«Όταν εξασθενεί ο πολιτικός ενθουσιασμός και υποχωρούν οι επικές παραστάσεις του έθνους και του λαού που τροφοδοτούνται από αυτόν, τότε αναπτύσσεται μία πιο προσγειωμένη και απομυθοποιημένη αντίληψη της πολιτικής, η οποία προσλαμβάνει το συλλογικό υποκείμενο της συνταγματικής μας τάξης ως δημοκρατική κοινωνία, όπου ανταγωνίζονται και διεκδικούν νομιμοποίηση και ισχύ τα συμφέροντα και οι πολιτικές αξιώσεις νομικώς ισότιμων αυτοκαθοριζόμενων προσώπων, δραστηριοποιούμενων στην ιδιωτική, κοινωνική και δημόσια σφαίρα»[1].
«Η ίδια η θεώρηση του Συντάγματος ως νομικού κειμένου σημαίνει την πολιτική παραδοχή κάποιου συστήματος τυπικού ή ουσιαστικού συνταγματισμού βάσει του οποίου καλώς υπάρχει Σύνταγμα»[2].
Σε πρόσφατο άρθρο του που δημοσιεύεται σε αυτή την ιστοσελίδα ο Γ. Καραβοκύρης διατυπώνει τη θέση ότι: «Νομικά, και ίσως όχι μόνο, ο “κυρίαρχος λαός” αποδεικνύεται μάλλον μια ανεύρετη σύλληψη». Η θέση αυτή διατυπώνεται στο πλαίσιο μίας «ανάλυσης λόγου» με αντικείμενο πρόσφατα διατυπωθείσες απόψεις ελλήνων συνταγματολόγων γύρω από το ζήτημα του Μνημονίου (της συνταγματικότητάς του, αλλά και της ιστορικο-πολιτικής του «συνεισφοράς»). Παρότι ασκεί κριτική στις θετικιστικές πτυχές του λόγου που έχει διατυπωθεί υπέρ του Μνημονίου, ο Γ. Καραβοκύρης δεν κρύβει ότι τον προτιμά έναντι του «αντιμνημονιακού λόγου». Σύμφωνα με τον Καραβοκύρη, οι υποστηρικτές του Μνημονίου έχουν αναπτύξει «λόγο πολιτικό», που «καθιστά από θεμιτό έως ευκταίο τον ελπιδοφόρο, για όλους, περιορισμό της κυριαρχίας». Υποθέτουμε λοιπόν ότι, ακόμα κι αν δεν είναι πλήρως απαλλαγμένος από τις ψευδαισθήσεις που αναπαράγει, κατά Καραβοκύρη, το πλάσμα της λαϊκής (ή της κρατικής, δεν διευκρινίζεται επαρκώς) κυριαρχίας, ωστόσο ο «μνημονιακός λόγος» καθιστά την ευκταία αυτή απαλλαγή [sic] περισσότερο ορατή και πιθανή.
Σε ό,τι ακολουθεί θα τολμήσω να ασκήσω κριτική στις αναπτύξεις αυτού του εξαίρετου κατά τα λοιπά δοκιμίου, επιστρατεύοντας κι εγώ μία «ανάλυση λόγου». Η υπόθεσή μου είναι ότι οι προκείμενες του δοκιμίου αναπαράγουν κλασικές θετικιστικές παραδοχές, αδυναμίες και αντιφάσεις. Και τούτο παρά την κριτική στάση του συγγραφέα του απέναντι στο θετικισμό, νομικό ή και κοινωνιολογικό.
1. Ο χωρισμός δικαίου και πολιτικής
Διαπιστώνει ο Καραβοκύρης, στην αρχή του δοκιμίου του, ότι το καίριο χαρακτηριστικό του αντιμνημονιακού λόγου είναι η «μετατόπιση της εξέτασης της κυριαρχίας από τη νομική στην πολιτειολογική της διάσταση και κατά συνέπεια μια μετωπική και εύλογη αμφισβήτηση ακόμη και της “σχετικής”, κατά Μάνεση, αυτονομίας του νομικού κανόνα λόγω της κανονιστικής δύναμης του πραγματικού γεγονότος». Σύμφωνα με τον Καραβοκύρη, το επιχείρημα ότι το Μνημόνιο συνιστά εκχώρηση της αρμοδιότητας χάραξης της οικονομικής πολιτικής της χώρας στην «τρόικα» έχει και δεν μπορεί παρά να έχει αποκλειστικώς εξω-νομικά ερείσματα. Διότι αυτό που εκχωρήθηκε με το Μνημόνιο δεν ήταν η νομική πτυχή της κυριαρχίας, η οποία κατά Καραβοκύρη αντιστοιχεί στο «δικαίωμα της απόφασης ή της αρμοδιότητας». Αυτό που εκχωρήθηκε ήταν η κυριαρχία «ως καθαρή δύναμη, ως potestas με την πολιτική έννοια του όρου». Εναλλακτικά, σύμφωνα με την απόδοση των θέσεων άλλου φορέα του αντιμνημονιακού λόγου εκ μέρους του Καραβοκύρη, αυτό που εκχωρήθηκε ήταν η «ιδέα του συνταγματολόγου περί κυριαρχίας». Για την ιδέα αυτή ο νομοθέτης, ως αντιπρόσωπος του ελληνικού λαού, δεν θα μπορούσε ποτέ να υιοθετήσει το Μνημόνιο, έστω κι αν στην πραγματικότητα το έπραξε.
Πέρα από την αμφίβολη βασιμότητά τους (ως προς το ζήτημα αν εκχωρήθηκε στην τρόικα ή όχι το «δικαίωμα της απόφασης»), αυτό που μας απασχολεί είναι ότι οι παραπάνω διαπιστώσεις προϋποθέτουν ξεκάθαρα (αν και όχι ίσως ηθελημένα) ως δεδομένη μία από τις πιο βασικές παραδοχές του κλασικού νομικού θετικισμού: το ριζικό χωρισμό (και όχι απλώς τη διάκριση) μεταξύ του δικαίου, αφ’ ενός, και της ηθικής ή/και της πολιτικής, αφ’ ετέρου[3]. Βέβαια, σε αντίθεση με το ενδιαφέρον του κλασικού νομικού θετικισμού για την έννοια της κυριαρχίας (η περίπτωση του Bentham)[4] και για το «πνεύμα του λαού» (η περίπτωση του Savigny)[5], ο Καραβοκύρης εκτιμά, όπως αναφέραμε, ότι η κυριαρχία είναι μία «ανεύρετη σύλληψη». Δικαιούμαστε λοιπόν να υποθέσουμε ότι ο διαφαινόμενος ενστερνισμός του χωρισμού δικαίου και πολιτικής ανταποκρίνεται περισσότερο στις επιστημολογικές επιδιώξεις και τα πορίσματα της Καθαρής Θεωρίας του Χανς Κέλζεν (HansKelsen), η οποία άλλωστε αμφισβήτησε σθεναρά τόσο την έννοια του λαού[6], όσο και την έννοια της κυριαρχίας[7].
Όπως κι αν έχει, το πρώτο πρόβλημα που ανακύπτει εφ’ όσον θέσει κανείς ως επιστημολογική του επιδίωξη το χωρισμό του δικαίου από την πολιτική, απορρίπτοντας ταυτόχρονα την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας ως ανεδαφική, είναι να ανεύρει τρόπο να ερμηνεύσει τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 και 3 του ελληνικού Συντάγματος, οι οποίες καθιστούν τη λαϊκή κυριαρχία θεμελιώδη έννοια της έννομης τάξης (και τις οποίες, παραδόξως, παραλείπει να αναφέρει ο Καραβοκύρης στο δοκίμιό του).
Ακόμα κι αν αποκλείσουμε τον (εξω-νομικό, κατά Καραβοκύρη) ορισμό της κυριαρχίας ως «καθαρής δύναμης», απομένει πλήθος άλλων εκδοχών, οι οποίες δεν ταυτίζονται αναγκαία με τη (νομική, κατά Καραβοκύρη) έννοια της κυριαρχίας ως «δικαίωμα της απόφασης ή της αρμοδιότητας». Στην ελληνική λ.χ. συνταγματική θεωρία έχει πρόσφατα διατυπωθεί η άποψη ότι η κυριαρχία γενικά συγκροτεί έναν «“κοινό τόπο” εξουσιαστικής και αυτοδύναμης διαχείρισης των δημοσίων πραγμάτων ως πολιτικών υποθέσεων», δηλώνοντας «την υπεροχή και προτεραιότητα της πολιτικής απέναντι στην οικονομία και τη θρησκεία»[8]. Ενώ η λαϊκή κυριαρχία, ως μία από τις δύο ειδικές εκδοχές της κυριαρχίας, δηλώνει τη «δυνατότητα αυτοκυβέρνησης του λαού»[9] και έχει ως αντίκρισμα, μεταξύ άλλων, «μια διαρκή, καθημερινή και ενεργό διαλογική επικοινωνία και αντιπαράθεση των πολιτών που απαρτίζουν το Δήμο»[10]. Διαφοροποιούμενοι, μάλιστα, κάπως από τον υποστηρικτή της παραπάνω θεώρησης, δικαιούμαστε να ισχυριστούμε ότι ο «κοινός τόπος» της δημόσιας πολιτικής δεν είναι μόνον ιδανικός ή και απλώς συμβολικός[11], αλλά τόπος πραγματικός και εμπειρικά-ιστορικά ενεργός. Συγκροτείται όχι μόνον από θεσμοποιημένες νομικές διαδικασίες που παρέχουν τη δυνατότητα άσκησης συγκεκριμένων πολιτικών δικαιωμάτων[12], ούτε απλώς με αναφορά σε μία τυπική ή άτυπη δημόσια σφαίρα ισότιμων (κατά το δίκαιο) μετόχων επικοινωνιακής δράσης[13], αλλά επίσης από τους αγώνες, τις διεκδικήσεις και τις κατακτήσεις των μελών του δημοκρατικού πλήθους ως προς τη διαχείριση του κοινού πλούτου που παράγεται καθημερινά μέσα από το βίο και την εργασία συγκεκριμένων, υπαρκτών, απτών ανθρώπων[14].
Αρκεί, βέβαια, να μην υποκύψει κανείς στον πειρασμό να παραμερίσει αυτή την ίδια την εμπειρικά διαπιστωμένη ύπαρξη τέτοιων ανθρώπων και τέτοιων αγώνων, επιστρατεύοντας την καθαρά προσωπική του άποψη για τις αισθητικές διαστάσεις της παρουσίας τους, ισχυριζόμενος λ.χ. ότι η «εικόνα» τους συνδυάζει «στοιχεία λαϊκισμού, στιγμές αληθινής ανθρώπινης αγωνίας, εξάρσεις εύκολης ρητορείας αλλά και βάναυσης ημιμάθειας…»[15] Το ότι η άποψη αυτή είναι σεβαστή στο κλίμα της φιλελεύθερης δημοσιότητας, το ότι η ίδια άποψη βρίσκει κάποια ερείσματα στην πραγματικότητα (και όχι μόνο στην «πολιτική ορθότητα», από την οποία αντλεί πάντως τα κυριότερα πορίσματά της), δεν σημαίνει ότι η ίδια αυτή άποψη θα μπορούσε να αναβιβαστεί σε ένδειξη ή σε επιχείρημα υπέρ μίας πολιτειακής στροφής (ή κάποιας άλλης νομικής μεταβολής). Εκτός κι αν η τελευταία εξαρτάται πλέον αποκλειστικά από την ιδέα του συνταγματολόγου περί της κοινωνικής πραγματικότητας και όχι από κάποιες, αν όχι κανονιστικά έγκυρες, πάντως εμπειρικά διακριβώσιμες πράξεις, διακηρύξεις ή και διατάξεις των κυβερνώντων.
Όσοι τείνουν να πιστέψουν ότι το Μνημόνιο έχει ήδη καταστεί το νέο Σύνταγμα της Ελλάδας, δεν έχουν παρά να προσκαλέσουν ανοιχτά τους ισχυρούς να διατυπώσουν και να επιχειρήσουν να επιβάλουν ξεκάθαρα (και με την ανάλογη γενναιότητα) την πίστη τους αυτή στη νομική, θεσμική και κοινωνική πράξη.
2. Η κυριαρχία ως δικαίωμα της απόφασης ή (και) της αρμοδιότητας
Θα μπορούσε, βέβαια, να επιμείνει κανείς ότι οι ορισμοί της κυριαρχίας ως επικράτειας της πολιτικής, ως υπόδειξης για αυτόνομη πολιτική διαχείριση των κοινών πραγμάτων κ.λπ. δεν αποτελούν παρά μόνον ιδεολογικές αφαιρέσεις ή και πλάσματα της φαντασίας, και ότι ο μόνος γνήσια νομικός ορισμός της κυριαρχίας παραμένει εκείνος που μας παραπέμπει στο «δικαίωμα της απόφασης ή της αρμοδιότητας»[16]. Ωστόσο, η άποψη αυτή, βάσει των προδιαγραφών που θέτει η ίδια (δηλαδή, βάσει του αυστηρού χωρισμού του νομικού από το πολιτικό), δεν μπορεί να αποφύγει τη μομφή που προσάπτει στους αντιπάλους της. Ότι, δηλαδή, είναι απαλλαγμένη από εξω-νομικά στοιχεία.
Τούτο είναι ξεκάθαρο υπό την εκδοχή της λαϊκής κυριαρχίας ως δικαιώματος απόφασης. Η εκδοχή αυτή μας παραπέμπει στη σμιτιανή σύλληψη του λαού ως ενότητας που είναι ικανή να δράσει, διαθέτει συνείδηση της ιδιαιτερότητάς της και έχει τη βούληση να υπάρξει πολιτικά[17]. Η ενότητα αυτή δεν είναι νομική, δεν συγκροτείται στη βάση νομικών κανόνων[18]. Πρόκειται για ενότητα υπαρξιακή-πολιτική, καθώς συγκροτείται από τη βούληση και από τη «συγκεκριμένη, συμπεριληπτική απόφαση» μίας προ-συνταγματικής (και πάντως εξω-νομικής) πολιτικής οντότητας[19].
Ασφαλώς, ο Καραβοκύρης θα απέρριπτε αυτή την εκδοχή. Το ερώτημα είναι αν υπάρχει κάποια εναλλακτική εκδοχή του δικαιώματος απόφασης, πιο προσαρμόσιμη στις αυστηρές προδιαγραφές της θεωρίας περί χωρισμού του (θετικού) δικαίου από την πολιτική.
Μία εναλλακτική εκδοχή θα μπορούσε να συνίσταται στον ισχυρισμό ότι φορέας του δικαιώματος απόφασης δεν είναι κάποια εξω-νομική οντότητα, όπως ο λαός του Καρλ Σμιτ, αλλά το κρατικό όργανο που είναι κάθε φορά αρμόδιο να υλοποιήσει τη συνταγματική επιταγή της λαϊκής κυριαρχίας. Το πρόβλημα με την εκδοχή αυτή είναι ότι προϋποθέτει την απορριπτέα, κατά Καραβοκύρη, «διάκριση ανάμεσα στον (ψιλό) κύριο και τον (επι)καρπωτή της κυριαρχίας». Θα πρέπει, λοιπόν, να την εγκαταλείψουμε.
Ως τρίτη εκδοχή προβάλλει αυτή που μάλλον έχει κατά νου ο Καραβοκύρης: να εγκαταλειφθεί τελείως το «πλάσμα» της λαϊκής κυριαρχίας, από κοινού ίσως με όλες τις «μεταφυσικές» πεποιθήσεις περί αυτοκυβέρνησης, συμμετοχής των πολιτών, διασφάλισης των δημοκρατικών διαδικασιών έναντι των πιέσεων που αυτές δέχονται από την οικονομία αλλά και τη θρησκεία κ.ο.κ.
Η εκδοχή αυτή προϋποθέτει, ασφαλώς, εξάλειψη με κάποιον τρόπο των σχετικών διατάξεων του άρθρου 1 του Συντάγματος. Εξ άλλου, ακόμα κι αν θα ήταν δυνατό να παρακάμψουμε τον αφόρητο, τέλος πάντων, θετικισμό που θέλει όλες μα όλες τις διατάξεις του Συντάγματος να παρέχουν έρεισμα σε έγκυρους και δεσμευτικούς νομικούς κανόνες, και πάλι θα έπρεπε να έρθουμε αντιμέτωποι με δύο ακόμη προβλήματα, τα οποία συνδέονται με τις δύο επιλογές που απομένουν στο χώρο του νομικού θετικισμού, εφ’ όσον κανείς αποποιηθεί το «πλάσμα» της λαϊκής κυριαρχίας.
Η πρώτη επιλογή συνίσταται στην υποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας από την κρατική κυριαρχία. Το πρόβλημα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε εδώ έγκειται στο ότι η θεωρία της κρατικής κυριαρχίας προϋποθέτει, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, τη θεωρία της νομικής προσωπικότητας του κράτους. Η τελευταία, με τη σειρά της, δεν μπορεί να απαλλαγεί από την έννοια του λαού: αυτός αποτελεί ένα από τα συστατικά στοιχεία της ίδιας της έννοιας του κράτους[20]. Μάλιστα, ένα από τα κυριότερα μειονεκτήματα της θεωρίας της νομικής προσωπικότητας, το οποίο έχει επισημανθεί από πολύ παλιά, είναι ότι εκλαμβάνει ως δεδομένο εκείνο που θέλει πάση θυσία να αποφύγει ο Καραβοκύρης: την ομοιομορφία (και μάλιστα τη νομικά προσωποποιημένη ενότητα) του λαού[21].
Ως δεύτερη εναλλακτική επιλογή προβάλλει η εγκατάλειψη συνολικά της έννοιας της κυριαρχίας και η αντιμετώπιση των σχετικών ζητημάτων στο πλαίσιο της κελζενιανής ταυτότητα κράτους και έννομης τάξης[22], ως ζητημάτων αρμοδιότητας (το δεύτερο συνθετικό του «νομικού» ορισμού του Καραβοκύρη). Ωστόσο, ούτε η θεώρηση αυτή είναι απαλλαγμένη από προβλήματα.
Συγκροτητικό στοιχείο της έννοιας του κρατικού οργάνου και της αρμοδιότητάς του είναι ο «καταλογισμός» (Zurechnung)[23]. Το πρόβλημα του καταλογισμού συνίσταται στην ανάγκη να διακρίνουμε ανάμεσα σε ανθρώπινες ενέργειες που αποτελούν πράξεις του κράτους, ως «ενός αόρατου προσώπου», και σε άλλες ενέργειες που δεν θα έπρεπε να αποδίδονται σε αυτό το πρόσωπο[24]. Κριτήριο, δε, για να αποφασισθεί η εγκυρότητα του καταλογισμού της επίδικης κάθε φορά ενέργειας στο κράτος είναι η «ανταπόκριση» της ενέργειας αυτής στην έννομη τάξη ως ενότητα.[25] Φαίνεται, λοιπόν, ότι ούτε η θεωρία του Κέλζεν μπορεί να απαλλαγεί από το (εμμενές στη συνταγματική τάξη) ερώτημα της συλλογικής υποκειμενικότητας[26].
Εξ άλλου, ακόμα κι αν η θεωρία του κράτους ως ύπατου σημείου καταλογισμού των πράξεων κατάλληλα εξουσιοδοτημένων οργάνων θεωρηθεί γενικώς απαλλαγμένη από τη μεταφυσική που (κατά Καραβοκύρη) διαπερνά τη θεωρία της λαϊκής κυριαρχίας (πράγμα ιδιαίτερα αμφίβολο), και πάλι δεν είναι δυνατό να αποφύγουμε το πρόβλημα της διάκρισης μεταξύ της ουσίας και της άσκησης, εδώ μίας αρμοδιότητας και όχι της κυριαρχίας. Ζήτημα ανακύπτει λ.χ. κάθε φορά που τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία νομίμως έχουν αναδειχθεί σε φορείς ορισμένου κρατικού οργάνου, αρχίζουν να παρακάμπτουν τις διατάξεις που καθορίζουν τα τυπικά όρια των αρμοδιοτήτων του τελευταίου και εκδίδουν πράξεις οι οποίες, αν και τυπικά παράνομες, πάντως χαρακτηρίζονται ως έγκυρες από άλλα κρατικά όργανα, εκείνα που είναι αρμόδια να εκφέρουν κρίση περί της εγκυρότητας των πράξεων των κρατικών οργάνων.
Στην περίπτωση αυτή διανοίγονται δύο εναλλακτικές δίοδοι, εκ των οποίων η πρώτη οδηγεί σε απειθάρχητη, σε άνευ ορίων και δεσμεύσεων επαναφορά του κοινωνικο-ιστορικού και του πολιτικού, ενώ η δεύτερη οδηγεί σε επαναφορά της πολιτικής μυθοπλασίας και του αυταρχισμού που τη συνοδεύει. Ωθούμαστε, λοιπόν, πρώτον, να αναγνωρίσουμε, από κοινού με τον Κέλζεν, ότι σε αυτές τις περιπτώσεις η αρχή της νομιμοποίησης (η οποία για τον Κέλζεν ταυτίζεται με ό,τι εμείς σήμερα εννοούμε ως αρχή της νομιμότητας) «περιορίζεται» από την αρχή της αποτελεσματικότητας[27]. Οπότε προκαλείται μία καταλυτική ρωγμή στο οικοδόμημα του νομικού θετικισμού, προς όφελος ενός ωμότατου πραγματισμού[28] ή και αυτού του ίδιου του ντεσιζιονισμού, τον οποίο ο θετικισμός επιθυμούσε αρχικά να αποφύγει[29]. Ως δεύτερη εναλλακτική επιλογή, καλούμαστε να δεχθούμε τις παράνομες πράξεις των νόμιμων κρατικών οργάνων, καταφεύγοντας βεβιασμένα και πάλι στη λαϊκή κυριαρχία, αυτή τη φορά στις πραγματικά μυθολογικές και αυταρχικές διαστάσεις της. Μας δίνεται έτσι η δυνατότητα να κρίνουμε λ.χ. ότι με την παράνομη έστω πρακτική των νόμιμων πάντως κρατικών οργάνων επήλθε μία πολιτειακή στροφή, η οποία ικανοποιεί τα αληθινά συμφέροντα του λαού (δηλαδή, την ιδέα που έχουμε εμείς για τα αληθινά συμφέροντα του λαού).
Με αυτόν τον τρόπο, ο απών λαός ή/και η ωμή πραγματικότητα της ισχύος αποφασίζουν την εγκυρότητα της νέας τάξης πραγμάτων και των θεσπισμάτων της, πέρα από ήκαι απέναντι στη λογική των δημοκρατικών διεργασιών και του δημοκρατικού δικαίου. Τα μεταφυσικά στοιχεία που ο θετικισμός επιθυμούσε να εξορκίσει επιστρέφουν στις χειρότερες και πιο επικίνδυνες από τις εκδοχές τους.
3. Η αναπόφευκτη εγκατάλειψη του χωρισμού δικαίου και πολιτικής
Στην πραγματικότητα, ο νομικός ορισμός της κυριαρχίας που επικαλείται ο Καραβοκύρης έχει ανάγκη τόσο το στοιχείο της αρμοδιότητας όσο και το στοιχείο της απόφασης. Απαλλαγμένο από οποιαδήποτε ηθικο-κοινωνική, πολιτική, δικαιοπολιτική κ.ο.κ. δέσμευση (ακόμη κι αν αυτή απορρέει ευθέως από το περιεχόμενο νομικών κανόνων, όπως είναι λ.χ. οι ρήτρες περί συναλλακτικών ηθών στο αστικό δίκαιο, που θα πρέπει έτσι να κριθούν ως εκτός νομικού τόπου), το αρμόδιο κρατικό όργανο δεν έχει άλλη επιλογή από το να αποφασίσει. Τούτο θα πρέπει να συμβεί, έστω κι αν η απόφαση του αρμόδιου κρατικού οργάνου πρόκειται να επικαλεστεί νομικούς κανόνες (τόσο αυτούς που συγκροτούν την αρμοδιότητά του, όσο και εκείνους που περιορίζουν τη διακριτική του ευχέρεια). Στο πλαίσιο του νομικού θετικισμού, η προσφυγή σε ερμηνευτικές αποφάσεις (και όχι σε καλά θεμελιωμένες ερμηνευτικές κρίσεις) είναι αναπόφευκτη.
Το πρόβλημα αυτό έχει αναδειχθεί στο πλαίσιο της συζήτησης για την υποτιθέμενη διακριτική ευχέρεια του δικαστή στις «δυσχερείς περιπτώσεις»[30], αλλά δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω εδώ[31]. Αυτό που θέλουμε να σημειώσουμε είναι ότι ο νομικός θετικισμός δεν μπορεί να αποφύγει μέχρι τέλους την αποφασιοκρατία (κάτι που καθίσταται εμφανές σε περιπτώσεις θετικιστών όπως ο R. Carré deMalberg) και, ως εκ τούτου, την πολιτική.
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό του θετικιστικού λόγου είναι ότι αδυνατεί να αποφύγει μέχρι τέλους την επίκληση όχι μόνο ιστορικών, κοινωνιολογικών κ.ο.κ. δεδομένων, αλλά και πολιτικών ερμηνειών αυτών των δεδομένων, προκειμένου να αποδείξει την εγκυρότητα των νομικών συλλογισμών του. Έτσι, ως απόδειξη της αδυναμίας εύρεσης του λαού προσκομίζεται από τον Καραβοκύρη το γεγονός ότι ποτέ μέχρι σήμερα στη συνταγματική ιστορία της Ελλάδας τα δικαστήρια δεν «περιφρούρησαν» τον κυρίαρχο λαό απέναντι σε συνταγματικές μεταβολές, είτε αυτές οι τελευταίες συντελέστηκαν με τήρηση των περί αναθεώρησης διατάξεων του συντάγματος, είτε όχι. Ακόμη όμως κι αν το έπρατταν, και πάλι, σύμφωνα με τον Καραβοκύρη, αυτό δεν θα υποδήλωνε την «επιβλητική (επαν)εμφάνιση του εν υπνώσει κυρίαρχου λαού». Θα υποδήλωνε απλώς, «όπως συνεχώς συμβαίνει στο Κοινοβούλιο, την επικαιροποίησή του [ενν. του κυρίαρχου λαού, που πάντως είναι ανύπαρκτος;] στο πρόσωπο του οργάνου που τον ερμηνεύει αυθεντικά». Άλλωστε, συνεχίζει ο Καραβοκύρης, «όλοι γνωρίζουμε ότι ακόμη και όταν ο λαός παρουσιάζεται ως κατεξοχήν πρωτογενής και αυτεξούσιος, όπως για παράδειγμα στο δημοψήφισμα του 1974, δεν αποτελεί παρά την απόλυτα συντεταγμένη και όχι τη συντακτική εκδήλωση μιας προσδιορισμένης, βάσει νόμου και ερωτήματος, βούλησης».
Η σύγχυση εδώ είναι προφανής. Όταν η συνταγματική μεταβολή συντελείται σύμφωνα με τις περί αναθεώρησης διατάξεις του Συντάγματος (όπως συνέβη το 1986 και το 2001), τότε αυτή τεκμαίρεται ως σύμφωνη με τη λαϊκή κυριαρχία. Διότι η τελευταία, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Συντάγματος του 1975 (η οποία είναι παρόμοια με τις αντίστοιχες διατάξεις προγενέστερων ελληνικών συνταγμάτων), ασκείται «καθ’ όν τρόπο ορίζει το Σύνταγμα». Στις περιπτώσεις αυτές η αποφυγή επίκλησης της λαϊκής κυριαρχίας από τα δικαστήρια, εάν υποδηλώνει κάτι, αυτό δεν είναι ότι η λαϊκή κυριαρχία έχει καταστεί κενή περιεχομένου, αλλά ακριβώς το αντίθετο: ότι αυτή δικαιώνεται και από τα πράγματα.
Εξ άλλου, το γεγονός ότι τα ελληνικά δικαστήρια απέφυγαν γενικώς στο παρελθόν να ανατρέξουν στην έννοια της λαϊκής κυριαρχίας[32], ακόμα κι όταν η συνταγματική μεταβολή συντελέσθηκε χωρίς τήρηση των συνταγματικών όρων και περιορισμών, δεν υποδηλώνει τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι επισημαίνει ο Α. Καϊδατζής σε πρόσφατο άρθρο του σε αυτή την ιστοσελίδα: Ότι «όποτε έχουμε άσκηση “μεγάλης πολιτικής”, τείνει να μειώνεται η ένταση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων [ή και της νομιμότητας των παρα-συνταγμάτων, θα προσθέταμε εμείς] που υλοποιούν την πολιτική αυτή. Αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι το Σύνταγμα χάνει τη σημασία του. Σημαίνει όμως ότι η τήρηση του Συντάγματος δεν διασφαλίζεται τόσο στις δικαστικές αίθουσες όσο μάλλον στο πεδίο της πολιτικής»[33].
Τέλος, αξίζει να σχολιασθεί το επιχείρημα του Καραβοκύρη περί συντακτικής εξουσίας, ότι όποτε κι αν αυτή ασκήθηκε κατά τα φαινόμενα, στην πραγματικότητα δεν αποτέλεσε τίποτα περισσότερο από μία «απόλυτα συντεταγμένη» και «όχι συντακτική εκδήλωση μιας προσδιορισμένης, βάσει νόμου και ερωτήματος, βούλησης». Το επιχείρημα αυτό προβάλλεται ως μία ακόμη απόδειξη της ανυπαρξίας του «κυρίαρχου λαού».
Κατ’ αρχάς ας επισημανθεί ότι, αν και συνδεόμενες, η λαϊκή κυριαρχία και η συντακτική εξουσία είναι έννοιες διακριτές. Φορέας της πρώτης είναι ένα ήδη συγκροτημένο (θεσμικά και νομικά, μεταξύ άλλων) συλλογικό υποκείμενο, ο λαός. Φορέας της δεύτερης, τουλάχιστον κατά την άποψη του γράφοντος[34], είναι το ανασυντασσόμενο δημοκρατικό πλήθος που αναζητά εκ νέου την πολιτική υποκειμενικότητά του μέσα στους θεσμούς που πρόκειται να καθιδρύσει (ή απλώς να αναμορφώσει) και μέσα στις αξίες που οι θεσμοί αυτοί ενυλώνουν. Εν πάση περιπτώσει, η όποια ένσταση ως προς τον τρόπο άσκησης της συντακτικής εξουσίας δεν προδικάζει αυτομάτως το ζήτημα της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας του υποκειμένου της λαϊκής κυριαρχίας[35].
Έπειτα, ως προς το κλασικό ζήτημα του αδέσμευτου ή μη χαρακτήρα της συντακτικής εξουσίας[36], ας σημειωθεί το εξής: Εάν η συντακτική εξουσία πρόκειται να επιτελέσει έμπρακτα το συντακτικό της έργο και να καταλήξει, έστω και προσωρινά, στη διατύπωση κανονιστικά δεσμευτικού Συντάγματος (τέτοιου, δηλαδή, που θα εφαρμοσθεί όχι μόνο διά της γυμνής ισχύος, αλλά και διά της πειθούς), τότε καθίσταται αναπόφευκτη η συζήτηση για τις δικαιοπολιτικές, τις αξιολογικές αλλά και τις διαδικασιακές συνθήκες άσκησης της συντακτικής εξουσίας[37]. Στο πλαίσιο της συζήτησης αυτής, και προς υπέρβαση της άποψης που θέλει κάθε συνθήκη έμπρακτης άσκησης της συντακτικής εξουσίας να αποτελεί αναίρεση του κατ’ αρχήν αδέσμευτου χαρακτήρα της (ή και αυτής της ίδιας), έχει διατυπωθεί η ορθή πρόταση: «να απορρίψουμε τη διαδεδομένη πεποίθηση, ότι το σύνταγμα αποτελεί ένα εργαλείο για να τιθασεύσουμε την άγρια, την αβυσσαλέα, τη δυνητικά καταστροφική συντακτική εξουσία, ένα εργαλείο για να αποδυναμώσουμε το λαό (προς το καλύτερο συμφέρον του ιδίου, ασφαλώς). Το αντίστροφο είναι αληθές: το σύνταγμα ενδυναμώνει τον λαό, ώστε αυτός να κάνει χρήση των ικανοτήτων του ως συλλογικού δρώντος και να αναχωρήσει από την κατάσταση του ανοργάνωτου, αδύναμου, απλού πλήθους»[38].
Σε αυτό το πλαίσιο, η διατύπωση συντάγματος (και πολύ περισσότερο, η πρακτική διευθέτηση του τρόπου άσκησης της συντακτικής εξουσίας, μεταξύ άλλων μέσα από τη διατύπωση των ερωτημάτων στα οποία θα κληθούν να απαντήσουν τα μέλη του λαού ή του πλήθους) δεν αποτελεί απόδειξη ανυπαρξίας της συντακτικής εξουσίας[39]. Ακριβώς το αντίθετο. Η διατύπωση νέου συντάγματος αποτελεί ένδειξη της ανεξάλειπτης πολιτικής ελευθερίας των μελών του πλήθους (ή του λαού, αν ακολουθήσουμε την κλασική άποψη) σε συνθήκες νεωτερικότητας. Όταν η ελευθερία αυτή οδηγεί σε κεφαλαιώδεις θεσμικές μεταρρυθμίσεις ή και ανατροπές, τότε καλείται συντακτική εξουσία. Ιστορική όψη της τελευταίας είναι η «μεταβατική και προσωρινή φύση των διαφόρων συνταγματικών σχημάτων και διαρρυθμίσεων, παρά τις κανονιστικές τους διακηρύξεις περί του αντιθέτου και την προσπάθειά τους να “παγώσουν” τον ιστορικό χρόνο»[40].
Η πιο απτή απόδειξη ότι η λαϊκή κυριαρχία δεν συνιστά έννοια κενή περιεχομένου (εμπειρικού και ως εκ τούτου κανονιστικού, κατά τη συλλογιστική ενός κοινωνιολογικού αυτή τη φορά θετικισμού), αλλά επιταγή φορτισμένη κοινωνικο-πολιτικά, ενυλωμένη ή έστω υλοποιήσιμη θεσμικά, ικανή να επιφέρει αποτελέσματα ιστορικά και πάντως έγκυρη κανονιστικά, είναι η εξής: Ακόμη και σήμερα, ακόμη δηλαδή και υπό συνθήκες άκρατης και άμετρης προπαγάνδας, υπάρχουν κάποιοι, έστω και ελάχιστοι (και το ελάχιστο εδώ ισχυροποιεί ακόμη περισσότερο τη βασιμότητα της έννοιας) που διαδηλώνουν στο όνομα της λαϊκής κυριαρχίας. Αν και τύποις δεκτός ο ισχυρισμός ότι αυτοί πλανώνται και ότι, ως εκ τούτου, η δράση τους δεν μπορεί να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψη, ωστόσο ο ίδιος αυτός ισχυρισμός ενέχει ένα μεγάλο κίνδυνο για τη συνταγματική θεωρία. Αντί να διαλεγόμαστε βάσει υποστηρίξιμων εμπειρικών παραδοχών και βάσει των κοινών αρχών του νομικού μας πολιτισμού, κινδυνεύουμε να περιπέσουμε σε μία συζήτηση η οποία θα διεξάγεται στη βάση των προσωπικών διαθέσεων του καθενός, να εξαλείψει τις εμπειρικές παραδοχές του άλλου και κάποιες από τις νομικές αρχές όλων, διότι αυτό επιτάσσει η προσωπική ουτοπική προσμονή του. Η βιασύνη του να «καθαρίσει τον πίνακα της πόλης», εδώ και τώρα, από όλα εκείνα τα στοιχεία που έφεραν την πατρίδα μας σε αυτή την κατάσταση, προκειμένου να ξαναφτιάξει (ο ίδιος;) τα πράγματα από την αρχή. Η συσσωρευμένη εμπειρία του παρελθόντος δείχνει ότι η προσμονή αυτή, αν και παραγωγική ιστορικά, αποδεικνύεται καταστροφική κάθε φορά που προσπερνά τα αιτήματα δικαιοσύνης και τις δίκαιες διεκδικήσεις του παρόντος χρόνου και της παρούσας κοινωνίας.
Αν ακολουθούσαμε την άποψη του Καραβοκύρη, ότι η λαϊκή κυριαρχία έχει καταστεί πλέον ένα άχρηστο θεολογικό μύθευμα, τότε πολύ φοβάμαι ότι θα έπρεπε να εξοβελίσουμε από το Σύνταγμα και μία σειρά από άλλες έννοιες και αρχές, οι οποίες αποδείχτηκαν πολύ λιγότερο βάσιμες εν συγκρίσει προς την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Τι θα μας εμπόδιζε λ.χ. να κρίνουμε ως ανεδαφική και αποπροσανατολιστική τη ρήτρα περί γενικού συμφέροντος του άρθρου 106 παρ. 1 Σ., την απαίτηση για «αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων» του άρθρου 15 παρ. 2 Σ., το δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασίας ίσης αξίας, ανεξαρτήτως φύλου ή άλλων διακρίσεων, του άρθρου 22 παρ. 1 εδ. β’ Σ. κ.ο.κ.; Αρκεί η πεποίθηση του συνταγματολόγου για το ξεπερασμένο του πράγματος, προκειμένου να κηρυχθούν οι ρήτρες αυτές ως ανεδαφικές και, άρα, ως κανονιστικά αστήρικτες; Δεν νομίζω.
[1] Γ. Α. Τασόπουλος, Η κοινωνία και το Σύνταγμα στην Ελλάδα: Μεταξύ πολιτικού ενθουσιασμού και ευπρέπειας, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 36.
[2] Π. Ζ. Ελευθεριάδης, Συνταγματισμός & πολιτικές αξίες: Οι κανονιστικές προϋποθέσεις του συνταγματικού δικαίου, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1999, σελ. 173.
[3] Βλ. Π. Σούρλα, Η διαπλοκή δικαίου και πολιτικής και η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1989, σελ. 27-42 (36), Ελευθεριάδη, Συνταγματισμός & πολιτικές αξίες, σελ. 15-29.
[4] Βλ. Ελευθεριάδη, Συνταγματισμός & πολιτικές αξίες, σελ. 23-24.
[5] Βλ. στο ίδιο, σελ. 27, Σούρλα, Η διαπλοκή δικαίου και πολιτικής, σελ. 33.
[6] Η οποία για τον Κέλζεν δεν δηλώνει τίποτα περισσότερο από την «προσωπική σφαίρα ισχύος» (personal sphere of validity) μίας έννομης τάξης, δηλαδή «τα άτομα των οποίων η συμπεριφορά ρυθμίζεται από την εθνική έννομη τάξη». Βλ. H. Kelsen, General Theory of Law & State, Transaction Publishers, New Brunswick and London 2007 (πρώτη έκδ. από Harvard University Press, 1949), σελ. 233.
[7] Η οποία για τον Κέλζεν δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία ιδιότητα της κρατικής εξουσίας, με την τελευταία να ορίζεται ως η ισχύς και αποτελεσματικότητα της εθνικής έννομης τάξης. Βλ. στο ίδιο, σελ. 255, 383 κ.ε.
[8] Α. Μανιτάκης, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, τόμ. Ι: Θεμελιώδεις Έννοιες, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 220-221. Πρβλ. Α. Μανιτάκη, Τι είναι Κράτος, Σαββάλας, Αθήνα 2007, σελ. 57-60.
[9] Μανιτάκης, Τι είναι Κράτος, σελ. 62.
[10] Μανιτάκης, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, σελ. 204.
[11] Βλ. Μανιτάκη, Τι είναι Κράτος, σελ. 58, Του Ιδίου, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, σελ. 220, 226.
[12] Πρβλ. J. Habermas, Το πραγματικό και το ισχύον: Συμβολή στη διαλογική θεωρία του δικαίου και του δημοκρατικού κράτους δικαίου, μτφ. Θ. Λουπασάκης, «Νέα Σύνορα» – Α. Α. Λιβάνης, Αθήνα 1996, κεφ. 3-4.
[13] Πρβλ. στο ίδιο, κεφ. 8.
[14] Πρβλ. σχετικά το τελευταίο έργο των M. Hardt/A. Negri, Commonwealth, The Belknap Press of Harvard University Press, Cambridge, MA 2009. Ας σημειωθεί βέβαια ότι οι δύο αυτοί στοχαστές απορρίπτουν συλλήβδην την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, αντιδιαστέλλοντάς την προς αυτήν της συντακτικής εξουσίας του πλήθους.
[15] Βλ. Γ. Δρόσο, «Το “Μνημόνιο” ως σημείο στροφής του πολιτεύματος», σε αυτόν το δικτυακό τόπο (http://www.constitutionalism.gr/html/ent/807/ent.1807.asp).
[16] Ορισμός που παραπέμπει στην κατά Bodin έννοια της κυριαρχίας, ως εξουσίας για μονομερή θέσπιση του δικαίου. Βλ. σχετικά O. Beaud, La puissance de l’État, Presses Universitaires de France, Paris 1994, σελ. 69 κ.ε. Φαίνεται ότι η έννοια της κυριαρχίας παραμένει η ίδια, παρά τις συνταρακτικές μεταβολές που επέφεραν οι επόμενοι αιώνες, ιδίως αυτοί που ακολούθησαν τη Γαλλική Επανάσταση.
[17] Βλ. C. Schmitt, Verfassungslehre, Duncker und Humblot, Munich-Leipzig 1928, σελ. 79.
[18] Βλ. στο ίδιο, σελ. 75-76.
[19] Βλ. στο ίδιο.
[20] Βλ. G. Jellinek, L’État moderne et son droit, Deuxième partie: Théorie juridique de l’État, trad. G. Fardis, Panthéon-Assas, Paris 2005 (αρχ. έκδ. 1913), σελ. 34 κ.ε.
[21] Βλ. Α. Μάνεση, Συνταγματικόν Δίκαιον, Πανεπιστημιακαί Παραδόσεις τόμ. Α’, εκδ. οίκος Αφοι Π. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη-Αθήναι 1967, σελ. 31-32, επίσης την εκτενή κριτική του Δ. Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο τόμ Α’: Θεωρητικό Θεμέλιο, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1994, σελ. 97 κ.ε. (με παραπομπή στις συναφείς αναπτύξεις του Θεμ. Τσάτσου).
[22] Βλ. Kelsen, General Theory of Law & State, σελ. 189, 191.
[23] Βλ. στο ίδιο, σελ. 191 κ.ε. Για τη θεωρία του Κέλζεν περί καταλογισμού βλ. S. L. Paulson, «Hans Kelsen’s Doctrine of Imputation», Ratio Juris 14/1, 2001, σελ. 47-63.
[24] Βλ. Kelsen, General Theory of Law & State, σελ. 191 (η διατύπωση «αόρατο πρόσωπο» ανήκει στον Κέλζεν).
[25] Βλ. στοίδιο, σελ. 192.
[26] Σ’ αυτή την κατεύθυνση και με αναφορά ακριβώς στο πρόβλημα του καταλογισμού, βλ. την εμπεριστατωμένη κριτική του H. Lindahl, «Constituent Power and Reflexive Identity: Towards an Ontology of Collective Selfhood», σε: Μ. Loughlin/N. Walker (επιμ.), The Paradox of Constitutionalism: Constituent Power and Constitutional Form, Oxford University Press, New York 2007, σελ. 9-24, εδώ στις σελ. 11-12.
[27] Βλ. Kelsen, General Theory of Law & State, σελ. 117-119 (119).
[28] Βλ. Κ. Μ. Σταμάτης, Κριτική της καθαρής θεωρίας του δικαίου στο παράδειγμα του θεμελιώδους κανόνα, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 132.
[29] Βλ. στο ίδιο, σελ. 128.
[30] Βλ. γι’ αυτή τη συζήτηση Σούρλα, Η διαπλοκή δικαίου και πολιτικής, σελ. 71 κ.ε.
[31] Βλ. την παλαιότερη τοποθέτησή μας υπέρ της άποψης ότι, ακόμα και στις «δυσχερείς περιπτώσεις», είναι υπό προϋποθέσεις εφικτή η εύρεση μίας καλά θεμελιωμένης δικανικής κρίσης, σε Κ. Στρατηλάτης, «Η συγκεκριμένη στάθμιση των συνταγματικών αξιών κατά τη δικαστική ερμηνεία του Συντάγματος», ΤοΣ 3/2007, σελ. 495-540.
[32] Βλ. πάντως την απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας 3700/1974, ΤοΣ 1/1975, σελ. 63, η οποία αναφέρεται στην «καθολική συναίνεση του λαού» ως συστατικό στοιχείο της νομιμότητας των συντακτικών πράξεων που εκδόθηκαν το 1974, μετά την κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος.
[33] Βλ. Α. Καϊδατζής, «‘Μεγάλη πολιτική’ και ασθενής δικαστικός έλεγχος. Ένα σχόλιο για τις στρατηγικές τήρησης του Συντάγματος στην εποχή του ‘Μνημονίου’», σε αυτόν το δικτυακό τόπο (http://www.constitutionalism.gr/html/ent/964/ent.1964.asp).
[34] Βλ. Κ. Στρατηλάτη, «Λαϊκή κυριαρχία και συντακτική εξουσία, με κριτική αναφορά στην πολιτική θεωρία των Αντόνιο Νέγκρι και Μάικλ Χαρντ», υπό δημοσίευση στο προσεχές τεύχος της επιθεώρησης Αξιολογικά.
[35] Στο σημείο αυτό, πάντως, ο Καραβοκύρης ακολουθεί την πάγια άποψη των ελλήνων (και όχι μόνο) συνταγματολόγων, ότι φορέας τόσο της κυριαρχίας όσο και της συντακτικής εξουσίας είναι ο λαός. Βλ. Ν. Ι. Σαρίπολο, Πραγματεία του Συνταγματικού Δικαίου, Αθήνησι 1851, ανατ. Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1993, σελ. 38, 55 κ.ε., Α. I. Μάνεση, Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος Ι, «Το Νομικόν» Ηλία Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1956, σελ. 14, Γ. Κασιμάτη, Συνταγματικό Δίκαιο ΙΙ, Οι λειτουργίες του κράτους. Πανεπιστημιακές παραδόσεις, τεύχ. α’, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1980, σελ. 97, Τσάτσο, Συνταγματικό Δίκαιο τόμ. Α’, οπ.π., σελ. 205-206, και από την ξενόγλωσση θεωρία Beaud, La puissance, οπ.π., σελ. 208 και passim, ο οποίος κάνει λόγο για «συντακτική κυριαρχία». Βλ. όμως και Α. Μανιτάκη, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, οπ.π., σελ. 263, ο οποίος φαίνεται τουλάχιστον να εκφράζει ορισμένες αντιρρήσεις απέναντι στην άποψη ότι φορέας της συντακτικής εξουσίας είναι ο (κυρίαρχος) λαός.
[36] Βλ. σχετικά τα κείμενα του συλλογικού τόμου Loughlin/Walker (επιμ.), The Paradox of Constitutionalism, οπ.π., επίσης A. Kalyvas, «Popular Sovereignty, Democracy, and Constituent Power», Constellations 12/2, 2005, σ. 223-244.
[37] Τέτοια συζήτηση εντοπίζουμε, μεταξύ άλλων, σε: Κ. Χ. Χρυσόγονο, Συνταγματικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 49 κ.ε., Τσάτσο, Συνταγματικό Δίκαιο τόμ. Α’, οπ.π., σελ. 198 κ.ε., Τασόπουλο, Η κοινωνία και το Σύνταγμα, οπ.π., σελ. 23-25, Κ. Στρατηλάτη, Ο πολιτικός Καντ σήμερα: Τα θεμέλια του δικαίου, της ιδιοκτησίας και της συνταγματικής πολιτείας, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2011, σελ. 285 κ.ε.
[38] U. Preuss, «The Exercise of Constituent Power in Central and Eastern Europe», σε: Loughlin/Walker (επιμ.), The Paradox of Constitutionalism, οπ.π., σελ. 211-228, εδώ στη σελ. 215.
[39] Τούτο δεν σημαίνει ότι οποιαδήποτε προκαταρκτική διευθέτηση του τρόπου άσκησης της συντακτικής εξουσίας (λ.χ. αυτή που επιβλήθηκε στην πράξη το 1975) πρέπει να κριθεί ως συμβατή με τις αξίες και τα προτάγματα που, σε δεδομένη ιστορική περίσταση, προσανατολίζουν κι έτσι αυτοδεσμεύουν όσους μετέχουν στη συντακτική δράση.
[40] Τασόπουλος, Η κοινωνία και το Σύνταγμα, σελ. 25.