Στη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος οι προτάσεις μπορούν, grosso modo, να υπαχθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: Από τη μία, σε αυτές που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση υπαρκτών πολιτειακών προβλημάτων και, από την άλλη, σε αυτές που έχουν περισσότερο θεωρητικό και συμβολικό περιεχόμενο. Η πρόταση για την κατοχύρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας του Κράτους ανήκει στη δεύτερη κατηγορία.
Κανείς βέβαια δεν μπορεί να αρνηθεί ότι στο παρελθόν (και υπό το καθεστώς του Συντάγματος του 1975) παρουσιάστηκαν προβλήματα στην άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας για κάποιους συμπολίτες μας. Είτε επρόκειτο για Καθολικούς που δεν μπορούσαν να προσφύγουν στα δικαστήρια, είτε για Μάρτυρες του Ιεχωβά που διώκονταν ποινικά με βάση τις διατάξεις περί προσηλυτισμού, είτε για μουσουλμάνους που δεν μπορούσαν να ασκήσουν με αξιοπρέπεια τα λατρευτικά τους καθήκοντα, είτε τέλος για γονείς που έπρεπε να αποκαλύψουν τα θρησκευτικά τους πιστεύω για να απαλλάξουν τα παιδιά τους από το μάθημα των θρησκευτικών, τα προβλήματα αυτά ήταν υπαρκτά. Μόνο που τα περισσότερα από τα προβλήματα αυτά ξεπεράστηκαν στην πράξη με διατάξεις της κοινής νομοθεσίας και χωρίς να χρειαστεί να τροποποιηθεί στο παραμικρό το άρθρο 3 του Συντάγματος περί επικρατούσας θρησκείας. Η επικρατούσα θρησκεία δεν στάθηκε εμπόδιο ούτε για την ανέγερση του τζαμιού στο Βοτανικό με κρατική μέριμνα και χρηματοδότηση, ούτε για τη νομοθετική θεσμοθέτηση των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων που διευκόλυνε την άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας από όλους. Πριν από τις νομοθετικές πρωτοβουλίες, είχαν προηγηθεί σημαντικές αποφάσεις των δικαστηρίων και ιδίως του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες δέχθηκαν την αντισυνταγματικότητα διατάξεων, όπως λ.χ. του αναγκαστικού νόμου του 1939 που επέβαλε την άδεια του επιχώριου Μητροπολίτη για την ανέγερση ναού ή ευκτήριου οίκου άλλης θρησκείας ή άλλου δόγματος.
Έχει ειπωθεί πολλές φορές, αλλά αξίζει να σημειωθεί και τώρα που το ζήτημα επανέρχεται στο προσκήνιο: Η διάταξη περί επικρατούσας θρησκείας αποτελεί μια σταθερά όλων των ελληνικών Συνταγμάτων, από το πρώτο Σύνταγμα της Επιδαύρου του 1822 μέχρι τις ημέρες μας. Ακόμη και στα Συντάγματα των Ιονίων Νήσων του 1803 και του 1817 η Ορθοδοξία αναφέρεται ως επικρατούσα θρησκεία. Κατά συνέπεια, το άρθρο 3 του Συντάγματος δεν εκφράζει τίποτα άλλο από την ιστορικότητα και τη διαχρονικότητα του συνταγματικού κειμένου που συνδέεται ασφαλώς και με την εθνική μας ιστορία. Η διατήρηση των χαρακτηριστικών αυτών δεν είναι επιζήμια και αποτελεί την πολύτιμη συλλογική μας μνήμη.
Σε κάθε περίπτωση, η θρησκευτική ελευθερία του κάθε πολίτη δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από το ισχύον Σύνταγμα με τη σημερινή του διατύπωση: Το άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος (διάταξη που μάλιστα δεν αναθεωρείται) ορίζει με απόλυτη σαφήνεια: «Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός». Συμπέρασμα; Η θρησκευτική ελευθερία για όλους μπορεί κάλλιστα να υπάρξει και να ασκηθεί αποτελεσματικά και χωρίς πανηγυρικές διακηρύξεις περί θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους.
Αναδημοσίευση από την Καθημερινή, 31/10/2018