Το Σύνταγμα διαρθρώνει τη συνταγματική προστασία της προσωπικής ελευθερίας αφενός σε ατομικό και αφετέρου σε συλλογικό επίπεδο. Τα μέτρα που τέθηκαν σε ατομική βάση, δηλαδή σε όσους νοσούν ή ενδέχεται να νοσήσουν, βρίσκουν έρεισμα στην ερμην. δήλωση του ά. 5 Συντ. και πληρούν τις εγγυήσεις προστασίας του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, καθόσον προβλέπεται η προσφυγή σε δικαστική κρίση σε όσους έχουν τεθεί σε κατ’ οίκον περιορισμό, ο οποίος ισοδυναμεί με στέρηση της προσωπικής ελευθερίας. Τα μέτρα που τέθηκαν στο συλλογικό επίπεδο και αφορούν τον γενικό πληθυσμό, που δεν έχει αποδεδειγμένη επαφή με τη νόσο, λαμβάνονται καθ’ υλοποίηση άλλων συνταγματικών διατάξεων και ιδίως διατάξεων του διεθνούς δικαίου των δικαιωμάτων του ανθρώπου, που προβλέπουν θετικές υποχρεώσεις των κρατών για τον περιορισμό της εξάπλωσης επιδημιών. Η συνταγματικότητα των περιορισμών στην ελεύθερη κίνηση χάριν προστασίας της δημόσιας υγείας γινόταν ανέκαθεν δεκτή στη συνταγματική θεωρία, ακόμα και υπό το προϊσχύσαν Σύνταγμα. Τα μέτρα τα οποία ελήφθησαν σε πρώτη φάση για τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού είναι συνταγματικά ανεκτά. Σε περιόδους έκτακτης ανάγκης, όπως η υγειονομική κρίση της τρέχουσας περιόδου, δεν νοείται υποκατάσταση της πολιτικής εξουσίας από τη δικαστική, τουλάχιστον σε πρώτο χρόνο. Η παρατήρηση αυτή δεν σημαίνει ότι η συνταγματικότητα των μέτρων τεκμαίρεται στο διηνεκές. Είναι αναγκαίο τα μέτρα να προσαρμόζονται στις περιστάσεις, ώστε να επάγονται όσο το δυνατόν λιγότερες συνέπειες. Η ερμηνεία του Συντάγματος πρέπει να είναι τέτοια, ώστε το Σύνταγμα να μπορεί να διαρρυθμίσει αποτελεσματικά την κοινωνική και πολιτική ζωή. Υπό την έννοια αυτή, το Σύνταγμα διατηρεί τον πρωτεύοντα κανονιστικό του ρόλο και παραμένει «ζωντανό» μέσα σε συνθήκες έκτακτης υγειονομικής ανάγκης.
Αναδημοσίευση από το The book’s journal, τεύχος Μάη 2020