Πολλά έχουν ήδη γραφτεί και θα γραφτούν ακόμη περισσότερα για την απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου της 5ης Μαΐου 2020. Η συμβολή του Δικαστηρίου αυτού στην ανάπτυξη του συνταγματικού δικαίου είναι αναμφισβήτητη, δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο είναι ένας μεγάλος συνταγματικός δάσκαλος, έστω και υπό την παρούσα σύνθεσή του που δεν έχει την αίγλη του παρελθόντος, όταν μέλη του ήταν ο Leibholz, ο Hesse, ο Böckenförde, ο Grimm. Ωστόσο, η ισχυρή θεωρητική αυτοπεποίθησή του το οδηγεί συχνά σε υπερβάσεις των ορίων του. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της απόφασής του της 5ης Μαΐου. Πρόκειται για μια αμιγώς πολιτική απόφαση, που εκφράζει την προσωπική πολιτική αντίληψη των Γερμανών συνταγματικών δικαστών για τον καλύτερο τρόπο εξυπηρέτησης των εθνικών στρατηγικών συμφερόντων της Γερμανίας στην Ευρώπη και την Ευρωζώνη, αλλά βρίσκει και πολλά ευήκοα ώτα στη γερμανική κοινή γνώμη, σε ένα μέρος του γερμανικού πολιτικού συστήματος και κυρίως στη γερμανική οικονομική ελίτ. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η απόφασή του αυτή, που έθεσε στο στόχαστρό της το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που εμπνεύσθηκε και εφάρμοσε ο τότε Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι με αφετηρία τον περίφημο λόγο του της 23ης Ιουλίου 2012 «Whatever it takes», εκδόθηκε εν μέσω της κρίσης της πανδημίας και της έναρξης ενός νέου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης που είναι ακόμη πιο επωφελές για τα ασθενέστερα μέλη της Ευρωζώνης από εκείνο που ξεκίνησε το 2015, ένα πρόγραμμα που καλύπτει πλέον και την Ελλάδα.
Στον πυρήνα της σκέψης των Γερμανών συνταγματικών δικαστών βρίσκεται η διάκριση ανάμεσα σε νομισματική πολιτική και οικονομική πολιτική: η πρώτη είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία όμως, μας λέει το Δικαστήριο, θα πρέπει να ασκείται με τέτοιον τρόπο ώστε να μην επηρεάζει ουσιωδώς την οικονομική πολιτική, η οποία επιφυλάσσεται στα Κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Σύμφωνα με το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης του 2015 ήταν μια πράξη ultra vires, πέραν δηλαδή των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, διότι είχε ως συνέπεια την τεχνητή καλυτέρευση των όρων αναχρηματοδότησης του δημοσίου χρέους των «άσωτων» χωρών της Ευρωζώνης και συγχρόνως την αδυναμία των «ενάρετων» χωρών να επωφεληθούν στην δευτερογενή αγορά των κρατικών ομολόγων των πλεονεκτημάτων από τα υγιή δημόσια οικονομικά τους.
Δεν θα είναι προφανώς δύσκολο στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να εξηγήσει στους Γερμανούς συνταγματικούς δικαστές ότι οι επιλογές νομισματικής πολιτικής μιας ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας έχουν πάντοτε επιπτώσεις στην οικονομική πολιτική εν γένει και ειδικότερα στην δημοσιονομική πολιτική: στην πραγματική οικονομική ζωή δεν υπάρχει «ουδέτερη» νομισματική πολιτική. Η άποψη του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου ότι το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλει την ύπαρξη αποκλίσεων των επιτοκίων δανεισμού των Κρατών-μελών της Ευρωζώνης, ανάλογα με την κατάσταση των δημοσίων οικονομικών τους, εκφράζει μια συγκεκριμένη οικονομική αντίληψη, δεν αποτυπώνει έναν επιτακτικό νομικό κανόνα. Επανέρχεται έτσι το κλασικό ερώτημα, που τίθεται μόνον για τις υπερβολικά «πολιτικοποιημένες» αποφάσεις των Συνταγματικών Δικαστηρίων, εάν αυτές θα πρέπει να γίνονται πάντοτε σεβαστές, ανεξάρτητα από τις συνέπειές τους.
Στην εποχή του ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ έδωσε μια πρακτική απάντηση στο ερώτημα αυτό, αναγκάζοντας το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ να εγκαταλείψει την εχθρική του στάση απέναντι στο New Deal… Δεν είναι βέβαιο τι θα πράξει στην περίπτωση αυτήν η γερμανική Κυβέρνηση, η οποία κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης επικαλείτο συχνά τις δεσμεύσεις της από τη νομολογία του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, η συμφωνία όμως της Άνγκελα Μέρκελ με τον Πρόεδρο Μακρόν για το Ευρωπαϊκο Ταμείο Ανάκαμψης, που αποτελεί το πρώτο βήμα για την αμοιβαιοποίηση του ευρωπαϊκού χρέους, στέλνει ήδη ένα μήνυμα και προς τους Γερμανούς συνταγματικούς δικαστές.