Η διαδικασία κύρωσης μίας διεθνούς συμφωνίας, όπως αυτή των Πρεσπών, διέπεται καταρχήν από το άρθρο 28 παρ. 1 Σ που προβλέπει τις έννομες συνέπειες της κύρωσης στην εσωτερική έννομη τάξη. Με την επιφύλαξη των οριζομένων στις παρ. 2 και 3 του ιδίου άρθρου, η κύρωση μίας διεθνούς συνθήκης ή συμφωνίας επέρχεται με την συνήθη δικαιοπαραγωγική διαδικασία, δηλ. ψήφιση από την Βουλή κατά την τακτική κοινοβουλευτική διαδικασία σύμφωνα με τα άρθρα 70 επ. Σ και την συνήθη πλειοψηφία του άρθρου 67 εδ. α΄ Σ, δηλ. την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων στην ψηφοφορία Βουλευτών, καθώς και έκδοση και δημοσίευση του κυρωτικού της συνθήκης σχεδίου νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Εάν η συνθήκη αυτή προβλέπει αναγνώριση αρμοδιοτήτων σε όργανα διεθνών οργανισμών τότε εφαρμόζεται η παρ. 2 του άρθρου 28 Σ, που απαιτεί την κύρωση με αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των Βουλευτών, δηλ. τουλάχιστον 180 Βουλευτές, ενώ εάν με την συνθήκη αυτή επιβάλλονται περιορισμοί στην άσκηση της εθνικής κυριαρχίας απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών, δηλ. τουλάχιστον 151.
Δεδομένου ότι η Συνθήκη των Πρεσπών επ’ ουδενί προβλέπει αναγνώριση αρμοδιοτήτων σε διεθνείς οργανισμούς, δεν τίθεται θέμα κύρωσής της με την πλειοψηφία των 3/5. Λόγω της συσταλτικής ερμηνείας που έχει γίνει από την πολιτική πρακτική και μέρος της θεωρίας στην έννοια «περιορισμοί στην άσκηση της εθνικής κυριαρχίας» δεν νομίζω ότι η Συνθήκη των Πρεσπών προβλέπει τέτοιους περιορισμούς που να απαιτούν για την κύρωσή της την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών. Παρ’ όλα αυτά κάνω την πολιτική εκτίμηση με βάση τα μέχρι τώρα πολιτικά δεδομένα και τον υπάρχοντα συσχετισμό δυνάμεων στην Βουλή ότι η Συμφωνία αυτή εάν έρθει στην παρούσα Βουλή θα υπερψηφιστεί με πλειοψηφία άνω των 151 Βουλευτών, ακόμη κι αν ορισμένοι ή και όλοι οι Βουλευτές των ΑΝΕΛ την καταψηφίσουν. Αυτή λοιπόν είναι η μία κοινοβουλευτική πλειοψηφία που αναζητά το κυβερνών κόμμα και ο Πρωθυπουργός και απ’ ό,τι φαίνεται την εξασφαλίζει.
Επειδή, όμως, ο Πρόεδρος των ΑΝΕΛ και Υπουργός Εθνικής Άμυνας Π. Καμμένος έχει δηλώσει ότι σε περίπτωση που έρθει η Συμφωνία προς κύρωση από την Βουλή όχι μόνο θα την καταψηφίσει αλλά θα αποχωρήσει από την Κυβέρνηση, ερωτάται τι θα συμβεί σε αυτήν την περίπτωση με την τύχη της Κυβέρνησης, δεδομένου ότι η Συμφωνία θα έχει υπερψηφιστεί με την ως άνω πλειοψηφία. Η απάντηση είναι ότι η υπερψήφιση της Συμφωνίας είναι καταρχήν άσχετη με την έκφραση της εμπιστοσύνης της Βουλής προς την Κυβέρνηση, διότι οι διαδικασίες κύρωσης μίας διεθνούς συμφωνίας και της παροχής ψήφου εμπιστοσύνης ή της πρότασης δυσπιστίας είναι ξεχωριστές και διακριτές μεταξύ τους. Η πρώτη ρυθμίζεται από τις παραπάνω διατάξεις, η δεύτερη ρυθμίζεται από το άρθρο 84 Σ. Κατά συνέπεια ο Πρωθυπουργός χρειάζεται σε αυτή την περίπτωση μία δεύτερη πλειοψηφία.
Το άρθρο 84 Σ προβλέπει δύο διαδικασίες για την έκφραση ή μη της εμπιστοσύνης της Βουλής προς την Κυβέρνηση. Η μία καθορίζεται από τις παρ. 1 και 6 εδ. α΄ που αφορά την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης, την οποία ζητά η ίδια η Κυβέρνηση, κάτι που δεν αναμένεται να κάνει ο Πρωθυπουργός και θεωρώ ότι δεν είναι υποχρεωμένος να κάνει και η άλλη κατά τις παρ. 2, 3 και 6 εδ. β΄ του ιδίου άρθρου που προβλέπει την υποβολή πρότασης δυσπιστίας εκ μέρους της Βουλής, δηλ. της Αντιπολίτευσης. Στην πρώτη περίπτωση απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων Βουλευτών, αρκεί να μην είναι μικρότερη των 2/5 του όλου αριθμού των Βουλευτών, δηλ. 120, στην δεύτερη περίπτωση η αποδοχή της πρότασης δυσπιστίας απαιτεί την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών, δηλ. 151.
Στην περίπτωση, που οι ΑΝΕΛ αποχωρήσουν από την Κυβέρνηση, θα πρέπει να ξεκαθαρισθεί εάν αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους από την Κυβέρνηση ή εάν απλά αποχωρούν χωρίς, όμως, να αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους. Στην περίπτωση αποχώρησης των ΑΝΕΛ από την Κυβέρνηση αναμένεται ότι θα κατατεθεί πρόταση δυσπιστίας από την Αντιπολίτευση. Στην πρώτη περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να αναζητήσει αλλού «πρόθυμους» Βουλευτές που θα τον στηρίξουν για να διατηρήσει την «δεδηλωμένη» καθότι εάν οι ψήφοι των Βουλευτών των ΑΝΕΛ αθροισθούν στις ψήφους του συνόλου των Βουλευτών της Αντιπολίτευσης καθιστούν την Κυβέρνηση μειοψηφική, οπότε σε περίπτωση υποβολής πρότασης δυσπιστίας εκ μέρους της Αντιπολίτευσης αναμένεται αυτή να γίνει δεκτή και να αποδοκιμασθεί η Κυβέρνηση, οπότε θα πάμε αναγκαστικά σε εκλογές κατά το άρθρο 38 παρ. 1 Σ σε συνδυασμό με το άρθρο 37 παρ. 2-4 Σ. Το ενδεχόμενο αυτό θεωρείται ελάχιστα έως καθόλου πιθανό.
Στην δεύτερη περίπτωση μπορεί οι ΑΝΕΛ να αποχωρήσουν από την Κυβέρνηση αλλά να συνεχίσουν να την στηρίζουν, οπότε αριθμητικά δεν αλλάζει κάτι στον υπάρχοντα συσχετισμό και η μονοκομματική Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πλέον θα συνεχίσει να απολαμβάνει της πλήρους εμπιστοσύνης της Βουλής με πλειοψηφία άνω των 151 Βουλευτών. Υπάρχει και ένα ενδεχόμενο οι Βουλευτές των ΑΝΕΛ ή κάποιοι από αυτούς να παράσχουν ανοχή προς την Κυβέρνηση, απέχοντας από την ψηφοφορία ενδεχόμενης πρότασης δυσπιστίας ή ψηφίζοντας «παρών», οπότε σε αυτήν την περίπτωση η πρόταση δεν μπορεί να γίνει δεκτή, διότι δεν θα έχει συγκεντρώσει τις 151 ψήφους, ακόμη κι αν υπέρ της Κυβέρνησης ψηφίσουν λιγότεροι από 151 Βουλευτές, πάντοτε με βάση τον υπάρχοντα συσχετισμό των κοινοβουλευτικών δυνάμεων και η μονοκομματική Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πλέον θα συνεχίσει να υφίσταται ως Κυβέρνηση μειοψηφίας.
Τα παραπάνω σενάρια δεν τα θεωρώ ιδιαίτερα πιθανά. Πιο πιθανό θεωρώ το ενδεχόμενο ότι στην περίπτωση αυτή, που κατά την γνώμη μου θα είναι αποτέλεσμα συμπαιγνίας με τον σημερινό κυβερνητικό του εταίρο, δεν θα γίνει τίποτε από τα παραπάνω και ο Πρωθυπουργός θα επικαλεστεί εξαιρετικής σημασίας εθνικό θέμα (το Μακεδονικό εν προκειμένω) και θα κάνει χρήση του άρθρου 41 παρ. 2 Σ και θα πάει σε πρόωρες εκλογές, είτε έχει κυρωθεί η Συμφωνία από την παρούσα Βουλή, είτε την αφήσει για την επόμενη και την επόμενη κυβερνητική πλειοψηφία, κάτι που δεν αποκλείω καθόλου.
Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα meaculpa.gr, 04/10/2018