Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, ποιος θα μπορούσε να είναι ένας προσωρινός απολογισμός από τη μέχρι τώρα πορεία της πανδημίας; Παρά τις τεράστιες απώλειες, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την αδιαμφισβήτητη πρόοδο της ανθρωπότητας. Ανάλογες πανδημίες στο παρελθόν, σε συνθήκες πολύ λιγότερο έντονης παγκοσμιοποίησης, είχαν οδηγήσει σε συντριπτικά μεγαλύτερο αριθμό θανάτων, παρά το ότι τις εικόνες από την Ιταλία και τη Νέα Υόρκη εξακολουθεί να μην τις χωρά ο νους μας. Επίσης, εάν σε άλλες εποχές μια μερίδα του πληθυσμού με λιτανείες προσπαθούσε να αντιμετωπίσει τη χολέρα ή τον τύφο, σήμερα η σύμπλευση με την επιστήμη είναι σχεδόν καθολική. Είναι κατάκτηση της νεωτερικότητας το ότι διακρίνουμε πλέον ανάμεσα στη δημόσια σφαίρα ορθολογικής αντιμετώπισης των προβλημάτων και στην ιδιωτική σφαίρα μεταφυσικής αναζήτησης. Η σφαίρα αυτή διατήρησε την πνευματικότητά της κι έτσι ουδείς ανέγνωσε την πανδημία ως μορφή τιμωρίας των απίστων, ούτε τη θεραπεία ως μορφή σωτηρίας. Στον περιορισμό των θανάτων σε σχέση με άλλες εποχές και στην ορθολογική αντιμετώπιση της πανδημίας συνέβαλε αποφασιστικά το μεταπολεμικό κράτος προνοίας και η ανάπτυξη της επιστήμης. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Διαφωτισμός, η χειραφέτηση του ανθρώπου, συνδυάστηκε με την ανάπτυξη των επιστημών.
Μέσα από το κράτος προνοίας οι πολλοί, οι φτωχοί, μπόρεσαν να επωφεληθούν από τα επιτεύγματα της επιστήμης. Έτσι, μετά τον πόλεμο οι ευρωπαϊκές χώρες οργάνωσαν τα δημόσια συστήματα υγείας. Ακόμη η ανάπτυξη και η προαγωγή της έρευνας και της επιστήμης αποτέλεσαν υποχρέωση του κράτους. Άλλωστε, οι δημοκρατικές κυβερνήσεις είναι εκείνες οι οποίες κατεξοχήν έχουν λόγους να εμπιστεύονται την επιστήμη και την έρευνα και να μην συγκαλύπτουν τα επιστημονικά δεδομένα για να επιτύχουν τους σκοπούς τους. Βεβαίως, η επιστήμη (π.χ. η πυρηνική φυσική) μπορεί να αξιοποιηθεί για ανήθικους ή μη δημοκρατικούς σκοπούς, αλλά στην περίπτωση της πανδημίας δεν νομίζω ότι συζητάμε για κάτι τέτοιο. Φοβούμαι, βέβαια, ότι η σημερινή πανδημία είναι η πρόβα αυτού που θα ζήσουν τα παιδιά μας σε πενήντα χρόνια από σήμερα υπό την επίδραση της κλιματικής αλλαγής, την οποία λαϊκιστές, όπως ο Πρόεδρος Τραμπ, αρνούνται, αγνοώντας επιδεικτικά τους επιστήμονες, στο όνομα μιας στρεβλά εννοούμενης ανάπτυξης ως άνισης συσσώρευσης πλούτου.
Ως προς τα συνταγματικά ζητήματα, ύστερα από ενάμιση μήνα περίπου περιοριστικών μέτρων λόγω της πανδημίας, δύο καίρια ζητήματα έχουν απασχολήσει τον επιστημονικό διάλογο: ο γενικός περιορισμός της κυκλοφορίας και η έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου. Νομίζω ότι ορισμένες τουλάχιστον θέσεις είναι πολύ δύσκολο να κλονιστούν, και ότι, στο τέλος, παρά τις αρχικές διαφωνίες, οι θέσεις αυτές αναγνωρίστηκαν. Ποιες είναι, λοιπόν, αυτές; Πρώτον, ο γενικός περιορισμός της κυκλοφορίας δικαιολογείται για την προστασία της δημόσιας υγείας και της ζωής, δεν ήταν δηλαδή συνταγματικά μετέωρος (άλλο ζήτημα η διαφωνία ως προς το εάν ήταν σε όλη την έκτασή του αναγκαίος). Δεύτερον, οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου προβλέπονται από το Σύνταγμα ακριβώς για τέτοιες απρόβλεπτες κι επείγουσες καταστάσεις (θεομηνίες, πανδημίες, πυρκαγιές, σεισμούς κλπ), στις οποίες, δηλαδή, η καθυστέρηση ακόμη και μίας μέρας μπορεί να έχει τραγικές συνέπειες. Από την άλλη, οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου είναι εξαιρετικά μέτρα νομοθέτησης και πρέπει να χρησιμοποιούνται με φειδώ. Η χρησιμοποίησή τους, λοιπόν, είναι εύλογο κι επιβεβλημένο να υπόκειται σε στενό συνταγματικό έλεγχο. Πάντως, η Βουλή δεν διέκοψε τη λειτουργία της, όπως, αντίθετα, συνέβη στην Ουγγαρία του Όρμπαν. Ούτε, όμως, το Σύνταγμα εκλαμβάνει ότι η Βουλή πρέπει να είναι απούσα για να εκδοθούν πράξεις νομοθετικού περιεχομένου.
Τα παραπάνω είναι, ας πούμε, οι μάλλον στοιχειώδεις αφετηρίες. Ένα πιο σύνθετο ερώτημα είναι το εξής: Μήπως θα μπορούσαν οι περιορισμοί της κυκλοφορίας να είναι πιο χαλαροί και να γίνει έτσι πλήρης χρήση των δυνατοτήτων δημοσίων και ιδιωτικών ΜΕΘ ή εν γένει των δυνατοτήτων του δημόσιου και ιδιωτικού συστήματος υγείας (πράγμα το οποίο λόγω των αυστηρών περιορισμών δεν συνέβη); Γιατί δηλαδή δεν αξιοποιήσαμε το απόθεμα της ατομικής ελευθερίας που οι θετικές υποχρεώσεις του κράτους θα μας επέτρεπαν να απολαύσουμε; Κατά τη γνώμη μου, δεν τίθεται ένα δίλημμα με αυτούς τους όρους, γιατί τα μεγαλύτερα ποσοστά νοσηλείας (πράγμα το οποίο θα προϋπέθετε την πλήρη αξιοποίηση του συστήματος υγείας, δημοσίου και ιδιωτικού) οδηγούν κατά κανόνα σε μεγαλύτερα ποσοστά θανάτων. Αν μπορούμε δηλαδή όλοι, για ένα χρονικά περιορισμένο διάστημα μένοντας στο σπίτι, περιοριζόμενοι αυστηρά, να βελτιώσουμε τις πιθανότητες επιβίωσης των λεγόμενων «ευπαθών» ομάδων, δεν είναι προφανές για ποιο λόγο δεν οφείλουμε στις δεδομένες συνθήκες να το πράξουμε ή για ποιο λόγο δεν οφείλουμε να αναλάβουμε αυτό το κοινωνικό χρέος. Κατά κάποιον τρόπο, μοιραζόμαστε όλοι το βάρος της πανδημίας κι όχι μόνο οι ευπαθείς. Διακριτό κι αναμφισβήτητο είναι το ζήτημα της αναγκαίας ενίσχυσης του δημόσιου συστήματος υγείας και στήριξής του και από το ιδιωτικό σύστημα υγείας.
Από την άλλη, καθώς περνάμε στη λεγόμενη δεύτερη φάση της πανδημίας, οι προκλήσεις που είναι μπροστά μας από την άποψη του συνταγματικού δικαίου είναι πολύ πιο απαιτητικές και απαιτούν λεπτότερες σταθμίσεις. Μπροστά μας έχουμε λιγότερο προφανή διλήμματα από ό,τι στην πρώτη φάση: διότι σε λίγο καιρό, όπως ήταν αναμενόμενο και αναγκαίο, τα μέτρα θα αρθούν σταδιακά, δεν θα είναι γενικά, άρα και ίσα για όλους, αλλά μπορεί να διακρίνουν ανάλογα με το ευάλωτο του πληθυσμού. Εκεί, λοιπόν, θα πρέπει οι ευπαθείς ομάδες ή οι φορείς του ιού ή οι σχετιζόμενοι με αυτούς να προστατευθούν από τις αθέμιτες διακρίσεις, τον στιγματισμό και την παραβίαση της ιδιωτικότητάς τους μέσα από τεχνικές ψηφιακής παρακολούθησης. Η συναίνεση των ατόμων και τα περιθώρια αυτοδιάθεσής τους, στον βαθμό που δεν εκθέτουν άλλους σε κίνδυνο, θα πρέπει να λαμβάνονται πολύ σοβαρά υπόψη. Η δεύτερη φάση της πανδημίας θα εγείρει, υπό μια έννοια, πιο σύνθετα συνταγματικά διλήμματα, καθώς θα υποχωρεί η επιτακτικότητα που διέκρινε την πρώτη φάση, αλλά θα παραμένουν οι κίνδυνοι επανεμφάνισης του ιού.