Μετά από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα άνω των δύο ετών εξωθεσμικής «διαβούλευσης» για μια αναθεώρηση του Συντάγματος, η συζήτηση φαίνεται να περνά σε νέα φάση με την κατάθεση στη Βουλή της πρότασης αναθεώρησης της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Ως συνδετικό κρίκο των επιμέρους τροποποιήσεων, η αιτιολογική έκθεση της πρότασης επικαλείται την ανάγκη ενίσχυσης των λειτουργιών, η εξουσία των οποίων πηγάζει από το λαό, «με σκοπό την πλήρη επαναθεμελίωση του πολιτεύματος σε δημοκρατικότερη και προοδευτική βάση». Μέσα από την ειδικότερη μελέτη των επιμέρους σημείων της πρότασης αναδεικνύεται, ωστόσο, η αντιμετώπιση του Συντάγματος προεχόντως ως συμβόλου, παρά ως του ανώτατου νόμου της πολιτείας, ο οποίος εμπεριέχει την αξίωση δεσμευτικού καθορισμού των θεμελίων της κοινωνικής συμβίωσης.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, η συμβολική θεώρηση του Συντάγματος αναδεικνύεται μέσω διατάξεων που φαίνεται να διευρύνουν τη δημοκρατία, στην πραγματικότητα όμως δυνητικά την περιορίζουν. Σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται η συνταγματική κατοχύρωση του αναλογικού εκλογικού συστήματος – τόσο στις βουλευτικές όσο και στις αυτοδιοικητικές εκλογές – και μάλιστα χωρίς να υπάρχει επαρκής δοκιμασία του τρόπου εφαρμογής του σε νομοθετικό επίπεδο, όπως επίσης ο περιορισμός της θητείας των βουλευτών και η καθιέρωση της υποχρεωτικής βουλευτικής ιδιότητας για τον πρωθυπουργό, που αποκλείει τη δυνατότητα ακόμη και κυβερνήσεων «ειδικού σκοπού» υπό εξωκοινοβουλευτικό πρωθυπουργό, ακόμη και αν αυτός απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Εδώ εντάσσεται επίσης η περιττή, εκ νέου τροποποίηση της διάταξης ως προς το εκλογικό δικαίωμα των εκτός επικρατείας ευρισκομένων εκλογέων που θέτει ζητήματα ως προς τη συμβατότητά της με την (ανεπίδεκτη αναθεώρησης) αρχή της ισότητας της ψήφου. Ο περιορισμός του ακαταδίωκτου των βουλευτών σε «αδικήματα που σχετίζονται άμεσα με την άσκηση των καθηκόντων τους» όπως επίσης η διάκριση ποινικών αδικημάτων που τέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί «κατά την άσκηση» και «επ’ευκαιρία της άσκησης» υπουργικών καθηκόντων φαίνεται να συνάδει προς το αίτημα ισότητας ως προς την ποινική αντιμετώπιση πολιτικών προσώπων και πολιτών, επί της ουσίας όμως εισάγει λεπτές διακρίσεις, η εφαρμογή των οποίων είναι αβέβαιη.
Την ίδια συμβολική προσέγγιση εκφράζουν διατάξεις που εμπεριέχουν τόσο έντονα το στοιχείο της αντίφασης, ώστε οι κανονιστικές τους συνέπειες να αλληλοαναιρούνται. Η περίπτωση της ταυτόχρονης πρόβλεψης επικρατούσας θρησκείας και θρησκευτικής ουδετερότητας είναι χαρακτηριστική, όπως επίσης η καθιέρωση θεσμών άμεσης λαϊκής συμμετοχής, η ενεργοποίηση των οποίων φαίνεται να τελεί στη διακριτική ευχέρεια της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Η υποτίμηση της αξίωσης εφαρμογής των συνταγματικών διατάξεων, ως υπέρτατων κανόνων δικαίου, επιβεβαιώνεται άλλωστε από τη γενναιόδωρη αναδιατύπωση σειράς κοινωνικών δικαιωμάτων, που δύσκολα μπορεί να έχει την οποιαδήποτε συγκεκριμένη νομική σημασία. Ο τρόπος αποσύνδεσης της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής φαίνεται να προκρίνει επίσης τους συμβολισμούς έναντι της ουσίας, μέσω της καθιέρωσης έως και επτά ψηφοφοριών για την εκλογή με αυξημένη πλειοψηφία και της προσφυγής στη συνέχεια στη λαϊκή ετυμηγορία. Όχι μόνο παρατείνεται έτσι επί πολλούς μήνες η εκκρεμότητα, αλλά ιδίως συμπλέκονται, κατά τρόπο που μπορεί να οδηγήσει σε στρεβλώσεις, η διαδικασία της άμεσης και της έμμεσης εκλογής. Η δοκιμασμένη σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη λύση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από διευρυμένο εκλεκτορικό σώμα θα επετύγχανε την αποσύνδεσή της από τη διάλυση της Βουλής κατά τρόπο απλούστερο. Αντίστοιχη έμφαση σε μια συμβολική έναντι μιας κανονιστικής θεώρησης υποδηλώνει η αυστηροποίηση των προϋποθέσεων αποδοχής πρότασης δυσπιστίας για τη διασφάλιση πολιτικής σταθερότητας. Ουδεμία πρόταση δυσπιστίας έχει υπερψηφισθεί όμως στη μεταπολιτευτική ελληνική συνταγματική ιστορία. Αν το ζητούμενο είναι η πολιτική σταθερότητα, λύσεις όπως η εκλογή νέας Βουλής, μετά από τη διάλυση της προηγούμενης, μόνο για το υπολειπόμενο της βουλευτικής περιόδου, επίσης κατά το πρότυπο άλλων ευρωπαϊκών συνταγμάτων, θα συνέβαλαν πολύ ουσιαστικότερα στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Πέραν του περιεχομένου της πρότασης αναθεώρησης είναι οι παραλείψεις της εκείνες που επιβεβαιώνουν τη διαφαινόμενη επικράτηση μιας συμβολικής προσέγγισης του συνταγματικού κειμένου. Λείπει η οποιαδήποτε ενίσχυση των εγγυήσεων τήρησης του Συντάγματος, υπό την έννοια ενός προληπτικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νομοσχεδίων, παρεμβάσεων στο σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας ή καθιέρωσης δικαστικού ελέγχου των οργανωτικών συνταγματικών διατάξεων. Παρά την καθιέρωση μιας διαδικασίας εκλογής πολυτελέστερης ακόμη και της σημερινής, λείπει η οποιαδήποτε λελογισμένη ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας ακόμη και σε ζητήματα που φαινόταν να συγκεντρώνουν ευρύτερη συναίνεση, όπως η επιλογή των προέδρων και των αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων ή των μελών των ανεξαρτήτων αρχών. Λείπει ακόμη η οποιαδήποτε προσπάθεια αποκάθαρσης του συνταγματικού κειμένου από αναχρονιστικές ή μαξιμαλιστικές διατυπώσεις που δεν ταιριάζουν στο θεμελιώδη νόμο μιας σύγχρονης πολιτείας.
Μέσω της κατατεθείσας πρότασης αναθεώρησης, αποτυπώνεται έτσι η μετάλλαξη του κανονιστικού Συντάγματος σε ένα προεχόντως συμβολικό κείμενο. Με τον τρόπο αυτό, όμως, ανεξαρτήτως των επιδιωκόμενων προθέσεων, δυσχεραίνεται, αν δεν υπονομεύεται, η αποτελεσματική λειτουργία τόσο της δημοκρατίας όσο και του κράτους δικαίου.
Αναδημοσίευση από το liberal.gr