Άλλη μια παρέμβαση για την αναθεωρητική διαδικασία

Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, Oμ. Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Νομικής Σχολή ΕΚΠΑ
  1. Τις τελευταίες μέρες διεξάγεται στην ιστοσελίδα του Ομίλου μας μια ζωηρή συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Το ενδιαφέρον της βρίσκεται στο ότι ξεφεύγει από την πεπατημένη της παράθεσης διατάξεων που θα πρέπει (ή δεν θα πρέπει) να αναθεωρηθούν, σύμφωνα με τις απόψεις του εκάστοτε συγγραφέα, αλλά θίγει ένα καίριο στην παρούσα συγκυρία ζήτημα: το αν, σύμφωνα με το άρθρο 110 του Συντάγματος, η «προαναθεωρητική» Βουλή, δηλαδή η παρούσα (με την σημερινή της πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ) μπορεί να δεσμεύσει την Αναθεωρητική, δηλαδή την επομένη όπου (σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις) πρώτο κόμμα θα είναι η Νέα Δημοκρατία, όχι μόνον ως προς την έκταση της αναθεώρησης, αλλά και ως προς το περιεχόμενό της.
  2. Αφορμή για τη συζήτηση αυτή στάθηκε μια αναφορά του Αλέξη Τσίπρα στην Ολομέλεια της Βουλής, κατά την έναρξη της συζήτησης για την αναθεώρηση (14.11.2018): κλείνοντας την αγόρευσή του, ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε σε γνωμοδοτικό σημείωμα του συναδέλφου Κώστα Γιαννακόπουλου (βλ. ήδη εκτενέστερη ανάρτηση στις 27.11.2018, στην παρούσα ιστοσελίδα), ο οποίος, στηριζόμενος κυρίως σε μια μάλλον ξεχασμένη απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (την ΑΕΔ 11/2003 ), είχε απαντήσει θετικά στο ανωτέρω ερώτημα. Την αντίθετη άποψη υποστήριξε ο Ευ. Βενιζέλος (ανάρτηση 28.11. 2018), ο οποίος –υπενθυμίζεται– εκτός από εισηγητής της πλειοψηφίας στην αναθεώρηση του 1995-2001, είχε αφιερώσει στο άρθρο 110 του Συντάγματος την υφηγητική διατριβή του, το 1984. Στη συζήτηση παρενέβησαν επίσης και οι συνάδελφοι Γ. Δελλής στα «Νέα» (23.11.2018) και Σπ. Βλαχόπουλος στην «Καθημερινή (24.11.2018) και ανάρτηση εδώ στις 25.11. 2018).
  3. Όντας, κατά κάποιο τρόπο, ο απώτερος «φταίχτης» για το θέμα που δημιουργήθηκε αφού, ως συνήγορος του Αλέξανδρου Λυκουρέζου, είχα θέσει στο ΑΕΔ το ανωτέρω ζήτημα το 2003[1], αποφάσισα να παρέμβω στη συζήτηση, όχι τόσο για να πάρω θέση υπέρ της μιας ή της άλλης άποψης, όσο για να αναδείξω μερικές πτυχές του ζητήματος, που οι ανωτέρω συνάδελφοι, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, νομίζω ότι παραβλέπουν:
  4. Και πρώτα-πρώτα το αυτονόητο: αν χάρη στον Κώστα Γιαννακόπουλο ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε, μετά από κυοφορία δυο και κάτι ετών, να προχωρήσει στην εξαγγελθείσα αναθεώρηση, τότε χαλάλι του. Διότι, προφανώς τον έπεισε ότι αξίζει τον κόπο να δοκιμάσει να «περάσει» «την δική του» αναθεώρηση, ενόσω είναι πλέον ή βέβαιο ότι στην επόμενη Βουλή κάποιος άλλος θα έχει τον τελευταίο λόγο. Όπως και να ‘χει, άξιζε τον κόπο διότι, αν μη τι άλλο, χάρη σε αυτόν, η κυβερνητική πλευρά έδωσε ένα δείγμα συνταγματικής γραφής πολύ υψηλότερης στάθμης από αυτήν στην οποία μας είχε συνηθίσει. Κάτι αυτό καθ’ εαυτό θετικό για τη δημοκρατία μας.
  1. Το πρώτο ζήτημα που έθεσε η σχολιαζόμενη απόφαση του ΑΕΔ, είναι το αν ελέγχεται δικαστικά η αναθεώρηση του Συντάγματος. Πρόκειται βέβαια για σπουδαίο ζήτημα αρχής, το οποίο, έως τότε, κανένα δικαστήριο δεν είχε αντιμετωπίσει ευθέως στη χώρα μας. Ακολουθώντας τα σημεία των καιρών, το ΑΕΔ απάντησε καταφατικά. Και τούτο, χωρίς επιφυλάξεις, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τον δικαστικό έλεγχο των interna corporis της Βουλής στην αναθεωρητική διαδικασία[2]. Αυτονόητη συνέπεια του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγματος, ήταν καιρός το ζήτημα αυτό να ξεκαθαρισθεί. Και είναι να απορεί κανείς με τον Ευ. Βενιζέλο, ο οποίος, αντί να χαιρετίσει τη σημαντική αυτή εξέλιξη ως ένα σημαντικό βήμα προς την πραγμάτωση του κράτους δικαίου, επιμένει να διατηρεί τις επιφυλάξεις του. Δεν αντιλαμβάνεται άραγε ότι οι καιροί έχουν αλλάξει; Και ότι, στις προηγμένες συνταγματικά δημοκρατίες, στις οποίες, όπως θέλω να πιστεύω, ανήκει και η Ελλάδα, εκτός από ένα πολύ στενό πεδίο πολιτικών αποφάσεων –που παλαιότερα χαρακτηρίζαμε μάλλον εύκολα ως «πράξεις κυβερνήσεως»– δεν υπάρχουν στεγανά από τα οποία να μπορεί να αποκλεισθεί ο δικαστικός έλεγχος; Καταλαβαίνω βέβαια ότι, όπως και άλλοτε στο παρελθόν, τον παλαιό εν όπλοις συνάδελφο απασχολεί το σκιάχτρο του «κράτους των δικαστών». Θέλω, ωστόσο, να πιστεύω ότι αν αναγνωρισθεί στους δικαστές –σε έμπειρους δικαστές– η κρίσιμη αρμοδιότητα, χωρίς μεμψιμοιρίες, επιφυλάξεις και αστερίσκους, θα την ασκήσουν με περίσκεψη. (Για τον ίδιο λόγο δεν συμμερίζομαι τις επιφυλάξεις του Ευ. Βενιζέλου και για ένα άλλο ζήτημα, φαινομενικά άσχετο, αλλά κατ’ ουσίαν άμεσα συνδεδεμένο με το σχολιαζόμενο: την κατάργηση της παρωχημένης αποκλειστικής αρμοδιότητας της Βουλής να ασκεί ποινική δίωξη κατά υπουργών, σύμφωνα με το άρθρο 86 Σ.).
  2. Θα συμμερισθώ, αντίθετα, τις επιφυλάξεις του Ευ. Βενιζέλου όσον αφορά το έτερο μείζον ζήτημα που έθεσε η απόφαση του ΑΕΔ, το διαδικαστικό, δηλαδή το αν η προαναθεωρητική Βουλή μπορεί να δεσμεύσει την Αναθεωρητική και ως προς το περιεχόμενο της αναθεώρησης. Και τούτο, όχι τόσο γιατί πιστεύω ότι επί της ουσίας ο Ευ. Βενιζέλος έχει δίκαιο (προσωπικά, μάλλον κλείνω προς την αντίθετη άποψη), αλλά κυρίως γιατί η κρίσιμη απόφαση του ΑΕΔ δεν είπε κατά τη γνώμη μου αυτά που ο Κώστας Γιαννακόπουλος της πιστώνει. Πράγματι, αν διαβάσουμε πιο προσεκτικά την κρίσιμη 6η σκέψη της απόφασης θα διαπιστώσουμε ότι το Δικαστήριο θέλησε περισσότερο να αποφύγει παρά να τάμει το επίμαχο ζήτημα: αφού διαπίστωσε ότι την κατεύθυνση προς την οποία έπρεπε να αναθεωρηθεί το άρθρο 57 του Συντάγματος (ώστε να ληφθούν υπ’ όψη τα σύγχρονα δεδομένα «ως προς τις οικονομικές λειτουργίες του κράτους») την αποτύπωσε στην πρότασή της μόνον η Επιτροπή Αναθεωρήσεως της προηγούμενης Βουλής και όχι η Ολομέλειά της στις δυο τελικές ψηφοφορίες της, το ΑΕΔ έκρινε ότι ο κρίσιμος ισχυρισμός του Αλ. Λυκουρέζου ήταν απορριπτέος «ως ερειδόμενος επί ανακριβούς προϋποθέσεως». Και τούτο διότι η ανάγκη αναθεωρήσεως του άρθρου 57 προς την ως άνω κατεύθυνση, «διατυπώθηκε μόνον στην εισήγηση της [Επιτροπής Αναθεωρήσεως] και δεν επαναλήφθηκε στην τελική απόφαση της Βουλής». Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο εξήγησε γιατί απορρίπτει τον σχετικό λόγο, χωρίς να ξεκαθαρίσει αυτό που η γνωμοδότηση Γιαννακόπουλου θεωρεί ως δεδομένο, ότι δηλαδή αν η προαναθεωρητική Βουλή είχε προσδιορίσει στη τελική απόφασή της την κατεύθυνση της αναθεώρησης, θα δέσμευε την Αναθεωρητική Βουλή. Κοντολογίς, η ΑΕΔ 11/2003 κάθε άλλο παρά «έταμε» το επίμαχο ζήτημα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο Κώστας Γιαννακόπουλος έχει άδικο όταν επί της ουσίας υποστηρίζει τη συγκεκριμένη θέση. Κάθε άλλο μάλιστα! Απλώς δεν ακριβολογεί όταν διατείνεται ότι το ΑΕΔ, με τη συγκεκριμένη απόφαση, είχε υιοθετήσει την εν λόγω θέση.
  3. Σε κάθε περίπτωση, το ερώτημα είναι αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα διακινδυνεύσει να προτείνει μεταξύ των αναθεωρητέων διατάξεων και κάποιες που πολιτικά δεν θεωρεί «ανώδυνες». Και τούτο, με την ελπίδα ότι η άποψη Γιαννακόπουλου θα εισακουσθεί, όχι βέβαια από τη Νέα Δημοκρατία και τους όποιους συμμάχους της στην επόμενη Βουλή (που βέβαια θα αποφασίσουν κατά τα συμφέροντά τους), αλλά από τα δικαστήρια τα οποία θα κληθούν, προφανώς μετά από αρκετό καιρό, να ελέγξουν τη νομιμότητα της αναθεώρησης. Πολύ φοβούμαι ότι, ακόμη και αν τα τελευταία το αποτολμήσουν, θα είναι πολύ αργά: οι αναθεωρημένες διατάξεις, αν προλάβουν βέβαια να ψηφισθούν από 180 τουλάχιστον βουλευτές στην πρώτη σύνοδο της επόμενης Βουλής –υπενθυμίζεται ότι η θητεία του κ. Παυλόπουλου ως Προέδρου της Δημοκρατίας λήγει τον Μάρτιο του 2020– θα ισχύσουν και θα παραγάγουν τα όποια αποτελέσματά τους, χωρίς προφανώς να περιμένουν να αμφισβητηθούν δικαστικώς από κάποιους. Σε κάθε περίπτωση, όταν έρθει η ώρα του όποιου δικαστικού ελέγχου, θα έχουν δημιουργηθεί τόσα τετελεσμένα γεγονότα, που κανένα δικαστήριο δεν θα τολμήσει να θίξει τα «κακώς κείμενα».
  4. Άρα συζητούμε περί όνου σκιάς; Πιστεύω πως όχι, πρωτίστως γιατί το ζήτημα της αναθεώρησης του τρόπου αναθεώρησης του Συντάγματος είναι ανοιχτό και ο επιστημονικός διάλογος βοηθά ούτως ή άλλως. Πρακτικά, ωστόσο, μέτρο για το κατά πόσον ο ΣΥΡΙΖΑ πιστεύει ειλικρινά ότι θα κερδίσει το «στοίχημα» του άρθρου 110 είναι το αν θα συμπεριλάβει στις αναθεωρητέες διατάξεις και την παράγραφο 2 του άρθρου 16 για τους σκοπούς της εκπαίδευσης. Προσωπικά πιστεύω ότι δεν θα το αποτολμήσει, και ότι θα ακολουθήσει εν προκειμένω τη συμβουλή του κ. Νίκου Φίλη: «Φύλαγε τα ρούχα σου για να ’χεις τα μισά»!
  5. Φθάνω στο τελικό συμπέρασμά μου: Αναθεώρηση χωρίς ένα minimum συναίνεσης δεν γίνεται. Εν τούτοις, μερικές ρυθμίσεις του Συντάγματός μας είναι τόσο παρωχημένες που θα ήταν ντροπή –και σε κάθε περίπτωση, κατώτερο του επιπέδου της δημοκρατίας μας– να μην προχωρήσει η αλλαγή τους. Εκτός από το άρθρο 86, αναφέρομαι στα άρθρα 62, 32 90,101Α και το ίδιο το άρθρο 110. Μήπως ήρθε η ώρα οι κκ. Τσίπρας και Μητσοτάκης να βάλουν λίγο νερό στο κρασί τους και να συμφωνήσουν γι’ αυτά, χωρίς εγωισμούς και υστεροβουλίες; Είμαι βέβαιος ότι, αν το αποφάσιζαν, θα κέρδιζαν και οι δύο. Και το κυριότερο, θα έδιναν μια βαθειά ανάσα στη δημοκρατία μας, που ασφυκτιά κάτω από την πίεση και τις κραυγές των παντός είδους λαϊκιστών.

 

[1] Υπενθυμίζεται ότι η υπόθεση αφορούσε την ερμηνεία του επαγγελματικού ασυμβιβάστου των βουλευτών, που είχε εισαγάγει με ισχυρή μειοψηφία, η Ζ’ Αναθεωρητική Βουλή, με την αναθεώρηση του 2001: καθώς ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος αρνήθηκε να αναστείλει τη δικηγορία του από 1.1.2003 (όπως προέβλεπε η μεταβατική διάταξη του άρθρου 115§7 Σ.), η πρώτη επιλαχούσα βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας στην περιφέρεια που αυτός είχε εκλεγεί, ζήτησε από το ΑΕΔ να τον κηρύξει έκπτωτο. Στο πλαίσιο αυτής της αντιδικίας, ο γνωστός δικηγόρος προέβαλε μεταξύ άλλων ότι το ασυμβίβαστο ήταν ανίσχυρο, διότι είχε εισαχθεί από τη Αναθεωρητική Βουλή, χωρίς να το έχει προβλέψει η «προαναθεωρητική». Ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος, μπορεί μεν να έχασε τη μάχη στην Αθήνα (ΑΕΔ 11/2003), την κέρδισε όμως –με άλλο πάντως σκεπτικό– στο Στρασβούργο, όπου προσέφυγε στη συνέχεια (βλ. ΕΔΔΑ, Λυκουρέζος κατά Ελλάδος, 15.6.2006).

[2] Όσον αφορά την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα της αναθεώρησης, την πιθανή αντίθεσή της δηλαδή προς τις αρχές και τα άρθρα που απαριθμεί η παράγραφος 1 του άρθρου 110 Σ., θα μπορούσε εύλογα να υποστηριχθεί ότι η διατύπωση της κρίσιμης σκέψης του ΑΕΔ αφήνει εκκρεμές το ζήτημα (: [ο κρίσιμος ισχυρισμός του Αλ. Λυκουρέζου] παραδεκτώς προβάλλεται από την άποψη των ορίων του δικαστικού ελέγχου της αναθεωρητικής διαδικασίας […]»). Παραδέχομαι, πάντως, ότι θα ήταν σίγουρα υπερβολικό να περιμένει κανείς από το ΑΕΔ να λύσει με την ίδια κατηγορηματικότητα και το ζήτημα αυτό, με αφορμή την «υπόθεση Λυκουρέζου».