Θεμελιώδεις αρχές κάθε φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αποτελούν ο πολυκομματισμός και ο πολιτικός πλουραλισμός. Από τις αρχές αυτές προκύπτει η υποχρέωση του κράτους να διασφαλίζει ένα πλαίσιο στοιχειωδώς υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Βασικές προϋποθέσεις για τη διαπάλη των πολιτικών ιδεών συνιστούν η χρηματοδότηση των κομμάτων από το Κράτος και η δυνατότητά τους να προβάλλουν τις πολιτικές τους θέσεις μέσω της ραδιοτηλεόρασης. Αυτός είναι ο βασικός λόγος, άλλωστε, που το Σύνταγμα θέτει τη ραδιοφωνία και την τηλεόραση υπό τον άμεσο έλεγχο του Κράτους. Ο ρητά αναφερόμενος στο άρθρο 15§2 σκοπός του ελέγχου αυτού είναι ακριβώς η διασφάλιση μιας αντικειμενικής και με ίσους όρους μετάδοσης πληροφοριών και ειδήσεων.
Δυστυχώς, ωστόσο, η υλοποίηση αυτού του συνταγματικού σκοπού πάσχει ήδη από την εποχή του κρατικού μονοπωλίου στη ραδιοτηλεόραση, αλλά και της μετέπειτα άναρχης λειτουργίας των ιδιωτικών σταθμών. Παρ’ ότι το άναρχο τηλεοπτικό τοπίο ρυθμίσθηκε σε κάποιο βαθμό μέσω της πρόσφατης διαδικασίας αδειοδότησης των ιδιωτικών σταθμών, η επιταγή της αντικειμενικής και με ίσους όρους μετάδοσης των ειδήσεων δεν φαίνεται να ανακτά στην πράξη ένα μέρος έστω της κανονιστικής της ισχύος. Αντιθέτως, το χάσμα μεταξύ του εν λόγω συνταγματικού κανόνα και της σύγχρονης συνταγματικής πραγματικότητας μοιάζει να διευρύνεται συνεχώς, από τη στιγμή που οι ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί διαμορφώνουν την ατζέντα τους χωρίς στην πραγματικότητα να λογοδοτούν πουθενά. Δεν θα ήταν ίσως υπερβολή να υποστηρίξει κάποιος ότι το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης δυσκολεύεται να εκπληρώσει μία από τις βασικές πτυχές της θεσμικής του αποστολής, η οποία συνίσταται στη διασφάλιση της πολιτικής και πολιτιστικής πολυμέρειας και πολυφωνίας στα μέσα μαζικής ενημέρωσης (άρθρο 4§1 στοιχ. γ΄ του ν. 2863/2000) . Οι μόνες περίοδοι κατά τις οποίες πραγματικά τηρούνται τόσο οι νομικοί κανόνες όσο και η δημοσιογραφική δεοντολογία είναι οι προεκλογικές. Δηλαδή, κατά μέσο όρο, ένα χρονικό διάστημα ενός μήνα κάθε τριετία ή τετραετία.
Παρ’ ότι τόσο η κοινωνία όσο και η συνταγματική επιστήμη έχουν πλέον εθιστεί σε αυτή την (αντι)θεσμική πραγματικότητα, κάποιες στιγμές η μεροληψία των ραδιοτηλεοπτικών μέσων λαμβάνει τέτοιες διαστάσεις που μας καλεί να αναθεωρήσουμε την παθητική αποδοχή αυτού του φαινομένου. Μία τέτοια περίπτωση καταγράφηκε στη δημόσια σφαίρα πριν από λίγες ημέρες. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης οργάνωσε διακαναλική συνέντευξη τύπου με σκοπό να παρουσιάσει στους πολίτες τις θέσεις και τις προτάσεις του αναφορικά με την αντιμετώπιση της βαθιάς οικονομικής κρίσης στην οποία κατά κοινή ομολογία εισέρχεται η χώρα. Η συνέντευξη τύπου διήρκεσε μιάμιση ώρα, κατά την οποία αρχικά παρουσιάσθηκε το πρόγραμμα και στη συνέχεια απαντήθηκαν ερωτήσεις δημοσιογράφων. Από αυτή τη διαδικασία, οι μεν ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί πανελλαδικής εμβέλειας δεν προέβαλαν απολύτως τίποτε σε ζωντανή μετάδοση, ενώ η δημόσια τηλεόραση διέκοψε τη σύνδεσή της μετά από είκοσι λεπτά. Μια τέτοια συντονισμένη πρακτική φέρει προφανώς τα συστατικά στοιχεία του αποκλεισμού της διαφορετικής άποψης. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγεί και το ακόλουθο παράδοξο της συνέντευξης τύπου. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης απαντούσε ερωτήσεις δημοσιογράφων που εργάζονται σε τηλεοπτικούς σταθμούς, οι σταθμοί αυτοί, όμως, είχαν επιλέξει να μην καλύψουν ζωντανά το συγκεκριμένο πολιτικό γεγονός. Κατά συνέπεια, στέρησαν από τους πολίτες τη δυνατότητα της πρωτογενούς ενημέρωσης, η οποία υποκαταστάθηκε από την προβολή σύντομων ρεπορτάζ που μάλιστα προβλήθηκαν στα τελευταία λεπτά των δελτίων ειδήσεων.
Αν εστιάσουμε την προσοχή μας στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πολιτικής σκηνής, όπως αυτή λειτουργεί υπό τις δεδομένες συνθήκες της υγειονομικής κρίσης, θα παρατηρήσουμε ότι η πολιτική συνεννόηση πορεύεται αναγκαστικά χέρι-χέρι με τον πολιτικό ανταγωνισμό. Ειδικότερα, τα κόμματα ομονοούν μεν στην ανάγκη πιστής εφαρμογής των έκτακτων μέτρων που έχει προτείνει η επιτροπή των εμπειρογνωμόνων ιατρών και έχει επιβάλει η κυβέρνηση, δεν παύουν, όμως, να υποστηρίζουν διαφορετικές θέσεις ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης των προκλήσεων της επόμενης μέρας. Το τελευταίο εξάλλου είναι και το λογικό. Δεν θα μπορούσε να περιμένει κάποιος ότι θα κατέθεταν παρόμοιες προτάσεις η Δεξιά και η Αριστερά είτε ως προς τον ρόλο του κράτους σε συνθήκες ύφεσης είτε ως προς τα ενδεδειγμένα μέτρα για την προστασία της εργασίας. Για τον λόγο αυτό, λοιπόν, οι πολίτες πρέπει να είσαι σε θέση να πληροφορούνται τις προγραμματικές θέσεις κάθε πολιτικής δύναμης, ούτως ώστε να μπορούν να σχηματίσουν άποψη για τα εναλλακτικά σχέδια ενίσχυσης της οικονομίας και διατήρησης της κοινωνικής συνοχής στη συγκυρία της κρίσης.
Στο σημείο αυτό αξίζει να γίνει μια αφαίρεση από τη σημερινή πραγματικότητα, προκειμένου να εξετασθεί λίγο πιο θεωρητικά το όλο θέμα. Όσοι ασχολούμαστε με το Συνταγματικό Δίκαιο, υποστηρίζουμε, διδάσκουμε, γράφουμε ότι η δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα διαδικαστικό και ανοιχτό. Αυτό σημαίνει ότι το Σύνταγμα θεσμοθετεί τις διαδικασίες εκείνες που ρυθμίζουν τη διαπάλη τόσο των πολιτικών ιδεών όσο και των κοινωνικών συμφερόντων. Από τη διαρκή αυτή διαπάλη, άλλωστε, προκύπτει η εκάστοτε διαμόρφωση της λαϊκής βούλησης, η οποία, όμως, δεν είναι αμετάκλητη, αλλά προσωρινή. Εδώ ακριβώς έγκειται ο ανοιχτός χαρακτήρας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ο νικητής της προηγούμενης εκλογικής αναμέτρησης πρέπει να εγγυάται στους πολιτικούς αντιπάλους τη δυνατότητα όχι απλώς να ασκούν κριτική στην κυβέρνηση, αλλά και να διεκδικούν επί ίσοις όροις την πολιτική εξουσία.
Όλα τα παραπάνω είναι θεμελιώδη, καθώς αποτελούν την αλφαβήτα για τη λειτουργία μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας. Εάν, λοιπόν, αυτά τα θεμελιώδη αρχίσουν να τίθενται στην πράξη υπό αμφισβήτηση, τότε ο δρόμος είναι πιθανό να γίνει πολύ ολισθηρός. Πιο συγκεκριμένα, η παραβίαση των διαδικαστικών κανόνων της πολιτικής αντιπαράθεσης είναι σε θέση να πληγώσει τον πυρήνα του πολιτεύματος, καθώς ενδέχεται να σηματοδοτήσει τη σταδιακή υποχώρηση του πολιτικού πλουραλισμού. Μια φιλελεύθερη δημοκρατία, όμως, εκεί ακριβώς στηρίζεται. Στον πολιτικό πλουραλισμό και την παροχή ίσων ευκαιριών στον αντίπαλο, όχι στην αναμφισβήτητη ηγεμονία της μίας και μοναδικής άποψης.