Μία τέλεια γερμανική καταιγίδα

Λίνα Παπαδοπούλου, Αν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου, Νομική Σχολή ΑΠΘ

«Η απόφαση αυτή, με μία πρώτη ματιά, μπορεί να ενοχλήσει» προειδοποίησε ο Πρόεδρος του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου (ΓΟΣΔ), Αντρέας Φοσκούλε, κατά την ανακοίνωση της απόφασης της 5ης Μαΐου του ισχυρού αυτού –και με πολιτικούς όρους– οργάνου. Σε αντίθεση με ανάλογες προσφυγές στο παρελθόν κατά διαφόρων χρηματοδοτικών εργαλείων και πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (ΕΕ) για τη στήριξη του ευρώ, αυτή τη φορά το ΓΟΣΔ έκρινε ως αντισυνταγματική την παράλειψη της Κυβέρνησης και της ομοσπονδιακής Βουλής της χώρας να αναλάβουν την «ευθύνη τους αναφορικά με την ενοποίηση» (Integrationsverantwortung) και να ελέγξουν πιο εντατικά το αν και κατά πόσο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), εφαρμόζοντας το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά (PSPP), ξεπέρασε τα όρια των αρμοδιοτήτων που της απονέμουν οι ευρωπαϊκές Συνθήκες.

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο απέρριψε μεν την αιτίαση ότι η αγορά αυτή συνιστά παραβίαση του άρθρου 123 ΣΛΕΕ, δηλαδή απαγορευμένη από το ενωσιακό δίκαιο απευθείας αγορά κρατικών ομολόγων, κατέληξε όμως ότι κείται εκτός των ανατεθεισών στην ΕΚΤ  αρμοδιοτήτων (ultra vires). Πέραν των αρμοδιοτήτων του έπραξε όμως, κατά το ΓΟΣΔ, και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) δεχόμενο (στην απόφαση Weiss, C-493/17 της 11/12/2018) ως σύμφωνο με το ενωσιακό δίκαιο το ίδιο πρόγραμμα, στο πλαίσιο και ενός δικαστικού αυτοπεριορισμού, επιβαλλόμενου όταν πρόκειται για μέτρα τεχνικού και δημοσιονομικού χαρακτήρα. Η συμμετοχή, συνεπώς, της Γερμανίας στο PSPP προσβάλλει, κατά το ΓΟΣΔ, την εθνική συνταγματική ταυτότητα, και συγκεκριμένα το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού του γερμανικού λαού, απομειώνοντας την πολιτική ουσία του εκλογικού δικαιώματος κάθε εκλογέα.

Είναι αλήθεια ότι το ΓΟΣΔ (ήδη από την απόφαση Kloppenburg το 1987) με κάθε ευκαιρία διακήρυττε ότι ναι μεν αποδέχεται την «υπεροχή» ή, ορθότερα, «προτεραιότητα εφαρμογής» του ενωσιακού δικαίου έναντι και του Συντάγματος, αλλά μόνον αν μία πράξη εμπίπτει στις ανατεθείσες στην Ένωση αρμοδιότητες, πράγμα που εναπόκειται στο ίδιο να το ελέγξει. Το ίδιο, εξάλλου, έχουν διακηρύξει και άλλα ευρωπαϊκά συνταγματικά ή ανώτατα δικαστήρια, δύο μάλιστα έφτασαν στο σημείο να διενεργήσουν τέτοιο έλεγχο, δεν είχαν όμως τη δύναμη και επιδραστικότητα του Γερμανικού Δικαστηρίου. Αντίθετα, από την πλευρά του το ΔΕΕ θεωρεί εαυτό ως το μόνο αρμόδιο να κηρύξει μια πράξη της Ένωσης ως ultra vires. Η σύγκρουση ως προς το ποιος είναι «ο τελικός κριτής», ή ο ανώτατος «κανόνας αναφοράς» είναι εν πολλοίς εξωνομική, καθώς το ερώτημα είναι εντέλει τι συμφώνησαν τα κράτη ως «κύριοι των Συνθηκών». Είναι, λοιπόν, τουλάχιστον παράλογο, ένα και μόνο εθνικό Δικαστήριο να το κρίνει μονομερώς.

Σε νομικό επίπεδο, η απόφαση του ΓΟΣΔ είναι επιχειρηματολογικά αδύναμη: για να μην δείξει ασυνέπεια προς προηγούμενη νομολογία του, ανασύρει μεν τα κριτήρια που το ίδιο είχε θέσει (απόφαση Honeywell, 2010), απλώς και μόνον για να τα διαστρέψει, διενεργώντας έναν έλεγχο ultra vires, όχι οριακό και για ουσιώδεις συνταγματικά λόγους, αλλά βάσει μίας υπερλεπτομερούς ανάλυσης οικονομοτεχνικών δεδομένων αφενός και της απόφασης του ΔΕΕ αφετέρου, επικαλούμενο τη δυσαναλογία του μέσου (PSPP) προς τον σκοπό της νομισματικής σταθερότητας.

Επιτρέπει, πάντως, εντέλει τη διάσωση του προγράμματος, αν η ΕΚΤ, υποτασσόμενη στην απαίτησή του, πείσει το γερμανικό Κοινοβούλιο ότι τέτοια δυσαναλογία δεν υφίσταται ούτε και εισπήδηση στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής, που παραμένει κρατική αρμοδιότητα. Αν η ΕΚΤ δεν το πράξει, επιμένοντας ότι λογοδοτεί μόνον στο ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θα χρεωθεί εκείνη –τουλάχιστον για κάποιους– το πρόβλημα. Η τέλεια καταιγίδα εν εξελίξει και η πολιτική καλείται να την αντιμετωπίσει.

Aναδημοσίευση από τα ΝΕΑ, Παρασκευή 15/05/2020

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

17 − four =