Το θέμα «Πολιτική εξουσία και Δικαιοσύνη» μπορεί να το προσεγγίσει κάποιος από πολλές σκοπιές: Δύο είναι οι πιο βασικές κατά τη γνώμη μου.
Η πρώτη είναι η σχέση Δικαίου και Πολιτικής. Δηλαδή η σχέση κανόνα δικαίου και πολιτικής απόφασης. Που σταματάει ο έλεγχος του δικαστή, όταν ελέγχει την συνταγματικότητα μέτρων, που υλοποιούν την κυβερνητική πολιτική. Και αντίστροφα τι περιθώρια έχει η κυβερνητική πολιτική μέσα στα πλαίσια των συνταγματικών άρθρων και συνταγματικών αρχών. Η δεύτερη προσέγγιση, με την οποία θα ασχοληθώ στην παρούσα εισήγησή μου, είναι η θεσμική σχέση των δύο εξουσιών. Κυβερνητικής και Δικαιοδοτικής.
Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να υπομνησθεί κάτι που δεν είναι πρωτότυπο, αλλά που υπάρχει η τάση να λησμονείται: H Δημοκρατία είναι ένα πολύ δύσκολο και εύθραυστο πολίτευμα, που δεν είναι αυτονόητο, ούτε οριστικό, και δεν μπορεί να αφήνεται στον «αυτόματο πιλότο,» αλλά απαιτεί και θα απαιτεί εσαεί συνεχή προσπάθεια και υπέρβαση από όλους μας. Είναι δύσκολο, διότι, σε αντίθεση με τους αυταρχικούς και πατριαρχικούς τρόπους διακυβέρνησης, η δημοκρατία δεν προκύπτει αβίαστα από την φύση των ανθρώπων. Απαιτεί κατάκτηση. Απευθύνεται στον ορθό λόγο και απαιτεί πειθάρχηση των συναισθημάτων, παρορμήσεων και εύκολων συνηθειών. Το γεγονός ότι ύστερα από 43 χρόνια τυπικά δημοκρατικού βίου ζήσαμε πρόσφατα -και ζούμε ακόμη- δύσκολες σχέσεις μεταξύ της πολιτικής εξουσίας (της κορυφής της εκτελεστικής εξουσίας) και της Δικαιοσύνης αποδεικνύει τα όσα προείπα.
Στην χώρα μας η δημοκρατία έχει παρεξηγηθεί ως η αρχή της πλειοψηφίας, της όποιας περιστασιακής πλειοψηφίας, που μπορεί να κάνει ο,τιδήποτε θέλει. Ο δικαιοκρατικός φιλελεύθερος πυλώνας της δημοκρατίας (ατομικά δικαιώματα, διάκριση των εξουσιών, θεσμικά αντίβαρα στην «τυραννία της πλειοψηφίας», ελευθερία του τύπου κλπ) αγνοείται διότι θέτει αντικειμενικά φραγμούς και όρια στην παντοδυναμία, μέθη και ενδεχόμενη αυθαιρεσία της πλειοψηφίας.
Η κύρια αιτία αυτής της παρεξήγησης και της γενικευμένης στην χώρα μας θεσμικής απαιδευσίας είναι πολλές δεκαετίες λαϊκισμού. Οι πολιτικοί δίδαξαν ένα λαό, που ως το 1974 είχε ζήσει στο περιθώριο της εξουσίας, λόγω ανωμάλων καταστάσεων (ευθέως αντιδημοκρατικά ή ημιδημοκρατικά καθεστώτα) ότι εφεξής θα είναι παντοδύναμη η βούλησή του, δηλαδή, η βούλησή τους. Καμία άλλη συνταγματικά κατεστρωμένη εξουσία δεν θα είχε τη νομιμοποίηση να σταματήσει μια τέτοια βούληση. Επειδή μετά το 1974 για πρώτη ίσως φορά απέκτησε η χώρα πραγματικά ανεξάρτητη Δικαιοσύνη και σίγουρα για πρώτη φορά η Δικαιοσύνη (και κυρίως το Συμβούλιο Επικρατείας) άρχισε στην αρχή πιο διστακτικά και αργότερα όλο και με περισσότερη αυτοπεποίθηση να ακυρώνει κεντρικές κυβερνητικές επιλογές, να κάνει ουσιαστικό αποτελεσματικό και σε βάθος έλεγχο της συνταγματικότητας (κοινοτικότητας, «εσδαϊκότητας») των νόμων, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζει την παντοδυναμία των εκλεγμένων πλειοψηφιών. Με λίγα λόγια άρχισε να γίνεται για πρώτη φορά ενοχλητική η Δικαιοσύνη, να παίζει με πληρότητα τον θεσμικό της ρόλο ως αντίβαρο εξουσίας. Έτσι άρχισαν σιγά σιγά και με τον χρόνο όλο και πιο δηλητηριώδεις οι επιθέσεις εναντίον της Δικαιοσύνης, τόσο από την πολιτική ηγεσία, όσο και από διάφορους θεωρητικούς ή και παρατηρητές της δημόσιας ζωής (νομικούς ή μη) από τις λεγόμενες πνευματικές ηγεσίες. «Ποιοι είναι αυτοί -και με ποια νομιμοποίηση- που εμποδίζουν την εκλεγμένη κυβέρνηση να υλοποιήσει το πρόγραμμα της;». Αντί να αναρωτηθούν μήπως αυτοί έκαναν κάποιο λάθος, μήπως δηλαδή υποσχέθηκαν ή προσπάθησαν να κάνουν κάτι, που η συνταγματική τάξη δεν επιτρέπει, άρχισαν να φορτώνουν στην κακιά Δικαιοσύνη τις αποτυχίες τους. Σαν το άρθρο 26 του Συντάγματος (διάκριση εξουσιών) και το περί Δικαιοσύνης κεφάλαιο του Συντάγματος να είναι απλές λέξεις και όχι θεμελιώδεις για την ισορροπία του πολιτεύματος διατάξεις.
Είναι γεγονός, ότι αιφνιδιάστηκαν και αυτοί από την αφύπνιση της Δικαιοσύνης, που με όλες της τις ελλείψεις έκανε για πρώτη φορά να λειτουργήσει η χώρα μας στοιχειωδώς σαν δημοκρατικό κράτος. Μέχρι το 1974 -και όχι μόνο επί δικτατορίας, αλλά και πριν από αυτήν η Δικαιοσύνη λειτουργούσε «με πλήρη εξοπλισμό», όταν δεν ενοχλούσε σοβαρά την κρατική εξουσία, δηλ κατά βάση μόνο στις ιδιωτικές διαφορές. Η κρατική εξουσία ουδέποτε ενοχλήθηκε και όταν ενοχλήθηκε, φρόντισε να εξουδετερώσει μέσω της ηγεσίας της Δικαιοσύνης τους ενοχλήσαντες (θυμίζω την περίπτωση Σαρτζετάκη και την επέμβαση εναντίον του του Κ. Κόλλια). Η Δικαιοσύνη γινόταν αντιληπτή σχεδόν από όλους -ακόμη και την πλειοψηφία των λειτουργών της, που είχαν και οι ίδιοι εσωτερικεύσει αυτό το συναίσθημα- ως ένας σιδερένιος κατασταλτικός βραχίονας της εξουσίας, ο φύλακας κέρβερος μιας καθεστωτικής νομιμότητας και όχι ως ο εγγυητής των συνταγματικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Αυτό που λένε οι Γάλλοι Δικαιοσύνη ως puissance και όχι Δικαιοσύνη ως service. Αυτό ίσχυε και για την ποινική δικαιοσύνη, η οποία κυρίως, σε πολύ σοβαρές υποθέσεις, έπαιρνε πολύ συχνά αποφάσεις σκοπιμότητας πολιτικής ή πάντως αποφάσεις που συμβάδιζαν με το λεγόμενο κοινό περί δικαίου αίσθημα, μη σεβόμενη το τεκμήριο της αθωότητας και την υποχρέωσή της για εξατομικευμένη κρίση με βάση την αρχή της αναλογικότητας. Επικρατούσε ένας ακραίος κρατικισμός, μια Ιακωβίνικη αντίληψη, ότι το κράτος οι αναγκαιότητες και σκοπιμότητές του, το λεγόμενο δημόσιο συμφέρον (όχι το γενικό συμφέρον της Πολιτείας, δηλαδή όλων μας, αλλά το δημόσιο συμφέρον) που κάθε φορά το ορίζει μια κυβερνητική πλειοψηφία είναι υπεράνω όλων, υπεράνω ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο δεν ελέγχονταν, ως προς την συμβατότητά του με το Σύνταγμα, αρκούσε για να απορριφθεί οποιοσδήποτε περί του αντιθέτου ισχυρισμός και να επικυρωθούν επεμβάσεις σε ατομικά δικαιώματα ως δικαιολογημένες ενώ ήταν αυθαίρετες ή δυσανάλογες. Χαρακτηριστικό του ότι η Δικαιοσύνη γινόταν αντιληπτή ως ένας εξουσιαστικός καταπιεστικός βραχίονας του Κράτους που σκοπό είχε την τάξη -και όχι το νόμο και την τάξη- και δεν ενδιαφέρονταν να λειτουργήσει ως εγγυητικός της ελευθερίας μηχανισμός του κρατικού μορφώματος, είναι ότι στην συνείδηση του μέσου Έλληνα η Δικαιοσύνη εξισώνονταν με τον Εισαγγελικό κλάδο («θα σε στείλω στον Εισαγγελέα»).
Αυτή η νοοτροπία (που όπως είπα είχε εσωτερικευθεί και από την μεγάλη πλειοψηφία των δικαστικών λειτουργών- επεμβάσεις σαν αυτές του Κ. Κόλλια είχαν πολύ βοηθήσει σε αυτό) οδήγησε σε μια δημοσιοϋπαλληλική αντίληψη του λειτουργήματος του δικαστικού. Κάνω ευσυνείδητα την δουλειά μου «ξεκοκκαλίζω» σαν ευσυνείδητος γραφειοκράτης τις δικογραφίες, «ξεσκονίζω» τα κανονιστικά κείμενα, αλλά, όταν σοβαρεύουν πολύ τα πράγματα, δεν παίρνω πρωτοβουλίες που μπορεί να ενοχλήσουν, δεν γίνομαι δυσάρεστος στους ανωτέρους μου, δεν ανοίγω τους ορίζοντές μου να ξεφύγω από την πεπατημένη, διότι η έξοδος από την πεπατημένη μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνη. Και εφαρμόζω χωρίς ιδιαίτερη εμβάθυνση ή προβληματισμό και με ακραίο νομικισμό το νόμο.
Αυτή η νοοτροπία φυσικά άλλαξε σιγά σιγά μετά το 1974. Όχι όμως όσο θα έπρεπε και όσο θα ανέμενε (θα έλεγα θα απαιτούσε κανείς) από μια χώρα που ανήκει στον πιο προοδευμένο πυρήνα της Ευρώπης. Οι συμπεριφορές της πολιτικής εξουσίας, τις οποίες έγινε αναφορά προηγουμένως, οι επιθέσεις εναντίον της Δικαιοσύνης κάθε φορά που βγαίνει μια απόφαση που δυσαρεστεί τους κρατούντες ή δεν συμβαδίζει με το λεγόμενο κοινό περί δικαίου αίσθημα- το οποίο έχει κυρίως διαμορφωθεί από τα ΜΜΕ ή από παρορμήσεις που δεν έχουν τιθασευτεί από την λογική – συνετέλεσε πολύ σε αυτή την διατήρηση ενός κλίματος, αν όχι φοβίας, πάντως δισταγμού και υπαλληλικής αντίληψης σε μεγάλη μερίδα των δικαστικών λειτουργών. Δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων που προδικάζουν το αποτέλεσμα μιας δικαστικής κρίσης, ενόσω η υπόθεση εκκρεμοδικεί, δηλώσεις των ίδιων ότι η Δικαιοσύνη ταυτίστηκε με αθέμιτα ή σκοτεινά συμφέροντα, απαίτηση πολιτικών παραγόντων να ενημερώνονται από την Δικαιοσύνη για φακέλους, ενόσω αυτοί υπόκεινται ακόμη στην κρίση της, είναι ολοφάνερο, ότι δεν συντελούν στην ενίσχυση του αισθήματος λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών. Δικαστής ο οποίος ζει διαρκώς με το άγχος ότι, αν πει κάτι, θα εξυβρισθεί και μάλιστα θα δυσφημισθούν τα κίνητρά του και θα ενοχοποιηθεί, δεν μπορεί να δικάζει με την άκρα νηφαλιότητα, που απαιτεί το λειτούργημά του. Είναι πολύ δύσκολη άσκηση, η διατήρηση της εσωτερικής ανεξαρτησίας της δικαστικής συνείδησης στις περιπτώσεις αυτές. Δεν μπορούμε να απαιτούμε από ένα δικαστή να ζει και να εργάζεται υπό καθεστώς συνεχούς πίεσης. Σε αυτή την κατάσταση έχει συντελέσει και ο τρόπος με τον οποίο συχνά εφαρμόστηκε η προβλέπουσα την διασταύρωση των εξουσιών διάταξη (άρθρο 90 παρ. 5) του Συντάγματος, που προβλέπει ότι οι ηγεσίες των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας επιλέγονται από την εκάστοτε κυβέρνηση. Τεράστιες και ακατανόητες βουτιές στην επετηρίδα με αδιαφανή κριτήρια ή με κριτήρια το τι ψήφισε ένας συγκεκριμένος δικαστής σε κάποιες, κρίσιμες για την επιλέγουσα κυβέρνηση, υποθέσεις, αποτελούν απειλή για την ανεξαρτησία και αμεροληψία των δικαστών. Δεν μου επιτρέπεται ως ανώτατος εν ενεργεία δικαστικός λειτουργός να αναφερθώ σε συγκεκριμένα παραδείγματα.
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να προστεθεί, ότι τέτοιες επιθέσεις εμφανίζονται τελευταία και σε άλλες χώρες. Ίσως να πρόκειται για ανησυχητικά σημεία των καιρών, όπου έχουν θεριέψει οι λαϊκισμοί και θεωρίες περί illiberal democracy. Πρόεδρος Trump, εξελίξεις στην Ουγγαρία και Πολωνία κλπ. Αυτό φυσικά δεν μπορεί να αποτελεί παρηγοριά. Και πάντως αυτού του τύπου ο λαϊκισμός είναι περισσότερο από παντού αλλού στην δημοκρατική Ευρώπη στην χώρα μας πιο μακροχρόνιο και πιο αδιάλειπτο φαινόμενο.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν βέβαια ότι οι δικαστικές αποφάσεις και οι δικαστικοί λειτουργοί δεν πρέπει να υπόκεινται σε κριτική. Κάθε άλλο. Επειδή έχουν γίνει πολύ της μόδας τελευταία φράσεις και μάλιστα από τα πιο επίσημα κρατικά χείλη του τύπου «και οι κρίνοντες κρίνονται με βάση το κοινό περί δικαίου αίσθημα» πρέπει στο σημείο αυτό να παρατεθούν κάποιες σκέψεις για το θέμα.
Κατ’ αρχάς, οι δικαστικές αποφάσεις σε ένα κράτος δικαίου είναι ένα επιστημονικό έργο. Ένα νομικό επιστημονικό έργο. Οι δικαστές δεν αποφασίζουν ούτε όπως τους «κατέβει», με βάση ένα καπρίτσιο της στιγμής, ούτε όπως τους υποδείξει κάποιος, όπως πολλοί φαντάζονται. Οι δικαστές δεσμεύονται από επιστημονικούς κανόνες ερμηνείας κειμένων. Κειμένων που δεν είναι μόνο ο νόμος αλλά και υπερνομοθετικής τυπικής ισχύος κείμενα (Σύνταγμα, Ενωσιακό Δίκαιο, ΕΣΔΑ και λοιπό διεθνές δίκαιο) και (κάτι που συχνά λησμονείται) οι γενικές αρχές και οι αξίες που απορρέουν από αυτά. Εργαλείο για την διαπίστωση, αν τηρήθηκε η επιστημονική αυτή δέσμευση, είναι η αιτιολογία της απόφασης. Επομένως, η κριτική που μπορεί και πρέπει να γίνεται σε μια δικαστική απόφαση είναι επιστημονική κριτική. Νομική κριτική η οποία μπορεί και να είναι εξοντωτική. Κριτική, όμως η οποία δεν περιορίζεται μόνο στο διατακτικό, αλλά επεκτείνεται και στο σκεπτικό. Το διατακτικό, μόνο του, δεν έχει νόημα. Και κυρίως κριτική που γίνεται με επιστημονικά επιχειρήματα και όχι με ύβρεις ή με προσωποποιημένη κριτική και με προσωπικούς υπαινιγμούς ή και απειλές εις βάρος αυτού που τις εξέδωσε. Τέτοια κριτική, ιδίως όταν προέρχεται από την πολιτική ηγεσία της χώρας, υπονομεύει άμεσα και ανεπανόρθωτα το κύρος του θεσμού της Δικαιοσύνης, το Κράτος Δικαίου δηλαδή την ίδια την Δημοκρατία. Και ειδικά σε μια χώρα σαν την Ελλάδα με τόσο μεγάλη καχυποψία για τους θεσμούς και όπου η Δικαιοσύνη δεν είναι γενικά συμπαθής, διότι επιβάλλει κανόνες και οι Έλληνες, ως γνωστόν, δεν έχουν καλή σχέση με τους κανόνες (εκτός αν αφορούν τους άλλους και όχι τον εαυτό τους). Το ότι κάποιος θεωρεί ότι μια δικαστική απόφαση είναι «κακή» ή «άδικη», διότι δεν του αρέσει και δεν συμβαδίζει με τις συνήθειές του, ή διότι δεν τον ευνόησε, ή, τέλος διότι έχασε μια δίκη, δεν μπορεί, εξ ορισμού, να αποτελεί βάση για κριτική των ενεργειών της Δικαιοσύνης. Και τούτο, διότι οι αποφάσεις της Δικαιοσύνης δεν βγαίνουν για να αρέσουν, αλλά για να εφαρμόσουν με τον πιο επιστημονικά ορθό και απροκατάληπτο τρόπο το Δίκαιο εν ευρεία εννοία, όπως το παρέθεσα πιο πάνω. Και φυσικά αν συμβεί κάποιο λάθος, γι’ αυτό υπάρχουν τα ένδικα μέσα, οι αγωγές κακοδικίας, ο νομικός σχολιασμός και η αμείλικτη αλλά νομική κριτική. Κριτική η οποία είναι μάλιστα ευπρόσδεκτη, διότι βοηθάει τα Δικαστήρια να βελτιώνουν τη νομολογία τους και αυτή να προχωράει και να μην μένει στάσιμη.
Ύστερα ποιο είναι το «κοινό περί δικαίου αίσθημα»; Ποιος το εκφράζει αυθεντικά; Η κυβέρνηση; Η αντιπολίτευση; Βγαίνει από δημοσκοπήσεις και αν ναι από ποιες; Εκφράζεται από τα τηλεπαράθυρα, από αυτούς που κραυγάζουν πιο δυνατά και προσφέρουν τηλεθέαση; Είναι το συμφέρον μιας συντεχνίας(«νόμος είναι το δίκιο του εργάτη») και αν ναι ποιας από όλες; Είναι ενιαίο και στάσιμο άπαξ δια παντός; Και το ίδιο ανεξάρτητα από μορφωτικό επίπεδο και νομικές γνώσεις; Και σε περίπτωση που το κοινό περί δικαίου αίσθημα έρχεται σε αντίθεση με συγκεκριμένες διατάξεις του Συντάγματος ή του θετού δικαίου τότε τι γίνεται; Αν ακολουθούνταν το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» θα έπρεπε να εφαρμόζονταν στην Ελλάδα ακόμη η θανατική ποινή σε κάποιες περιπτώσεις βαριάς εγκληματικότητας, να μην αναγνωρίζονταν το τεκμήριο αθωότητας, να μην γινόταν δεκτός κανένας πολιτικός πρόσφυγας, δεν θα έπρεπε να καταβάλλονταν φόροι και να εκπληρωνόντουσαν υποχρεώσεις (πχ να καταβάλλουμε διόδια κλπ) απ’ αυτούς που έχουν οικονομικές δυσκολίες,
Εδώ χρειάζεται να γίνουν κάποιες περαιτέρω κρίσιμες διακρίσεις για να αποσαφηνισθεί το θέμα. Ο κάθε πολίτης αυτής της χώρας έχει, εκ του Συντάγματος, πλήρες και απεριόριστο το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης. Μέσα στα πλαίσια αυτά έχει πλήρες και απεριόριστο δικαίωμα να κρίνει και τις δικαστικές αποφάσεις, όπως και τις λοιπές δικαστικές ενέργειες. Ακόμη και αν η κρίση του δεν είναι τεκμηριωμένη, ακόμη και μιλάει με βάση το πολυθρύλητο κοινό περί δικαίου αίσθημα, όπως αυτός το αντιλαμβάνεται. Η ελευθερία έκφρασης είναι και για τις αβάσιμες, ανόητες, ακαλαίσθητες και υβριστικές ακόμη (μέσα στα συνταγματικώς θεμιτά πλαίσια του ποινικού νόμου) απόψεις.
Τα ίδια σε σχέση με την ελευθερία έκφρασης ισχύουν αυτονοήτως και για τους δημοσιογράφους στα πλαίσια της ειδικότερης συνταγματικά κατοχυρωμένης δημοσιογραφικής τους ελευθερίας. Οι ανεύθυνοι δημοσιογράφοι μπορεί να δηλητηριάζουν το κλίμα και έτσι θελημένα ή αθέλητα να υπονομεύουν το δημοκρατικό κλίμα της χώρας, δεν μπορεί όμως σε καμία περίπτωση (εκτός ορισμένων πολύ ακραίων) να υποστούν κυρώσεις για την ενδεχόμενη ανευθυνότητα ή και κακοβουλία τους ακόμη. Τους κρίνει ή δεν τους κρίνει ανάλογα με το επίπεδό του και την αισθητική του ο αναγνώστης, ο τηλεθεατής ή ο ακροατής.
Τα πράγματα όμως αλλάζουν και μάλιστα πολύ, γίνονται δε πολύ σοβαρά και επικίνδυνα, όταν την κριτική αυτή την ασκούν οι φορείς της εκτελεστικής εξουσίας και ειδικότερα η κορυφή της, δηλαδή τα μέλη της κυβερνήσεως της χώρας. Τα μέλη μιας κυβερνήσεως δεν έχουν δικαίωμα να κρίνουν τις δικαστικές αποφάσεις είτε αυτό γίνεται για να τις κατακρίνουν έστω και ήπια είτε αυτό γίνεται και για να τις επαινέσουν. Αυτό προκύπτει από τα άρθρα 26, 87, 93§4, 89§4. Και 95 §5 του Συντάγματος. Οι φορείς της δημόσιας πολιτικής εξουσίας κατά την ενάσκηση της εξουσίας τους αυτής δεν είναι φορείς (υποκείμενα) ατομικών δικαιωμάτων ή ελευθεριών. Ασκούν κατά το Σύνταγμα και τους συνάδοντες με αυτό νόμους, αυστηρά και μόνο αρμοδιότητες. Αυτό ισχύει φυσικά και για την δικαστική εξουσία (η νομοθετική εξουσία είναι μια ειδικότερη περίπτωση στην οποία δεν επιτρέπει ο χώρος να γίνει επέκταση). Τα ατομικά δικαιώματα είναι αμυντικά δικαιώματα κατά της κρατικής εξουσίας. Αυτό δεν πρέπει ποτέ να λησμονείται. Δεν νοείται άσκησή τους από φορείς εξουσίας, όσο καιρό αυτοί οι φορείς ασκούν αυτή την εξουσία και μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων που τους έχουν παρασχεθεί από το Σύνταγμα και τους σύμφωνους με αυτό νόμους.
Εξ άλλου από το άρθρο 95§5 του Συντάγματος η εκτελεστική εξουσία έχει υποχρέωση να εφαρμόζει στο ακέραιο τις δικαστικές αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας είτε της είναι αρεστές είτε όχι και δεν έχει αρμοδιότητα ούτε να τις «υπαγορεύει» έμμεσα πριν βγουν, ούτε να τις ματαιώνει αφού βγουν, ούτε να υποκαθιστά την δική της κρίση στην κρίση του αρμοδίου κατά το Σύνταγμα οργάνου, δηλαδή του δικαστή, κατά μείζονα δε λόγο όταν η κριτική γίνεται με απαξιωτικό ή υβριστικό τρόπο. Η εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων και η συμμόρφωση προς αυτές είναι τμήμα των συνταγματικών καθηκόντων και αρμοδιοτήτων τους. Μέσα στα πλαίσια αυτά δεν έχουν ατομικό δικαίωμα, όπως θα είχαν ως απλοί πολίτες όχι να εξυβρίζουν, αλλά ούτε καν να κρίνουν τις δικαστικές αποφάσεις. Είναι λοιπόν contradictio in adiecto αυτό που ακούγεται τελευταία συχνά από κυβερνητικά στελέχη «θα εφαρμόσω μεν την δικαστική απόφαση αλλά έχω το αναφαίρετο δικαίωμα γνώμης να την κρίνω όσο θέλω». Εδώ δεν πρόκειται πια για υποχρέωση επιβαλλόμενη από μια θεσμική courtoisie, που επιτάσσει η μια εξουσία ενός κράτους να μην υβρίζει ή απαξιώνει μιαν άλλη (που και αυτή ευκταίο είναι να τηρείται και από τις τρεις εξουσίες) αλλά για συνταγματική υποχρέωση. Το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση γνώμης το ανακτά το κυβερνητικό στέλεχος σε θέματα που ευρίσκονται εκτός των αρμοδιοτήτων του. Αν ένα κυβερνητικό στέλεχος κατακρίνει μια δικαστική απόφαση, δίνει ουσιαστικά το σύνθημα στις υπηρεσίες, που υπάγονται σε αυτό, ότι η απόφαση αυτή δεν αξίζει τον κόπο να εφαρμοστεί και πρέπει να μείνει στα χαρτιά. Και τούτο ανεξάρτητα από την ευθεία υπονόμευση της Δικαιοσύνης στην κοινή γνώμη, την οποία προτρέπει ευθέως να υιοθετήσει την άποψη ότι αυτή η απόφαση δεν είναι άξια εφαρμογής ή είναι κατάπτυστη κλπ
Συμπέρασμα: Ένα κυβερνητικό στέλεχος δεν μπορεί να επικαλείται την ελευθερία λόγου για να υπονομεύει (ή όταν με αυτήν υπονομεύει) την κατά την συνταγματική τάξη αρμοδιότητά του. Δεν μπορεί δε να συναχθεί δικαίωμα ή αρμοδιότητα μιας εκλεγμένης κυβέρνησης να κρίνει δικαστικές αποφάσεις, ούτε από το γεγονός ότι οι δικαστικές αποφάσεις εκδίδονται στο όνομα του ελληνικού λαού ή από το ότι θεμέλιο του πολιτεύματος είναι κατά το Σύνταγμα η λαϊκή κυριαρχία. Η λαϊκή κυριαρχία οργανώνεται σύμφωνα τον τρόπο που ορίζει το Σύνταγμα. Δεν αίρεται επομένως υπεράνω της Δικαιοσύνης μια νομιμοποιημένη με εκλογές εξουσία. Τη νομιμοποίηση σε όλες τις εξουσίες την δίνει το Σύνταγμα. Και αυτό προβλέπει ότι η δικαστική εξουσία δεν απαιτείται να νομιμοποιείται μέσω εκλογικής διαδικασίας. Προβλέπει, επίσης, ότι κάθε εξουσία είναι ισότιμη με τις άλλες εν τη ενασκήσει των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων της. Η «άμυνα» που έχει μια κυβέρνηση απέναντι σε μια δικαστική απόφαση που της είναι δυσάρεστη, διότι δημιουργεί εμπόδια στην υλοποίηση της πολιτικής της, είναι να αλλάξει το νόμο, στον οποίο στηρίχθηκε η απόφαση αυτή ψηφίζοντας καινούργιο και προκαλώντας σχετική συζήτηση στην Βουλή, μέσα στα πλαίσια της οποίας μπορεί να γίνει και κριτική στην επίμαχη δικαστική απόφαση. « Άμυνα « σε τελευταία ανάλυση είναι και η κίνηση της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος.
Στο σημείο αυτό χρειάζεται μια ακόμη διευκρίνιση. Εννοείται ότι μπορεί ένα μέλος της κυβερνήσεως να ασκεί κριτική στον τρόπο λειτουργίας της Δικαιοσύνης (πχ καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης, οργανωτικά θέματα της Δικαιοσύνης ) και να δηλώνει ότι θα λάβει μέτρα για να διορθωθεί το πρόβλημα. Και τούτο διότι μια τέτοια αρμοδιότητα την έχει είτε ως αρμόδιος υπουργός είτε ως μέλος ενός συλλογικού οργάνου, του Υπουργικού Συμβουλίου που έχει αρμοδιότητα εκ του Συντάγματος να ασκεί την γενική πολιτική της χώρας και να εισηγείται και να υλοποιεί αλλαγές στον χώρο της Δικαιοσύνης. Η δε δικαστική ανεξαρτησία, και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνούν οι δικαστές, ανάγεται μόνο στην δικαστική κρίση και στα θέματα που συνδέονται στενά με αυτήν. Σύστοιχη υποχρέωση των δικαστών είναι να μην σχολιάζουν το νόμο που καλούνται να εφαρμόσουν σε υπόθεσή τους ή τις κυβερνητικές αποφάσεις και να ομιλούν κυρίως μέσω των αποφάσεών τους. Όταν οι δικαστές εκδίδουν απόφαση που κρίνει νόμο αντισυνταγματικό ή ακυρώνουν μια διοικητική ή κυβερνητική πράξη ασκούν εξουσία, αρμοδιότητα, που τους έχει ρητώς παραχωρήσει το ίδιο το Σύνταγμα και δεν υπονομεύουν το συγκεκριμένο νόμο ούτε την συγκεκριμένη διοικητική πράξη ούτε την νομοθετική ή την εκτελεστική εξουσία γενικότερα.
Στα πλαίσια της ενότητας αυτής πρέπει να προστεθεί ότι όσα ισχύουν όλα τα μέλη μιας κυβερνήσεως ισχύουν πολύ περισσότερο για τον αρμόδιο για την επίβλεψη του τομέα της Δικαιοσύνης υπουργό, τον Υπουργό της Δικαιοσύνης. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης έχει, εκ του Συντάγματος και του νόμου, πρωταρχική υποχρέωση να διασφαλίζει την ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και την εφαρμογή των αρχών του Κράτους Δικαίου σε όλη την Επικράτεια. Όταν μετατρέπεται σε απειλητικό τιμωρό των δικαστικών λειτουργών, που εκδίδουν αποφάσεις που δυσαρεστούν την κυβέρνηση στην οποία ανήκει, τότε δεν μπορεί παρά να εκληφθεί η όποια παρέμβασή του, με την οποία θα κατακρίνει μια τέτοια δικαστική απόφαση ως άμεση απειλή για το ανεξάρτητο φρόνημα των συγκεκριμένων δικαστικών λειτουργών και ως προσπάθεια τιθασεύσεως και παραδειγματισμού των υπολοίπων. Μην ξεχνάμε ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης είναι και πειθαρχικός προϊστάμενος των δικαστικών λειτουργών και εκείνος που επιλέγει τελικά την ηγεσία της Δικαιοσύνης (μέσω του Υπουργικού Συμβουλίου στο οποίο εισηγείται σχετικώς.
Και βέβαια δεν πρέπει να παραλειφθεί και μια άλλη παράμετρος, που γίνεται όλο και πιο φανερή στις ημέρες μας. Οι εντελώς ανεύθυνες δηλητηριώδεις επιθέσεις κατά της Δικαιοσύνης εκθέτουν τους δικαστικούς λειτουργούς (πάνω απ’ όλα τους εισαγγελικούς λειτουργούς) στον άμεσο κίνδυνο να γίνουν θύματα εγκληματικών επιθέσεων για αντεκδίκηση ή από διάφορους ιδεοληπτικούς φανατικούς ή από τρομοκράτες.
Βεβαίως η ευθύνη για να υπάρχει καλό κλίμα για την Δικαιοσύνη βαρύνει και τους λειτουργούς της, οι οποίοι οφείλουν να προσέχουν την συμπεριφορά τους, τις ενέργειές τους και τα λεγόμενα τους. Ενέργειες, όπως αυτές μιας πρώην ανώτατης δικαστικής λειτουργού, η οποία ισχυρίζονταν ότι το Σύνταγμα, παρότι ορίζει ότι οι δικαστικοί λειτουργοί αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία, όταν συμπληρώσουν το 67ο έτος της ηλικίας τους, δεν εμποδίζει την παράταση του εν λόγω ορίου ηλικίας μέχρι το 70ο έτος βλάπτουν το κύρος της Δικαιοσύνης και κλονίζουν. την εμπιστοσύνη των πολιτών σε αυτήν.
Πριν τερματισθεί η εισήγηση αυτή θα πρέπει να γίνει αναφορά σε κάποιες από τις πιο σημαντικές δικαστικές αποφάσεις για τις οποίες προκλήθηκε την τελευταία περίοδο ο μεγαλύτερος και κατά την γνώμη του γράφοντος αδικαιολόγητος θόρυβος. Θα αναφερθώ μόνο στις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, που είναι ο χώρος που γνωρίζω πιο καλά. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις στον χώρο της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης.
Για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις, πρέπει να τονισθεί, ότι ο σκοπός της παρουσίασης που ακολουθεί, δεν είναι η υπεράσπιση των σχετικών αποφάσεων από νομική πλευρά. Σκοπός της είναι να καταδειχθεί ότι οι ακραίες λαϊκιστικές κραυγές ήταν ή αδικαιολόγητες ή υπερβολικές.
Πρώτη περίπτωση: Είναι γνωστό ότι οι δικαστές κατηγορούνται ότι αποφασίζουν μόνοι τους για τις αποδοχές τους. Χωρίς να είμαι ευτυχής και να μην έχω και επιφυλάξεις για σχετικές παλιότερες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, θα εκθέσω κάποιες σκέψεις. Κατ’ αρχάς δεν γνωρίζω να υπάρχει άλλη χώρα στον νομικό μας πολιτισμό, που μια ύλη να εξαιρείται από τους φυσικούς της δικαστές και για την ύλη αυτή να μην αποφασίζει κανείς ή να αποφασίζουν ad hoc όργανα. Δεύτερον για τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 δεν αποφασίζουν οι δικαστικοί λειτουργοί, αλλά το λεγόμενο «Μισθοδικείο» (επί το ακριβέστερον το Δικαστήριο του άρθρου 99 του Συντάγματος) στο οποίο οι δικαστικοί λειτουργοί είναι μειοψηφία απέναντι στους δικηγόρους και στους καθηγητές πανεπιστημίων. Τρίτον για τους δικαστικούς λειτουργούς οι σχετικές δικαστικές κρίσεις εξηνέχθησαν όχι εκ του μηδενός, αλλά επί τη βάσει του άρθρου 88 παρ. 2, το οποίο ακόμη και αν δεν ερμηνεύτηκε και εφαρμόστηκε σωστά στο παρελθόν, κάποια πρέπει πάντως κανονιστική σημασία να έχει. Τέλος, οι αποφάσεις του «Μισθοδικείου» που βγήκαν σχετικά με τις μειώσεις αποδοχών και συντάξεων των δικαστικών λειτουργών (πχ 89/2013, 1/2018 κ.α.) περιέχουν σκέψεις που έχουν υιοθετηθεί δικαστικά και για άλλες κατηγορίες κρατικών λειτουργών και δεν είναι αποφάσεις που θέλησαν να ευνοήσουν ειδικά τους δικαστικούς λειτουργούς εις βάρος άλλων κατηγοριών εργαζομένων.
Δεύτερη περίπτωση: Η απόφαση για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών καναλιών του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 95/2017 της Ολομέλειας) που τόσο θόρυβο ξεσήκωσε, στην ουσία ήταν μια απόφαση η οποία απλώς επανέλαβε την κρίση που το Δικαστήριο είχε υιοθετήσει και με προηγούμενη απόφαση του που αφορούσε το κλείσιμο (το μαύρο) της ΕΡΤ πριν από τρία χρόνια (πρόκειται για την απόφαση 1901/2014 και πάλι της Ολομέλειας του ΣτΕ).
Τρίτη περίπτωση: Η απόφαση για την φορολογική παραγραφή (ΣτΕ 1738/2017 Ολομ.) η οποία όμως στηρίχθηκε σε αυτονόητες σε άλλες ευρωπαϊκές έννομες τάξεις αρχές όπως η αρχή της ασφάλειας δικαίου των φορολογουμένων, σύμφωνα με την οποία η παραγραφή των φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου, πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και η διάρκειά της να είναι επαρκώς προβλέψιμη από τον διοικούμενο, μετά δε την λήξη της να μην είναι πλέον δυνατή η επιβολή εις βάρος του διοικουμένου ούτε σχετικής οικονομικής επιβαρύνσεως ούτε οποιασδήποτε σχετικής κυρώσεως. Για να είναι δυνατή δε η (εκ των προτέρων) πρόβλεψη της διαρκείας της παραγραφής, η λήξη της παραγραφής πρέπει να προσδιορίζεται στο νόμο συγκεκριμένα, εν αναφορά με συγκεκριμένο χρονικό σημείο, και να μην εξαρτάται από ενέργειες δημοσίας αρχής. Το δεύτερο βασικό ζήτημα που κρίθηκε με την απόφαση αυτή είναι ότι η παραγραφή πρέπει να έχει, συνολικά, εύλογη διάρκεια, δηλαδή η διάρκειά της να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας. Είναι ακατανόητη, συνεπώς, η κατακραυγή περί αποφάσεως σωτηρίας των ελίτ (ακούστηκε και αυτό).
Τέταρτη και τελευταία περίπτωση: Η απόφαση για το Πόθεν Έσχες των δικαστικών λειτουργών (ΣτΕ Ολομ 2649/2017). Και για την απόφαση αυτή μπορούν να διατυπωθούν νομικές αντιρρήσεις και ήδη διατυπώθηκαν. Έχει εξ άλλου και ισχυρή μειοψηφία. Ποιος όμως γνωρίζει ή ανέφερε ότι α) οι δικαστές δεν αρνήθηκαν να υποβάλλουν δηλώσεις περιουσιακής καταστάσεως αφού το κάνουν ήδη συνεχώς και αδιαλείπτως από το 1994, και β) ότι επισήμαναν κάποιες ουσιαστικές αντισυνταγματικότητες στο νέο σύστημα οι οποίες ισχύουν όχι μόνο γι’ αυτούς αλλά για όλους τους υποχρέους προς υποβολή τέτοιων δηλώσεων.
(Εισήγηση στην εκδήλωση που έλαβε χώρα στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 2018 και ήταν αφιερωμένη στη μνήμη του καθηγητή Γιώργου Παπαδημητρίου, με θέμα “Πολιτική εξουσία και Δικαιοσύνη”)