ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ:
Κράτος δικαίου, δημοκρατία και δράσεις για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής πολιτότητας
- Η ενίσχυση των δικαιωμάτων των Ευρωπαίων Πολιτών – Προς μία συμπεριληπτική Ευρωπαϊκή πολιτότητα;, Δέσποινα Αναγνωστοπούλου
- Ενωσιακοί μηχανισμοί για την αποτελεσματική αντιμετώπιση “κρίσεων του Κράτους Δικαίου” στα κράτη μέλη της ΕΕ, Μιχαήλ Χρυσομάλλης
- Η Πρωτοβουλία Ευρωπαίων Πολιτών: Ένα νέο εργαλείο συμμετοχικής δημοκρατίας στην Ε.Ε., Ιωάννης Παπαδόπουλος
- Κοινωνική ιδιότητα του πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μετα-μαρσαλιανά δικαιώματα και υποχρεώσεις, Θεοδώρα Κωστακοπούλου
- Νέα οικονομική διακυβέρνηση κατά ιθαγένειας εθνικής και ευρωπαϊκής, Βασίλης Χατζόπουλος
- Social Exclusion during the Eurozone Crisis, Alexandros Kyriakidis
- The Cross-border Continuity of Civil Status as a means of enhancing the Rights of the European Citizen, Miguel Gardeñes Santiago
- Ιδιότητα του πολίτη και «δικαίωμα στη φροντίδα» στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Άννα-Μαρία Κώνστα
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ:
Η αντιμετώπιση του ‘Άλλου’: καταπολεμώντας τις αρνητικές διακρίσεις και τον ρατσισμό
- O ρατσισμός και η ξενοφοβία στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ροζάκης Χρήστος
- Ποινική καταστολή των εκφάνσεων του ρατσισμού, Μαρία Καϊάφα – Γκμπάντι
- Θεσμικές διακρίσεις: ο αθέατος ρατσισμός των θεσμικών δομών, Στέργιος Κοφίνης
- Ρατσιστικός λόγος και ελευθερία της έκφρασης, Αναστάσιος Παυλόπουλος
- Ρητορική μίσους και αυτονομία των θρησκευτικών κοινοτήτων, Λίνα Παπαδοπούλου
- Cultural diversity and the European Court of Human Rights: Dealing with difference, groups and identities, Nikos Gaitenidis
- “Je suis Achbita!”, Joseph H.H. Weiler
- Διακρίσεις κατά ατόμων λόγω ταυτότητας φύλου και γενετήσιου προσανατολισμού στον Ευρωπαϊκό χώρο, Κωνσταντίνος Κουρούπης
- Policies and practices for fighting social exclusion of persons with disabilities in European Union: Focus on educational inclusion, Ioannis Agaliotis
- Violence against Women: Persisting Discrimination in Europe?, Kalliopi Chainoglou
Προλογικό σημείωμα επιμελήτριας της σειράς- Ασπασία Ι. Τσαούση
Αποτελεί για μένα ιδιαίτερη χαρά και τιμή να φιλοξενείται ο συλλογικός τόμος Προς μια Συμπεριληπτική Ιδιότητα του Πολίτη στην Ελλάδα και την Ευρώπη στη σειρά «Δίκαιο και Κοινωνικές Επιστήμες» την οποία επιμελούμαι για τις εκδόσεις Παπαζήση. Την συλλογή και την επεξεργασία των κειμένων έχουν επιμεληθεί με φροντίδα και υψηλό βαθμό επιστημονικότητας οι αγαπητές συναδέλφισσές μου, κα. Λίνα Παπαδοπούλου (Αν. Καθηγήτρια στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης) και κα. Δέσποινα Αναγνωστοπούλου (Αν. Καθηγήτρια στο Τμήμα Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας).
Το αντικείμενο του συλλογικού αυτού τόμου καλύπτει θεματικά μια ευρύτατη περιοχή συγγραφής και έρευνας, που έχει απασχολήσει έντονα κατά την τελευταία εικοσαετία κορυφαίους νομικούς όσο και πολλούς άλλους κοινωνικούς επιστήμονες, ιδίως από τον χώρο της πολιτικής επιστήμης και της πολιτικής κοινωνιολογίας. Το ερευνητικό τοπίο που έχει μέχρι σήμερα σκιαγραφηθεί είναι ιδιαίτερα πλούσιο και πολυσχιδές κι έχει ήδη αναδείξει κάποιες κύριες κατευθύνσεις, στις οποίες κινούνται και οι συγγραφείς του παρόντος τόμου. Ο κεντρικός άξονας είναι σαφέστατα η έννοια της «συμπερίληψης» (inclusiveness) και ο πρωταρχικός στόχος που συνάγεται από τα συμπεράσματα των επιμέρους μελετών είναι να επεκταθούν τα όρια της πολιτότητας, έτσι όπως είχε γίνει αντιληπτή κατά την περίοδο της ύστερης νεωτερικότητας.
Φιλοδοξία κοινή όσων ασχολούνται με το συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο φαίνεται πως είναι «να φανταστούμε μια διευρυμένη πολιτότητα», όπως θα μας συμβούλευε ο Roberto Mangabeira Unger. Καθηγητής στη Νομική Σχολή του Harvard και ηγετική μορφή της Σχολής των Κριτικών Νομικών Σπουδών, ο Unger ήταν ένας από τους ελάχιστους θεωρητικούς που μπόρεσε, από τη θέση του Υπουργού Στρατηγικών Σχέσεων, να υλοποιήσει το όραμά του σε μια σειρά από ρηξικέλευθα πολιτικά μέτρα στη χώρα καταγωγής του, τη Βραζιλία. Δεν είναι τυχαίο πως στον πυρήνα της πρότασής του για μια «ενδυναμωμένη δημοκρατία» (empowered democracy) βρίσκεται μια «ενδυναμωμένη», θα λέγαμε, «πολιτότητα», που ενισχύεται από μια δέσμη συλλογικών δικαιωμάτων, όπως είναι τα δικαιώματα αλληλεγγύης και αποδυνάμωσης των ελίτ. Οι ραγδαίες αλλαγές που έφερε μαζί της η παγκοσμιοποίηση στην αυγή της τρίτης χιλιετίας εντατικοποίησε τις προσπάθειες να ρυθμιστούν με επιστημονικά κριτήρια τα νεοεμφανιζόμενα πολύπλοκα φαινόμενα και να αντιμετωπιστούν τα νέας κοπής ηθικοπολιτικά και νομικά διλήμματα. Κάθε νέα θεωρητική πρόταση για την ποιοτική αναβάθμιση της σύγχρονης δημοκρατίας επικεντρώθηκε, σχεδόν αναγκαστικά, στην ιδιότητα του πολίτη (βλ. και το πρώτο βιβλίο της σειράς, Ασπ. Τσαούση, Δίκαιο και Συνεργατικότητα: Μια Νέα Προσέγγιση στην Κοινωνιολογία του Δικαίου, Εκδ. Παπαζήση 2013, Κεφάλαια 4 και 5).
Καθώς τεράστιες μάζες πληθυσμού διαφορετικής εθνικότητας και θρησκευτικών πεποιθήσεων είχαν μεταναστεύσει εσωτερικά και εξωτερικά σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, τα νομικά συστήματα των δυτικών δημοκρατιών προχώρησαν στις απαραίτητες συνταγματικές αναθεωρήσεις ώστε να κατοχυρωθούν, έστω βαθμηδόν και έστω εν μέρει, τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα αρκετών μειονοτήτων. Βέβαια, η κοινωνική επίγνωση ότι στις μειονότητες ανήκουν και μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες, όπως οι γυναίκες, που παραδοσιακά στερήθηκαν την ιδιότητα του πολίτη, ενσταλάχτηκε στις δυτικές κοινωνίες με αρκετή βραδύτητα, αδικαιολόγητη και εσκεμμένη.
Η δεκαετία του 1960, γνωστή στην Κοινωνιολογία και ως «η δεκαετία των κοινωνικών κινημάτων», κατέδειξε αυτήν τουλάχιστον την αλήθεια: ότι τα μέλη των μειονοτήτων παραμένουν αόρατα αν δεν διεκδικήσουν μαζικά, δημόσια και αγωνιστικά τα δικαιώματά τους. Η κυρίαρχη σε κάθε κοινωνία πολιτισμική ομάδα δεν αναγνωρίζει την ύπαρξή τους, δεν ασχολείται με τα προβλήματά τους, δεν συμμερίζεται το όραμά τους για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη. Γιατί; Διότι συνήθως δεν έχει κανένα συμφέρον να “αλλάξουν τα πράγματα”, εφόσον οποιαδήποτε κοινωνική αλλαγή και ενδεχόμενη ανατροπή του status quo ενέχει και τον κίνδυνο να αναδιανεμηθεί ο πλούτος. Αυτό θα σήμαινε για τα μέλη της κυρίαρχης ομάδας να χαθούν τα παγιωμένα κοινωνικά και πολιτικά τους προνόμια και να μοιραστούν με έναν διευρυμένο κύκλο προσώπων όλα όσα ποτέ τους δεν μοιράστηκαν: δικαιώματα και ελευθερίες.
Επομένως, δεν θα έπρεπε καθόλου να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι δυτικές κοινωνίες εισήλθαν πολύ διστακτικά, και με διαφορετικό ρυθμό η καθεμία, στην εποχή της μετανεωτερικότητας. Είναι επίπονες, μακροχρόνιες και όχι πάντοτε παρατηρήσιμες οι εσωτερικές διεργασίες που απαιτούνται για να μεταμορφωθεί μια κοινωνία σε γνήσια πολυσυλλεκτική και πολυπολιτισμική. Μια τέτοια κοινωνία σέβεται κατ’ ουσίαν την ετερότητα, τον διαφορετικό άλλο, τον πρόσφυγα, τον μουσουλμάνο, τον ομοφυλόφιλο. Δεν τον ανέχεται. Τον αποδέχεται πλήρως. Τον σέβεται. Του αναγνωρίζει τα ίδια ακριβώς (και όχι παρόμοια) δικαιώματα. Αυτού του είδους οι μεταβολές σε μια πρώτη φάση επιβάλλονται άνωθεν, από τον εθνικό ή υπερεθνικό νομοθέτη, ή από δικαστήρια (όπως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) που με την συχνά πρωτοποριακή ερμηνεία τους πρωτοστατούν στη θεμελίωση ενός πανευρωπαϊκού κράτους δικαίου. Ωστόσο, η μετάβαση σε μια κοινωνία «ισότητας για όλους» προϋποθέτει ότι ο πολίτης θα μεταμορφωθεί πρώτα ο ίδιος/η ίδια, εσωτερικά, προκειμένου να μεταμορφωθεί ριζικά η κοινωνία του. Αυτή είναι η δεύτερη, κρίσιμη φάση, της πρακτικής υλοποίησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την οποία πρέπει να μετέλθουν οι ώριμες πολιτικά δημοκρατίες.
Εμπειρικές έρευνες που έχουν διενεργηθεί από δημόσια, ιδιωτικά και πανεπιστημιακά κέντρα κοινωνικών ερευνών καταδεικνύουν ότι έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε για να επιτευχθεί η πολυπόθητη «συμπερίληψη». Τόσο η «παλιά» Ευρώπη, που γέννησε πολλά έθνη-κράτη, όσο και νεότερα ομοσπονδιακά κράτη όπως οι ΗΠΑ και η Αυστραλία, μαστίζονται από σοβαρά κοινωνικά προβλήματα, όπως ο θεσμικός ρατσισμός, η ξενοφοβία και η μισαλλοδοξία. Τα προβλήματα αυτά εκδηλώνονται ολοένα και περισσότερο μέσα από εξάρσεις βίας, εγκλήματα μίσους και στοχευμένες επιθέσεις εις βάρος μεταναστών. Επιπρόσθετα, ο φόβος και το μίσος για «τον διαφορετικό άλλο» διαχέονται μέσα από θεσμούς, όπως η οικογένεια, το σχολείο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εμπεδώνοντας αρνητικά στερεότυπα και παγιώνοντας προκαταλήψεις. Ταυτόχρονα, η διαγενεακή μεταβίβαση της φτώχειας και η χρόνια ανεργία κρατούν εγκλωβισμένα στο κοινωνικό περιθώριο μεγάλα τμήματα του πληθυσμού που θα μπορούσαν να συμμετέχουν στην οικονομία και στον πολιτισμό σαν ενεργοί πολίτες.
Παρά τη δυσοίωνη αυτή κατάσταση, που μας αναγκάζει η ρεαλιστική ματιά του κοινωνικού επιστήμονα να λάβουμε υπόψη μας, υπάρχει χώρος για ελπίδα και πολλοί επιμέρους λόγοι για αισιοδοξία. Αξιόλογες και σοβαρές είναι οι πρωτοβουλίες των πολιτών, συντονισμένες μέσα από Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις ή αυθόρμητες, εκφρασμένες μέσα από εθελοντική ή φιλανθρωπική δράση σε επίπεδο γειτονιάς, κοινότητας και δήμου. Σημαντικές είναι οι μεταβολές οι οποίες αποτυπώνονται στις δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες δείχνουν την αυξημένη κοινωνική νοημοσύνη των ερμηνευτών του Δικαίου που συμμετέχουν σε εθνικά και διεθνή δικαιοδοτικά όργανα. Τα νομοθετικά σώματα έχουν αντιληφθεί ότι το τεράστιας δικαιοπολιτικής και ηθικής σημασίας διακύβευμα της πρόσβασης στη Δικαιοσύνη «ολοένα και περισσότερων πολιτών» απαιτεί ένα νέο, διευρυμένο και συμπεριληπτικό νομικό πλαίσιο για την ιθαγένεια. Οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, όπως καθίσταται φανερό από την εξαιρετική συλλογή μελετών που περιλαμβάνονται στον παρόντα τόμο, έχουν εμβαθύνει τον προβληματισμό τους, αναλύοντας με οξυδέρκεια αθέατες μέχρι σήμερα πτυχές του φαινομένου και δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη διεπιστημονική προσέγγιση.
Περισσότερο εμφανής από ποτέ είναι η κοινωνική ευαισθησία των μελών επαγγελματικών σωματείων, συλλόγων και οργανώσεων. Στηρίζουν πιο συμμετοχικές διαδικασίες επίλυσης των διαφορών όπως είναι η Διαμεσολάβηση και προσπαθούν να συνεργαστούν για την επίλυση κοινωνικών προβλημάτων, διευκολύνοντας την πρόσβαση μελών διαφορετικών μειονοτήτων σε τυπικές και άτυπες θεσμικές δομές. Τέλος, και αυτό πιστεύω πως είναι το πιο ελπιδοφόρο σημάδι προόδου, συγκινητική και κοινωνικά ορατή είναι η συνειδητοποίηση της νέας γενιάς νομικών πως το μέλλον μας πρέπει να είναι συμπεριληπτικό, πολύφωνο και πολυποίκιλο. Η προσήλωση των νέων αυτών ανθρώπων στα δημοκρατικά ιδεώδη εκφράζεται και μέσα από την επίδειξη μηδενικής ανοχής σε περιστατικά εκφοβισμού, σεξουαλικής παρενόχλησης και βίας (λεκτικής ή ψυχολογικής) στον χώρο του Πανεπιστημίου.
Κάτι έχει αλλάξει. Αργοχαράζει ένας νέος κόσμος όπου η διαφορετικότητα έχει νομικό έρεισμα και κοινωνικό νόημα. Έχει ήδη σημειωθεί μια ποιοτική στροφή προς έναν νομικό πολιτισμό με επίκεντρο τον άνθρωπο και την αναλλοίωτη αξία του. Με την συμπερίληψη περισσότερων και εν τέλει όλων των «διαφορετικών άλλων» πολιτών, θα ενισχυθεί η κοινωνική συνοχή και θα βαθύνει η δημοκρατία. Με την ολοκλήρωση της συμπερίληψης, θα εξασφαλιστεί η πλήρης κοινωνική, οικονομική, πολιτική και πολιτισμική συμμετοχή όλων των πολιτών στους θεσμούς, ανεξάρτητα από φύλο, φυλή, εθνική ή εθνοτική καταγωγή, σεξουαλικό προσανατολισμό, θρησκεία, ηλικία, αναπηρία ή άλλη κοινωνική θέση που είχε ιστορικά αποτελέσει πηγή για μεροληπτικές εις βάρος τους διακρίσεις και άνιση μεταχείριση.
Οι κοινωνίες θα είναι πιο ελεύθερες και ανοιχτές, μέσα από την ουσιαστική κατανόηση της θέσης και της κατάστασης του άλλου, δηλαδή μέσα από την βεμπεριανή «ενσυναίσθηση». Την ανάγκη να αναδομήσουμε πρακτικές και αντιλήψεις για να διαμορφώσουμε περισσότερο «συμπεριληπτικές κοινωνίες» την είχε εντοπίσει ήδη από το 1933 ο Franklin D. Roosevelt, o oποίος χρησιμοποίησε τον όρο “inclusive society” σε έναν λόγο του που ανακοίνωνε τα μέτρα του New Deal. Ήρθε η ώρα να υλοποιηθεί το μέλλον που οι λαβωμένοι από τον καταστροφικό δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο λαοί οραματίστηκαν και να βαδίσουμε προς κοινωνίες στις οποίες, κατά τη ρήση του Roosevelt, «κανείς δεν θα μείνει εκτός».
Ασπασία Ι. Τσαούση, Αν. Καθηγήτρια Κοινωνιολογίας του Δικαίου, Νομική Σχολή ΑΠΘ
Προλογικό σημείωμα – Λίνα Παπαδοπούλου και Δέσποινα Αναγνωστοπούλου