Το νέο εκλογικό σύστημα που προτείνει η Κυβέρνηση αποτελεί μια παραλλαγή των εκλογικών συστημάτων του 2004 («νόμος Σκανδαλίδη») και του 2008 («νόμος Παυλόπουλου»). Πρόκειται για ένα σύστημα με bonus –είδος υπό εξαφάνιση μεταξύ των ευρωπαϊκών εκλογικών συστημάτων– που αποβλέπει στη διασφάλιση του νικητή των εκλογών κατά του κινδύνου να μην επιτύχει απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Όλα τα εκλογικά συστήματα με bonus είναι εξ ορισμού ύποπτα για αντισυνταγματικότητα, διότι εισάγουν, και μάλιστα ex ante, απόκλιση από την αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου, δηλαδή την ισότητα κατ’ αποτέλεσμα της κάθε ψήφου ξεχωριστά, μετά την εξαγωγή της από την κάλπη (βλ. Χ. Ανθόπουλου, Εκλογικά συστήματα και συνταγματικές δεσμεύσεις. Μια συγκριτική ανάλυση μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, εκδόσεις Σάκκουλα 2016).
Το γεγονός ότι το δικαστήριο το οποίο είναι επιφορτισμένο στην Ελλάδα με τον έλεγχο του κύρους των βουλευτικών εκλογών –το ΑΕΔ– αντιλαμβάνεται την αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου ως μια μεταβλητή του εκάστοτε ισχύοντος εκλογικού συστήματος και όχι ως παράμετρο συνταγματικότητάς του, δεν αναιρεί τη συνταγματική αξία της αρχής αυτής και την υποχρέωση σεβασμού της από τον εκλογικό νομοθέτη, έστω και κατά συνεκτίμηση της αρχής της «κυβερνητικής σταθερότητας», η οποία κατ’ ακριβολογία δεν αποτελεί μια συνταγματική αρχή αλλά απλώς έναν συνταγματικώς θεμιτό πολιτικό στόχο.
Υπάρχει ένα άκρο ανεκτό όριο, πέρα από το οποίο η απόκλιση από την αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου καθιστά το εκλογικό σύστημα δημοκρατικά και συνταγματικά ελαττωματικό. Το προτεινόμενο νέο εκλογικό σύστημα ξεπερνάει το όριο αυτό τουλάχιστον σε δύο σημεία:
Πρώτον, όσον αφορά τη χορήγηση του bonus σε προεκλογικό συνασπισμό συνεργαζόμενων κομμάτων. Το εκλογικό νομοσχέδιο, υιοθετώντας αυτούσια τη ρύθμιση του εκλογικού νόμου του 2008, αποκλείει ουσιαστικά τους προεκλογικούς συνασπισμούς από την πρόσβαση στο bonus, αφού θέτει ως προϋπόθεση για τη χορήγησή του, να είναι ο μέσος όρος της δύναμης των συνεργαζόμενων κομμάτων μεγαλύτερος από την εκλογική δύναμη του αυτοτελούς κόμματος που συγκέντρωσε τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων. Δηλαδή, εάν το κόμμα Β και το κόμμα Γ συμπήξουν προεκλογικό συνασπισμό και λάβουν από κοινού 45%, ενώ το αυτοτελές κόμμα Α λάβει 40% το προβλεπόμενο bonus των 50 εδρών θα χορηγηθεί στο κόμμα Α, επειδή ο μέσος όρος της δύναμης των δύο συνεργαζόμενων κομμάτων (22,5%) είναι μικρότερος από το εκλογικό ποσοστό του αυτοτελούς κόμματος. Πίσω από τη ρύθμιση αυτή υφέρπει η αντίληψη ότι η μόνη φυσιολογική εκδοχή του κοινοβουλευτικού συστήματος είναι ο «πλειοψηφικός κοινοβουλευτισμός» και οι μονοκομματικές κυβερνήσεις (πρβλ. και την κριτική του Θ. Χατζηπαντελή στο Syntagma Watch). Είναι προφανές ότι η ρύθμιση αυτή που καθιστά τη μικρότερη σχετική εκλογική πλειοψηφία απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, έρχεται σε ευθεία αντίθεση προς το άρθρο 52 Συντ. που κατοχυρώνει την ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας
Δεύτερον, όσον αφορά το μέγεθος του bonus. Είναι μεν κυμαινόμενο και κλιμακωτό, με ελάχιστο κατώφλι πρόσβασης το 25%, ωστόσο μπορεί να φτάσει μέχρι και τις 50 έδρες, δηλαδή το 16,6% των εδρών της Βουλής, που αποτελεί ένα υπερβολικό «εκλογικό δώρο» στο πρώτο κόμμα, έστω κι αν αυτό κινείται πέριξ του 40% στο οποίο αντιστοιχεί το bonus των 50 εδρών. Μόνο μια ουσιώδης μείωση του μέγιστου αριθμού των εδρών του bonus, για παράδειγμα, από 50 σε 30 έδρες, μπορεί να αποκαταστήσει τη συνταγματική ισορροπία μεταξύ της αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου και της επιδίωξης της κυβερνητικής σταθερότητας. Με τον τρόπο αυτόν θα μειωθούν και οι παράπλευρες στρεβλωτικές συνέπειες του συγκεκριμένου εκλογικού συστήματος στο επίπεδο της εδαφικής αντιπροσωπευτικότητας της Βουλής, ιδίως στις τετραεδρικές και πενταεδρικές περιφέρειες, από τις οποίες προέρχονται κυρίως οι έδρες που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη του bonus.
Aναδημοσίευση από την Εφημερίδα “Πρώτο Θέμα”, 19/01/2020