Ι
Στην απόφασή του επί της υποθέσεως Di Giovanni κατά Ιταλίας (αρ. προσφ. 51160/06, 9 Ιουλίου 2013) το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου συνέστησε στους δικαστικούς λειτουργούς που υφίστανται άδικες προκλήσεις να επιδεικνύουν τη μέγιστη δυνατή διακριτικότητα, εξηγώντας ότι αυτό τους επιβάλλεται από τις ύψιστες επιταγές της δικαιοσύνης και το μεγαλείο του λειτουργήματος που έχουν αναλάβει.
Η απόφαση αυτή μας βοηθεί να κατανοήσουμε την έννοια της δικαστικής ανεξαρτησίας υπό ένα άλλο πρίσμα. Να διαχωρίσουμε τον λειτουργό της δικαιοσύνης από το δικαστικό λειτούργημα και να δούμε την ακεραιότητα του λειτουργήματος ως την υποκείμενη αξία την οποία υπηρετεί η ανεξαρτησία του λειτουργού του. Η δικαστική ανεξαρτησία δεν υφίσταται για να προστατεύσει την ευθυνοφοβία, την ανευθυνότητα, την πολιτική ατζέντα του δικαστικού λειτουργού ή ακόμη την ιδιοτέλεια και την αυθαιρεσία του. Η ανεξαρτησία του δικαστικού λειτουργού υφίσταται για να μπορεί αυτός να υπηρετήσει το υψηλό λειτούργημα που έχει αναλάβει.
Η εισήγηση που ακολουθεί, εκκινώντας από την πιο πάνω διάκριση μεταξύ λειτουργήματος και λειτουργού, στηρίζεται στις εξής δύο αποδοχές, ότι, πρώτον, σε μια πραγματικά γνήσια δημοκρατία όπως είναι αυτή που έχουμε την τύχη να απολαμβάνουμε στη χώρα μας, ο κίνδυνος για την ακεραιότητα της δικαστικής λειτουργίας προέρχεται πρωτίστως από τη στάση του δικαστικού λειτουργού έναντι του καθήκοντος που απορρέει από το μεγαλείο του λειτουργήματός του, και ότι, δεύτερον, υφίσταται πλέον ο αποτελεσματικός εκείνος υπερεθνικός έλεγχος που μπορεί να εντοπίσει την αθέμιτη ανάμειξη της πολιτικής στην άσκηση της δικαστικής λειτουργίας ή να αποτρέψει το δικαστικό λειτουργό από την αυθαίρετη άσκηση των εξουσιών που έχει αναλάβει.
Τρεις πολύ πρόσφατες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τις οποίες θα παρουσιάσω και σχολιάσω στη συνέχεια, θα καταστήσουν απτά αυτά που μόλις αναφέρθηκαν.
ΙΙ
Η απόφαση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως Haarde κατά Ισλανδίας (αριθμ. προσφυγ. 66847/12) είναι η πρώτη. Δημοσιεύθηκε στις 23 Νοεμβρίου 2017 και αφορούσε την καταδίκη του πρώην πρωθυπουργού της χώρας από Ειδικό Δικαστήριο για την ευθύνη του στην κατάρρευση, τον Οκτώβριο του 2008, του ισλανδικού τραπεζικού συστήματος.
Ήδη από το Δεκέμβριο του 2008 και ενώ ακόμη ο προσφεύγων παρέμενε πρωθυπουργός, είχε συσταθεί στο Κοινοβούλιο μια ειδική διερευνητική επιτροπή με αντικείμενο την αναζήτηση των αιτίων και την απόδοση ευθυνών για την καταστροφή, επιτροπή που την διαδέχθηκε από τον Ιανουάριο του 2010 μια άλλη ανακριτική επιτροπή του Κοινοβουλίου, η οποία ολοκληρώνοντας το έργο της παρέπεμψε ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου τον προσφεύγοντα, απαλλάσσοντας τέσσερις από τους συγκατηγορηθέντες πρώην υπουργούς του. Στο μεταξύ ο προσφεύγων είχε πάψει να είναι πρωθυπουργός και το κόμμα του είχε απομακρυνθεί από την Κυβέρνηση.
Ο προσφεύγων δικάστηκε από το Ειδικό Δικαστήριο που συγκροτήθηκε από έξι δικαστές καριέρας, ένα καθηγητή πανεπιστημίου και οκτώ πολίτες εκλεγμένους από το Κοινοβούλιο. Καταδικάσθηκε τελικά για μια από τις έξι κατηγορίες της παραπομπής, επειδή κρίθηκε ότι δεν συνεκάλεσε ως όφειλε υπουργικό συμβούλιο προκειμένου αυτό να αποφασίσει για τα ληπτέα μέτρα προς αντιμετώπιση της κρίσης. Η καταδικαστική απόφαση ήχθη ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από τον καταδικασθέντα πρώην πρωθυπουργό, με δύο κατά βάσιν αιτιάσεις, ότι η προδικασία παραβίασε το τεκμήριο της αθωότητας και ότι με την καταδίκη του παραβιάσθηκε η αρχή της μη αναδρομικότητας του ποινικού νόμου. Η προσφυγή απορρίφθηκε και στα δυο της σκέλη, όμως, εν όψει του αντικειμένου αυτής της εισηγήσεως, θα σταθούμε στην αντιμετώπιση από την απορριπτική απόφαση του πρώτου μόνον σκέλους της.
Στο πρώτο λοιπόν σκέλος των αιτιάσεών του, ο πρώην πρωθυπουργός προέβαλε ότι η δίωξή του ήταν πολιτική, ότι στηρίχθηκε σε ανεπαρκή έρευνα και ανεπαρκή στοιχεία, ότι αυτοί που αποφάσισαν την παραπομπή του είχαν ήδη προαποφασίσει την καταδίκη του και ότι έτσι παραβιάσθηκε εις βάρος του το τεκμήριο της αθωότητας με αποτέλεσμα την αντίθεση της διαδικασίας που ακολούθησε στις επιταγές της δίκαιης δίκης.
Στην απόφασή του το Δικαστήριο του Στρασβούργου διακήρυξε αρχικά ότι έχει πλήρη αντίληψη των δυσχερειών που αναφύονται αναφορικά με την κίνηση ποινικών διώξεων κατά μελών της Κυβερνήσεως για πράξεις κατά την άσκηση ή εξ αφορμής ασκήσεως των καθηκόντων τους, όπου πολύ ευαίσθητα ζητήματα πρέπει να αντιμετωπισθούν προκειμένου να ανευρεθεί η δέουσα ισορροπία μεταξύ πολιτικής και ποινικής ευθύνης, για να αποφευχθεί ιδίως το ενδεχόμενο χρήσης της ποινικής μηχανής ως εργαλείου αποκόμισης πολιτικού οφέλους ή επίθεσης κατά των πολιτικών αντιπάλων. Αποδέχθηκε πάντως το Δικαστήριο ότι η παρέμβαση ενός κατ’ εξοχήν πολιτικού οργάνου όπως είναι το Κοινοβούλιο για την άσκηση της ποινικής δίωξης στις εν λόγω περιπτώσεις δεν παραβίαζε εξ ορισμού τη Σύμβαση, καθώς κάτι τέτοιο αποτελεί κτήμα της κοινής συνταγματικής παράδοσης των Συμβαλλομένων Κρατών, τονίζοντας όμως, στο σημείο αυτό, ότι και η ποινική προδικασία εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής του πλέγματος των εγγυήσεων της δίκαιης δίκης καθόσον από την προδικασία μπορεί να εξαρτηθεί καθοριστικά το αποτέλεσμα της κυρίως ποινικής δίκης.
Με βάση αυτές τις αποδοχές το Δικαστήριο ερευνά το πραγματικό της υπόθεσης και προβαίνει σε δύο ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος κρίσεις.
Δέχεται αρχικά ότι παραδεκτώς προβάλλεται ενώπιόν του από τον προσφεύγοντα ότι η ποινική δίωξη εναντίον του -που κινήθηκε, όπως αναφέρθηκε, από ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή,- ασκήθηκε χωρίς να υφίστανται επαρκή στοιχεία που να δικαιολογούν την έγερσή της, οπότε το ίδιο το Δικαστήριο του Στρασβούργου αναζητεί στον φάκελο της υπόθεσης αν εντός αυτού υφίστανται πράγματι επαρκή στοιχεία που να δικαιολογούν την έγερση της επίδικης δίωξης. Συμπεραίνει, ύστερα από μια ενδελεχή ανάλυση, ότι ναι υφίστανται τέτοια στοιχεία σε επάρκεια, και απορρίπτει το σχετικό ισχυρισμό. Όμως προηγουμένως, με την ενδελεχή του ακριβώς ανάλυση, μας έχει δείξει ότι και αυτό το ζήτημα, το ζήτημα της επάρκειας ή μη των σχετικών για την δίωξη στοιχείων, υπάγεται στο δικό του υπερεθνικό έλεγχο.
Η δεύτερη κρίση του Δικαστηρίου αφορά τον τρόπο με τον οποίο αυτό αντιμετώπισε τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι η απόφαση περί παραπομπής του στο Ειδικό Δικαστήριο είχε ληφθεί από άτομα που τον θεωρούσαν ήδη ένοχο. Στο σημείο αυτό το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η υποχρέωση αμεροληψίας αφορά μόνον τους δικάζοντες δικαστές και όχι τη διωκτική αρχή, όμως και αυτή, η διωκτική αρχή, πρέπει να σέβεται, υπενθύμισε το Δικαστήριο, το τεκμήριο αθωότητας. Για να ερευνήσει εδώ στην ουσία του τον προβαλλόμενο ισχυρισμό, το Δικαστήριο συλλέγει τις δηλώσεις που είχαν γίνει από τη διωκτική αρχή, τις αναλύει και τελικά συμπεραίνει ότι από αυτές προκύπτει υποψία, όχι βεβαιότητα ενοχής. Έτσι απορρίπτει και τον ισχυρισμό αυτό. Όμως προηγουμένως έχει δείξει ότι στο μικροσκόπιο του ελέγχου του, για να αποφανθεί αν παραβιάσθηκε ή όχι το τεκμήριο αθωότητας, υπάγονται και οι δηλώσεις της διωκτικής αρχής.
ΙΙΙ
Η δεύτερη απόφαση, που δημοσιεύθηκε λίγες ημέρες μετά την πρώτη, Merabishvili κατα Γεωργίας (αριθμ. προσφυγ. 72508/13, 28 Νοεμβρίου 2017), ελήφθη αυτή τη φορά από την Ευρεία Σύνθεση του Δικαστηρίου. Επρόκειτο και εδώ για τον πρώην πρωθυπουργό της χώρας, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι ως πρωθυπουργός προέβη σε ευρύτατης έκτασης εικονικές προσλήψεις στο Δημόσιο για να κερδίσει ψήφους και ότι αφού έχασε τις εκλογές, ως αρχηγός πλέον της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επιχείρησε με πλαστό διαβατήριο να εξέλθει της χώρας. Ο ανωτέρω προφυλακίσθηκε και η υπόθεση που προέκυψε και έφθασε μέχρι το Στρασβούργο αφορούσε τους λόγους της προφυλάκισής του. Ενώπιον των δικαστών του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ο προσφεύγων πρώην πρωθυπουργός προέβαλε ότι η όλη ιστορία εις βάρος του ήταν στην ουσία της μια σκευωρία των πολιτικών αντιπάλων της παράταξής του, που είχε ως στόχο τον εκβιασμό του προκειμένου να καταγγείλει τον πρώην πρόεδρο της χώρας – της ίδιας πολιτικής παράταξης με αυτόν -, ως υποκινητή της δολοφονίας ενός εξέχοντος πολιτικού προσώπου.
Η υπόθεση, ως ήχθη ενώπιον της Ευρείας Συνθέσεως του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, αφορούσε τη στοιχειοθέτηση των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 18 της Συμβάσεως, ενός άγνωστου σχεδόν στο ευρύ νομικό κοινό άρθρου, το οποίο θεσπίσθηκε για να αποτραπεί ακριβώς η χρήση της κρατικής εξουσίας προς εξόντωση των πολιτικών της αντιπάλων. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό οι περιορισμοί των θεμελιωδών δικαιωμάτων που επιτρέπονται από τη Σύμβαση πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο για το σκοπό για τον οποίο η ίδια η Σύμβαση έχει προβλέψει.
Στην υπόθεση Khodorkovskiy κατά Ρωσίας (αρ. προσφ. 1082/06, 25 Ιουλίου 2013), ο γνωστός Ρώσος μεγιστάνας που κατηγορούνταν για ευρύτατης έκτασης φορολογική απάτη, είχε προβάλει ενώπιον των δικαστών του Στρασβούργου ότι όλες οι διώξεις εις βάρος του ήταν προϊόν μιας πολιτικής σκευωρίας εις βάρος του για να εμποδιστεί να εισέλθει στην πολιτική ζωή ως ο ισχυρότερος πολιτικός αντίπαλος του Προέδρου. Το Δικαστήριο σ΄ αυτήν την υπόθεση είχε φανεί ιδιαίτερα αυστηρό με τον προσφεύγοντα. Βρίσκοντας ότι οι κατηγορίες εναντίον του για φορολογική απάτη ήταν ”θεμελιωδώς στέρεες”, και θέτοντας ένα πολύ απαιτητικό επίπεδο βεβαιότητας προς απόδειξη των ισχυρισμών του, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε η πολιτική σκευωρία την οποία προέβαλε ενώπιόν του ο προσφεύγων.
Στην υπόθεση Merabishvili η Ευρεία Σύνθεση, επιτελώντας μια σημαντική νομολογιακή στροφή, χαλάρωσε σημαντικά τις απαιτήσεις του Δικαστηρίου ως προς τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 18.
Η εκδοχή του προσφεύγοντος ότι η προφυλάκισή του ήταν μέσο άσκησης πολιτικής πίεσης εις βάρος του, στηριζόταν στον πραγματικό του ισχυρισμό, που ως τέτοιος έχρηζε αποδείξεως, ότι μια νύχτα, ενώ εκρατείτο προφυλακισμένος, απήχθη παρανόμως από το κελί του από δυνάμεις ασφαλείας και προσήχθη ενώπιον του εισαγγελέως, ο οποίος του πρότεινε την αθέμιτη συναλλαγή να καταγγείλει τον πρώην Πρόεδρο και να ανακτήσει έτσι την ελευθερία του.
Το Δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή στη βάση δύο εξόχως σημαντικών συλλογισμών, ενός ερμηνευτικού και ενός αποδεικτικού.
Ερμηνεύοντας το άρθρο 18, το Δικαστήριο δέχθηκε για πρώτη φορά ότι ακόμη και αν, για τον επίδικο περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος, υφίσταται πράγματι ένας θεμιτός κατά τη Σύμβαση λόγος, ο λόγος αυτός περιορισμού τίθεται εκποδών – και άρα εφαρμόζεται το άρθρο 18 – όταν αποδεικνύεται ότι ο προέχων, ήτοι ο κυρίαρχος, σκοπός του περιορισμού ήταν αθέμιτος.
Ο αποδεικτικός συλλογισμός του Δικαστηρίου, που το οδήγησε στο αποδεικτικό του πόρισμα, υπήρξε καθοριστικής σημασίας. Ούτε η έξοδος του προσφεύγοντος από το χώρο κράτησης είχε αποδειχθεί ούτε πολύ περισσότερο η συνάντησή του με τον εισαγγελέα και φυσικά αυτά που εφέροντο να είχαν λεχθεί από τον τελευταίο. Τί απεδείχθη; Απεδείχθη (α) ότι ο εισαγγελέας εκείνο το βράδυ ήταν πράγματι στο γραφείο του και (β) ότι, οι αρχές δεν διερεύνησαν το αίτημα του προσφεύγοντος – που είχε αναγνωρίσει τους αστυνομικούς που τον συνόδευσαν στην έξοδό του προς τον εισαγγελέα – να αναζητηθούν οι κινήσεις των αστυνομικών εξετάζοντας τα κινητά τους τηλέφωνα, των οποίων αυτοί, σύμφωνα με τον προσφεύγοντα, έκαναν χρήση ενώ τον οδηγούσαν στον εισαγγελέα. Το Δικαστήριο συνήγαγε όλα τα υπόλοιπα γεγονότα στη βάση δικαστικών τεκμηρίων και λογικών συναγωγών. Και εδώ βρίσκεται το καίριο ενδιαφέρον της αποφάσεώς του. Το μήνυμα που έστειλε σε κάθε εθνική αρχή, είναι ότι για να διαπιστώσει ποιος σκοπός είναι ο προέχων όταν κινείται ο ποινικός μηχανισμός εις βάρος ενός ατόμου, το Δικαστήριο θα χρησιμοποιήσει τις ακραίες εκείνες μεθόδους απόδειξης της αλήθειας που απαιτούνται από τις περιστάσεις ώστε τα δικαιώματα που προστατεύονται από τη Σύμβαση να προστατεύονται από αυτό πραγματικά και αποτελεσματικά, όχι θεωρητικά και απατηλά.
IV
H τρίτη απόφαση, η πιο πρόσφατη, Asani κατα πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (αριθμ. προσφυγ. 27962/10, 1η Φεβρουαρίου 2018) αφορά μια υπόθεση καταδίκης για δολοφονία όπου η διαπίστωση της ενοχής του κατηγορηθέντος, και στη συνέχεια προσφεύγοντος ενώπιον των δικαστών του Στρασβούργου, στηρίχθηκε σε καταθέσεις τριών ανώνυμων μαρτύρων.
Μέσα στη νύχτα οπλοφόροι χτυπούν στα τυφλά ένα internet café σκοτώνουν εκεί τρία παιδιά και τραυματίζουν σοβαρά έξι άτομα. Η αστυνομία πιστεύει ότι εντοπίζει το δράστη, δύο ανώνυμοι μάρτυρες ισχυρίζονται ότι τον είδαν να τελεί το έγκλημα, ενώ ο τρίτος ανώνυμος μάρτυρας καταθέτει ότι ο δράστης τού εκμυστηρεύθηκε το κίνητρό του, η εκδίκηση για το θάνατο του αδελφού του. Ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ο τρίτος μάρτυρας του οποίου στο μεταξύ η ταυτότητα αποκαλύπτεται αρνείται τα πάντα. Οι εθνικοί δικαστές χρησιμοποιούν όμως την πρώτη του κατάθεση, εξηγώντας ότι την ανασκεύασε από το φόβο των αντιποίνων. Οι άλλοι δύο καταθέτουν ενώπιον ενός δικαστή της συνθέσεως και του εισαγγελέα. Επαναλαμβάνουν ό, τι είχαν αρχικά πει και μια εβδομάδα μετά ξαναβρίσκονται και απαντούν σε γραπτές ερωτήσεις που τους είχε στο μεταξύ θέσει η υπεράσπιση. Πάνω από είκοσι μάρτυρες καταθέτουν ότι ο κατηγορούμενος ήταν αλλού την ώρα της επίθεσης. Το εθνικό δικαστήριο δεν τους πιστεύει. Ο κατηγορούμενος καταδικάζεται για τις δολοφονίες και τους τραυματισμούς και έτσι η υπόθεση άγεται ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Η βασική επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος συνίσταται στη χρήση ανώνυμων μαρτύρων για την απόδειξη της ενοχής του κατά τρόπο παραβιάζοντα τις αρχές της δίκαιης δίκης.
Το Δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή. Έκρινε ότι, αν και οι καταθέσεις των ανώνυμων μαρτύρων υπήρξαν καθοριστικές για τη διαπίστωση της ενοχής του, δεν παρασχέθηκαν στον προσφεύγοντα τα μέσα να αντισταθμίσει την υποχώρηση των δικαιωμάτων του λόγω της χρήσεως των μαρτυριών αυτών με άλλα μέσα που η χρήση τους θα του επέτρεπε να ισορροπήσει την αδυναμία του.
Η απόφαση Asani δεν αφορά την άσκηση δικαστικής λειτουργίας από όργανα ενταγμένα στο πλαίσιο της νομοθετικής εξουσίας, όπως η πρώτη απόφαση που είδαμε. Ούτε τη διείσδυση πολιτικών κινήτρων στην άσκηση των καθηκόντων ενός λειτουργού της δικαιοσύνης, όπως στη δεύτερη απόφαση. Η απόφαση Asani, αν μας ενδιαφέρει εδώ, είναι γιατί αποτελεί το τελευταίο πιο χαρακτηριστικό δείγμα μιας σημαντικής εξέλιξης στην νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου: τη σχηματοποίηση από αυτό κανόνων επί ποινικών κατηγοριών που η εθνική δικαιοσύνη πρέπει να τηρεί ως προς το επίπεδο βεβαιότητας της αλήθειας τόσο για την κίνηση όσο και για την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας.
Σε δύο σκέλη μπορεί να παρουσιασθεί η σχετική νομολογία, πρώτον, ως προς το επίπεδο αποδεικτικής βεβαιότητας της αλήθειας που πρέπει να υφίσταται προκειμένου να κινηθεί η ποινική μηχανή, και, δεύτερον, ως προς την τεχνική εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων προκειμένου να συγκροτηθεί το αποδεικτικό πόρισμα.
Σχετικά με την κίνηση της ποινικής μηχανής, που αφορά τη προφυλάκιση του υπόπτου και την άσκηση εις βάρος του της ποινικής δίωξης, δύο αποφάσεις του Δικαστηρίου αρκούν για να κατανοήσει κανείς τη νέα κατεύθυνση της νομολογίας. Στην απόφαση της Ευρείας Συνθέσεως Armani κατά Ηνωμενου Βασιλείου (αριθμ. προσφυγ. 5878/08, 30 Μαρτίου 2016), το Δικαστήριο εξήγησε ότι η ποινική δίωξη, ιδίως για κακουργήματα, στοιχειοθετεί σοβαρή επέμβαση στην ιδιωτική ζωή του ατόμου, γι΄αυτό είναι απολύτως κατανοητό να μην ασκείται με ελαφρότητα, κάτι που δικαιολογεί την απαίτηση όπως για να ασκηθεί ποινική δίωξη πρέπει να είναι σε θέση η διωκτική αρχή να αιτιολογήσει ότι οι πιθανότητες καταδίκης του διωκομένου είναι υψηλότερες από τις πιθανότητες απαλλαγής του. Στη δεύτερη απόφαση, Jafarov κατά Αζερμπαινζάν (αριθμ. προσφυγ. 69981/14, 17 Μαρτίου 2016), το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υφίστανται εύλογες υποψίες εις βάρος ατόμου όταν η διωκτική αρχή δεν διαθέτει κατά τη σύλληψη του ατόμου αυτού αντικειμενικά στοιχεία που μπορεί δικαιολογημένως να θεωρηθούν ως εγκληματική συμπεριφορά κατά την έννοια του εθνικού νόμου. Έτσι το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υφίσταντο τέτοια αντικειμενικά στοιχεία στην επίδικη περίπτωση όπου ο προσφεύγων προφυλακίσθηκε ως ύποπτος απάτης και φοροδιαφυγής εκ μόνου του λόγου ότι η μη κυβερνητική οργάνωση που διηύθυνε δεν είχε επισήμως εγγραφεί, όπως επίσης δεν είχαν εγγραφεί οι δωρεές που αυτή είχε λάβει από ιδιώτες.
Σχετικά τώρα με τη συγκρότηση του αποδεικτικού πορίσματος, η νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία έχει σχηματισθεί αναφορικά με την εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, μπορεί να συνοψισθεί σε τρεις ιδέες. Πρώτον, για κάθε μαρτυρία το αρχικό ζητούμενο είναι η διερεύνηση της εντιμότητας του μάρτυρα ως προσώπου και της αξιοπιστίας της μαρτυρίας του εν όψει του συνδέσμου του μάρτυρα με την υπόθεση. Αν ο μάρτυρας είναι ανώνυμος για τον κατηγορούμενο, η ποιότητα και η δύναμη της μαρτυρίας του ως αποδεικτικού μέσου είναι αδύναμες και η μαρτυρία του αποκλείεται να χρησιμοποιηθεί ως το μοναδικό μέσο απόδειξης, μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί αν επιρρωνύεται από αλλά στοιχεία. Δεύτερον, οι μαρτυρίες πρέπει να είναι σαφείς, όχι αμφίσημες, συγκλίνουσες, όχι αντιφατικές και κυρίως βαρύνουσες στην απόδειξη του κρίσιμου γεγονότος. Μαρτυρία μη αυτόπτη μάρτυρα που στηρίζεται σε ό, τι άκουσε από τρίτο πρόσωπο δεν είναι βαρύνουσα, χωρίς πάντως να είναι απαράδεκτη. Τρίτον, μαρτυρική κατάθεση που δεν πέρασε τη δοκιμασία της αντιπαράθεσης στο ακροατήριο είναι εξ ορισμού προβληματική, με μειωμένη αποδεικτική δύναμη. Στη συγκρότηση του αποδεικτικού του πορίσματος ο εθνικός δικαστής αποκλείεται να στηρίζεται κατά τρόπο αποφασιστικό σε καταθέσεις που δεν πέρασαν με επιτυχία τη δοκιμασία της αντιπαράθεσης στο ακροατήριο.
V
Ύστερα απο την ανάπτυξη που προηγήθηκε, ας επιχειρήσουμε, τελειώνοντας, μια απάντηση στην ερώτηση που μας απασχολεί.
Απειλείται η δικαστική ανεξαρτησία;
Σε μια γνήσια δημοκρατία όπως η ελληνική, η ακεραιότητα του δικαστικού λειτουργήματος, η υποκείμενη αξία στη δικαστική ανεξαρτησία, απειλείται μόνον όταν οι λειτουργοί της δικαιοσύνης δεν υποτάσσουν τη δράση τους στο μεγαλείο του λειτουργήματός τους. Αλλά υπάρχει, όπως είδαμε, ο υπερεθνικός έλεγχος που και μόνη η συνειδητοποίηση της ύπαρξής του αρκεί, πιστεύουμε, για να συγκρατήσει το δικαστικό λειτουργό στην τήρηση των επιταγών του καθήκοντός του.
Εισήγηση στην εκδήλωση με τίτλο «Απειλείται η δικαστική ανεξαρτησία;», που διοργάνωσε το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, 23 Φεβρουαρίου 2018.
Προδημοσίευση από το περιοδικό Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου