Συνταγματική αναθεώρηση και διαχωρισμός εκκλησίας – κράτους

Βαγγέλης Μάλλιος, Διδάκτωρ Νομικής, Δικηγόρος

Τα τελευταία χρόνια, μια σειρά από περιστατικά που σχετίζονται με τον ιδιαίτερο ρόλο που έχει αποκτήσει η ορθόδοξη εκκλησία στο εσωτερικό του Ελληνικού κράτους και ο παραγκωνισμός άλλων θρησκειών επαναφέρει με ακόμα μεγαλύτερη δυναμική το αίτημα για συνταγματικό χωρισμό του κράτους από την εκκλησία.

Παράδειγμα 1ο: Το 2006, η θρησκευτική ηγεσία τελεί αγιασμό στο Συμβούλιο της Επικρατείας για την έναρξη του δικαστικού έτους. Δώδεκα χρόνια αργότερα, η Ολομέλεια του ίδιου δικαστηρίου αποφασίζει ότι το μάθημα θρησκευτικών δεν μπορεί να είναι θρησκειολογικό με έμφαση στο ορθόδοξο δόγμα, αλλά πρέπει να μεταδίδει μόνο το δόγμα αυτό (ομολογιακό), γιατί διαφορετικά παραβιάζεται η θρησκευτική ελευθερία των ορθόδοξων μαθητών και των γονέων τους. Όσο για τους λοιπούς μαθητές, μπορούν να εξαιρούνται από το μάθημα, γνωστοποιώντας στο κράτος τις πεποιθήσεις τους (ΣτΕΟλ 660/2018).

Παράδειγμα 2ο: Η Εκκλησία της Ελλάδος και η πλειοψηφία των ιεραρχών δεν έχουν απλώς αντίθετη άποψη με την λειτουργία τεμένους και αποτεφρωτηρίου για την καύση των νεκρών. Προσπαθούν -και έως σήμερα τουλάχιστον έχουν καταφέρει-, είτε μέσω δικαστικών προσφυγών είτε μέσω επηρεασμού της πολιτικής ηγεσίας και της λαϊκής γνώμης, να εμποδίσουν την ανέγερση και λειτουργία τους. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι εδώ και μερικά χρόνια έχει θεσμοθετηθεί η δυνατότητα ανέγερσής τους.

Παράδειγμα 3ο: Προ ετών ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ προσήλθε σε αστυνομικό τμήμα μαζί με βουλευτές της Χρυσής Αυγής, για να καταθέσει μήνυση κατά των συντελεστών θεατρικού έργου, το οποίο κατά την άποψή του, ήταν προσβλητικό για την ορθόδοξη πίστη. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Μητροπολίτης Αιγιαλείας και Καλαβρύτων Αμβρόσιος, αναφερόμενος σε ομοφυλόφιλους συμπολίτες μας, προέτρεψε σε πράξεις βίας εναντίον τους («Όταν και όπου τους συναντάτε, φτύστε τους, μη τους αφήνετε να σηκώνουν κεφάλι»).

Δυστυχώς, τα ανωτέρω παραδείγματα δεν είναι ούτε εξαιρέσεις από τον κανόνα ενός θρησκευτικά ουδέτερου κράτους ούτε μπορούν να αντιμετωπίζονται ως γραφικές και περιθωριακές περιπτώσεις. Συνιστούν παραδείγματα του σύγχρονου «ελληνοχριστιανικού» πολιτισμού, της «κρατικοποίησης» της εκκλησίας και της «εκκλησιαστικοποίησης» του κράτους και επιβεβαιώνουν την ανάγκη για διακριτούς ρόλους του κράτους από την εκκλησία.

Πιο συγκεκριμένα, το πρώτο παράδειγμα αναδεικνύει αφενός μεν το ζήτημα της διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών, αφετέρου δε την ιδιαίτερη σημασία της της συνταγματικής κατοχύρωσης της ορθοδοξίας ως «επικρατούσας θρησκείας». Έτσι, αντί δυστυχώς το μάθημα των θρησκευτικών να μετατρέπεται σταδιακά από ομολογιακό σε θρησκειολογικό και να συμπεριλάβει την εισαγωγή στην ιστορία, την κοινωνιολογία και τη δογματική όλων των θρησκειών, το Συμβούλιο Επικρατείας υπερασπίζεται τον ομολογιακό χαρακτήρα του κράτους. Με μια δικαστική απόφαση που θυμίζει άλλες εποχές και θεοκρατικά καθεστώτα, η Ολομέλεια του Συμβουλίου Επικρατείας προσδιορίζει το περιεχόμενο του μαθήματος υπό το φως του άρθρου 3 του Συντάγματος, το οποίο ανάγει την ορθοδοξία ως «επικρατούσα θρησκεία».

Προφανώς, ένα θρησκειολογικό μάθημα που μελετά το ρόλο τον θρησκευτικών παραδόσεων στον πολιτισμό μπορεί να έχει θέση στο ελληνικό σχολείο. Εντούτοις, ο ομολογιακός χαρακτήρας που προτάσσει τη «μία και μοναδική» αλήθεια δεν μπορεί να συνυπάρξει σε ένα σχολείο που οφείλει να προάγει την κριτική σκέψη, την αναζήτηση και τον εις βάθος διάλογο.

Από την άλλη πλευρά, γίνεται πλέον σαφές ότι η διακηρυσσόμενη θρησκευτική ελευθερία όλων των ανθρώπων δύσκολα μπορεί να συμπορευθεί με την συνταγματική ανακήρυξη της ορθόδοξης θρησκείας ως «επικρατούσας». Και μπορεί εδώ και πολλά χρόνια οι συνταγματολόγοι να ερμηνεύουν τη διάταξη αυτή ως διαπιστωτική της αριθμητικής υπεροχής των ορθοδόξων μεταξύ του πληθυσμού, πλην όμως η ύπαρξη της διάταξης αυτής συμβάλει και αυτή (ιδίως μέσω του δικαστικού ακτιβισμού) στην επέκταση της εκκλησίας σε θέματα κρατικής αρμοδιότητας.

Το δεύτερο παράδειγμα έχει να κάνει με την προνομιούχο θέση της ορθόδοξης εκκλησίας στο εσωτερικό των κρατικών θεσμών και τον διαρκή παραγκωνισμό των άλλων θρησκειών. Βεβαίως, στον τόπο μας δεν γίνονται διωγμοί θρησκευτικών μειονοτήτων. Γίνονται όμως διακρίσεις. Και δείγματα διακρίσεων και μη ανοχής προς τη διαφορετική θρησκευτική πίστη υπάρχουν πολλά: από την παρεμπόδιση ή τις δυσκολίες της ίδρυσης ναών για τη λατρεία άλλων θρησκειών έως την απειλή της δίωξης της διάδοσής τους και τη δυσμενή διάκριση ορισμένων ιδίως θρησκευτικών κοινοτήτων (όπως π.χ. οι Μάρτυρες του Ιεχωβά). Από την ύπαρξη θρησκευτικών συμβόλων στις αίθουσες διδασκαλίας και δικαστηρίων έως τον εκκλησιασμό και την πρωινή προσευχή στα σχολεία. Από τον προνομιούχο χαρακτηρισμό της ορθόδοξης εκκλησίας ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου έως την εξασφάλιση της μισθοδοσίας των ιερέων από το ελληνικό κράτος. Από την αναγραφή του θρησκεύματος στα δημόσια έγγραφα έως την ύπαρξη θρησκευτικών υπηρεσιών στις θρησκευτικές υπηρεσίες των δημόσιων υπηρεσιών και την προνομιακή φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας.

Το τρίτο παράδειγμα μας θυμίζει ότι κάποιοι ανώτατοι αξιωματούχοι της ορθόδοξης εκκλησίας, υπό την ανοχή (ή και επιδοκιμασία) μερίδας του πολιτικού κόσμου, συχνά προβάλλουν την αξίωση να επεμβαίνουν στο δημόσιο βίο. Και τούτο, με τέτοια συχνότητα και επιμονή, σαν να ήταν θεσμοθετημένοι συντελεστές του. Στο πλαίσιο αυτό, μερίδα της ιεραρχίας ανάγει σε δικαίωμά της το να έχει και να εκφράζει δημοσίως απόψεις για τα εθνικά θέματα, ακόμα και αν αυτά αφορούν τις διεθνείς σχέσεις της Ελλάδας (βλ. Μακεδονικό). Στην προσπάθειά τους αυτή να διεκδικήσουν μέρος στο πολιτικό γίγνεσθαι, οι εκπρόσωποι της εκκλησίας επιδεικνύουν την ιδιαίτερη ιστορική σχέση κράτους και εκκλησίας και προσπαθούν να τη μετατρέψουν σε πολιτικό κεφάλαιο. Και τούτο, με διαρκή απειλή εκλογικού κόστους σε όσους πολιτικούς δεν συμπορεύονται με τις απόψεις τους.

Συμπερασματικά: οι συνταγματικές διατάξεις για την επικρατούσα θρησκεία και την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης ως σκοπού της παιδείας, αλλά και η επίκληση στο Σύνταγμα της Αγίας, Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος θα μπορούσαν να μην είναι από μόνες τους προβληματικές. Διότι ακόμα και σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο νομοθέτης και η διοίκηση είχαν και έχουν ευρύ περιεχόμενο ουσιαστικών ρυθμίσεων για την εμπέδωση της ανεξιθρησκείας και της ουσιαστικής ισότητας.

Εντούτοις, τόσο λόγω του δικαστικού ακτιβισμού όσο και λόγω της νομοθετικής ατολμίας, είναι προφανές πλέον ότι οι ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις συνιστούν «αγκάθια» που πρέπει να φύγουν. Διότι κρατούν το κράτος δέσμιο της εκκλησίας, θέτουν σε αμφισβήτηση τη δημοκρατική του συνέπεια και θίγουν τα δικαιώματα των πολιτών. Έτσι, πλέον, πλάι στα αυτονόητα της συνταγματικής αναθεώρησης (π.χ. αλλαγή στην ποινική δίωξη των υπουργών, στη βουλευτική ασυλία, στον τρόπο επιλογής των προέδρων των ανώτατων δικαστηρίων, κλπ.) ήρθε και η στιγμή συνταγματικού διαχωρισμού της εκκλησίας από το κράτος και της ρητής κατοχύρωσης της θρησκευτικής ουδετερότητας του τελευταίου.

Αναδημοσίευση από την Αυγή, 25/09/2018