”Κοινωνικό Συμβόλαιο” και Συντάγματα

Γεράσιμος Θεοδόσης, Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Χαιδελβέργης
Λέξεις-Κλειδιά:

Α) Ο Σίλερ γράφει: «Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, είναι ελεύθερος, είναι ελεύθερος, ακόμα και αν ήταν γεννημένος με αλυσίδες».  Οι αλυσίδες, τις οποίες υπαινίσσεται ο ποιητής είναι προφανώς οι αδυναμίες και οι φοβίες του ανθρώπου, κυρίως όμως η εσωτερική του ανάγκη να κοινωνεί με τους ομοίους του.

«Άνθρωπος ον κοινωνικόν», για να θυμηθούμε τα λόγια του δικού μας φιλόσοφου, του Αριστοτέλη.

Είτε εξαιτίας της επιτακτικής ανάγκης συναναστροφής (συν ζην), είτε σε αναζήτηση μιας καλύτερης μοίρας (ευ ζην), ο άνθρωπος, κάποια στιγμή, αποφασίζει να εγκαταλείψει τη φυσική του κατάσταση, την ελευθερία, και να ζήσει με τη θέλησή του σε μια οργανωμένη κοινωνία. Η συμφωνία των ανθρώπων που αποφασίζουν να ζήσουν μαζί αποτελεί το λεγόμενο «κοινωνικό συμβόλαιο».

Σύμφωνα με τον Άγγλο Τζον Λοκ, ο άνθρωπος ήταν σε θέση να αποφασίσει ποια και πόση από τη φυσική ελευθερία του παραχωρεί στον κοινωνικό σχηματισμό που προσχωρεί, ενώ ο Γάλλος Ρουσσώ θεωρούσε ότι ο άνθρωπος είναι σε θέση να εγκαταλείπει τη φυσική ελευθερία του και να την αναπροσδιορίζει αυτοδεσμευμένος μέσω της «γενικής  βουλήσεως».

Το θεωρητικό αυτό οικοδόμημα συμπληρώνει η ευαγγελική ρήση «απόδοτε ουν τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ», μέσω της οποίας διαχωρίζεται η κοσμική από την πνευματική εξουσία, ενώ ταυτόχρονα εδραιώνεται η ιδέα ενός ορίου της κρατικής εξουσίας. Για τον χριστιανισμό ο άνθρωπος είναι πλασμένος από το Θεό (κατά εικόνα και καθ’ ομοίωσή του) και ο προορισμός του δεν σταματά στη γη. Η αξία του ανθρώπου ενώπιον του Θεού αποτελεί το ύψιστο δόγμα της χριστιανικής σκέψης και πράξης, καθιστώντας κοινώς αποδεκτή την ύπαρξη ενός κοινωνικού πεδίου, στο οποίο η κρατική εξουσία δεν δύναται να εισχωρήσει, ρυθμιστικά τουλάχιστον.

 

Β) Οι θεωρητικές συνιστώσες που σκιαγραφήθηκαν παραπάνω επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τα συνταγματικά κείμενα των προηγουμένων αιώνων, δηλαδή τις σύγχρονες μορφές του «κοινωνικού συμβολαίου». Είναι, δε, εμφανέστατες στις τρεις «πρώτες» και «μεγαλύτερες» συνταγματικές τάξεις: την αγγλική, την αμερικανική/ΗΠΑ και τη γαλλική,  τις οποίες θα αναλύσουμε λαμβάνοντας υπόψη τις ειδοποιείς διαφορές τους. Ας σημειωθεί ότι αυτές οι διαφορές αποτέλεσαν τη βάση για όλα τα μετέπειτα Ευρωπαϊκά Συντάγματα.

.

Γ) Η συνταγματική εξέλιξη στην Αγγλία χαρακτηρίζεται περισσότερο από την προσπάθεια διαμόρφωσης διαδικασιών και αρμοδιοτήτων και λιγότερο από τη θεσμοθέτηση ελευθεριών και δικαιωμάτων. Η ελευθερία και η ιδιοκτησία προϋπάρχουν της κρατικής εξουσίας στην Αγγλία, σε σημείο μάλιστα να την οριοθετούν περιορίζοντάς την: Ό,τι είναι ελεύθερο και στον βαθμό που είναι ελεύθερο σε σχέση με την κρατική εξουσία, δεν μπορεί να αποτελέσει εκ μέρους της αντικείμενο απαγόρευσης ή υποχρέωσης.

Στην Αγγλία, θεσμοί και κανόνες προσδιορίζουν τη μορφή και την έκταση των επεμβάσεων της κρατικής μηχανής, στο μέτρο που κρίνονται αναγκαίες για τη διατήρηση της αυθυπαρξίας του ατόμου εντός της κοινωνικής του συνύπαρξης. Σε καμία περίπτωση η κρατική εξουσία δεν επιτρέπεται να αφαιρεί ή να περιορίζει τη δυνατότητα αυτοκαθορισμού του ατόμου χωρίς τη συναίνεσή του.

Είναι προφανές ότι οι θεσμοί και κανόνες στην Αγγλία βασίζονται σε μια σχέση συναλλαγής μεταξύ ατόμου και συνόλου, η οποία έχει έντονο αντικειμενικό χαρακτήρα, εφόσον ελευθερία και ιδιοκτησία είναι κάτι αυτονόητο. Η ελευθερία και η ιδιοκτησία δεν χρειάζονται τον κρατικό προσδιορισμό, δεν απονέμονται από το κράτος, αντίθετα αυτές οι δυο ανθρώπινες ιδιότητες οριοθετούν την κρατική δραστηριότητα.

 

Δ) Οι αμερικανικές διακηρύξεις, σε μια προσπάθεια θεωρητικής θεμελίωσης και δικαιολόγησης της αμερικανικής επανάστασης, φέρνουν το θεοκρατικό στοιχείο στο προσκήνιο, τονίζοντας τη θεϊκή προέλευση του ανθρώπου: Οι άνθρωποι είναι ίσοι μεταξύ τους, φτιαγμένοι όλοι από το Θεό, προορισμένοι να ζήσουν ελεύθεροι, αναζητώντας την ευτυχία (Virginia Bill of Rights 1776). Βέβαια στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι στις ΗΠΑ η σκλαβιά απαγορεύτηκε το 1865, ενώ οι έγχρωμοι και μιγάδες πολίτες απέκτησαν πολιτικά δικαιώματα το 1868 και οι ινδιάνοι το 1924.

Εντούτοις στα αμερικανικά συνταγματικά κείμενα προβάλλεται πρωτίστως η πνευματική διάσταση του πολίτη, τη στιγμή που η αντίστοιχη αγγλική θεώρηση αντιλαμβανόταν τη διασφάλιση της ιδιοκτησίας ως διασφάλιση της ανθρώπινης ύπαρξης.

Ενώ ο Λοκ, όπως αργότερα και ο Ρουσσώ, υπέτασσαν ανεπιφύλαχτα (μερικώς ή ολικώς) το άτομο στην πλειοψηφική θέληση της κοινωνίας, τα αμερικανικά συνταγματικά κείμενα θέτουν εξαρχής προϋποθέσεις, βάσει των οποίων το άτομο δεσμεύεται από το «κοινωνικό συμβόλαιο». Αυτές, δε, οι προϋποθέσεις παίρνουν μέσω του δικαίου τη μορφή αξιώσεων, προσδίδοντας στο δίκιο υποκειμενικό και ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα.

Όχι μόνον η διασφάλιση της ανθρώπινης ιδιοκτησίας, αλλά κυρίως η διασφάλιση της ανθρώπινης ζωής πρέπει να αποτελεί το αντικείμενο και κύριο μέλημα της κρατικής δραστηριότητας κατά το Αμερικανικό Σύνταγμα.

Με αυτόν τον τρόπο, τα αμερικανικά συνταγματικά κείμενα εγγυώνται την ατομικότητα του ανθρώπου και, όταν γίνεται λόγος για αναπαλλοτρίωτα ή απαράγραπτα δικαιώματα, στην ουσία, εννοούνται οι έμφυτες ικανότητες και ιδιότητές του, όπως η ελευθερία και η ισότητα, ανεξαρτήτως αν αυτές, εντός του «κοινωνικού συμβολαίου», πραγματώνονται ή κατά οποιοδήποτε τρόπο αναιρούνται. Το σπουδαίο στην προκείμενη συνταγματική κατοχύρωση είναι ότι τα αμερικανικά συνταγματικά κείμενα, εκ προοιμίου, απαγορεύουν την ολική απορρόφηση του ατόμου από την κοινωνία.

 

Ε) Καίτοι η φυσική υπόσταση και η θεϊκή προέλευση της ανθρώπινης ελευθερίας υπήρξαν αντικείμενο διαλεκτικής αντιπαράθεσης κατά τη διάρκεια της γαλλικής επανάστασης, τελικά δεν αποτέλεσαν ουσιαστικό περιεχόμενο της νέας γαλλικής συνταγματικής τάξης. 

Οι Γάλλοι, πασχίζοντας να δημιουργήσουν πολιτικά αξιώματα αφηρημένου χαρακτήρα, δεν προχώρησαν, με τις συνταγματικές διακηρύξεις τους, στην κατοχύρωση νομικών αξιώσεων. Επηρεασμένοι από τη σκέψη του Ρουσσώ, αναζήτησαν ένα ορθολογικό θεμέλιο για τη νέα τάξη πραγμάτων, υποτάσσοντας αφενός την ατομική βούληση στη λογική της «γενικής  βούλησης (volonté générale)», προσδιορίζοντας αφετέρου την ανθρώπινη ελευθερία ως ελευθερία συμμετοχής στη διαμόρφωση της κρατικής θέλησης.

Η ελευθερία έχει πλέον πολιτική και δημοκρατική υφή, ο περιορισμός της δεν αποτελεί την, κατά το αμερικανικό πρότυπο, εξαίρεση από τον κανόνα, ενώ τα δικαιώματα του πολίτη δεν προστατεύονται απλώς από το δίκαιο, εκτός αυτού παράγονται από αυτό.

Η κρατική εξουσία απονέμει στα «υποκείμενά της» πρόσωπα ορισμένα δικαιώματα για να διεκδικήσουν, εφόσον το επιθυμούν, το ποσοστό ελευθερίας που τους έχει αναγνωρισθεί και αφορά κυρίως στην ικανοποίηση των βιοτικών τους συμφερόντων. Κατά αυτόν τον τρόπο, η ελευθερία εγκαταλείπει βαθμηδόν τη φυσική της διάσταση, μεταλλασσόμενη σε ένα «δικαίωμα σε ελευθερία», εκεί και όπου η έκφραση της γενικής  βούλησης, ο νόμος, της το επιτρέπει.

Σωστά, επομένως, γίνεται λόγος στη γαλλική συνταγματική τάξη για «δικαιώματα», η κατοχύρωση των οποίων συνδέεται άμεσα με την επιτακτική αρχή της νομιμότητας της διοικήσεως. Τα ατομικά ή συνταγματικά δικαιώματα αποτελούν την απαραίτητη προστασία ενάντια στα λάθη και τις αυθαιρεσίες των κυβερνώντων, λειτουργώντας ως αντιστάθμισμα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και νομοθεσίας. Στην «πρώτη» γαλλική συνταγματική τάξη, η ελευθερία αποτελεί παράγωγο και όχι πλέον προϋπόθεση της κρατικής εξουσίας. Τα, δε, δικαιώματα δεν έχουν μόνο φορέα, αλλά και χορηγό, δηλαδή την ίδια τη συνταγματική έννομη τάξη.