Πρόεδρος της Δημοκρατίας και κοινοβουλευτικό σύστημα

Χαράλαμπος Ανθόπουλος, Καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης ΕΑΠ

Στην ιστορία των κοινοβουλευτικών συστημάτων με αιρετό αρχηγό του Κράτους (Πρόεδρο της Δημοκρατίας), η συνταγματική αντίληψη του προεδρικού θεσμού κινείται μεταξύ δύο ακραίων παραδειγμάτων. Η εμπειρία της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας (1870-1940), προσέφερε το παράδειγμα ενός πλήρως αποδυναμωμένου Προέδρου της Δημοκρατίας, με σχεδόν μηδενικό βαθμό αυτονομίας από το Κοινοβούλιο και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Όπως έλεγαν τότε στη Γαλλία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μία προεδρία έχει, εκείνη των εθνικών πανηγύρεων.

Το άλλο άκρο αντιπροσωπεύεται από το Σύνταγμα της Βαϊμάρης (1919): ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ως κέντρο αυτόνομης πολιτικής εξουσίας, ένας «κοιμώμενος λέων», ο οποίος μπορεί ανά πάσα στιγμή να ξυπνήσει και να καταστεί το κυρίαρχο συνταγματικό όργανο.

Το 1975 ο Έλληνας συνταγματικός νομοθέτης κινήθηκε εγγύτερα προς το βαϊμαριανό παράδειγμα, με μια ουσιώδη διαφορά: την έμμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από το Κοινοβούλιο και όχι, όπως προέβλεπε το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, την άμεση εκλογή του από τον λαό, η οποία τον εξόπλιζε με μια πολιτική δύναμη συγκρίσιμη, αν όχι και ανώτερη, από εκείνη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Υπήρχε όμως, όπως και στο Σύνταγμα της Βαϊμάρης, η δυνατότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας να λειτουργεί ως αυτοδύναμος φορέας της εκτελεστικής εξουσίας, κατά τρόπο καίριο και ουσιαστικό, με αρμοδιότητες που επέφεραν ρωγμή στην κοινοβουλευτική βάση του πολιτεύματος: αδέσμευτη παύση της Κυβέρνησης, ευχέρεια διάλυσης της Βουλής ουσιαστικά κατά την ανέλεγκτη πολιτική κρίση του, δικαίωμα προκηρύξεως δημοψηφίσματος, το οποίο αναγνωριζόταν αποκλειστικά σε αυτόν, κ.λ.π.

Το 1986 ο Έλληνας συνταγματικός νομοθέτης μετακινήθηκε εγγύτερα προς το άλλο άκρο. Κατήργησε ουσιαστικά κάθε περιθώριο συνταγματικής αυτονομίας του Προέδρου της Δημοκρατίας, καθιστώντας τον έναν απλό διεκπεραιωτή της βούλησης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Δημιουργήθηκαν έτσι οι προϋποθέσεις για έναν Πρόεδρο της Δημοκρατίας «τύπου Ζαΐμη», για να θυμηθούμε τον χαρακτηρισμό του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή κατά τη συζήτηση για τη συνταγματική φυσιογνωμία του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο τρόπος εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας παρέμεινε όμως ως είχε. Και έκπληκτη όλη η Ευρώπη διαπίστωσε το 2015 ότι στην Ελλάδα η διάλυση της Βουλής μπορεί να γίνει με πρωτοβουλία της αντιπολίτευσης, αρκεί να διαθέτει 121 βουλευτές για να μπλοκάρει την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Με την επιπλέον «καινοτομία», την οποία εισήγαγε ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 1986, της φανερής ψηφοφορίας κατά την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, που αποτελεί ένα παράδειγμα «πολιτιστικής αντισυνταγματικότητας», τουλάχιστον σε σχέση με την ευρωπαϊκή συνταγματική παράδοση.

Σήμερα όλοι σχεδόν συμφωνούν σε μια «λελογισμένη αύξηση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας». Ο Γιώργος Σωτηρέλης σε ένα πρόσφατο κείμενό του (Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία: η περίπτωση της ελληνικής δημοκρατίας) επεσήμανε τις αναγκαίες αναθεωρητικές παρεμβάσεις: μεγαλύτερη δημιουργική ευχέρεια του Προέδρου της Δημοκρατίας στη διαδικασία σχηματισμού Κυβέρνησης, δυνατότητα απόρριψης της πρότασης της Κυβέρνησης για διάλυση της Βουλής, υπενθύμιση –με κάποιον τρόπο- ότι το δικαίωμα αναπομπής των νόμων στη Βουλή αποτελεί ισχύον δίκαιο, κατάργηση φυσικά της υπουργικής προσυπογραφής των προεδρικών διαγγελμάτων, δυνατότητα σύγκλησης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας του Συμβουλίου των Αρχηγών.

Όσον αφορά τον τρόπο εκλογής, δεν χρειάζονται άλλοι συνταγματικοί πειραματισμοί. Μετά την τρίτη ψηφοφορία, να μπορεί να εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας με 151 ψήφους, αφού και υπό το ισχύον σύστημα μπορεί να γίνει εκλογή, μετά τη διάλυση της Βουλής, και με σχετική ακόμα πλειοψηφία. Η ιδέα την οποία φαίνεται να υιοθετεί ο ΣΥΡΙΖΑ και παλιότερα δεχόταν νομίζω και η Νέα Δημοκρατία, για άμεση εκλογή από τον λαό, αν δεν επιτευχθεί η έμμεση εκλογή του από τη Βουλή στις τρεις πρώτες ψηφοφορίες, αναπαράγει την ανορθολογικότητα της ισχύουσας ρύθμισης. Δηλαδή παρέχει τη δυνατότητα στην αντιπολίτευση να επιδιώξει τη ρεβάνς απέναντι στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία, με αφορμή την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας.