I.
Τα σημεία επαφής του ελληνικού κράτους και της ορθόδοξης εκκλησίας είναι πολλαπλά και διαφορετικής έντασης και ποιότητας. Ένα από τα κρίσιμα πεδία τέτοιας επαφής είναι το σχολείο. Στον χώρο του σχολείου και στην εκπαιδευτική διαδικασία μπορεί κανείς να διαπιστώσει τις εξής περιπτώσεις που το θρησκευτικό φαινόμενο γίνεται ορατό: πρωινή προσευχή, εκκλησιασμός, μάθημα των θρησκευτικών, απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών, ανάρτηση θρησκευτικής εικόνας στην τάξη[1], αναγραφή της θρησκείας στα σχολικά πιστοποιητικά. Εκτός από το τελευταίο ζήτημα που φαίνεται ότι λύθηκε οριστικά στην κατεύθυνση της μη αναγραφής του θρησκεύματος,[2] η γενική τάση είναι η αντίθετη: Η επιβολή, δηλαδή, του ορθόδοξου τύπου ή πρακτικής που ακολουθεί και επιβάλλει το σχολείο. Ως εξαίρεση μόνο μπορεί να αποφευχθεί η έκθεση του μαθητή που δεν το επιθυμεί (αλλά και του δάσκαλου-καθηγητή) στην ορθόδοξη εκδοχή του θρησκευτικού φαινομένου. Η κατοχυρωμένη θρησκευτική ελευθερία έχει συμπιεστεί, λοιπόν, στην δεδομένη αμυντική γραμμή της «μη έκθεσης» με σύνηθες κόστος την πρόσκαιρη απομόνωση από τη σχολική διαδικασία, αν όχι τον στιγματισμό του μαθητή που θα πρέπει να ακολουθήσει μια ειδική διαδικασία για την εξαίρεσή του από τον κανόνα που προτάσσει η σχολική διαδικασία και επιβάλλεται στον σχολικό χώρο. Το πρόβλημα που μπορεί να διαπιστώσει κανείς εκ πρώτης όψεως είναι η μη πλουραλιστική μεθοδολογική προσέγγιση του ελληνικού σχολείου και η μη συμπεριληπτική διαδικασία, αφήνοντας τους μη-ορθόδοξους μαθητές χωρίς ισότιμη και ίσου κύρους εναλλακτική αντιμετώπιση.
II.
Από τα ζητήματα αυτά, θα συζητηθεί εδώ παρακάτω η θρησκευτική εκπαίδευση των μαθητών και τα όρια της διακριτικής ευχέρειας του κράτους να επιβάλει το περιεχόμενό της. Ποια είναι, δηλαδή, τα κανονιστικά όρια του δικαιώματος των μαθητών να μην υποβάλλονται σε μία συγκεκριμένη θρησκευτική πρακτική και κατήχηση και η υποχρέωση του κράτους να σέβεται τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των μαθητών, συμπεριλαμβανομένης της κάθε μορφής άρνησης του θρησκευτικού φαινομένου ή της μη απόκρυψης των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Η απάντηση θα μπορούσε να είναι εκ πρώτης όψεως εύκολη: Ότι, δηλαδή, τα όρια τίθενται από το Σύνταγμα και το σχετικό διεθνές δίκαιο, και ειδικότερα την ΕΣΔΑ και την νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου. Επίσης από τους νόμους, τις υπουργικές αποφάσεις και τις εγκυκλίους και βέβαια από την νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων όπως αρθρώνονται στην ελληνική έννομη τάξη.
Το άρθρο 16 (παράγραφοι 2 και 4) του Συντάγματος σε συνδυασμό με το άρθρο 2 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, σχετικά με την αποστολή του κράτους για την εκπαίδευση των παιδιών και τα δικαιώματα των γονέων, όπως και το δικαίωμα στην θρησκευτική ελευθερία (άρ. 13 Σ και 9 ΕΣΔΑ) αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του πλαισίου αυτού. Θα πρέπει να λαμβάνεται επίσης υπόψη το δικαίωμα στην ανάπτυξη της προσωπικότητας (5.1 Σ), ενώ ίσως η σημαντικότερη παράμετρος για την περίπτωση που συζητάμε αποτελεί το «βέλτιστο συμφέρον του παιδιού» (Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, άρθρο 3.1.), αρχή η οποία καθορίζει την εφαρμογή κάθε δικαιώματος του παιδιού, και άρα και του δικαιώματος στην εκπαίδευση.
Θα μπορούσε να οριοθετήσει κανείς, λοιπόν, τις υποχρεώσεις του κράτους ως εξής:
- Να αναπτύσσει την θρησκευτική συνείδηση των μαθητών (16.2 Σ)
- Να διαπλάθει ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες (16.2. Σ)
- Να λαμβάνει υπόψη τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των γονέων τους (2, 1ο Πρ, ΕΣΔΑ)
- Να μην ασκεί διακρίσεις (5.2 Σ, 14 ΕΣΔΑ)
- Να προτάσσει το «βέλτιστο ή απόλυτο συμφέρον» των μαθητών κατά την εφαρμογή του δικαιώματος στην εκπαίδευση (3.1, 28 και 29, Σύμβαση Δικ. Παιδιού).
Από την πλευρά τους οι μαθητές έχουν το δικαίωμα:
- Να αναπτύσσουν την προσωπικότητά τους (5.1 Σ)
- Να επιλέγουν ελεύθερα την θρησκεία τους ή καμία θρησκεία (13 Σ, 9 ΕΣΔΑ)
Δεν θα πρέπει να συνυπολογίζεται στη συζήτηση που αφορά τον πυρήνα των δικαιωμάτων το άρθρο 3 Σ (ότι δηλαδή «επικρατούσα θρησκεία» είναι η ορθόδοξη χριστιανική), καθώς είναι διαπιστωτικού και όχι κανονιστικού χαρακτήρα. Ότι δηλαδή η πλειοψηφία των μαθητών είναι ορθόδοξοι, αλλά όχι ότι δικαιώματα των μειοψηφικών μαθητών δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ισότιμα. Νομολογιακά, τα κανονιστικά όρια των δικαιωμάτων που συνδέονται με την διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών και την θρησκευτική ελευθερία όπως τα έχει επεξεργαστεί το Ευρ. Δικαστήριο ΔΑ, αναδεικνύονται κυρίως μέσα από τις αποφάσεις Kjelsen Busk Madsen and Pedersen v Denmark (1976), Campbell and Cosans v UK (1982), Zengin v Turkey (2007), Folgerø and Others v Norway (ΕΣ 2007), Lautsi v Italy (ΕΣ 2011), Osmanoğlu and Kocabaş v. Switzerland (2017), Papageorgiou v Greece (2019). Με βάση την νομολογία αυτή θα μπορούσε κανείς να κωδικοποιήσει τα όρια της διακριτικής ευχέρειας του κράτους ως εξής:
- Το κράτος οφείλει να προσφέρει εκπαίδευση ουδέτερη, κριτική, και πλουραλιστική.
- Το κράτος δεν πρέπει να παράσχει υποχρεωτικά κατηχητικό μάθημα θρησκευτικών, και η απαλλαγή για όσους δεν το επιθυμούν είναι υποχρέωση του κράτους. Ωστόσο η λύση αυτή δεν διασφαλίζει την αρχή του πλουραλισμού.
- Η εξαίρεση δεν μπορεί να προϋποθέτει αποκάλυψη των πεποιθήσεων του μαθητή
- Οι γονείς δεν μπορούν να ζητούν από το κράτος να μην παρέχει στα παιδιά τους καμία απολύτως πληροφορία σχετικά με το θρησκευτικό φαινόμενο και την φιλοσοφία
- Το κράτος έχει υποχρέωση ουδετερότητας και αμεροληψίας
- Το κράτος οφείλει να παράσχει εκπαίδευση με συμπεριληπτικούς όρους ώστε να διασφαλιστεί η ομαλή κοινωνική και δημοκρατική ένταξη των μαθητών
III.
Η μεταβολή των σχολικών εγχειριδίων του μαθήματος των θρησκευτικών, ύστερα από πολυετή διάλογο και δουλειά ομάδων εργασίας, και μάλιστα με την συναίνεση της Εκκλησίας της Ελλάδος επέφερε ορισμένες αντιδράσεις. Τόσο από την πλευρά εκείνων που δεν θα ήθελαν καθόλου θρησκευτική εκπαίδευση όσο και κυρίως από εκείνους που θα ήθελαν θρησκευτικά ομολογιακού τύπου. Μεγαλύτερη αναταραχή προκάλεσαν ωστόσο οι σχετικές αποφάσεις του ΣτΕ.
Οι αποφάσεις 660 και 926/2018 (Ολ.), όπως και οι 1749-1750/2019 (Ολ.) του ΣτΕ δημιούργησαν μια νέα νομολογιακή κατάσταση πραγμάτων αναφορικά με το μάθημα των θρησκευτικών, ταράσσοντας τη δημόσια συζήτηση. Οι αποφάσεις τοποθετούνται σε μια ευρύτερη προστατευτική γραμμή που υπερασπίζεται τα κεκτημένα της Εκκλησίας, όπως αυτά νοούνται από ορισμένους δικαστές και από ορισμένους εκκλησιαστικούς κύκλους. Από δικαστές κάθε βαθμίδας που ενεργούν ως όργανα μιας αυτόκλητης εθνοθρησκευτικής ορθότητας που παρακάμπτει, αν δεν διεμβολίζει, τη νομιμότητα και το πλέγμα κανόνων δικαίου που ρυθμίζει τα βασικά της έννομης τάξης μας, η οποία για το συγκεκριμένο ζήτημα οριοθετείται από τις διατάξεις και τη νομολογία που προαναφέρθηκαν.
Οι αποφάσεις του ΣτΕ έκριναν κατά πλειοψηφία ότι δεν είναι σύννομες προς το Σύνταγμα οι αποφάσεις του υπουργού Παιδείας που αναθεώρησε το περιεχόμενο των βιβλίων του μαθήματος των Θρησκευτικών. Η πλειοψηφία των δικαστών ερμήνευσε τους σχετικούς κανόνες δικαίου περισσότερο με εθνοθρησκευτικά παρά με δικαιικά κριτήρια και διατύπωσε αποφάσεις στα μέτρα των αιτούντων την ακύρωση: του Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ και την Εστία Πατερικών Μελετών, μεταξύ άλλων. Μειοψήφησαν διαφορετικές ομάδες συμβούλων που με διαφορετική ένταση στην αιτιολογία τους δεν δέχτηκαν ότι το μάθημα των θρησκευτικών μπορεί να γίνει κατηχητικού, ορθόδοξου, χαρακτήρα.
Οι αποφάσεις αποτελούν μνημείο για τις ανακολουθίες, τον θρησκευτικό δογματισμό, τις αντιφάσεις και τα λάθη. Γιατί αποτελεί κείμενο απολογητικό μιας άλλης εποχής, ωσάν να υπαγορεύτηκε από τους αιτούντες και σαν να μη συντάχθηκαν από έγκριτους νομικούς, δικαστές ανώτατου δικαστηρίου. Το ΣτΕ αναφέρεται στην «επικρατούσα θρησκεία» ως συνταγματική διατύπωση με κανονιστικές συνέπειες: «η αναφορά ως επικρατούσης θρησκείας … αποτελούσε εναρκτήρια διάταξη όλων των προϊσχυσάντων συνταγμάτων … και συνιστά βασικό στοιχείο της συνταγματικής παραδόσεως της χώρας» [παρ. 14]. Η άποψη αυτή είναι πρωτοφανής, καθώς η θεώρηση της «επικρατούσας θρησκείας» ως στοιχείου της συνταγματικής παράδοσης με κανονιστικές συνέπειες είναι αβάσιμη, καθώς στα πρακτικά της αναθεωρητικής Βουλής του 1975 είναι φανερό ότι όλοι συμφωνούν πως η αναφορά γίνεται μόνο για ιστορικούς λόγους. Διαφορετικά θα είχε εγκαθιδρυθεί μιας μορφής θεοκρατικό κράτος.
Κατά την πλειοψηφία, το άρθρο 16 παρ.2 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο μέριμνα του κράτους είναι η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των πολιτών, «η έννοια της θρησκευτικής συνειδήσεως είναι, εν όψει της χρήσεως οριστικού άρθρου, συγκεκριμένη και δεν αφορά οποιοδήποτε θρήσκευμα … ως ανάπτυξη νοείται η εμπέδωση και ενίσχυση της συγκεκριμένης αυτής θρησκευτικής συνειδήσεως», δηλαδή αυτής που υπαγορεύει η ορθόδοξη πίστη. Εδώ έχουμε μια ακόμα πρωτοφανή κρίση, ότι η θρησκευτική συνείδηση των ελλήνων πολιτών περιορίζεται σε ένα και μόνο δόγμα και θρησκεία. Σύμφωνα με την πλειοψηφία το άρθρο 16 παρ. 2 απευθύνεται αποκλειστικά στους μαθητές που ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και όχι στους ετεροδόξους, αλλοθρήσκους ή άθεους.
Στην ίδια γραμμή, το ΣτΕ κρίνει ότι «το κράτος δεν μπορεί να στερήσει από τους μαθητάς [sic] που ασπάζονται ορισμένη θρησκεία το δικαίωμα … να διδάσκονται αποκλειστικά τα δόγματα της πίστεώς των». Η θέση αυτή είναι απολύτως αστήρικτη. Το δικαίωμα στη θρησκευτική εκπαίδευση δεν περιλαμβάνει αξίωση αποκλειστικότητας και αποκλεισμού της γνωριμίας άλλων δογμάτων/θρησκειών.
IV.
Το ΣτΕ, εξάλλου, διερευνά και το περιεχόμενο του μαθήματος στον μονόδρομο που έχει επιλέξει, αναλαμβάνοντας με πατρική στοργή να προστατεύει τους αβοήθητους μαθητές από τις κακοτοπιές και την αμφιβολία: Κοινός παρανομαστής των αποφάσεων αποτελεί η προστασία των μαθητών από «σύγχυση». Το ΣτΕ εφευρίσκει μια δικής του έμπνευσης παραδοχή ότι η ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση στηρίζεται στην απαγόρευση του αναστοχασμού: «με τη σύγχυση που προκαλείται και με τον επιδιωκόμενο αναστοχασμό των μαθητών … κλονίζει την ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση». Και αλλού: «χωρίς να καλλιεργεί αμφιβολίες … ούτε να προκαλεί σύγχυση με τη διδασκαλία άλλων δογμάτων και θρησκειών … δεν εμποδίζεται η πολιτεία να περιλαμβάνει, στο πλαίσιο άλλων μαθημάτων, εκπαίδευση θρησκειολογικού χαρακτήρος». Το ΣτΕ επίσης έκτινε ότι με τα συγκεκριμένα βιβλία –τα οποία θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το μεγαλύτερο τμήμα τους είναι κατηχητικού ορθόδοξου χαρακτήρα- «οι μαθητές καθοδηγούνται προς ένα συγκεκριμένο τρόπο σκέψης και ζωής που είναι αποσυνδεδεμένο από την διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και είναι προς ένα σύστημα αξιών που νοθεύει τη διδασκαλία αυτή». Και αυτό επειδή οι μαθητές μαθαίνουν, κατά μικρό ποσοστό της διδακτέας ύλης, πληροφορίες για άλλες θρησκείες. Μια εντελώς στρεβλή κρίση πέρα από κάθε όριο υπερβολής και με τεράστιο κόστος για τον δημοκρατικό χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας.
Σύμφωνα με το ΣτΕ, λοιπόν, το μάθημα των θρησκευτικών δεν πρέπει να καλλιεργεί αμφιβολίες ούτε να περιλαμβάνει συγκριτικά στοιχεία, τα οποία επιτρέπεται να διδάσκονται μόνο στο πλαίσιο άλλων μαθημάτων. Όχι όμως στα «ιερά» θρησκευτικά, τα οποία πρέπει βέβαια να έχουν ομολογιακό χαρακτήρα, μονοδιάστατο και αποκλειστικά ορθόδοξο. Η θέση αυτή όχι μόνο είναι παρωχημένη, αλλά αντίκειται και την ΕΣΔΑ και την νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου (την οποία εργαλειακά, προσχηματικά και στρεβλά επικαλείται η πλειοψηφία). Σύμφωνα με αυτή, η καλλιέργεια του δημοκρατικού πλουραλισμού είναι υποχρέωση του κράτος, όπως και η ανάπτυξη της γνώσης και της συνείδησης όλων των ανθρώπων. Καμία υποχρέωση δεν υπάρχει για κανέναν άνθρωπο να ακολουθήσει μία και μόνη υπόδειξη ως προς την θρησκευτική πίστη ή την έλλειψή της. Σε σειρά αποφάσεών του το Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει υποστηρίξει ότι η αρχή του πλουραλισμού είναι θεμελιώδης για τη λειτουργία της εκπαίδευσης και της διδασκαλίας, ότι δεν επιτρέπεται στο κράτος να ακολουθεί οποιοδήποτε πρόγραμμα κατήχησης, και ότι εάν γίνεται διδασκαλία βασισμένη και μόνο στην επικρατούσα θρησκεία, η απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών δεν διασφαλίζει την αρχή του πλουραλισμού (αποφάσεις που προαναφέρθηκαν).
Το ΣτΕ έρχεται να προστατεύσει το έθνος και το κράτος από το παραστράτισμα, και δεν είναι η πρώτη φορά. Σύμφωνα με την Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του ανθρώπου: «[Η] ανώτατη δικαιοσύνη της χώρας μας κρίνει ότι δικαιούται να τέμνει δογματικά ζητήματα συμπεριφερόμενη ως οικουμενική σύνοδος… Το ΣτΕ αναγορεύει εαυτόν σε παιδοψυχολογική αυθεντία ελέγχοντας το κατά πόσο και από ποιά ηλικία παρίσταται ακίνδυνη η γνωριμία με το διαφορετικό. Συμπτωματικά ίσως, η τελευταία αυτή απόφαση έχει τον ίδιο εισηγητή με [εκείνη] που έκρινε ότι η απονομή της ελληνικής ιθαγένειας στη δεύτερη γενιά μεταναστών έθετε τάχα σε κίνδυνο την επιβίωση του έθνους».
Με λίγα λόγια, το ΣτΕ διολίσθησε από αυτό που είναι η δουλειά του. Ενώ καταστατικά οφείλει να κάνει έλεγχο νομιμότητας, αναλαμβάνει –για το καλό των Ορθοδόξων βλαστών του ελληνικού λαού- να κάνει ένα μεγάλο άλμα, μάλλον προς στο κενό. Να διατυπώσει ουσιαστικές εκτιμήσεις ως προς το επιτρεπτό της ανάμειξης διαφορετικών γνωστικών αντικειμένων καθώς και για την ορθότητα και την πληρότητα της αναφοράς στο ένα ή το άλλο δόγμα.
Μάλιστα, αντί για κανόνες δικαίου ερμηνεύει κατά βούληση και τις Γραφές. Λέει, λοιπόν, η πλειοψηφία, ότι το μάθημα των θρησκευτικών (όπως έχει σήμερα): «περιλαμβάνει διδασκαλία δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων διαφόρων, πέραν της Ορθοδοξίας, θρησκειών … προσβάλλει τη θρησκευτική ελευθερία των ορθοδόξων μαθητών … με τη διδασκαλία του εν λόγω μαθήματος επιδιώκονται στόχοι αναγόμενοι σε άλλα διδακτικά αντικείμενα, όπως κοινωνιολογία, φιλοσοφία, πολιτική αγωγή, οικολογία, τέχνες κ.ά. … η διδασκαλία στοιχείων της ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως είναι ελλιπής κατά το περιεχόμενο, δεν είναι αυτοτελής, αμιγής και διακριτή με αποτέλεσμα να προκαλείται σύγχυση στους μαθητές … δεν γίνεται αναφορά στην Αγία Ομοούσιο και Αδιαίρετο Τριάδα την οποία επικαλούνται στην κεφαλίδα τους όλα τα ελληνικά Συντάγματα, ο Ιησούς Χριστός παρουσιάζεται ως αγαπημένος φίλος, όχι όμως ως Σωτήρας του κόσμου … δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην προβολή στοιχείων κοινών στη διδασκαλία της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας και των άλλων δογμάτων … η αναφορά στις διδασκαλίες άλλων θρησκειών περιλαμβάνει πλήθος υπερβολικά λεπτομερειακών στοιχείων».
Η μυωπική πλειοψηφία που προσυπογράφει τις αποφάσεις θέτει ένα αρχικά ενδιαφέρον, αλλά «ύπουλο» ζήτημα ως προς την ισότητα των Ορθοδόξων με τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες: Το επιχείρημα λέει, ότι αφού οι υπόλοιπες κοινότητες (καθολικοί χριστιανοί, μουσουλμάνοι, εβραίοι) όντως λαμβάνουν θρησκευτική εκπαίδευση με ομολογιακό χαρακτήρα, γιατί όχι και οι «δικοί μας» ορθόδοξοι; Οι αποφάσεις παραγνωρίζουν τις ειδικές συνθήκες κάτω από τις οποίες αναγνωρίστηκε το δικαίωμα διδασκαλίας ομολογιακών θρησκευτικών στα σχολεία αυτά, στα οποία κακώς δεν παρέχεται πληροφόρηση για τις άλλες θρησκείες ούτε για την επικρατούσα στην Ελλάδα. Η πρόταση του ΣτΕ είναι να αναπαραχθεί αυτό το μοντέλο και κάθε θρησκευτική κοινότητα να διδάσκεται τα δικά της θρησκευτικά, χωρίς να μπαίνει στον κόπο να αναλογιστεί τις πρακτικές δυσκολίες και κυρίως να πάρει θέση απέναντι στο κοινοτικό μοντέλο οθωμανικού τύπου που θα προκύψει για όλους, στο πρότυπο του οποίου σχεδιάστηκε η θρησκευτική εκπαίδευση μουσουλμάνων και εβραίων στην Ελλάδα. Ο εξισωτισμός προς τα έξω (ως προς το δημοκρατικό πλουραλιστικό μοντέλο που προτάσσει το Σύνταγμά μας και η ΕΣΔΑ) είναι ασφαλώς εύπεπτος για τους οπαδούς των θρησκειών αλλά εντελώς ολισθηρός για το κοινωνικό σύνολο.
V.
Την καταρρακωμένη τιμή του ΣτΕ έσωσαν οι Σύμβουλοι που μειοψήφισαν (Ι. Μαντζουράνης, Σ. Χρυσικοπούλου, Θ. Αραβάνης, Μ. Πικραμένος, Α. Μ. Παπαδημητρίου, Μαρκάτης, Κ. Κουσούλης, Α. Χλαμπέα, Χ. Ντουχάνης, Ι. Σύμπλης), οι οποίοι με στέρεο σκεπτικό, συνεπή αναφορά στις διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, αλλά και τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου έδειξαν ότι η μη επιβολή μιας συγκεκριμένης θρησκευτικής κοσμοθεωρίας δεν αντίκειται στην συνταγματικής μας τάξη. Αφού ορθά προέταξαν την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης που αποτελεί ιδιαίτερη έκφανση του δικαιώματος της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5.1 Σ), έκριναν ότι «το πρόγραμμα θρησκευτικής εκπαίδευσης μπορεί μεν να περιλαμβάνει “πληροφορίες ή γνώσεις θρησκευτικού χαρακτήρα” πλην η μετάδοσή τους πρέπει να είναι “αντικειμενική, κριτική και πλουραλιστική” και να μην επιδιώκει “κατηχητικό σκοπό”. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η οποία είναι και η επικρατούσα σήμερα, το Σύνταγμα και η ΕΣΔΑ δεν υποχρεώνουν τον νομοθέτη να προσδώσει στο μάθημα των θρησκευτικών αμιγώς ομολογιακό ή κατηχητικό χαρακτήρα, «διότι τούτο θα ισοδυναμούσε όχι με ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης, αλλά με “επιβολή θρησκευτικής συνείδησης” συγκεκριμένου περιεχομένου, η οποία αντίκειται στις αρχές της θρησκευτικής ουδετερότητας και της πολυφωνίας που διέπουν την παροχή της εκπαίδευσης από το Κράτος». Αποτέλεσμα θα ήταν να ματαιωθεί «το δικαίωμα του μαθητή να επιλέξει και να διαμορφώσει κριτικά ουσιώδες στοιχείο της προσωπικότητάς του και της αντίληψής του για τον κόσμο και τον άνθρωπο». Αυτό ακριβώς, δηλαδή, που απεύχεται η πλειοψηφία του ΣτΕ.
Ειδικά η απόφαση 660 στηρίζεται σε αναλυτική αναφορά των σχολικών βιβλίων τεκμηριώνοντας κατά πόσο μη ορθόδοξα είναι όλα αυτά τα οποία διδάσκονται οι νέες γενεές των Ελλήνων. Είναι τόσο αναλυτική η παράθεση που δύσκολα κανείς θα μπορούσε να ελέγξει τη βασιμότητα των αναφορών. Εξάλλου, θα μπορούσε να εικάσει κανείς ότι η έρευνα έγινε από κάποιον από τους αιτούντες οι οποίοι προσέφεραν την τεκμηρίωση στο δικαστήριο. Έγινε έλεγχος σε δύο από τις πολλές αναφορές. Μας λέει η απόφαση ότι στην «ΘΕ 6 της Γ’ τάξης του Δημοτικού (με τίτλο «ποιος είναι ο Ιησούς Χριστός») ο Ιησούς Χριστός παρουσιάζεται ως «ξένος», όχι όμως ως Σωτήρας του κόσμου». Ωστόσο, η αναφορά του Χριστού ως «ξένου» προέρχεται από τα κείμενα: Στον Επιτάφιο Θρήνο της Μεγάλης Παρασκευής, «…. ο Ιωσήφ θεασάμενος / προσήλθε των Πιλάτω και καθικετεύει λέγων: Δός μοι τούτον τον ξένον, Τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσω./ Δος μοι τούτον τον ξένον, /ον ομόφυλοι, μισούντες θανατούσιν ως ξένον/. Μήπως και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος δεν έχει αναφερθεί στον Χριστό ως «πρόσφυγα»; Ως προς το δεύτερο: είναι ψευδές ότι ο Χριστός δεν αναφέρεται ως Σωτήρας, υπάρχει σαφής αναφορά στη σελ. 91 του βιβλίου με απόσπασμα του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου (12, 47). Η απόφαση εκτός από την ποιοτική, παραπλανητική και με αυστηρά δογματικά κριτήρια όπως φαίνεται, αποτίμηση των βιβλίων εκτιμά ότι και ποσοτικά δεν είναι επαρκής ο χρόνος που αφιερώνεται στην διδαχή της Ορθόδοξης πίστης, εάν αφαιρέσει κανείς την «σκάρτη» ύλη που αναφέρεται σε άλλα δόγματα και θρησκείες.
Την συμβατότητα της απόφασης με την ΕΣΔΑ κλήθηκε να εξετάσει το Δικαστήριο του Στρασβούργου στην υπόθεση Παπαγεωργίου και λοιποί κατά Ελλάδας (προσφυγές αριθ. 4762/18 και 6140/18). Στην απόφαση της 31-10-2019, το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα ότι η υποχρεωτική συμμετοχή στο μάθημα των θρησκευτικών στα ελληνικά σχολεία είναι αντίθετη με το άρθρο 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (δικαίωμα στην εκπαίδευση) της ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό με το άρθρο 9 (θρησκευτική ελευθερία, της σκέψης και της συνείδησης). Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι οι ελληνικές αρχές δεν έχουν το δικαίωμα να υποχρεώνουν τους ιδιώτες να φανερώνουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους μέσα από την αίτηση εξαίρεσης, δηλαδή την προσκόμιση υπεύθυνης δήλωσης με την οποία βεβαιώνεται ότι τα παιδιά τους δεν είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Αυτή η υποχρέωση συνιστά δυσανάλογο βάρος για τους γονείς αναφορικά με τη γνωστοποίηση πληροφοριών από την οποία μπορεί να εξαχθεί ότι οι ίδιοι και τα παιδιά τους έχουν, ή δεν έχουν, συγκεκριμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ωστόσο, το Δικαστήριο παρέκαμψε εντελώς το ερώτημα που του τέθηκε ως προς το περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών και το οποίο ήταν και το κρίσιμο.
VI.
Οι αποφάσεις του ΣτΕ παραγνωρίζουν την συνταγματική επιταγή για την δημιουργία των προϋποθέσεων που θα οδηγήσουν στη συγκρότηση ελεύθερων συνειδήσεων των μαθητών, ικανών για τις ανάπτυξη δικών τους προσωπικών επιλογών μεταξύ των οποίων και ως προς την θρησκευτική συνείδηση. Το κράτος οφείλει να απέχει από μονομερή δογματική κατήχηση. Εάν το πράξει, θα πρέπει να παράσχει σε κάθε ομάδα τη δική της θρησκευτική κατήχηση, επιφέροντας έτσι έναν θεσμικό θρησκευτικό κοινοτισμό, επιτείνοντας τον κοινωνικό κατακερματισμό με βάση την θρησκεία. Αντίστροφα, για την διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, ο ενδεδειγμένος δρόμος είναι η πλουραλιστική πληροφόρηση των μαθητών για το δικό τους θρήσκευμα αλλά και των άλλων, προάγοντας τον πλουραλισμό, και άρα την δημοκρατία μέσα από τον αμοιβαίο σεβασμό. Στην εκδοχή αυτή, το κράτος αναπτύσσει την θρησκευτική συνείδηση ή την απόρριψή της, αφού πρώτα έχει ενδυναμώσει κάθε δυνατότητα ωρίμασης των μαθητών και ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους. Πόσο μάλλον όταν σκοπός της εκπαίδευσης είναι να καλλιεργεί την κριτική σκέψη απέναντι σε όσα διδάσκει το σχολείο. Στο σημείο αυτό μπορεί να διατυπωθεί μια πρόταση: εάν το κράτος πρόσφερε μια γνωσιακού τύπου μάθηση για τις θρησκείες στην Ελλάδα και τον κόσμο, οι γονείς που ενδιαφέρονται για κατηχητική θρησκευτική διδασκαλία θα μπορούσαν να συμπληρώσουν τις γνώσεις και την θρησκευτική αγωγή των παιδιών τους εκτός σχολείου με όποιον τρόπο θέλουν (βλ. κατηχητικό κλπ). Το σχολείο, δηλαδή, δεν θα πρόσφερε κατήχηση στα μέλη των θρησκευτικών κοινοτήτων, αλλά την κατήχηση θα αναλάμβαναν οι θρησκευτικές κοινότητες εκτός σχολείου στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής του κάθε μαθητή, εφόσον το επιθυμούσε.
Εν τέλει, οι αποφάσεις του ΣτΕ αυτές επαναφέρουν το ερώτημα που μας ταλαιπωρεί δεκαετίες τώρα: Τι πάει στραβά στις σχέσεις κράτους-θρησκείας, και δη τις σχέσεις ελληνικού κράτους και Ορθόδοξης Εκκλησίας; Γιατί ο νομοθέτης και ο δικαστής αναβάλλουν επιμελώς, αν δεν υπονομεύουν, την σαφή διάκριση των ρόλων μεταξύ των δύο; Η απάντηση, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να αναζητηθεί στην διατήρηση του νεφελώδους συμπλέγματος ελληνικού κράτους και ελληνικού έθνους, στοιχείο του οποίο είναι η άρρητη ενσωμάτωση της ελληνοχριστιανικής ταυτότητας στην ιδιότητα του πολίτη. Εάν δεν γίνει ένας σαφής προσδιορισμός της «εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης», ενδεχομένως με την επαναδιατύπωση του άρθρου 16 Σ θα είναι πολύ δύσκολο να δούμε την πλήρη ευθυγράμμιση της ελληνικής με την ευρωπαϊκή έννομη τάξη στο ζήτημα αυτό.
Βιβλιογραφία
Τίνα Σταυρινάκη, «Πρώτο Πρωτόκολλο, Άρθρο 2», Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (επιμ. Λ-Αλ. Σισιλιάνος), Νομική Βιβλιοθήκη, 2013
Γιώργος Σωτηρέλης, “Θρησκεία και Εκπαίδευση κατά το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση. Από τον κατηχητισμό στην πολυφωνία”, Αντ. Σάκκουλας, 1993
Effie Fokas, “Stuck in the middle with Papageorgiou: Missed or new opportunities?”, <www.strasbourgobservers.com>, 27.11.2019
Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Δελτίο τύπου, «Η Οικουμενική Σύνοδος του ΣτΕ απεφάνθη», <www.hlhr.gr>, 23.3.2018,
[1] Βλ. απόφαση 71/2019 ΣτΕ η οποία έκρινε σύννομη την ανάρτηση των εικόνων στις σχολικές αίθουσες.
[2] Βλ. απόφαση 1759/2019 ΣτΕ και απόφαση 28/2019 της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.
(εμπλουτισμένο κείμενο εισήγησης που έγινε στην εκδήλωση «’Κατάργηση’ του ασύλου και κατήχηση στην εκπαίδευση: Το Σύνταγμα σε δοκιμασία;», Όμιλος Αριστόβουλος Μάνεσης και ΔΣΑ, 27 Νοεμβρίου 2019, Αθήνα)