“Μετά την αναγγελία από τον πρωθυπουργό, το βράδυ των ευρωεκλογών, της πρόθεσής του να ζητήσει από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την επίσπευση των προσεχών βουλευτικών εκλογών, πιστεύω ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν μπορεί να ασκήσει την ανωτέρω αρμοδιότητα”
Μπορεί κατά το Σύνταγμα η σημερινή κυβέρνηση να επισπεύσει την επιλογή των διαδόχων του κ. Βασιλείου Πέππα και της κ. Ξένης Δημητρίου, προέδρου και εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αντιστοίχως; Ή μήπως την αρμοδιότητα αυτή θα πρέπει να την ασκήσει η κυβέρνηση που θα αναδειχθεί από τις εκλογές της 30ής Ιουνίου; (Το ερώτημα αυτό, σημειωτέον, ισχύει και για την πλήρωση των κενών θέσεων των αντιπροέδρων των τριών ανώτατων δικαστηρίων).
Το ζήτημα αυτό είναι από τη φύση του πολύ λεπτό, γιατί αφορά τη σχέση εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας. Το ίδιο το Σύνταγμα του αφιερώνει δύο λεπτομερείς διατάξεις:
Από τη μια μεριά, η παρ. 5 του άρθρου 88 του Συντάγματος δεν αρκείται να καθορίσει το 67ο έτος ως όριο ηλικίας για την αποχώρηση όλων των δικαστικών λειτουργών, από ένα βαθμό και πάνω, λόγω συνταξιοδοτήσεως. Διευκρινίζει το ίδιο αμέσως μετά ότι, για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, «θεωρείται σε κάθε περίπτωση ως ημέρα που συμπληρώνεται το όριο αυτό η 30ή Ιουνίου τους έτους της αποχώρησης του δικαστικού λειτουργού».
Από την άλλη, η παρ. 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος ορίζει ότι η προαγωγή των προέδρων και των αντιπροέδρων των ανώτατων δικαστηρίων, καθώς και του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ενεργείται με προεδρικό διάταγμα «ύστερα από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου, με επιλογή μεταξύ των μελών» τους. Τη σχετική εισήγηση, όπως ορίζει ο νόμος, την κάνει ο υπουργός Δικαιοσύνης.
Εξ όσων γνωρίζω, μέχρι την προαγωγή της κ. Βασιλικής Θάνου ως προέδρου του Αρείου Πάγου από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, τον Ιούνιο του 2015, καμιά κυβέρνηση δεν είχε προβεί στην επιλογή των ανωτέρω, πριν από τη λήξη της θητείας των αποχωρούντων, δηλαδή πριν από τις 30 Ιουνίου. Είχε θεωρηθεί, με άλλα λόγια, ότι η εκάστοτε κυβέρνηση καθίστατο κατά χρόνο αρμόδια για την άσκηση της κρίσιμης αυτής αρμοδιότητας, μόλις κενωθούν οι προς πλήρωση θέσεις, δηλαδή από την 1η Ιουλίου κάθε έτους. Εκτός, βέβαια, αν η θητεία των αποχωρούντων είχε λήξει πρόωρα λόγο παραιτήσεως, εκλείψεως κ.λπ. Επομένως, στο ερώτημα που τέθηκε παραπάνω, το γράμμα του Συντάγματος δίνει αρνητική κατ’ αρχάς απάντηση. (Αυτό πολύ περισσότερο ισχύει και για την περίπτωση της «συνεννοημένης» παραίτησης, την οποία, ούτως ή άλλως, δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι θα μπορούσαν να υποβάλουν ανώτατοι δικαστές στο τέλος της θητείας τους, με κίνδυνο να αμαυρώσουν αναδρομικά τη σταδιοδρομία τους).
Τα ανωτέρω, εν τούτοις, ισχύουν πολύ περισσότερο για την επιλογή των διαδόχων του σημερινού προέδρου και της σημερινής εισαγγελέως του Αρείου Πάγου. Και τούτο για έναν πρόσθετο λόγο κεφαλαιώδους κατά τη γνώμη μου σημασίας: Μετά την αναγγελία από τον πρωθυπουργό, το βράδυ των ευρωεκλογών, της πρόθεσής του να ζητήσει από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την επίσπευση των προσεχών βουλευτικών εκλογών, πιστεύω ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν μπορεί να ασκήσει την ανωτέρω αρμοδιότητα, ακόμη και αν θεωρούνταν ότι, παρά τα όσα εξέθεσα προηγουμένως, δεν θα εμποδιζόταν νομικά να το κάνει. Και τούτο διότι, από το βράδυ της 26ης Μαΐου, η αποστολή της σημερινής κυβέρνησης έχει περιοριστεί στη «διαχείριση, όπως θα έλεγαν οι παλαιότεροι, των τρεχουσών υποθέσεων». Δεν μπορεί με άλλα λόγια η κυβέρνηση Τσίπρα να αναλάβει πρωτοβουλίες και να ασκήσει αρμοδιότητες που δεν εμπίπτουν στη βέλτιστη δυνατή προετοιμασία των εκλογών που η ίδια εξήγγειλε και στην ομαλή διεκπεραίωση των νομοθετικά προβλεπόμενων και των ανειλημμένων υποχρεώσεών της. Oπως δεν μπορεί, λοιπόν, να υπογράψει μια μεγάλη σύμβαση που θα δέσμευε ουσιωδώς τις επιλογές των διαδόχων της, –τέτοια θα ήταν για παράδειγμα η προμήθεια των F-35– το ίδιο δεν θα μπορούσε να κάνει, επιλέγοντας την ηγεσία της Δικαιοσύνης για τα επόμενα χρόνια.
Το επιχείρημα αυτό δεν στηρίζεται μόνο στην άγραφη συνταγματική δεοντολογία όλων των θεσμικά ώριμων χωρών. Είναι απόρροια και μιας σπουδαίας ερμηνευτικής αρχής, σύμφωνα με την οποία οι εξαιρέσεις από τους μείζονες συνταγματικούς κανόνες και από τις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Εν προκειμένω, πίσω από το συζητούμενο ζήτημα βρίσκεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Σ.), απόκλιση από την οποία είναι η επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την εκάστοτε δημοκρατικά εκλεγμένη –και άρα νομιμοποιημένη– κυβέρνηση. Πρόκειται για μία από τις λιγοστές περιπτώσεις «διασταύρωσης» των εξουσιών, τις οποίες το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει και που δεν είναι βέβαια της στιγμής να δούμε αν είναι ορθή ή όχι. Ποια είναι όμως αυτή η κυβέρνηση; Η απάντηση είναι αναντίλεκτη: αυτή η οποία προέρχεται από τη νωπότερη έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας. Διότι διαφορετικά, παρά τη μεσολάβηση εκλογών, η ίδια κυβέρνηση θα μπορούσε να επιλέξει την ηγεσία της Δικαιοσύνης για τα επόμενα 5, 8 ή και 10 χρόνια.
Oταν, λοιπόν, μια τέτοια κυβέρνηση αναμένεται να αναδειχθεί στις 30 Ιουνίου –ή οποτεδήποτε άλλοτε διεξαχθούν οι αναγγελθείσες από τον πρωθυπουργό για το άμεσο μέλλον εκλογές– πιστεύω ότι θα ήταν αντίθετο όχι μόνο προς το πνεύμα αλλά και προς το γράμμα του Συντάγματος αν η σημερινή κυβέρνηση, ως «οιονεί υπηρεσιακή», επέσπευδε να επιλέξει τον επόμενο πρόεδρο και τον επόμενο εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Αναδημοσίευση από την