Ο Covid-19 και το «χρέος κοινωνικής αλληλεγγύης» του ελληνικού Συντάγματος (άρθρο 25§4)

Στέργιος Μήτας, Λέκτορας, Νομική Σχολή, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας

Ο Covid-19 και το «χρέος κοινωνικής αλληλεγγύης» του ελληνικού Συντάγματος (άρθρο 25§4)

Η παρούσα υγειονομική κρίση έκανε αρκετούς συνταγματολόγους και νομικούς να φυσήξουν τη σκόνη πάνω από ένα συγκεκριμένο άρθρο του ελληνικού Συντάγματος. Ο λόγος για το άρθρο 25 παράγραφος 4, σύμφωνα με το οποίο «το κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης». Οι περισσότεροι τείνουν να σχολιάζουν ότι το άρθρο είναι αδίκως παραμελημένο στη συνταγματική θεωρία ή τη νομική πράξη. Και ταυτόχρονα νιώθουν ότι, κάπως αντίστροφα ανάλογα, η νομική του σημασία είναι πολύ μεγάλη κι ίσως επίκαιρη. Είναι σχετικώς ενδιαφέρον α. να προσπαθήσουμε να ομαδοποιήσουμε τις τρέχουσες αναφορές στο άρθρο αυτό· β. να αποπειραθούμε μια υπενθύμιση για το νόημά του και τη θέση του μέσα στο συνταγματικό κείμενο· και γ. να οδηγηθούμε στη συνέχεια –συσχετίζοντας το α με το β– σε κάποιες σκέψεις για τις θεμιτές και μη, εύστοχες ή πλανερές, ενδεχομένως δε κι επικίνδυνες, ερμηνείες και χρήσεις του άρθρου.

Μια πρώτη προσέγγιση επικαλείται τη διάταξη ως συνταγματική πλαισίωση για μια σειρά από επιλογές και δράσεις, που έχουν ως άξονα την αυτοπροσφορά, τον εθελοντισμό. Όταν φερεπείν οι κυβερνώντες μάς προτρέπουν να συμβάλουμε χρηματικά σε ειδικούς λογαριασμούς αλληλεγγύης που έχουν ανοίξει. Όταν η λεγόμενη κοινωνία των πολιτών αναπτύσσει ή αγκαλιάζει διάφορες δράσεις, από συγκέντρωση ειδών ανάγκης έως τη συγκρότηση –εξωεμπορευματικών– δικτύων παροχής κι ανταλλαγής υπηρεσιών. Η συνταγματική απορία όμως είναι εμφανής: Το άρθρο μιλάει ρητά για ένα «χρέος»· και δη «εκ μέρους όλων». Είναι νοητό ένα χρέος να παραπέμπει σε κάτι αυτοπροαίρετο, εθελοντικό; Και πώς «αξιώνεται η εκπλήρωσή του», τότε, από πλευράς του κράτους;

Μια δεύτερη προσέγγιση τείνει, αντίθετα, να αντιλαμβάνεται το συζητούμενο καθήκον ως μια στιβαρή, έννομη επιταγή. Το διαβάζει ωστόσο στον αντίποδα ή ως αντίστιξη των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Έχει ειπωθεί ότι η αλληλεγγύη, τρόπον τινά, διαγράφει τα όρια άσκησης ή τον «σκοπό» των συνταγματικών δικαιωμάτων. Όμως τα συνταγματικά δικαιώματα δεν έχουν άλλο σκοπό ή ratio, πέραν από τον ίδιο τον αυτοκαθορισμό του φορέα τους. Εάν ήθελε τυχόν συναρτηθεί η επιτρεπτή άσκηση των δικαιωμάτων με κάποια αόριστη –ή μάλλον κρατικά οριζόμενη– «εκπλήρωση αλληλεγγύης», πραγματικά τότε ανοίγει ο δρόμος για την κρατική (απ)αλλοτρίωσή τους: κάτι ανυπόφορο για τις φιλελεύθερες νομικές μας αρχές. Βεβαίως τα δικαιώματα τίθενται σε εύλογους περιορισμούς, σε ένα πλαίσιο συνάσκησης και αμοιβαίας προαγωγής της έννομης ίσης ελευθερίας. Όμως ο λόγος ή το μέτρο περιορισμού ενός δικαιώματος (π.χ. η πολυσυζητημένη τις μέρες τούτες φυσική ελευθερία της κίνησης) δεν μπορεί να εντοπίζεται στο ότι η άσκησή του υπερέβη τον υποτιθέμενο «σκοπό» ή τα «λειτουργικά όρια» άσκησής του.

Μια τρίτη, πάλι, προσέγγιση –η σχετικώς ορθότερη– βλέπει στο άρθρο αυτό το κανονιστικό θεμέλιο για την εκπλήρωση των συνταγματικών οφειλών: όσων ρητώς ορίζονται σε οικεία άρθρα του Συντάγματος (βλ. λ.χ. τη συμβολή στα κοινά βάρη, άρθρο 4§5). Η αρχή της αλληλεγγύης ορίζει εν ολίγοις τα εν λόγω καθήκοντα ως όρους – εχέγγυα της κοινωνικής συνοχής και αναπαραγωγής· ενώ ταυτόχρονα καθοδηγεί ερμηνευτικά την επιβολή και εκπλήρωσή τους (βλ. λ.χ. την κλιμάκωση της εισφοράς στα κοινά βάρη με άξονα τις πραγματικές δυνάμεις εκάστου). Η προσέγγιση αυτή είναι σωστή –και αληθινά καίρια για την κατάσταση που βιώνουμε–, αρκεί να αναδειχθεί στην πλήρη της διάσταση: Εάν διαβάσουμε τη διάταξη αυτή στο ευρύτερο κανονιστικό της πλαίσιο, θα δούμε ότι δεν αφορά μονομερώς και περιοριστικά την τέλεση συνταγματικών καθηκόντων από πλευράς του πολίτη. Μόλις δύο διατάξεις παραπάνω, στο ίδιο συνταγματικό άρθρο, προηγούνται οι αναφορές στο «κοινωνικό κράτος» και στην «κοινωνική πρόοδο», ως θεμελιώδεις αποστολές και αρχές της πολιτείας (§1-2 του άρθρου 25). Μπορούμε να δούμε έτσι ότι η επιταγή κοινωνικής δικαιοσύνης αποτελεί τον δέοντα ερμηνευτικό ορίζοντα της οφειλής αλληλεγγύης· και η τελευταία, με τη σειρά της, συνιστά τον κανονιστικό όρο εκπλήρωσης της πρώτης.

Από εδώ εκπηγάζει μια οφειλή συμβολής στην αλληλεγγύη από πλευράς του πολίτη, όπως και το χρέος εκπλήρωσης της αλληλεγγύης από πλευράς πολιτείας. Σχηματοποιώντας κάπως, η αλληλεγγύη ως αρχή έχει δύο πτυχές: η πρώτη αφορά τη θετική της διάσταση, που ισοδυναμεί με κατάφαση στην απαίτηση του κάθε ανθρώπου να ζητάει από την οργανωμένη πολιτεία κατοχύρωση της βιοτικής του υπόστασης (τις εκφάνσεις της οποίας, μπορούμε να πούμε: δικαιώματα αλληλεγγύης)· κι η δεύτερη την αποφατική διάσταση, με την έννοια ότι καθένας αναγκάζεται να αναλάβει το μερίδιο της ευθύνης του, «στο μέτρο των δυνατοτήτων του», για την εδραίωση της βιοτικής υπόστασης όλων (τις εκφάνσεις της οποίας είναι  δυνατό να ονομάσουμε: καθήκοντα αλληλεγγύης). Σε σχέση με την πρώτη ενέχουν νόημα τα λεγόμενα κοινωνικά, οικονομικά –και περιβαλλοντικά– δικαιώματα. Ενώ στο φως της δεύτερης, αξιοδοτούνται η αναλογική φορολογία, η υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, η ευρύτερη συμβολή στη lato sensu άμυνα της χώρας, η υφ’ όρους επίταξη προσωπικών εργασιών, κι η «κοινωνική δέσμευση» της ιδιοκτησίας και την οικονομικής ελευθερίας.

Εν κατακλείδι, είναι ιδιαίτερα καλοδεχούμενη η επιστροφή της αλληλεγγύης και δη με το συνταγματικό της πρόσωπο. Ενίοτε όμως επιστρέφει με κάπως χλωμή όψη (βλ. αλληλεγγύη-εθελοντισμός)· άλλοτε με μια μάλλον αποκρουστική (βλ. αλληλεγγύη-λειτουργικό όριο των δικαιωμάτων)· και κάποτε με μια όψη μισοκρυμμένη (βλ. αλληλεγγύη-μονομερής οφειλή του πολίτη). Ζωτικό θα ήταν, στη συγκυρία αυτή, να θυμηθούμε την αλληλεγγύη στην ατόφια της όψη (βλ. χρέος αλληλεγγύης του πολίτη/χρέος κοινωνικού κράτους της πολιτείας). Και αυτό μεταφράζεται στη ζωτική επιταγή –ισότιμης– κατανομής του κρίσιμου εδώ κοινωνικού αγαθού (δημόσια υγεία), καθώς και την –αναλογική– κατανομή των οικείων βαρών για τη διαχείριση της κρίσης.