Η αναθεώρηση του Συντάγματος είναι η διαδικασία μέσα από την οποία αναδιατάσσεται το πολίτευμα, αίρονται τυχόν δυσλειτουργίες και ενισχύονται τα δημοκρατικά και δικαιοκρατικά χαρακτηριστικά του. Η πολιτικοθεσμική σημασία της, λοιπόν, συναρτάται με την κατεύθυνση των προτάσεων που διατυπώνονται, αν δηλαδή αυτές σχεδιάζουν νέες συνταγματικές ρυθμίσεις ικανές να υποστηρίξουν την πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο.
Η πρακτική του πολιτεύματος την τελευταία δεκαετία ανέδειξε τις τάσεις που υπονομεύουν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό, ευνοώντας ταυτόχρονα την άνοδο της Ακροδεξιάς και στη χώρα μας.
Πρώτα από όλα, η οικονομική κρίση «νομιμοποίησε» τη δυσπιστία προς την πολιτική και τους πολιτικούς με την εξής έννοια: η συνθετότητα των προβλημάτων, καθώς και το γεγονός ότι η επίλυσή τους προϋπέθετε διαπραγματεύσεις με διεθνείς οργανισμούς και μηχανισμούς, έδωσαν άλλοθι στην ανάδειξη πρωθυπουργού χωρίς την ουσιαστική μεσολάβηση της λαϊκής αντιπροσωπείας.
Ετσι, σημαντικές αποφάσεις για τα δικαιώματα και γενικά για την κατάσταση των μελών του κοινωνικού συνόλου (για παράδειγμα το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων) και για τη διακυβέρνηση της χώρας λήφθηκαν υπό την καθοδήγηση ενός πρωθυπουργού που δεν είχε οργανική σχέση με το Κοινοβούλιο και στην πράξη δεν λογοδοτούσε, δεν ελεγχόταν από τη Βουλή, ούτε βέβαια από τον λαό.
Παράλληλα, σημαντικό τμήμα του πολιτικού προσωπικού φάνηκε απρόθυμο να αναλάβει την ευθύνη για τη διαχείριση των έκτακτων και εν πολλοίς δραματικών περιστάσεων. Η αμηχανία του αυτή έδειξε ότι η μακρόχρονη παραμονή στο βουλευτικό αξίωμα δημιουργεί απόσταση από τα αιτήματα και τις αγωνίες του εκλογικού σώματος και συμβάλλει στην καθυποταγή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας στο κυβερνητικό επιτελείο.
Σε αυτές τις υπαρξιακές απορίες των αντιπροσωπευτικών θεσμών φιλοδοξεί να απαντήσει η παρούσα πρόταση για την αναθεώρηση του Συντάγματος, με δυο ρυθμίσεις που στοχεύουν στην αποκατάσταση του πολιτικού νοήματος τόσο του διορισμού του πρωθυπουργού όσο και της εκλογής των βουλευτών.
Ειδικότερα, η πρόταση για τροποποίηση του άρθρου 37 Συντ., ώστε πρωθυπουργός να διορίζεται μόνον μέλος της Βουλής, εξαλείφει τον κανόνα που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως θεμέλιο για την εγκατάσταση της «τεχνοδημοκρατίας» και έμμεσα αποκρούει την αντίληψη ότι οι πολιτικές αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται από τους επαΐοντες της οικονομίας, των διεθνών σχέσεων και της επικοινωνίας.
Ακόμη, η πρόβλεψη ανώτατου ορίου βουλευτικών θητειών αναμένεται να αποτελέσει συνθήκη που ευνοεί τη στελέχωση της λαϊκής αντιπροσωπείας όχι με βάση το βιογραφικό των υποψηφίων, αλλά μέσα από την αντιπαράθεση των διαφορετικών πολιτικών προγραμμάτων. Η δυνατότητα εκλογικής επιρροής που διαθέτουν τα «αναγνωρίσιμα» στελέχη περιορίζεται και δίνεται η ευκαιρία σε νέα πρόσωπα, κατά τεκμήριο λιγότερο συνδεδεμένα με την υπουργική ή κομματική εξουσία, να ασκήσουν το βουλευτικό αξίωμα.
Η πολιτική ισότητα θα ενισχυθεί και οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες ενδέχεται να ουσιαστικοποιηθούν: εφόσον και καθόσον το σχετικό κώλυμα συμβάλλει στην ενίσχυση του πολιτικού στοιχείου κατά την επιλογή των μελών της λαϊκής αντιπροσωπείας, ο έλεγχος των κυβερνώντων θα γίνει αποτελεσματικότερος και η πολιτική τους ευθύνη πιο ουσιαστική.
Με αυτή την οπτική, η προτεινόμενη αναθεώρηση μπορεί να αποτελέσει μια ευκαιρία για την αποκατάσταση της εγγυητικής λειτουργίας του Συντάγματος και να δικαιώσει την πίστη του ελληνικού λαού ότι ο καταστατικός χάρτης αποτελεί το έσχατο ανάχωμα της πολιτικής του αυτονομίας.
Αναδημοσίευση από την “Η Εφημερίδα των Συντακτών”, 31/10/2018