Η ενσωμάτωση των εξαιρετικών περιστάσεων στο νομικό σύστημα δεν έχει μόνο περιορίσει την έκταση του δικαστικού ελέγχου των νόμων, η οποία εδώ και εκατόν είκοσι χρόνια αποτελεί μια από τις σημαντικότερες εγγυήσεις του κράτους δικαίου. Επηρέασε επίσης την πρόσληψη του Συντάγματος, καθώς η παράστασή του ως συστήματος των θεμελιωδέστερων κανόνων της έννομης τάξης έχει αποδυναμωθεί: φαίνεται ότι η εφαρμογή των διατάξεων του είτε αυτές αφορούν την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών είτε οριοθετούν τις πράξεις των κυβερνώντων εξαρτάται από την ανεύρεση ενός ανώτατου κανόνα που δικαιολογεί την αναγωγή σε αυτές. Με την στάση της αυτή, η ελληνική νομολογία χαράσσει μια κοινή πορεία με ευρωπαίους ομολόγους της, για παράδειγμα με το Γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας που ανέχεται την παράταση της κατάστασης ανάγκης σχεδόν για μια τριετία, με αποτέλεσμα σημαντικές ελευθερίες να βρίσκονται σε αναστολή και να νομιμοποιείται η υιοθέτηση νομοθετημάτων που κλονίζουν το κράτος δικαίου.