Στο πλαίσιο της τελευταίας διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος (που ολοκληρώθηκε το 2008 με μηδαμινά αποτελέσματα) το ΠΑΣΟΚ είχε προτείνει την αποσύνδεση της (μη) εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ) από τη διάλυση της Βουλής. Το 2009 το ίδιο κόμμα, ως αξιωματική αντιπολίτευση, είχε προαναγγείλει ότι δεν θα υπερψήφιζε οποιονδήποτε προτεινόμενο για Πρόεδρο, προκειμένου να προκληθούν εθνικές εκλογές.
Η στάση αυτή είχε κατηγορηθεί τότε από μεγάλη μερίδα της συνταγματικής θεωρίας, του Τύπου και της κοινής γνώμης ως καταστρατήγηση του Συντάγματος. Σήμερα, αντίστοιχη δήλωση του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει σοβαρά και ευρέως αμφισβητηθεί ως προς τη συνταγματική της νομιμότητα. Φαίνεται, δηλαδή, ότι οι μειοψηφικές αυτές πριν από λίγα χρόνια προτάσεις έχουν κερδίσει στο μεταξύ αισθητά έδαφος. Οπως και η πρόταση για άμεση εκλογή του ΠτΔ από τον λαό.
Το αντεπιχείρημα ότι η άμεση εκλογή, ακόμη και χωρίς αύξηση αρμοδιοτήτων, θα μετέτρεπε αυτόματα τον χαρακτήρα του πολιτεύματος από προεδρευόμενο σε προεδρικό, κάτι που το άρθρο 110§1 Συντ. απαγορεύει, δεν ισχύει. Αν οι αρμοδιότητες παρέμεναν οι ίδιες, δεν θα ετίθετο τέτοιο ζήτημα. Ο κίνδυνος τότε θα ήταν η εκλογή ενός κομματικού Προέδρου που δεν θα μπορούσε να φέρει εις πέρας τον ρόλο του ως ρυθμιστή του πολιτεύματος και ως συμβόλου της ενότητας του λαού. Σκοπιμότερο, λοιπόν, θα ήταν η άμεση εκλογή να ακολουθεί τις τρεις ψηφοφορίες στη Βουλή, που προβλέπονται τώρα, να υποκαταστήσει δηλαδή τις εθνικές εκλογές, όχι την κοινοβουλευτική ψηφοφορία.
Σύμφωνα με αυτήν την πρόταση Πρόεδρος εκλέγεται -όπως τώρα από τη Βουλή, μετά τη διάλυσή της- όποιος συγκεντρώσει στο εκλογικό σώμα την απόλυτη πλειοψηφία και αν κανείς, τότε σε δεύτερη Κυριακή, μεταξύ των δύο πρώτων, αυτός που συγκεντρώσει τη σχετική πλειοψηφία. Μία τέτοια ρύθμιση θα απέτρεπε την εκάστοτε αντιπολίτευση να εκμεταλλεύεται την εκλογή Προέδρου έστω και εν είδει δημοψηφίσματος κατά της κυβέρνησης. Θα ωθούσε, δε, τα κόμματα περισσότερο σε σοβαρές υποψηφιότητες, αμοιβαίες υποχωρήσεις και συμπλεύσεις.
Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ «E» 11/9/2014