Α) Τα ατομικά δικαιώματα, όπου και όταν εμφανίζονται ως συνταγματικές ρυθμίσεις και, για αυτό το λόγο, ονομάζονται και συνταγματικά δικαιώματα, αποτελούν την απαραίτητη δικαϊκή προστασία ενάντια στα λάθη και τις αυθαιρεσίες των κυβερνώντων, λειτουργούν, δε, ως αντιστάθμισμα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Στις σχετικές με αυτά ρυθμίσεις πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στο «πεδίο αναφοράς» και στο «πεδίο προστασίας» τους (Δημ. Τσάτσος) Το «πεδίο αναφοράς» αφορά στην κοινωνική ύλη που το Σύνταγμα ως δίκαιο ρυθμίζει και το οποίο στις περισσότερες περιπτώσεις δεν συμπίπτει με το «πεδίο προστασίας» της ρύθμισης. Σωστά έχει ειπωθεί ότι τα ατομικά ή θεμελιώδη δικαιώματα συνήθως εμπεριέχουν δυο κανόνες δικαίου: τον πρώτο που κατοχυρώνει το δικαίωμα και τον δεύτερο που το περιορίζει (Ek. Stein). Σε καμία όμως περίπτωση ο άνθρωπος και πολίτης δεν επιτρέπεται να αναγκασθεί να λειτουργεί ως εκτελεστικό όργανο ξένων θελήσεων και συμφερόντων. Αυτό άλλωστε επιδιώκει να αποτρέψει και η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματός μας, κατοχυρώνοντας, για πρώτη φορά, την ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη»..
Η διάταξη αυτή, ως προς το πρώτο σκέλος της, έχει παρθεί από τον Θεμελιώδη Νόμο της Βόννης (άρθρο 2 παρ. 1: «Καθένας έχει το δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει την συνταγματική τάξη ή τον ηθικόν νόμο». Απαντάται, δε, και στα δικτατορικά Συντάγματα του 1968 και 1973 (άρθρο 9 παρ. 1: «Έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθέρας αναπτύξεως της προσωπικότητάς του, εφ’ όσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα και τον ηθικόν νόμο». Αντίθετα το δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας έχει υιοθετηθεί από το άρθρο 3 παρ. 2 του Ιταλικού Συντάγματος του 1948. Εκεί βέβαια γίνεται λόγος για ενεργό συμμετοχή όλων των εργαζομένων στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική οργάνωση της χώρας, αναφέρεται, δε, ως υποχρέωση του κράτους να άρει όλα τα εμπόδια που θα παρακώλυαν αυτή την ανάπτυξη και τη συμμετοχή.
Β) Είναι γεγονός ότι με το άρθρο 5 παρ. 1 δεν θεσπίζεται ένα επιπλέον δικαίωμα, αλλά μια γενική κατευθυντήρια αρχή για τον νομοθέτη και ένας ερμηνευτικός κανόνας για τη διοίκηση και τα δικαστήρια. Αν και η πρακτική σημασία της διάταξης είναι εκ πρώτης όψεως επικουρική, εντούτοις εμπεριέχει σαφείς και δεσμευτικές κατευθύνσεις για το νομοθέτη και γενικότερα για τον εφαρμοστή του Συντάγματος, συγκαθορίζοντας το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι της χώρας μας, αλλά και ενισχύοντας αποφασιστικά την κοινωνική συναίνεση.
Σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 2 παράγραφος 1 του Συντάγματός μας: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας», η οποία δίνει στην «αξία του ανθρώπου» το προβάδισμα έναντι των γενικότερων συμφερόντων του κράτους, η ρύθμιση του άρθρου 5 παράγραφος 1 του Συντάγματός μας, ως έχει, και με τους συνταγματικούς περιορισμούς που προβλέπει, εξισορροπεί το κοινό συμφέρον των ατόμων που ζουν στη χώρα μας με τα ατομικά συμφέροντα του καθενός μας.
Κοινό χαρακτηριστικό και των δυο ρυθμίσεων είναι ότι το «πεδίο αναφοράς» τους βασίζεται στην ατομικότητα και ιδιαιτερότητα του κάθε ανθρώπου, που, στην μεν πρώτη δικαιολογεί το ανωτέρω αναφερόμενο προβάδισμα, στη δε δεύτερη κατοχυρώνει ένα δικαίωμα, το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας.
Γ) Το γεγονός ότι η διάταξη του άρθρου 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος δεν περιορίζεται μόνο στην κατοχύρωση της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής δραστηριότητας του ανθρώπου, αλλά επιπλέον θεσπίζει και το δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, επιβεβαιώνει τον ιδιαίτερο (ρυθμιστικό) χαρακτήρα της. Η κατοχύρωση του δικαιώματος της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας είναι κατά πολύ ειδικότερη από μια γενική κατοχύρωση της ελευθερίας της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η πρώτη εμπεριέχει και το σκοπό για τον οποίο παραχωρείται, υπό περιορισμούς βέβαια, η δεύτερη. Έτσι, η τυπική ελευθερία του καθενός να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας αποκτά ένα ουσιαστικό περιεχόμενο.
Αν σκεφτεί κανείς ότι το άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματός μας, με την ισχύουσα διατύπωσή του, κατοχυρώνει κατά αρχήν την ελευθερία της ανθρώπινης δραστηριότητας, ενώ συγχρόνως θεσπίζει το δικαίωμα ανάπτυξης της προσωπικότητας καθενός μας δηλαδή το δικαίωμα αυτοκαθορισμού, το δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας δηλαδή το δικαίωμα αυτονομίας, και επιπλέον ένα γενικό δικαίωμα επί της ιδίας προσωπικότητας, δύσκολα θα μπορούσε να αντιλαμβάνεται κανείς τη συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη ως γενική και αόριστη. Αντίθετα οι περιορισμοί της, οι οποίοι αναφέρονται στο «πεδίο προστασίας» της, διακατέχονται από ένα βαθμό αοριστίας, επικίνδυνο για την ασφάλεια του δικαίου. Τούτο όμως δεν αναιρεί την αξία της συγκεκριμένης συνταγματικής διάταξης. Πρέπει, δε, να αποτελέσει αντικείμενο διεξοδικότερης μελέτης, με στόχο την εύρυθμη αποκωδικοποίηση των περιορισμών της.