Το Κοινοβούλιο δεν αποτελεί πια το «υπερεγώ» ενός αμόρφωτου και απομακρυσμένου από τα κέντρα άσκησης της εξουσίας λαού, αλλά μάλλον τον καθρέφτη του. Οι πολίτες είναι πλέον εξίσου, αν όχι περισσότερο, μορφωμένοι από τα μέλη του αντιπροσωπευτικού σώματος. Οι πολιτικοί στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, εφόσον και καθόσον ομνύουν στην τελευταία, έχουν υποχρέωση να προσπαθούν να πείσουν τους πολίτες για την ορθότητα των ουσιαστικών τους αποφάσεων, όχι μόνον για τη δική τους ικανότητα να τους αντιπροσωπεύουν, ιδίως σε μια εποχή μιντιακής δημοκρατίας, όπου το φαίνεσθαι (των πολιτικών προσώπων) υπερκεράζει συχνά των είναι (των πολιτικών επιλογών τους).
Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορούν όλες οι χώρες να μετατραπούν σε Ελβετία, τόσο λόγω μεγέθους όσο και λόγω οικονομικής επιφάνειας (το πρώτο δεν ισχύει και τόσο για την Ελλάδα, ισχύει όμως το δεύτερο), η δυνατότητα του λαού να εκφράζεται για ορισμένα κρίσιμα θέματα, είτε υψηλής πολιτικής (όπως, πχ, η ένταξη στην ΟΝΕ) ή και χαμηλής πολιτικής (όπως πχ η εγκατάσταση στην περιοχή ανεμογεννητριών) ενδυναμώνει τη δημοκρατία, όχι μόνον επειδή ενεργοποιεί τους πολίτες και στο μεταξύ των εκλογών διάστημα, αλλά και επειδή αναγκάζει τους πολιτικούς να σκεφτούν καλύτερα οι ίδιοι και να πείσουν τους ψηφοφόρους τους, στη βάση επιχειρημάτων για το κοινό αλλά και το ίδιον συμφέρον τους. Η λήψη ή η επιβεβαίωση μιας απόφασης από τους πολίτες ενισχύει τη νομιμοποίησή της· αποτελεί δε ένα ισχυρό αντίδοτο σε μία γενικευμένη κρίση αξιοπιστίας της πολιτικής και απαξίωσης της δημοκρατίας.
Βεβαίως, προκειμένου να μην καταλυθεί ο αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας του πολιτεύματος, επιβάλλεται βεβαίως ο ποσοτικός περιορισμός των δημοφισμάτων, που όμως δεν πρέπει να είναι προνόμιο της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Επιπλέον, για να υπηρετούν τα δημοψηφίσματα τη συνταγματική δημοκρατία –και άρα και την προστασία των μειοψηφιών, των μειονοτήτων και των κεκτημένων θεμελιωδών δικαιωμάτων ενός εκάστου- θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα ελέγχου του προϊόντος τους, όπως ελέγχεται εξάλλου και ο νόμος που ψηφίζεται από τη Βουλή. Είναι όμως προτιμότερο, να υπάρχει προληπτικός δικαστικός έλεγχος του ερωτήματος (ως προς τη σαφήνεια και το επιτρεπτό του) και των όρων προκήρυξης (πχ επαρκής χρόνος διαβούλευσης), ο δε κατασταλτικός να αφορά την πραγματική του διεξαγωγή, για να αποτρέπονται δημοψηφίσματα απολύτως παράλογα και αντιδημοκρατικά, όπως αυτό του 2015.
Εφημερίδα Καθημερινή, 10/11/2018, Στη στήλη Αντιπαραθέσεις, Αντιλογία προς τον καθ. Γ. Γεραπετρίτη