Κατά τη παρεμπίπτουσα συζήτηση στη Βουλή για το νόημα του άρθρου 110 Συντ. επαληθεύθηκε η νομική ματαιότητα οποιουδήποτε περιορισμού της εξουσίας της Αναθεωρητικής Βουλής ως προς τον προσδιορισμό του περιεχομένου των αναθεωρητέων διατάξεων. Όλοι οι αγορητές της αντιπολίτευσης, αλλά και ο πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης της Κυβέρνησης, κ. Σταύρος Κοντονής, στην εμπεριστατωμένη τοποθέτησή του το βράδυ της Τρίτης, και νομίζω εμμέσως πλην σαφώς, και ο Πρόεδρος της Βουλής κ. Νίκος Βούτσης, στο τέλος της παρεμπίπτουσας συζήτησης, επεσήμαναν τον κυριαρχικό ρόλο της Αναθεωρητικής Βουλής κατά τη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, όπως ρυθμίζεται από το άρθρο 110 Συντ., είναι σαφής η διάκριση ανάμεσα στο αντικείμενο της αναθεώρησης, δηλαδή στη διαπίστωση της ανάγκης της αναθεώρησης ορισμένων διατάξεων, αρμοδιότητα που ανήκει στην προτείνουσα Βουλή, και στο περιεχόμενο της αναθεώρησης, δηλαδή τον τρόπο αναθεώρησης των διατάξεων αυτών, αρμοδιότητα που ανήκει στη δεύτερη Βουλή, η οποία, ακριβώς για τον λόγο αυτόν, ονομάζεται Αναθεωρητική Βουλή.
Εξάλλου, όπως δείχνει και η συγκριτική συνταγματική εμπειρία (βλ. Χ. Ανθόπουλου, Η ελευθερία της Αναθεωρητικής Βουλής, σε: Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, 5/2018, διαθέσιμο και σε: www.constitutionalism.gr), στα Συντάγματα που υιοθετούν συστήματα αναθεώρησης από δύο διαδοχικές Βουλές, η τυχόν δέσμευση της δεύτερης Βουλής, από τις επιλογές της πρώτης ως προς το περιεχόμενο των αναθεωρητέων διατάξεων, θεσπίζεται ρητά, εκ των προτέρων και παντού με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή με απαγόρευση τροποποίησης του κειμένου των αναθεωρητέων διατάξεων που ψήφισε η πρώτη Βουλή.
Μια τέτοια διάταξη ουδέποτε διανοήθηκε ο Έλληνας συνταγματικός νομοθέτης να εισαγάγει, ούτε στο Σύνταγμα του 1911, ούτε στο Σύνταγμα του 1952, ούτε στο Σύνταγμα του 1975. Και τούτο όχι τυχαία, διότι δεν ήθελε να περιορίσει την πολιτική επιρροή του εκλογικού σώματος στην αναθεώρηση του Συντάγματος, δηλαδή από σεβασμό στην λαϊκή παρέμβαση στην αναθεωρητική διαδικασία, που εκφράζεται δια των εκλογών που μεσολαβούν μεταξύ πρώτης και δεύτερης Βουλής.
Αυτό είναι το θεμελιώδες γνώρισμα του αναθεωρητικού συστήματος στην Ελλάδα: η δυνατότητα του εκλογικού σώματος να καθορίσει και να επανακαθορίσει εμμέσως με την ψήφο του στις παρεμβαλλόμενες εκλογές, το νέο περιεχόμενο του Συντάγματος.
Η αναθεωρητική απόφαση της πρώτης Βουλής αφορά αποκλειστικά το εάν πρέπει να γίνει αναθεώρηση και ποιες συνταγματικές διατάξεις πρέπει να αναθεωρηθούν. Οτιδήποτε επιπλέον, που αφορά την κατεύθυνση ή και το ειδικότερο περιεχόμενο των αναθεωρητέων διατάξεων, αποτελεί απλώς διακήρυξη πολιτικών προθέσεων για το μελλοντικό περιεχόμενο του Συντάγματος, που έχει ως αποδέκτη το εκλογικό σώμα, και πάντως, δεν δεσμεύει την Αναθεωρητική Βουλή, η οποία διατηρεί ακέραιο το δικαίωμά της να προσδιορίσει εξ υπαρχής το περιεχόμενο των αναθεωρητέων διατάξεων. Από την άποψη αυτήν, η χθεσινή συζήτηση στη Βουλή για την κατανομή του αναθεωρητικού έργου μεταξύ των δύο Βουλών ήταν ιδιαιτέρως διδακτική διότι ανέδειξε την κεντρική νομική και πολιτική σημασία της λαϊκής παρέμβασης στην αναθεώρηση του Συντάγματος.
Αναδημοσίευση από τα ΝΕΑ στις 15-2-2019