημούλης, « Λαός, έθνος και πολίτες στην ελληνική συνταγματική ιστορία του 19ου αιώνα», Το δίκαιο της πολιτικής, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2001, σελ. 367-429 και Ν. Αλιβιζάτος, «Έθνος κατά Λαού το 1940», σε Ελληνισμός- Ελληνικότητα, επιμ. Δ.Γ. Τσαούση, Εστία, 1983, σελ. 91 επ.

 

 

[18] Βλ. μεταξύ άλλων Γ. Τσιούκας, «Ομογενείς και Ιθαγένεια: ανεπάρκειες μιας διαφοροποιημένης αντιμετώπισης», Σύγχρονα Θέματα, τεύχος 91, Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2005, σελ. 32-38.

 

 

[19] Βλ. αναλυτικά τον σχετικό διάλογο για το ρόλο του γένους στην ιστορία της πολιτογράφησης και την σύνδεση με το δίπολο «ομογενής –αλλογενής», που διαπερνά όλες τις όψεις του δικαίου ιθαγένειας σε Λ. Μπαλτσιώτης, «Ιθαγένεια και πολιτογράφηση στην Ελλάδα της μετανάστευσης: αντιφάσεις μιας αδιέξοδης πολιτικής», σε Η Ελλάδα της μετανάστευσης – Κοινωνική συμμετοχή, δικαιώματα και ιδιότητα του πολίτη, επιμ. Μ. Παύλου, Δ. Χριστόπουλος, ΚΕΜΟ, εκδ. Κριτική, 2004, σελ. 303-337 [κυρίως 312-333], καθώς και του ίδιου, «Η ιθαγένεια στον ψυχρό πόλεμο», στο: Τα δικαιώματα στην Ελλάδα 1953-2003, επιμ. Μ. Τσαπόγας-Δ. Χριστόπουλος, ΕΕΔΑ, εκδ. Καστανιώτη, 2004, σελ. 81-98, και στην ίδια έκδοση Δ. Χριστόπουλος, «Η ελληνική ιθαγένεια στην εποχή της μετανάστευσης-παλλινόστησης», σελ. 99-109.

 

 

[20] Βλ μεταξύ άλλων τις πρόσφατες 1982/2010, 1644/2010, 3012/2009, 1882/2009 και από την ΣΤΕ 2633/09: «…Οι λόγοι αυτοί ακυρώσεως είναι απορριπτέοι ως νόμω αβάσιμοι διότι, κατά τα προεκτεθέντα, κατά το άρθρο 1 του ν. 2790/2000, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 76 του ν. 2910/2001, για την κτήση της ελληνικής ιθαγενείας απαιτείται, εκτός από την ελληνική καταγωγή, και η διαπίστωση της ελληνικής συνείδησης του ενδιαφερομένου», αλλά και τις προηγούμενες αποφάσεις ΣΤΕ 57/1981, 2756/1983, 4463/95, 21/1996, 275/99 «…Ως ομογενής, ο οποίος μπορεί να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια, νοείται ο προερχόμενος από χώρα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης ο οποίος κατάγεται από πατέρα ή μητέρα ή απώτερους προγόνους Έλληνες και έχει ελληνική συνείδηση. Μπορούν, συνεπώς, να ληφθούν υπόψη ως στοιχεία προσδιορισμού της ελληνικής συνείδησης του ενδιαφερομένου και η γνώση της ελληνικής γλώσσας ή της ποντιακής διαλέκτου καθώς και η επαφή του με τα ήθη, έθιμα και τις παραδόσεις όπως αυτά διαμορφώθηκαν στους τόπους διαμονής των Ελλήνων».
[21] Βλ. Μ. Βροντάκης, «Η απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας», Αρμενόπουλος 1999, σελ. 1382-1386, αλλά και αντίθετα από τη νομολογία υπέρ της συνταγματικότητας του αρ. 19 ΚΕΙ σε σχέση με το αρ. 4 παρ. 3 Σ, λόγω της διατήρησής του σε ισχύ δυνάμει του μεταβατικού αρ. 111 παρ. 6 Σ μεταξύ των άλλων ΣτΕ 59/1981, 6253/1996, 734/1999 , 3070/2002.
[22] Βλ. Ι. Βούλγαρης, «Η διάκριση μεταξύ ομογενών και αλλογενών και η επίδρασή της στην απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας», Αρμενόπουλος 1999, σελ. 1354-1364 [1362], καθώς και αντίθετα ΣτΕ 2060/2008, 2798/2009, 2968/2009, 4148/2009 και παλαιότερα η χαρακτηριστική ΣτΕ 209/1993 με κοινό περιεχόμενο: «…η διάταξη του άρθρου 19 ΚΕΙ δεν υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 5 παρ. 1, 8παρ. 1 και 14 της ΕΣΔΑ … η πρόσκτηση και διατήρηση της ιθαγένειας δεν αποτελεί περιεχόμενο ατομικού δικαιώματος».
[23] Βλ. μεταξύ άλλων Δ. Χριστόπουλος, «Η τελευταία εικοσαετία της ελληνικής ιθαγένειας: 1984-2004», Σύγχρονα Θέματα, τεύχος 91, Οκτώβριος Δεκέμβριος 2005, σ. 22-31 [24-25], όπου παρουσιάζεται συνολικά το ζήτημα και συνδέεται με τα θέματα της παλιννόστησης των ομογενών ως η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος.
[24] Βλ. δημοσίευση αποφάσεων σε Επετηρίδα Δικαίου Προσφύγων και Αλλοδαπών, 2007, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, σελ. 99-306.
[25] Ομάδες-στόχοι του άρθρου 19 του ΚΕΙ αποτέλεσαν κυρίως οι αριστεροί πολιτικοί πρόσφυγες του εμφυλίου, οι Βλάχοι της βόρειας Ελλάδος, οι σλαβόφωνοι Έλληνες, οι Εβραίοι μετανάστες στο Ισραήλ, οι Έλληνες ιταλικής καταγωγής που έφυγαν στην Ιταλία, οι μουσουλμάνοι αλβανικής καταγωγής που μετανάστευσαν στην Τουρκία, βλ. πιο αναλυτικά σε Τ. Κωστόπουλος, «Αφαίρεση ιθαγένειας: η σκοτεινή πλευρά της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας», Σύγχρονα θέματα, τ. 83/2003, σελ. 53 επ.
[26] Βλ. αναλυτικά για την αντίθεση της αφαίρεσης ιθαγενείας κατά το αρ.19 του ΚΕΙ προς τις διεθνείς συνθήκες και το εθιμικό διεθνές δίκαιο, αλλά και προς το ευρωπαϊκό δίκαιο προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου σε Ν. Σιταρόπουλος, «Αφαίρεση της ιθαγένειας με κριτήριο την εθνοτική καταγωγή: η βαριά σκιά του άρθρου 19 του ΚΕΙ του 1955», Επετηρίδα Δικαίου Προσφύγων και Αλλοδαπών, 2007, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, σελ. 683-716 [705-712 με τις εκεί παραπομπές στην νομολογία των διεθνών δικαστηρίων].
[27] ΕΔΔΑ Προσφυγή 42202/07 (Πρώτο τμήμα), απόφ. 8.7.2010, υπόθ. Σιταρόπουλος και άλλοι κατά Ελλάδος, δημοσιευμένη μετάφραση σε ΘΠΔΔ 2010, σελ. 1208 επ., με αξιόλογο σχόλιο του Αλέξανδρου Απ. Μαντζούτσου.
[28] Βλ. γνώμη της μειοψηφίας υπέρ του χωρικού στοιχείου για την ενεργοποίηση των πολιτικών δικαιωμάτων: «λόγοι που μπορούν να δικαιολογήσουν την υπαγωγή του δικαιώματος ψήφου σε μία υποχρέωση κατοικίας είναι ο στενός συσχετισμός ανάμεσα στο δικαίωμα ψήφου στις βουλευτικές εκλογές και στο γεγονός να είναι κάποιος άμεσα ενδιαφερόμενος από τις πράξεις των τοιουτοτρόπως εκλεγομένων πολιτικών οργάνων, καθώς και η θεμιτή έγνοια του νομοθέτη να περιορίσει την επιρροή των πολιτών που κατοικούν στο εξωτερικό σε εκλογές επί θεμελιωδών μεν ζητημάτων αλλά τα οποία αγγίζουν πρωτίστως τα πρόσωπα που κατοικούν εντός της χώρας», και σε μειοψηφία δικαστή Φλογαϊτη: « Η Ελλάδα έχει εισαγάγει στο Σύνταγμά της τη δυνατότητα ψήφου για τους Έλληνες της διασποράς: προβλέπεται ότι οι όροι αυτής της ψήφου θα οριστούν με νόμο της Βουλής, ο οποίος πρέπει να υιοθετηθεί με πλειοψηφία δύο τρίτων. Αυτή η απαίτηση δικαιολογείται από τη μεγάλη σημασία που έχει η ψήφος της διασποράς για την εθνική πολιτική, διότι μόνο ένας νόμος που θα έχει ευρεία υποστήριξη από τις ελληνικές πολιτικές δυνάμεις μπορεί να αποτελέσει τη βάση μίας μεταρρύθμισης η οποία, στην πραγματικότητα, θα δώσει στους Έλληνες που έχουν εγκαταλείψει οριστικά την Ελλάδα, ή ακόμα και σε εκείνους οι οποίοι δεν έχουν πατήσει ποτέ το πόδι τους στην Ελλάδα, έναν αποφασιστικό ρόλο στο μέλλον όσον αφορά τις αποφάσεις που λαμβάνονται εντός της χώρας».
[29] Βλ. Γ. Τουργέλη, «Ομοεθνείς μετανάστες από την πρώην ΕΣΣΔ και η πολιτική των συγγενών κρατών», Σύγχρονα Θέματα, τ. 108, 2010, σελ. 45-56, μετασχηματισμοί στην εννοιολόγηση του έθνους και ανασημασιοδότηση της διασποράς.
[30] Βλ. Λ. Βεντούρα, «Εθνικό κράτος και σύγχρονες μεταναστεύσεις», Σύγχρονα Θέματα, 23-36, τ.107, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2009, καθώς και στην ίδια έκδοση Γ. Τσιούκας, «Αλλοδαποί πληθυσμοί στην Ελλάδα», σελ. 47-56.
[31] Βλ. Γ. Τσιούκας, «Το ασαφές καθεστώς της μακροχρόνιας εγκατάστασης και οι αβέβαιες προοπτικές του», σε: Μετανάστευση , ετερότητα και θεσμοί υποδοχής στην Ελλάδα, εκδ. Σάκκουλα, 2010, σελ. 127-165.
[32] Βλ. αιτιολογική έκθεση του νόμου, σελ. 3: «Χωρίς να υποτιμά τη σημασία της καταγωγής από Έλληνα για τη συγκρότηση του ελληνικού λαού, η νέα αυτή αντίληψη συνδέει την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη και τα δικαιώματα πλήρους πολιτικής συμμετοχής, που τη συνοδεύουν, με την οικειοποίηση πολιτικής ταυτότητας Έλληνα ή, όπως αλλιώς αναφέρεται, με τη διαμόρφωση ελληνικής πολιτικής συνείδησης. Ταυτότητα ή συνείδηση που εν προκειμένω δεν στηρίζονται στο αίμα, στην καταγωγή ή στην αφομοίωση κάποιων εθνικοθρησκευτικών χαρακτηριστικών αλλά στην πλήρη και ενεργό συμμετοχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας, από τη μια, και στην ικανότητα εξ ίσου πλήρους και ενεργού συμμετοχής στην ζωή της Ελληνικής Δημοκρατίας, με σεβασμό στις αρχές της, από την άλλη».
[33] Για την εισαγωγή της έννοιας σε «Ιδιότητα του πολίτη και κοινωνική τάξη», βλ. T.H.Marshal-T.Bottomore, εκδ.Gutemberg, Αθήνα 2001 και επικαιροποίηση έργου του έργου του T.H.Marshall,σε P.Birnbaum, Surlacitoyenneté, L’ annéesociologique, ed. PUF, v.46, n.1, 1996, p. 57–85.
[34] Βλ. Χ. Παπαστυλιανός, «Προς μια αλλαγή παραδείγματος σχετικά με την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας, την πολιτική συμμετοχή των αλλοδαπών και την ιδιότητα του πολίτη», σχόλιο σε ΕφημΔΔ 2010, σελ. 11-17.
[35] Βλ. όλο τον σχετικό διάλογο σε πρόσφατη μελέτη, D. Scnapper, Qu’ est – cequel’ intégration? Ed. Gallimard, 2007, σελ. 71-19 [72-130] καισε F. Medved “ Interaction entre nationalité et intégration,” σε Défis au droit national et international sur la nationalité a l’ aube du nouveau millénaire, Actes de la 2e conférence européenne sur la nationalité, Strasbourg, Octobre 2001, p. 21 [40] και Y.N. Soysal, Limits of citizenship, Migrants and Postnational Membership in Europe, 1994 by the University of Chicago, p. 31-41, 45-64.
[36] Βλ. Δ. Χριστόπουλος, «Οι μετανάστες στην ελληνική πολιτική κοινότητα» σε: Μ. Παύλου, Δ. Χριστόπουλου (επιμέλεια), Η Ελλάδα της μετανάστευσης, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα, 2004, σ. 338-366.
[37] Διαφωτιστική ως προς τον σκοπό της εθνικής παιδείας και σε αντίθετη κατεύθυνση από το ΣτΕ η σχετική αιτιολογική έκθεση, που ερμηνεύει τη ρήτρα της εθνικής εκπαίδευσης του αρ. 16 παρ. 2 σε συνδυασμό με την αρχή της πολυπολιτισμικότητας και της κοινωνικής αλληλεγγύης [σελ.6] : «Δικαιολογητικό λόγο της εν λόγω ρύθμισης αποτελεί η διασφάλιση της ομαλής ανάπτυξης των εν λόγω ανηλίκων τέκνων αλλοδαπών κατά τρόπο που να εγγυάται με βέλτιστα αποτελέσματα την ανάδειξή τους, σύμφωνα και με το άρθρο 16 παράγραφος 2 του Συντάγματος, σε χρηστούς πολίτες, ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο μελλοντικών ρηγμάτων στην κοινωνική συνοχή του πληθυσμού της χώρας. Ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί αφ’ ενός δια της καταπολέμησης αρνητικών παραγόντων που επιδρούν στη ψυχοκοινωνική εξέλιξη του ανηλίκου και υπονομεύουν την εδραίωση της αυτοσυνείδησής του ως όμοιου και ίσου με τους συνομηλίκους του Έλληνες (ιδίως διακρίσεις που απορρέουν από την έλλειψη Ελληνικής Ιθαγένειας, προσκόμματα πρόσβασης σε ευκαιρίες), αφ’ετέρου με την εντατική εφαρμογή κατάλληλων παιδαγωγικών μεθόδων στο πλαίσιο του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος».
[38] Βλ. Δ. Χριστόπουλος, « Η επόμενη μέρα της ελληνικής ιθαγένειας – μια μετατόπιση στο κατώφλι του αποκλεισμού», Θέσεις, τ. 111, Απρίλιος–Ιούνιος 2010, όπου περιγράφονται και σχολιάζονται οι νέες νομοθετικές ρυθμίσεις του ν. 3838/2010 για τις διαφορετικές κατηγορίες «Έλληνας από κούνια, Έλληνας από γης, Έλληνας – καλός μαθητής», βλ. και www.theseis.com.
[39] Βλ. Ε. Κρίσπη-Νικολετοπούλου, Η ιθαγένεια, Γενική θεωρία – Συγκριτικόν δίκαιον, Αθήνα, 1965, Ζ. Παπασιώπη-Πασιά, Δίκαιο Ιθαγένειας, 5η έκδ. Θεσ/νίκη, 2002,σελ. 11-27.
[40] Etienne Balibar, Droit de cité, ed. Puf, 2002, p. 43-69 και 175-204, καιτουίδιου, Nous, citoyens d’Europe, ed. LaDécouverte, 2001, 31-56, 221-256, 286-297 (σχετικά με την διαμόρφωση του κανόνα της ιθαγένειας αποκλειστικά από το κυρίαρχο κράτος ως κανόνα εξαίρεσης).
[41] Βλ. Δ. Χριστόπουλος, «Συγκριτικές ιδιαιτερότητες της ελληνικής νομοθεσίας και διοικητικής πρακτικής της πολιτογράφησης αλλοδαπών», σε: Η μεταρρύθμιση της μεταναστευτικής πολιτικής, επιμ. Ξ. Κοντιάδης–Θ. Παπαθεοδώρου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2007, σελ. 71-91.
[42] Βλ. Μ. Τσαπόγας, «Το αναιτιολόγητο απορριπτικών αποφάσεων επί αιτήσεων πολιτογράφησης», σχόλιο στην ΣτΕ 1242/2007 Τμήμα Δ΄, ΕφημΔΔ, 2008, σελ. 207-210.
[43] «…από τις διατάξεις των άρθρων 1-13 και 15-20 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγενείας, προκύπτει ότι η αποβολή ή μη της ελληνικής ιθαγενείας, η οποία έχει καίρια σημασία για την Ελληνική Πολιτεία, αφού ανάγεται σε αυτή την ίδια την συγκρότησή της, δεν αφίεται σε μόνη την βούληση των ελλήνων πολιτών, αλλά εξαρτάται και από την συναίνεση της Πολιτείας, η οποία εκδηλούται, ως προς την αποβολή με την παροχή της σχετικής αδείας. Η άδεια αυτή παρέχεται μόνον για εξαιρετικούς λόγους (ΣτΕ 1061, 345/1978). Μόνη η δήλωση της βουλήσεως δεν είναι κατά νόμον αρκετή για την αποβολή της ελληνικής ιθαγένειας».
[44] Έχει διατυπωθεί η γνώμη ότι η παραπάνω ερμηνεία έρχεται πλέον σε αντίθεση με την αρχή της ελεύθερης επιλογής της ιθαγένειας από το άτομο και την αρχή του πραγματικού δεσμού με το κράτος [principed’ effectivité], όπως αυτή διαμορφώνεται από το εθιμικό διεθνές δίκαιο και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Ιθαγένεια του 1997, υπό την έννοια ότι τα κράτη δεν μπορούν να επιβάλλουν την ιθαγένειά τους σε άτομα που δεν διατηρούν κανέναν ουσιαστικό δεσμό μαζί τους, βλ. σχετικά Σ. Βρέλλης, Οι γενικές αρχές της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Ιθαγένεια του 1997, Αρμενόπουλος, 1999, σελ. 1314 επ. [1319-1320]: «Η ιθαγένεια δεν πρέπει να είναι παρά η καθιέρωση από το δίκαιο ενός προϋπάρχοντος πραγματικού δεσμού και δεν είναι αντιτάξιμη έναντι άλλων κρατών, παρά μόνον αν είναι ενεργή [effective Διεθνούς Δικαστηρίου απόφαση της 6.4.1955 υποθ. Nottebohm, βλ. και Δ. Ευρυγένης, Διεθνές δίκαιο και Ιθαγένεια, σελ. 5-34.
[45] Όμοιες σκέψεις για το διεθνές δίκαιο διατυπώνονται και πρόσφατα στις ΣτΕ 2798-2800/2009, 4148/2009 και 2968/2009 για την συμβατότητα του αρ. 19 του προϊσχύσαντος ΚΕΙ προς το αρ. 15 της Οικουμενικής Διακηρύξεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών του 1948, το οποίο ορίζει ότι «1. Καθένας έχει το δικαίωμα μιας ιθαγένειας. 2. Κανείς δεν μπορεί να στερηθεί αυθαίρετα την ιθαγένειά του, ούτε το δικαίωμα να αλλάξει ιθαγένεια». Ειδικότερα: «….δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το άρθρο 15 της Οικουμενικής Διακηρύξεως απηχεί ένα γενικά παραδεδεγμένο, κατά την έννοια του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος, κανόνα του διεθνούς δικαίου, με υπερνομοθετική ισχύ, που ρυθμίζει τις προϋποθέσεις απώλειας της ιθαγένειας και στον οποίο αντίκεινται οι επίμαχες διατάξεις του άρθρου 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγενείας».
Περαιτέρω οι παραπάνω αποφάσεις θέτουν και την κοινοτική διάσταση του ζητήματος «…η ΕΣΔΑ, στην οποία παραπέμπει το άρθρο 6 της ΣΕΕ, και η οποία απηχεί τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, δεν κατοχυρώνει ατομικό δικαίωμα στην ιθαγένεια, το δε άρθρο 17 παρ. 1 της ΣυνθΕΚ αναφέρεται σε ιθαγένεια της Ενώσεως και όχι των κρατών μελών. Εξάλλου, όπως έχει δεχθεί και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (βλ. αποφάσεις της 7ης Ιουλίου 1992, C-369/90, Micheletti, κλπ., σκέψη 10, της 11ης Νοεμβρίου 1999, C-179/98, Mesbah, σκέψη 29, της 20ής Ιουνίου 2001, C-192/99, Kaur, σκέψη 19, της 19ης Οκτωβρίου 2004, C-200/02, Zhu, Chen κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψη 37), ο καθορισμός των προϋποθέσεων κτήσεως και απώλειας της ιθαγενείας των κρατών μελών εμπίπτει, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, στην αρμοδιότητα των κρατών αυτών, άλλο δε είναι το ζήτημα των δικαιωμάτων έναντι των λοιπών κρατών μελών που έχει πρόσωπο, το οποίο απέκτησε την ιθαγένεια κράτους μέλους, ζήτημα που πράγματι διέπεται από το κοινοτικό δίκαιο».
[46] Με όμοια σκεπτικά οι αποφάσεις ΣτΕ κατά πάγια νομολογία δημιουργούσαν για την διαπίστωση της ιθαγένειας ένα ανομολόγητο και εξαιρετικό καθεστώς, πέρα από τις δικαιοκρατικές διαδικασίες του ΚΔΔ/σιας, που μπορούσε μετά από έτη να ανατρέψει την νομική και προσωπική κατάσταση των προσώπων: ‘η διαπίστωση της έλλειψης της κρίσιμης ιδιότητας του ενδιαφερόμενου ως «παλιννοστούντος ομογενούς» δικαιολογεί, εξ αντικειμένου, την εντός ευλόγου χρόνου ανάκληση της νομαρχιακής απόφασης περί διαπιστώσεως της ελληνικής ιθαγένειας, χωρίς να απαιτείται η καταδίκη του από ποινικό δικαστήριο, η επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος ή η διαπίστωση υπαιτιότητας ή επίμεμπτης συμπεριφοράς κατά την έκδοση της ανακαλούμενης πράξης του ενδιαφερόμενου. Τέλος, στις περιπτώσεις δυσμενών διοικητικών πράξεων, οι οποίες εκδίδονται βάσει αντικειμενικών προϋποθέσεων, ασυνδέτως προς οποιαδήποτε υποκειμενική συμπεριφορά του προσώπου του οποίου τα συμφέροντα θίγουν, δεν έχει έδαφος εφαρμογής το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος και, συνεπώς, δεν απαιτείται η προηγούμενη κλήση του ενδιαφερομένου προς ακρόαση’, βλ. ΣτΕ 1389/2009, 1867/2009, 685/2009, 3678/2007, 2655/2004, 3134/2003, 1921/2001 και παλαιότερα 1263/1991 και 706/90
[47] Βλ. Α. Μανιτάκης, «Οι αυτοδεσμεύσεις του δικαστή από τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της (αντι)συνταγματικότητας των νόμων», ΤοΣ 2006, σελ. 402-429.
[48] Βλ. ΕΔΔΑ Σιταρόπουλος κατά Ελλάδος, ό.π.
[49] Δημοσιευμένες στο περιοδικό ΤοΣ 1978, σελ. 349 και 552 αντίστοιχα, ο Γ. Παπαδημητρίου τονίζει το παράθεμα της μειοψηφίας: « ….η διάταξη του αρ. 14 του ν. δ. 3370/1955 δέον να ερμηνευθή κατά τρόπον συμβιβάζοντα την ιδέα της κρατικής κυριαρχίας, απαιτούσαν την άδειαν της Πολιτείας διά την αποβολήν της ελληνικής ιθαγενείας, προς την δημοκρατικήν αρχήν, προκύπτουσα εκ των άρθρων 4 και 5 Συντάγματος και καθιερούσαν την προσωπικήν ελευθερίαν και εις το θέμα επιλογής της ιθαγενείας εκάστου».
[50] Βλ. Γ. Παπαδημητρίου, «Το Σύνταγμα και η εκούσια αποβολή της ιθαγένειας», ΤοΣ 1979, σ. 418 επ. [σελ. 444-448] και μεταγενέστερα σε Γ. Παπαδημητρίου,Συνταγματικές Μελέτες Ι, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 2007, σ. 267 επ.
[51] Βλ. για τις τεχνικές του ελέγχου σε Ι. Καμτσίδου, «Από τον έλεγχο της νομιμότητας στον έλεγχο της συνταγματικότητας των κρατικών πράξεων: Όψεις του κράτους δικαίου στο έργο του Γ. Παπαδημητρίου», μελέτη υπό δημοσίευση στον τιμητικό τόμο για τον καθ. Γ. Παπαδημητρίου.
[52] Βλ. Α. Μανιτάκης, Το υποκείμενο των συνταγματικών δικαιωμάτων, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1981, σ. 244 επ., και του ιδίου, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα 2004, σ. 179 επ.
[53] Βλ. Κ. Χρυσόγονος, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 172-174.
[54] Βλ. Ζ. Παπασιώπη-Πασιά, «Το δικαίωμα στην ιθαγένεια κατά το Σύνταγμα της Ελλάδος,», Αρμενόπουλος 2009, σελ. 813-832, και τις εκεί παραπομπές στην σκέψη του Γ. Κασιμάτη για την ερμηνεία του αρ. 1 Σ: «… η αφαίρεση της ιθαγένειας αποτελεί ουσιώδη προσβολή της αξίας και της προσωπικότητας του ανθρώπου στον πυρήνα τους, αφού το να ανήκει κανείς σε μια οργανωμένη σε κράτος κοινωνία αποτελεί βασική ιδιότητα του ανθρώπου, ως κοινωνικού και πολιτικού όντος, η δε ιθαγένεια ως νομικός δεσμός του φυσικού προσώπου με το κράτος αποτελεί τη βάση του να έχει την πλήρη δικαιϊκή ικανότητα να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή του και να είναι υποκείμενο θεμελιωδών δικαιωμάτων», σελ. 824 υποσ. 61.
[55] Βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 3270/2008: « οι γενικές αρχές του δικαίου, δεν επιτρέπουν στη διοίκηση να εκδίδει την ανακλητική της ιθαγένειας πράξη μετά πάροδο μακράς αδράνειας (8 και πλέον έτη ) από τη διαπίστωση της παρανομίας που αποτελεί το λόγο της ανάκλησης, αιφνιδιάζοντας έτσι τους αιτούντες, οι οποίοι έζησαν επί εννέα έτη και τέσσερις μήνες βασιζόμενοι στην πεποίθηση ότι είναι Έλληνες από τη γέννησή τους, με όλες τις συνέπειες που είχε για την προσωπική τους κατάσταση το νομικό και πραγματικό αυτό γεγονός» , καθώς και τις ΣτΕ 3117/2010 και 2161/2009 σε σχέση με την ειδική αιτιολογία και την προηγούμενη ακρόαση.
[56] ΣτΕ 602/2003: «…όταν, μάλιστα, αφορά ανάκληση πράξεως είτε περί απονομής, είτε περί διαπιστώσεως της ελληνικής ιθαγένειας, όπως εν προκειμένω, τότε, κατά ειδικότερη γνώμη, η πράξη αυτή είναι ακυρωτέα και για έναν ακόμη λόγο: τέτοιες πράξεις, που αναφέρονται στο θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα της ιθαγένειας, το οποίο είναι σύμφυτο με την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και κατοχυρώνεται ρητώς από το άρθρο 4 παρ. 3 του Συντάγματος, αλλά και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, είναι δε δημιουργικές περαιτέρω δικαιωμάτων, νομικών σχέσεων και καταστάσεων των ενδιαφερομένων και των μελών των οικογενειών τους που χρειάζονται κατ’ εξοχήν σταθερότητα και ασφάλεια, όπως ο γάμος, η ιθαγένεια των παιδιών, τα εκλογικά δικαιώματα κ.λπ., είναι αμετάκλητες πλην της περιπτώσεως της αποδεδειγμένης δόλιας ενέργειας του ενδιαφερομένου. Όμοιες και οι ΣτΕ 444/208, 1233/2002 και 1237/2002.
[57] Σχετικά με την περίπτωση περιορισμών από το άρθρο 8 της Ε.Σ.Δ.Α., περί προστασίας της οικογενειακής και ιδιωτικής ζωής, βλ. τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Karassev κατά Φινλανδίας, 12.1.1999, προσφυγή 31414/96, Fedorova κατά Λετονίας, 09.20.2003, προσφυγή 69405, Slivenko κατά Λιθουανίας, 23.1.2002, προσφυγή 48321/99 και Kolosovskiy κατά Λετονίας, 29.1.2004, προσφυγή 50183.
[58] Περαιτέρω για την έννοια της ιδιωτικής ζωής κατά το αρ. 8 ΕΣΔΑ και την δίκαιη ισορροπία, καθώς και συνολική επισκόπηση της νομολογίας βλ. σε Ι. Συμεωνίδης, Η διοικητική απέλαση, Εκδ. Σάκκουλα, 2008, σελ. 90 επ. και Ν. Σιταρόπουλος, «Το δικαίωμα της οικογενειακής ενότητας, και επανένωσης αλλοδαπών μεταναστών στην χώρα υποδοχής», ΔτΑ, Νο18, 2003, σελ. 467-510 [ 484-493], και πρόσφατα ΕΔΔΑ Bigaeva κατά Ελλάδος, 29.05.2009, προσφυγή 26713/05, σκ. 22 : «Το άρθρο 8 εγγυάται την «ιδιωτική ζωή» με την ευρεία έννοια του όρου, ο οποίος περιλαμβάνει το δικαίωμα να ζει κανείς μία «κοινωνική ιδιωτική ζωή», ήτοι την δυνατότητα του ατόμου να αναπτύξει την κοινωνική ταυτότητά του. Κάτω από αυτήν την οπτική, το εν λόγω δικαίωμα καθιερώνει την δυνατότητα για τον καθένα της προσέγγισης των άλλων για την δημιουργία και την ανάπτυξη σχέσεων με τους ομοίους του». Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία η προστασία της ιδιωτικής ζωής κατά το αρ. 8 ΕΣΔΑ συναντά διαστάσεις της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της ιδιαίτερης ταυτότητας του ατόμου, όπως αυτή καθορίζεται και από την ιθαγένειά του βλ. όμοια σε Bensaid κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκ. 47, Stjerna κατά Φινλανδίας, σκ. 37 και Mikulic κατά Κροατίας, σκ. 32.
[59]Βλ. H. Labayle, «L’ article 8 de la CΕDH et le droit de l’ étranger au respect de la vie privée et familiale», σε Les étrangers et la CEDH, dir. H. Fulchiron, Actes des journées de travail organisées a Lyon, Novembre 1997, LGDJ, p. 83, γιατουςκοινωνικούςόρουςεκδήλωσηςτουδικαιώματοςτουαρ. 8 ΕΣΔΑβλ. σχετικάΕΔΔΑ Moustaquim κατάΒελγίου, 18.2.1991, Beldjoudi κατάΓαλλίας, 26.03.1992, Benhebba κατάΓαλλίας, 10.07.2003, σκ. 33, Mokrani κατάΓαλλίας, 15.07.2003, σκ. 31, Niemietz κατάΓερμανίας, 16.12.1992, σκ. 29, Burghartz κατάΕλβετίας 22.02.1994, σκ. 24, Boultif κατάΕλβετίας, 02.08.2001, σκ. 48.
[60]Βλ. C.A. Batchelor, «Progrès en droit international: la réduction des cas d’ apatrie grâce a l’ application positive du droit a une nationalité», σε: Tendance et développement en droit interne et international sur la nationalité, Actes de la 1re conférence européenne sur la nationalité, Strasbourg, Octobre 1999, p. 51, όπουηιθαγένειαπαρουσιάζεταιωςεπιμέρουςστοιχείοτηςπροσωπικότηταςτουατόμου.
[61] Πρόσφατα ΕΔΔΑ, 13.7.2010, Kuric κ.ά. κατά Σλοβενίας με σχόλιο για την σχετική προβληματική σε Χ. Παπαστυλιανός, «Η απονομή και αφαίρεση ιθαγένειας ως κυριαρχικό «δικαίωμα» του κράτους στον ευρωπαϊκό συνταγματικό χώρο: Οι πρόσφατες νομολογιακές εξελίξεις», http://www.constitutionalism.gr.
[62]Βλ. S. Grataloup, “L’ étranger né ou résidant depuis sa naissance en France”, σε: Les étrangers et la CEDH, dir. H. Fulchiron, Actes des journées de travail organisées a Lyon, Novembre 1997, LGDJ, p.109.
[63] Βλ. μεταξύ άλλων Υποθέσεις ΕΔΔΑ Boughanemi κατά Γαλλίας 24.04.1996, και ElBoujaidi κατά Γαλλίας 26.09.1997, Baghli κατά Γαλλίας 30.11.1999, όπου θεωρήθηκε δικαιολογημένο το μέτρο της απομάκρυνσης αλλοδαπού λόγω διατήρησης ειδικών δεσμών με την χώρα καταγωγής.
[64] ΔΕΕ C‑135/08, JankoRottmann, 02.03.2010, σε περίληψη: «…με δεδομένη τη σημασία που προσδίδει το πρωτογενές δίκαιο στην ιδιότητα του πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει, κατά την εξέταση των πράξεων ανάκλησης της πολιτογράφησης, να λαμβάνονται υπόψη οι συνέπειες που έχει ενδεχομένως η οικεία πράξη για τον ενδιαφερόμενο και για τα μέλη της οικογένειάς του, όσον αφορά την απώλεια των δικαιωμάτων που απονέμονται σε κάθε πολίτη της Ένωσης, δηλαδή κατά πόσο η απώλεια αυτή είναι δικαιολογημένη σε σχέση με τη βαρύτητα της παράβασης που έχει τελέσει ο ενδιαφερόμενος, με τον χρόνο που έχει παρέλθει μεταξύ της απόφασης πολιτογράφησης και της απόφασης ανάκλησής της και με τη δυνατότητά του να ανακτήσει την αρχική του ιθαγένεια. Κατά συνέπεια, το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ειδικότερα το άρθρο 17 ΣυνθΕΚ, δεν απαγορεύει σε ένα κράτος μέλος να ανακαλεί την πράξη απονομής της ιθαγένειάς του σε πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιθαγένειας την οποία απέκτησε κατόπιν πολιτογράφησης ο ενδιαφερόμενος χάρη σε απάτη, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η απόφαση ανάκλησης είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας», δημοσιευμένη περίληψη σε ΕΕΕυρΔ τ.2/2010,βλ. περαιτέρω ανάλυση για την αρχή της αναλογικότητας στην νομολογία του ΔΕΕ σε Σ. Οφανουδάκης-Β. Κόκοτα, Η Εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στην ελληνική και κοινοτική έννομη τάξη, ΕΕΕυρΔ 4/2007, σ. 691-720.
[65] ΔΕΕ C‑145/09, Land Baden-Württemberg / Παναγιώτης Τσακουρίδης, 23.11.2010, «…για να εκτιμηθεί αν η σχεδιαζόμενη επέμβαση στην προσωπική ελευθερία είναι ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό, εν προκειμένω την προστασία της δημόσιας ασφάλειας, πρέπει να λαμβάνονται ιδίως υπόψη η φύση και η σοβαρότητα του εγκλήματος που διέπραξε ο ενδιαφερόμενος, η διάρκεια της διαμονής του στο κράτος μέλος υποδοχής, το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από τη διάπραξη του εγκλήματος και η συμπεριφορά του ενδιαφερόμενου κατά το διάστημα αυτό, καθώς και το πόσο ισχυροί είναι οι κοινωνικοί, πολιτιστικοί και οικογενειακοί δεσμοί του με το κράτος μέλος υποδοχής. Όταν πρόκειται για πολίτη της Ένωσης που έχει διαμείνει νόμιμα καθ’ όλη τη διάρκεια της παιδικής του και της νεανικής του ηλικίας στο κράτος μέλος υποδοχής, όπως εν προκειμένω ο Τσακουρίδης, θα πρέπει να προβληθούν πολύ βάσιμοι λόγοι για τη δικαιολόγηση του μέτρου απέλασης», δημοσιευμένη περίληψη σε ΕΕΕυρΔ τ. 4/2010.
[66] Βλ. την σχετική προβληματική αντί άλλων σε Κ. Γώγος, Η ιθαγένεια της Ένωσης, σε Ερμηνεία Συνθηκών για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, Β. Σκουρής, εκδ. Σάκκουλα, σ. 327-341, του ίδιου, Προς τη νομική χειραφέτηση της ιδιότητας του πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕΕυρΔ 2003, σ. 115–120, Π. Μαντζούφας, Εθνική και Ευρωπαϊκή ταυτότητα: ένα παλιό πρόβλημα σε νέο πεδίο, Πρακτικά Συνεδρίου, Πρόσφατες Εξελίξεις στον Ευρωπαϊκό χώρο, εκδ. Σάκκουλα, 2005 σ. 143-159 και Χ. Γιαννούλη, Ο Ευρωπαίος πολίτης, ΤοΣ. 1996, σελ. 368 επ. , Ε. Βενιζέλος, Η Ευρωπαϊκή ιθαγένεια και το Ελληνικό Σύνταγμα, ΕΕΕυρΔ, 2/1993, σελ.271–289 και D. Schnapper, Delacitoyenneté nationalealacitoyenneté européenne, LaRevuedelaCFDT, N. 21, 1999, p. 7–8, J. L. Quermonne, «Citoyenneté etnationalité dansl’ UnionEuropéenne», σε dir. Paul Magnette, «De l’étranger au citoyen – Construire la citoyenneté européenne», ed. De Boeck, 1997, σελ. 21-24, Y. Deloye, Le débat contemporain sur la citoyenneté au prisme de la construction européenne, 2004, p. 5-6. Revue en ligne – « ETUDES EUROPEENNES », www.etudes-europeennees.fr.
[67]Βλ. A. Aguado, Droit de circuler et séjourner pour les citoyens européens, Revue du Droit de l’ Union Européenne, 4/2001, 957–960, A. Alemanno, Libre circulation des citoyens et citoyenneté de l’Union, Revue du Droit de l’ Union Européenne, 4/2001, p. 1008–1010, Κ. Στεφάνου, ΙθαγένειακαιθεμελιώδηδικαιώματαστηνΕυρωπαϊκήΈνωση, σεΧριστοδουλίδη/Στεφάνου (επιμ.) Η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Συνθετική θεώρηση, 1993, σ. 95–123, Π. Μαυρίδης, Η ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων, εργαζομένων και υπηρεσιών, ως βασική αρχή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ΕΕΕυρΔ, 2:2005, σ. 279–299, Β. Χατζόπουλος, Τέσσερις στοιχειώσεις ελευθερίες, μία ενιαία ρύθμιση: η πρόσφατη νομολογία το ΔΕΚ σχετικά με τις οικονομικές και προσωπικές ελευθερίες στης ΣυνθΕΚ, ΕΕΕυρΔ 2/2000, σ. 351–374.
[68]Βλ. P. Hassenteufel, L’état–providence ou les métamorphoses de la citoyenneté, Ouvrage Collectif, L’année sociologique nation – nationalisme – citoyenneté, ed. PUF 1996, p. 127–149, P. Magnette, La citoyenneté européenne, ed. EtudesEuropéennes, p. 78–90 (unedimensionsocialedelacitoyenneté dumarche) και ωραία επισκόπηση της σχετικής νομολογίας σε Ε. Κατσιρέα, Η Ευρωπαϊκή ιθαγένεια και το ιδεώδες του πολιτικού εθνικισμού υπό το πρίσμα της νομολογίας του ΔΕΚ, ΕΕΕυρΔ, 3/2004, σ. 479-496.
[69] Βλ. αξιόλογη και αναλυτική παρουσίαση της σχετικής νομολογιακής τάσης του ΔΕΕ σε πρακτικά πρόσφατου συνεδρίου J.Y. Carlier, Notionetcontoursdelacitoyenneté européenne: lesenjeuxdelacitoyenneté européenne, coll. La citoyenneté européenne, Bruylant 2007, p. 31-44. Βλ. D. Somon, Vers une autonomisation limitée des droits attaches à la citoyenneté européenne, Europe, Novembre 2004, p. 10–11, και F. David, La citoyenneté de l’Union statut fondamental des ressortissants des Etat–membres, Revue Trimestrielle de Droit Européen, ed. Dalloz, n. 3/2003, p. 561–578.
[70]Βλ. M. la Torre, Citizenship, Constitution and the EU, in: European Citizenship, dir. M.La Torre, p. 435–457 (acquis communautaire: citizenship as a residual right p. 438–445), M.-J. Garot, A new basis for European citizenship: Residence, σε European Citizenship, dir. M.La Torre, p. 229–248, P. Magnette–O. Costa, La société civile européenne entre cooptation et contestation, σε: La société civile et ses droits, dir. B.Frydman, ed. Bruylant, 2004, p. 181.
[71]Βλ. Μ. Αutem, “La Convention Européenne sur la nationalité: un Code européen de la nationalité est-t-il possible?, σε: Tendance et développement en droit interne et international sur la nationalité, Actes de la 1re conférence européenne sur la nationalité, Strasbourg, Octobre 1999, p. 19, καιτασχετικάδιεθνήκείμεναγιατηνανιθαγένεια, ταδικαιώματατουπαιδιού καιάλλεςρυθμίσεις δεσμευτικέςγιατηχώρασεΖ. Παπασιώπη-Πασιά, «ΤοδικαίωμαστηνιθαγένειακατάτοΣύνταγματηςΕλλάδος», Αρμενόπουλος 2009, σελ. 815.
[72] Βλ. μεταξύ των πιο πρόσφατων ελληνικού ενδιαφέροντος, ΕΔΔΑ Προσφυγή 53541/2007 απόφ. 11.6.2009, Υπόθεση S.D. κατά Ελλάδας (επιμ. Ε. Αρωνιάδου, Ε. Πουλαράκης), σε ΘΠΔΔ, τ. 1/2010, σελ. 92 επ. και ΕΔΔΑ, απόφαση της 21.1.2011, M.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδος (Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης), www.constitutionalism.gr με παρατηρήσεις Σ. Κοφίνη, και για την γενικότερη θεωρία σε Ι. Συμεωνίδης, Η διοικητική απέλαση, Εκδ. Σάκκουλα, 2008, σελ. 144-161, για την νομολογιακή κατάστρωση της ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης των δικαιωμάτων.
[73] Βλ. αναλυτική μελέτη με τις εκεί παραπομπές στην πρόσφατη νομολογία σε Χ. Παπαστυλιανός, «Ιδιότητα του πολίτη και αλλοδαποί: ο αλλοδαπός ως υποκείμενο δικαιωμάτων στην ελληνική έννομη τάξη», ΕφημΔΔ, τ.6/2010, σελ. 859-870 και Α. Καϊδατζής, «Κοινωνικά δικαιώματα, ιδιότητα του πολίτη και μετανάστες», σε: Μετανάστευση στην Ελλάδα. Εμπειρίες, πολιτικές, προοπτικές (επιμ. Τζ. Καβουνίδη), τόμ. B΄, Εκδ. ΙΜΕΠΟ, Αθήνα 2008, σ. 70-83.
[74]Βλ. εξαιρετικήμελέτηΑ. Dionissi- Peyrusse, «Essai sur une nouvelle conception de la nationalité», Defrenois Lextenso editions, Paris 2008, p. 315-323.
[75] Για την έννοια της επικράτειας της πολιτικής και την σύνδεσή της με την δημοκρατία πρβλ. Α. Μανιτάκης, Συνταγματική οργάνωση του κράτους, εκδ. Σάκκουλα, 2007, σελ. 120-121 και 189-190.
[76] Βλ. Μ. Παύλου, «Ελλάδα, Ελλάδα, είμαστε τα παιδιά σου! Μακροπολιτικές προκλήσεις της μετανάστευσης για το κράτος και την κοινωνία», σε Ξ. Κοντιάδης–Θ. Παπαθεοδώρου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2007, σελ. 253-281.
[77]Βλ. G.-R. de Groot, «Conditions d’ acquisition et de perde de la nationalité ex lege ou par déclaration d’ option», σε Défis au droit national et international sur la nationalité a l’ aube du nouveau millénaire, Actes de la 2e conférence européenne sur la nationalité, Strasbourg, Octobre 2001, p. 67.
[78] Βλ. Α. Μανιτάκης, ό.π., σελ. 297-298.
[79]Βλ. E. Balibar, «La forme nation: histoire et idéologie», σε: E. Balibar-Im. Wallerstein, Race, nation, classe, ed. La découverte, Paris, 1997, p. 117-143.
[80]Βλ. F. Constant, La citoyenneté, ed. Montchrestien, p. 111-121 (la citoyenneté entre altérité et civilité), P. Magnette, La citoyenneté une histoire de l’idée du participation civique, ed. Bruylant 2001, p.15–32 και p. 65–79, και D. Cohen, Citoyenneté et nationalité, σε Figures de la citoyenneté, Dir. Éric Desmons, ed. Harmattan 2006, p. 115–129 (l’effetintégrateurdelanationalité).
[81] Βλ. ενδεικτικά Α. Μάνεσης, Η δημοκρατική αρχή εις το Σύνταγμα του 1864, σε Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, 1980, σελ. 65 επ., Γ. Κασιμάτης, άρθρο 1, σε Γ. Κασιμάτης – Κ. Μαυριάς, Ερμηνεία του Συντάγματος, τ. 1, 2003, σελ. 34 επ. 152 επ. και Ε. Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, εκδ. Α. Σάκκουλα, 2008, σ. 352-355 (εθνική – λαϊκή κυριαρχία), 371-373 (έθνος και λαός και σύνδεση με 108Σ), 313-316 (ιθαγένεια και λαός).
[82] Βλ. Ζ.Παπασιώπη-Πασιά, «Ιθαγένεια –Υπηκοότητα, Δύο όροι με μονοσήμαντο περιεχόμενο; Η ελληνική ιθαγένεια ευρωπαϊκή ιθαγένεια», Επιστημονική Επετηρίδα ΔΣΘ, τ.13, 1992, σ. 35–47, όπου διακρίνεται η ιθαγένεια ως συστατική ιδιότητα για το λαό κι όχι για το έθνος.
[83] Βλ. Γ. Βλάχος, « Η αντινομία ανθρώπου και πολίτη», Τιμητικός Τόμος του ΣτΕ, τόμος ΙΙ, Αθήνα, 1982, σελ. 33 επ.
[84]Βλ. E. Balibar, “Qu’ est-ce qu’ une frontière?”, σε dir. M.-C. Caloz-Tschopp, P. Dasen, Mondialisation, migration et droits de l’homme: le droit international en question, vol.1, ed. Bruylant, 2007, p. , καιτουίδιουΕ.Balibar, Europe – Constitution – Frontière, ed. du Passant, 2005, p. 75–91.
[85] Βλ. Ε. Balibar, «Η αντινομία της ιδιότητας του πολίτη», Σύγχρονα Θέματα, τ. 106, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2009, σελ. 26-50 [σελ. 27-35 για την κοινωνική ιδιότητα του πολίτη], και για το ελληνικό παράδειγμα βλ. Α. Τάκης, «Αξίωση για ιθαγένεια. Γιατί και πότε», http://www.constitutionalism.gr.
[86] Βλ. τη θεμελίωση της σχετικής άποψης ότι η απόδοση της ιδιότητας του πολίτη λαμβάνοντας υπόψιν τους αντικειμενικούς δεσμούς προς το κράτος αποτελεί ασφαλή μέθοδο λόγω του δικαιοκρατικού της χαρακτήρα, σε D. Rousseau “del’ étatdedroital’ étatpolitique”, p. 145–213, και M. Miaille, leretourdel’étatdedroit, p. 215–251 (239–242 laséparationEtat – Société civilecommeconditiondel’ etatdedroit), σε DominiqueColas, L’ Étatdedroit, ed. PUF 1987.
[87] Βλ. Α. Dionissi-Peyrusse, « Essaisurunenouvelleconceptiondelanationalité », ό.π., σελ. 324-333 όπου παρουσιάζεται η θέση ότι μόνον η αντικειμενικοποίηση των κριτηρίων πολιτογράφησης μπορεί να απαλλάξει τα εθνικά δίκαια ιθαγένειας από την εγγενή τους αντίθεση με την αρχή της μη διάκρισης όπως αυτή κατοχυρώνεται στην ΕΣΔΑ αρ. 14.
[88] Βλ. αντί άλλων ΣτΕ 160/1990 «…απόρριψη αιτήσεως πολιτογραφήσεως με αιτιολογία η οποία αναφέρεται στις θρησκευτικές πεποιθήσεις του αιτούντος, κρίνεται ως αντίθετη στην συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως», και ΣτΕ 950/1990 «…τέκνο Έλληνα ή Ελληνίδας αποκτά από τη γέννηση του την Ελληνική ιθαγένεια. Έτσι, με τη βασική αυτή διάταξη, έχει πια αρθεί για το μέλλον η δυσμενής εις βάρος της Ελληνίδας μητέρας διάκριση που θέσπισε ο κώδικας της Ελληνικής ιθαγένειας και επήλθε η ευθυγράμμιση του με τη συνταγματική αρχή της ισότητας των φύλων».
[89] Βλ. Δ. Δημούλης, « Η ιδιότητα του πολίτη και τα πολιτικά δικαιώματα: λειτουργία και υπέρβαση μιας διαφοροποιημένης κατασκευής», Το δίκαιο της πολιτικής, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2001, σελ. 182-195, όπου ο πολίτης ορίζεται αρνητικά: πολίτης δεν είναι ο κάθε άνθρωπος, πολίτης δεν είναι ο κοινωνικός πολίτης.
[90] Βλ. κοινωνιολογική προσέγγιση για την περίπτωση της μετανάστευσης Π. Καφετζής, «Η αμφισβήτηση του εθνικού-κοινωνικού συμβολαίου», σε: Ξ. Κοντιάδης-Θ. Παπαθεοδώρου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2007, σελ. 135-144.
[91] Η αρχική σύλληψη της ιδέας ανήκει στην HannahArendt, Lesystèmetotalitaire – Lesoriginesdutotalitarisme, EditionsduSeuil, 1972, σελ. 27-66, αλλά εξειδικεύεται σε σύγχρονες αναλύσεις υπό το φως του διεθνούς δικαίου μεταξύ άλλων βλ. Α. Dionissi- Peyrusse, ό.π, σελ. 362-379 και E. Balibar, Nous, citoyens d’Europe, ed. La Découverte, 2001, p. 183–188 (la question du droit aux droits).
 

[H παρούσα έρευνα έχει συγχρηματοδοτηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο – ΕΚΤ) και από εθνικούς πόρους μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ) – Ερευνητικό Χρηματοδοτούμενο Έργο: Ηράκλειτος ΙΙ . Επένδυση στην κοινωνία της γνώσης μέσω του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου.]