Τα διαδικαστικά όρια της αναθεώρησης είναι η ουσία του Συντάγματος

Ευάγγελος Βενιζέλος, πρώην Aντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, Kαθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Εισηγητής της πλειοψηφίας στην αναθεωρητική διαδικασία 1995-2001

Η κατάθεση πρότασης των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ για κίνηση της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος μεταφέρει επιτέλους στη νόμιμη κοίτη της μια παράπλευρη «διεργασία» σχετική με την αναθεώρηση που κινείται επί δυο και πλέον χρόνια εκτός των προδιαγραφών του άρθρου 110 του Συντάγματος. Η κυβέρνηση, χωρίς να έχει αρμοδιότητα και υπό τον έλεγχο επιτροπής που διόρισε η ίδια, οργάνωσε μακροχρόνια κοινωνική διαβούλευση για την αναθεώρηση. Η διαβούλευση αυτή ήταν προφανώς εικονική. Η πρόταση που οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ υπέβαλαν στη Βουλή είναι μια σύνθεση προεκλογικών σκοπιμοτήτων που αλλού επιβάλλει συμβιβασμούς (άρθρο 3), αλλού εκτονώνεται σε ανέξοδες ρητορείες (κοινωνικά δικαιώματα) και αλλού συνιστά ομολογία της επιθυμίας να υπονομευθεί η ομαλή λειτουργία του πολιτικού συστήματος ενόψει εκλογών, αλλαγής των κοινοβουλευτικών συσχετισμών και απώλειας της εξουσίας (συνταγματική καθιέρωση απλής αναλογικής, συνεχής συγκέντρωση υπογραφών για διεξαγωγή δημοψηφισμάτων).

 

Θέλω να ελπίζω – με όλες τις επιφυλάξεις που επιβάλλει το θεσμικό ήθος των κυβερνώντων – ότι εγκαταλείφθηκε οριστικά η ιδέα του δήθεν συμβουλευτικού δημοψηφίσματος για τα μεγάλα θέματα της αναθεώρησης κατά παράβαση του άρθρου 110 που καθορίζει αποκλειστικά την αναθεωρητική διαδικασία και του άρθρου 44 παρ. 2 περί δημοψηφισμάτων. Χαίρομαι που, ήδη από το 2011, συμπίπτουμε με τον σημερινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε αυτή την επιστημονική θέση.

 

Παρόλα αυτά θα ήταν αθεράπευτα αφελές να υποθέσει κάποιος ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υπέβαλε μια πρόταση που νομικά αφορά τη διαπίστωση από την παρούσα Βουλή  της ανάγκης αναθεώρησης συγκεκριμένων, αριθμητικά προσδιορισμένων, διατάξεων του Συντάγματος, το περιεχόμενο των οποίων θα διαμορφώσει η επόμενη Βουλή με βάση τους νέους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς που θα υπάρχουν σε  αυτή.  Ακόμη και αν – όπως είναι επιβεβλημένο για την προστασία του Συντάγματος – η παρούσα Βουλή διαπιστώσει την ανάγκη αναθεώρησης με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151/300), και στην επόμενη Βουλή απαιτείται – όπως είναι ορθό –  αυξημένη πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών (180/300) προκειμένου να καταστρωθούν οι διατάξεις και να συντελεσθεί η αναθεώρηση, και πάλι χωρίς τη συμμετοχή της κυβερνητικής πλειοψηφίας της επόμενης Βουλής, δεν θα μπορεί να ολοκληρωθεί η αναθεωρητική διαδικασία.

 

Πόσο διατεθειμένη είναι πράγματι η σημερινή σχετική κοινοβουλευτική πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ, να αφήσει την αυξημένη πλειοψηφία (180/300) της επόμενης Βουλής – δηλαδή την πλειοψηφία που πρέπει να υπάρχει για να είναι βέβαιη η εκλογή νέου ΠτΔ τον Ιανουάριο του 2020-  να συντελέσει την αναθεώρηση όσων συνταγματικών διατάξεων κριθούν αναθεωρητέες τώρα με περισσότερες των 151, αλλά λιγότερες των 180 ψήφων; Νομίζω κατά βάθος καθόλου.

 

Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο για το ενδεχόμενο να διαπιστωθεί η ανάγκη αναθεώρησης κάποιων διατάξεων στην παρούσα Βουλή με 180 ψήφους, οπότε το αναθεωρημένο περιεχόμενο των διατάξεων θα το διαμορφώσει στην επόμενη Βουλή η απλή πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή η πλειοψηφία των 151 βουλευτών. Η άποψη ότι η πρώτη Βουλή δεσμεύει τη δεύτερη ως προς την κατεύθυνση της αναθεώρησης ( π.χ. άμεση εκλογή ΠτΔ ) έχει διατυπωθεί σε μια παρεμπίπτουσα σκέψη μιας απόφασης του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου και δεν συνιστά νομική εγγύηση.

 

Πολιτικά ο ΣΥΡΙΖΑ είναι λογικό να υποθέτει ότι πιθανότατα δεν θα μπορεί να παρεμποδίσει στην επόμενη Βουλή τον σχηματισμό αναθεωρητικής πλειοψηφίας ούτε  151 βουλευτών, ούτε όμως και 180 βουλευτών. Υπό αυτή την πολιτική εκδοχή το δίλημμα υπό το οποίο θέτει τον εαυτό του είναι είτε να αφήσει στην αναθεωρητική ευχέρεια της επόμενης Βουλής θέματα όπως η εκλογή ΠτΔ και η ψήφος των αποδήμων, είτε να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις που θα αναγκάσουν την επόμενη Βουλή να εγκαταλείψει την ανοιγμένη διαδικασία αναθεώρησης (επειδή π.χ. δεν θα περιλαμβάνονται θέματα όπως τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και η διευκόλυνση επενδύσεων ) και να κινήσει νέα διαδικασία εξ υπαρχής.

 

Το επικίνδυνο για τον ίδιο τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος και τη συνταγματική συνοχή του τόπου θα ήταν να διαπιστωθεί για όλες τις διατάξεις η ανάγκη αναθεώρησης με 180 ψήφους και να δοθεί στην επόμενη Βουλή η δυνατότητα συντέλεσης της αναθεώρησης με 151, ακόμη και αν η απλή  πλειοψηφία  της επόμενης Βουλής ( και οποιασδήποτε Βουλής ) έχει τις καλύτερες προθέσεις. Το 1998 η ανάγκη αναθεώρησης όλων των κρίσιμων διατάξεων πλην της εκλογής ΠτΔ διαπιστώθηκε με πλειοψηφία 180 ψήφων. Παρ’ όλ’ αυτά στη Βουλή του 2000 επιδιώχθηκαν συναινέσεις και ευρύτατες πλειοψηφίες πολύ μεγαλύτερες του 180 ακόμη και όπου αρκούσε πλειοψηφία 151. Με μόνες εξαιρέσεις την άρνηση της ΝΔ να συμπράξει στην αλλαγή του άρθρου 32 για την εκλογή ΠτΔ χωρίς αναγκαστική διάλυση της Βουλής και την προσωπική ψήφο που έδωσαν οι βουλευτές όλων των κομμάτων ως προς το επαγγελματικό ασυμβίβαστο. Αυτά όμως που συνέβησαν το 1998-2001 δυστυχώς δεν μπορούν ή πάντως είναι εξαιρετικά δύσκολο να συμβούν τώρα, γιατί έχουν καταλυθεί οι εγγυήσεις του πολιτικού και συνταγματικού πολιτισμού.

 

Ακόμη σημαντικότερο είναι το ζήτημα της αναθεώρησης του ίδιου του άρθρου 110 που θέτει τα ουσιαστικά και διαδικαστικά όρια της αναθεώρησης. Αυτό δεν περιλαμβάνεται στην τελική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ. Το θέτει όμως η ΝΔ. Το 1985 είχε προταθεί από το ΠΑΣΟΚ αναθεώρηση του άρθρου 110 και η πρόταση αποσύρθηκε μετά από έντονη αντίδραση της επιστημονικής κοινότητας. Έχω διατυπώσει από το 1984 τη θέση ότι οι διαδικαστικές προϋποθέσεις μπορούν να αναθεωρηθούν, εφόσον όμως διατηρούνται τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της ισχύουσας ρύθμισης: η αυξημένη πλειοψηφία, η παρεμβολή του εκλογικού σώματος και η προθεσμία ώριμου χρόνου. Η ταχεία διαδικασία αναθεώρησης σε μια Βουλή έστω με αυξημένη πλειοψηφία, αλλά χωρίς καμία προθεσμία περίσκεψης (ώριμου χρόνου), καθιστά την αναθεώρηση δέσμια της συγκυρίας και του συνταγματικού λαϊκισμού. Υπό την πίεση εντυπώσεων που διογκώνονται επικοινωνιακά είναι πολύ πιθανό κυβέρνηση και αντιπολίτευση να επιδίδονται στο  μέλλον σε συναγωνισμό «προθυμίας» για αλλαγή του Συντάγματος με βάση την ειδησεογραφία. Άλλωστε οι συνταγματικές αλλαγές είναι συχνότατα άτυπες ή προκύπτουν μέσα από την ερμηνεία και εφαρμογή του Συντάγματος σε αρμονία με το δίκαιο της ΕΕ ή την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Μια αναθεώρηση όμως υπό την πίεση της «πλατείας των αγανακτισμένων» θα ήταν  πιθανότατα βήμα προς την απαξίωση των εγγυήσεων και αντιβάρων της ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής φιλελεύθερης δημοκρατίας. Άμεση αναθεώρηση σε μια Βουλή σημαίνει ότι το  Σύνταγμα θα αναθεωρείται πιο εύκολα από την άμεση τροποποίηση του εκλογικού νόμου που τώρα απαιτεί αυξημένη πλειοψηφία 2/3,  εξίσου εύκολα με την εκλογή ΠτΔ στην πρώτη Βουλή με αυξημένη πλειοψηφία 3/5 και εξίσου εύκολα με την κύρωση συνθηκών που μεταφέρουν αρμοδιότητες σε όργανα διεθνών οργανισμών κατά το άρθρο 28 παρ. 2. Υπάρχουν ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες το Σύνταγμα αναθεωρείται σε μια Βουλή με σχετική ευκολία, έχουν όμως τη δική τους παράδοση και μνήμη. Η δική μας παράδοση και  εμπειρία αναδεικνύει τη σημασία που έχει ο αυστηρός χαρακτήρας του Συντάγματος. «Τεχνικές» προσεγγίσεις που δίνουν την εντύπωση ότι  εκλογικεύουν ή απλοποιούν συνταγματικές διαδικασίες όπως η αναθεώρηση, μπορεί να ανακαλύψουμε στο εγγύς μέλλον ότι ακυρώνουν  θεμελιώδεις εγγυήσεις της ευρωπαϊκής φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ελπίζω τότε να μην είναι αργά.

 

Aναδημοσίευση από ΤΑ ΝΕΑ, 9.11.2018

Το παρόν άρθρο (9.11.2018) αποτελεί το δεύτερο από τη σειρά επτά άρθρων που δημοσιεύονται καθημερινά στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ σχετικά με την αναθεώρηση του Συντάγματος