‘Προγενέστερες οδηγίες για το τέλος της ζωής’ Βιοηθική και συνταγματική αξιολόγηση

Λίνα Παπαδοπούλου, Επ Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου, Νομική Σχολή ΑΠΘ

Προγενέστερες οδηγίες για το τέλος της ζωής’, Βιοηθική και συνταγματική αξιολόγηση, σε: Μ. Κανελλοπούλου-Μπότη και Φ. Παναγοπούλου (επιμ.), Πρακτικά Διεπιστημονικού Συνεδρίου: Ιατρική Ευθύνη και Βιοηθική – Σύγχρονες Προσεγγίσεις και Προοπτικές του Μέλλοντος, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Αθήνα 1-2/03/2013, Αθήνα: εκδ. Πασχαλίδη 2014, σελ. 233-272

Περίληψη:

Η εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας στον τομέα της ιατρικής, επιτρέπουν την επί μακρόν διατήρηση των βιολογικών λειτουργιών ασθενών ακόμα και σε κωματώδη κατάσταση. Σε τέτοιες καταστάσεις, ο ανίκανος να αυτοπροσδιοριστεί εκφράζοντας τη βούλησή του ασθενής, υποκαθίσταται από τα οριζόμενα εκ του νόμου πρόσωπα. Η μελέτη αυτή, προτείνει το εργαλείο των «προγενέστερων οδηγιών για το τέλος της ζωής», ως την πιο κατάλληλη νομική ρύθμιση, ώστε να προστατευθεί αλλά και να ενισχυθεί η αυτονομία και η αξιοπρέπεια του ασθενή, στο πλαίσιο των κοινών αρχών που διέπουν το διεπιστημονικό πεδίο της βιοηθικής και το δικαιικό σύστημα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

            Στο πρώτο μέρος, η μελέτη επικεντρώνεται στο ζήτημα της επίλυσης πιθανών συγκρούσεων μεταξύ συνταγματικών δικαιωμάτων του ανθρώπου και ειδικότερα του θνήσκοντος ασθενή. Η αρχή της ανθρώπινης αξίας και τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου επιζητούν πρακτική εναρμόνιση μέσω της αρχής της αναλογικότητας σε οριακές καταστάσεις.

Τίθεται αρχικά το ερώτημα αν αρκεί ως δικαιολόγηση περιορισμού θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα στη ζωή, την υγεία και την σωματική ακεραιότητα, η επίκληση του βιολογικού συμφέροντος του ασθενή ανεξάρτητα από την βούλησή του. Η απάντηση που προβάλλει ως ορθότερη είναι αυτή που δέχεται πως κάθε ιατρική πράξη η οποία διενεργείται χωρίς τη συναίνεση του ασθενή είναι παράνομη, ακόμα και αν δεν είναι βλαπτική, επειδή προσβάλλει την προσωπικότητά του. Εν συνεχεία, εξετάζεται η περίπτωση της σύγκρουσης του δικαιώματος της ζωής με το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού ως έκφανση της ανθρώπινης αξίας. Η θέση που υποστηρίζεται, βασιζόμενη στην αρχή της αυτονομίας, ως απορρέουσα από την αρχή της αξίας του ανθρώπου, καταλήγει πως μόνο οι ιατρικές πράξεις που δεν θέλησε ο ασθενής συνιστούν παραβίαση του δικαιώματός του στον αυτοπροσδιορισμό, ενώ αυτές που ρητώς απέκλεισε, δεν επιτρέπεται καταρχήν να διενεργηθούν.

            Ακόμα και στις οριακές περιπτώσεις του τέλους της ζωής, η αρχή της ανθρώπινης αξίας, εμπεριέχουσα στον πυρήνα της την αρχή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και του αυτοπροσδιορισμού, επιβάλλει το σεβασμό στη βούληση του ασθενή. Έτσι, διασφαλίζεται στον ασθενή η δυνατότητα να εκφράσει τη βούλησή του και να προβεί ο ίδιος στη στάθμιση μεταξύ της ζωής και της αξιοπρέπειάς του, εφόσον του έχει παρασχεθεί προηγουμένως η κατάλληλη ενημέρωση.

Στο δεύτερο μέρος, προσδιορίζονται τα συγκεκριμένα εννοιολογικά χαρακτηριστικά των προγενέστερων οδηγιών: κάθε ενήλικας μπορεί, προφορικώς ή εγγράφως, σε ανύποπτο χρόνο να ορίσει το είδος και την έκταση της θεραπείας και των ιατρικών πράξεων στις οποίες συναινεί ή τις οποίες αποκλείει στην περίπτωση που περιέλθει σε ρητά προσδιορισμένες συνθήκες και εφόσον τότε δεν θα είναι ικανός να εκφράσει τη βούλησή του.

Αφού γίνει ο ορολογικός διαχωρισμός και η αναγκαία αντιδιαστολή με παρομοίου περιεχομένου έννοιες, έπεται ο προβληματισμός αν η αποδοχή από το νομικό σύστημα των προγενέστερων οδηγιών, προϋποθέτει και την αναγνώριση ενός δικαιώματος στο θάνατο. Η απάντηση είναι αρνητική καθότι οι προγενέστερες οδηγίες αφορούν την παροχή ή μη συναίνεσης ζώντος ανθρώπου σε ιατρικές επεμβάσεις το σώμα του. Άλλωστε η νομοθετική απαγόρευση της ενεργητικής ευθανασίας και της υποβοήθησης σε αυτοκτονία, οριοθετεί το περιεχόμενο της βούλησης του ασθενή.

Ακολουθεί η παράθεση και κριτική εξέταση των επιχειρημάτων που έχουν προβληθεί και αντιτάσσονται στη νομική αναγνώριση των προγενέστερων οδηγιών, όπως το ζήτημα του χρονικού σημείου σύνταξής τους, της περιοριζόμενης αυτονομίας του ιατρού και των αντιλήψεων των συγγενών του ασθενή. Καταληκτικά, επισημαίνεται ότι η μη αποδοχή των προγενέστερων οδηγιών ωθεί προς ξεπερασμένα και μη αποδεκτά πλέον πατερναλιστικά πρότυπα, ενώ αντιθέτως η αποδοχή τους ενισχύει την αυτονομία και την ανάπτυξη της προσωπικότητας ελεύθερων και υπεύθυνων για τις επιλογές τους προσώπων.

Στο τρίτο μέρος, πριν την εξέταση των όσων ισχύουν στο ελληνικό δίκαιο, παρατίθεται μία συγκριτική επισκόπηση νομοθετικών τυποποιήσεων των προγενέστερων οδηγιών για το τέλος της ζωής σε εννέα ευρωπαϊκές χώρες. Σε άλλες χώρες προτιμήθηκε μια «ήπια» ρύθμιση του ζητήματος άλλες ήταν πιο παρεμβατικές ενώ άλλες αν και αρνούνται να αναγνωρίσουν νομική δεσμευτικότητα στις προγενέστερες οδηγίες, ωστόσο δέχονται ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.

Στο ελληνικό δίκαιο, ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας σε συνδυασμό με τη διεθνή Σύμβαση του Οβιέδο ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις της έγκυρης συναίνεσης, η οποία είναι απαραίτητη για τη διενέργεια κάθε ιατρικής πράξης, όμως απουσιάζει μια ειδική ρύθμιση για το ζήτημα των προγενέστερων οδηγιών. Προκύπτει ωστόσο ότι αυτές αν υπάρχουν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη πριν την διενέργεια κάθε ιατρικής πράξης ακόμα και όταν έχουν ως περιεχόμενο τη διακοπή θεραπείας ανίατης ασθένειας και την αντικατάστασή της από ανακουφιστική αγωγή. Συμπερασματικά, διατυπώνεται η άποψη ότι τόσο de lege lata όσο και de lege ferenda πρέπει να αναγνωριστεί μια ήπια έστω νομική δεσμευτικότητα στις προγενέστερες οδηγίες.

Τέλος, διατυπώνονται οι καταληκτικές σκέψεις-προβληματισμοί σχετικά με την αυτονομία, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ζωή στις συγκεκριμένες συνθήκες της ελληνικής κοινωνίας, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, περισσότερο ως προτάσεις σε έναν ζωντανό και ανοικτό διάλογο, παρά ως συμπερασματικές κρίσεις.