Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ
Η απόφαση της 5ης Μαϊου του Δεύτερου Τμήματος του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας[1] δεν προήλθε από παρθενογένεση. Έχει τη ρίζα της στην παλαιότερη απόφαση για τη Συνθήκη του Μααστρίχτ του 1993[2] – δηλαδή τη Συνθήκη που ίδρυσε τη Νομισματική Ένωση -, όπου το Συνταγματικό Δικαστήριο για πρώτη φορά διεκδίκησε την αρμοδιότητα να ελέγχει και να στιγματίζει υπερβάσεις αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με άλλες λέξεις, το Δικαστήριο της Καρλσρούης υποστηρίζει ότι εκείνοι οι κανόνες και εκείνες οι πράξεις των ενωσιακών οργάνων (συμπεριλαμβανομένου μάλιστα και του Δικαστηρίου της Ένωσης) που κατά τη γνώμη του δεν καλύπτονται από τον κύκλο των αρμοδιοτήτων, οι οποίες έχουν μεταφερθεί στην Ένωση, δεν δεσμεύουν και δεν εφαρμόζονται στη Γερμανία, διότι ακριβώς έχουν εκδοθεί καθ΄υπέρβαση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης και συνεπώς είναι ultra vires[3]. Έκτοτε η έκφραση ultra vires χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από το ίδιο Δικαστήριο, που την επέσειε σταθερά ως φόβητρο, θέλοντας να υπενθυμίσει τον ρόλο του και να αναχαιτίσει τις πρωτοβουλίες των οργάνων της Ένωσης[4]. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στην απόφαση της 5ης Μαϊου το ΣΔ θεωρεί τη νομολογία ultra vires δεδομένη, μολονότι στα σχεδόν 30 έτη από τη δογματική θεμελίωσή της δεν εφαρμόσθηκε παρά μία μόνο φορά από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Τσεχίας σε μία εντελώς περιθωριακή περίπτωση[5]. Μάλιστα η συχνή επανάληψη της απειλής ultra vires ως απλής δικλείδας ασφαλείας προκαλούσε στη Γερμανία ειρωνικά σχόλια του τύπου «σκυλί που γαβγίζει δεν δαγκώνει». Τώρα λοιπόν έκρινε ότι έπρεπε να δαγκώσει.
Πριν σχολιάσω την απόφαση, πρέπει να εξηγήσω με ποιο δικονομικό εργαλείο το Συνταγματικό Δικαστήριο φθάνει στο σημείο να ελέγξει αν οι επίμαχες πράξεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) κείνται εντός ή εκτός των αρμοδιοτήτων της, είναι δηλαδή intra ή ultra vires. Αυτό είναι απορίας άξιον, διότι οι εν λόγω πράξεις, προερχόμενες από όργανο της Ένωσης, δεν μπορούν να προσβληθούν ευθέως ενώπιον του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου ή οποιουδήποτε εθνικού δικαστηρίου, παρά μόνον ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις του άρθρου 263 ΣΛΕΕ[6]. Εδώ το Συνταγματικό Δικαστήριο χρησιμοποιεί ένα τέχνασμα, προκειμένου να θεμελιώσει τη δικαιοδοσία του. Δεδομένου ότι η υπόθεση έφθασε ενώπιον του μετά από άσκηση συνταγματικής προσφυγής από συγκεκριμένους πολίτες και δεδομένου ότι για την άσκηση συνταγματικής προσφυγής ο προσφεύγων οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει άμεση και προσωπική προσβολή θεμελιώδους δικαιώματός του, που τού παραχωρείται στο πλαίσιο της γερμανική έννομης τάξης, γεννάται το ερώτημα σε ποιο θεμελιώδες δικαίωμα θίγεται ο κάθε (Γερμανός) πολίτης, όταν η ΕΚΤ αποφασίζει σχετικά με την αγορά ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά. Προκειμένου αυτό να συμβεί, το Συνταγματικό Δικαστήριο πραγματοποιεί ένα λογικό άλμα, καταφεύγει στο άρθρο 38 του (γερμανικού) Θεμελιώδους Νόμου που κατοχυρώνει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι και θεωρεί ότι οι προσφεύγοντες θίγονται άμεσα και προσωπικά, διότι νομίμως επικαλούνται ότι η ομοσπονδιακή Βουλή και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν αντέδρασαν επαρκώς στην υιοθέτηση του προγράμματος από την ΕΚΤ! Η θέση αυτή δεν εκφράζεται για πρώτη φορά από το Συνταγματικό Δικαστήριο, το άρθρο 38 έχει χρησιμοποιηθεί κατ΄επανάληψη για τη θεμιτή άσκηση συνταγματικών προσφυγών από πολίτες – ιδίως σε υποθέσεις με ευρωπαϊκό ενωσιακό ενδιαφέρον[7]. Εδώ όμως αποδεικνύεται – όπως έχει επισημάνει η γερμανική θεωρία[8] – πόσο επικίνδυνο είναι αυτό το άνοιγμα της συνταγματικής προσφυγής, όταν οποιοσδήποτε πολίτης μπορεί να στραφεί κατά ενεργειών της ανεξάρτητης (!!!) ΕΚΤ, υπάγοντάς την με τον τρόπο αυτό στον έλεγχο του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Ας επανέλθουμε στην απόφαση της 5ης Μαίου. Η σύντομη αναδρομή στο παρελθόν ήταν αναγκαία, για να αναδειχθεί ότι το Δικαστήριο της Καρλσρούης συνειδητά και μεθοδικά έπλασε ένα συνταγματικό οικοδόμημα, για να αποκτήσει λόγο και ισχύ στα ευρωπαϊκά πράγματα. Προκειμένου να φθάσει στο – κατά τη γνώμη μου – θλιβερό αποτέλεσμα, στο οποίο κατέληξε, έπρεπε να υπερπηδήσει δύο υψηλά εμπόδια και να εξηγήσει τους λόγους, για τους οποίους αφενός η ΕΚΤ με την εκπόνηση και εκτέλεση του προγράμματος και αφετέρου το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου, που ενώ κλήθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο μέσω προδικαστικής παραπομπής να εξετάσει και στην πραγματικότητα να ακυρώσει το πρόγραμμα της ΕΚΤ, δεν το έπραξε, αλλά το επικύρωσε – γιατί λοιπόν τα δύο αυτά όργανα της Ένωσης έδρασαν καθ΄υπέρβαση των αρμοδιοτήτων τους.
Ως προς την ΕΚΤ το Συνταγματικό Δικαστήριο καταλογίζει στη γερμανική Βουλή και τη γερμανική κυβέρνηση ότι αδράνησαν να λάβουν όλα τα επιβαλλόμενα μέτρα, ώστε να πιέσουν την ΕΚΤ να εξετάσει τις αποφάσεις της υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας. Το γεγονός ότι αυτό δεν συνέβη οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το σχετικό πρόγραμμα της ΕΚΤ συνιστά σαφή και προφανή υπέρβαση των αρμοδιοτήτων της, όπως αυτές ορίζονται στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο και άρα έχει ληφθεί ultra vires[9].
Το επόμενο και πιο σοβαρό βήμα έχει να κάνει με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση Weiss κ.α., δηλ. στην υπόθεση των συνταγματικών προσφυγών που είχαν ασκηθεί ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο είχε ήδη αυτοδεσμευθεί να μην απορρίπτει πράξεις και αποφάσεις ενωσιακών οργάνων ως ultra vires, πριν θέσει το ζήτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι το Δικαστήριο της Καρλσρούης υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα, ζητώντας στην πραγματικότητα από το Δικαστήριο της Ένωσης να αποκηρύξει εκείνο το πρόγραμμα της ΕΚΤ ως κείμενο εκτός των αρμοδιοτήτων της Τράπεζας. Το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου στην εκτενή απόφασή του του Δεκεμβρίου 2018 εξέτασε όλα τα επιχειρήματα του γερμανικού Δικαστηρίου, εμβάθυνε στο ζήτημα της αναλογικότητας του προγράμματος της ΕΚΤ[10] και κατέληξε στη διαπίστωση ότι το πρόγραμμα δεν πάσχει ακυρότητα.
Με τα δεδομένα αυτά το Συνταγματικό Δικαστήριο, καθώς όφειλε να κινηθεί στο αυστηρό πλαίσιο που χαράσσει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, δεν είχε άλλη θεσμική διέξοδο από την αποδοχή της απόφασης του Δικαστηρίου της Ένωσης πράγμα που θα επέφερε την απόρριψη των εκκρεμουσών ενώπιόν του συνταγματικών προσφυγών, αφού οι πράξεις της ΕΚΤ ήταν κατά την άποψη του έχοντος την αποκλειστική δικαιοδοσία Δικαστηρίου της Ένωσης σύμφωνες με την αρχή της αναλογικότητας και άρα νόμιμες. Η αντίθετη λύση, την οποία επέλεξε τελικά το Συνταγματικό Δικαστήριο, προϋπέθετε την ανάληψη μίας βαριάς ευθύνης, δηλ. την απόρριψη της ίδιας της απόφασης του Δικαστηρίου της Ένωσης ως ληφθείσης καθ΄υπέρβαση της δικαιοδοσίας του.
Για να το επιτύχει αυτό το Συνταγματικό Δικαστήριο κατηγορεί το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου ότι (α) υποτιμά επιδεικτικά τη σημασία της αρχής της αναλογικότητας, ότι (β) αγνοεί τη σημασία των επιπτώσεων του προγράμματος της ΕΚΤ με μεθοδολογικά απαράδεκτο τρόπο, (γ) ότι συνάγει αυθαίρετα συμπεράσματα και (δ) δρα έτσι ultra vires. Στο τμήμα αυτό της απόφασης το Συνταγματικό Δικαστήριο προχωρεί σε εντελώς αρνητικές διαπιστώσεις και σε κάποιο βαθμό αυτοπαγιδεύεται, αφού στηρίζει το διατακτικό του στην παράλειψη εξέτασης της αναλογικότητας του μέτρου και, ενώ υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ και το Δικαστήριο της Ένωσης έδρασαν καθ΄υπέρβαση των αρμοδιοτήτων τους, δεν απορρίπτει το πρόγραμμα ως δυσανάλογο, αλλά παραχωρεί στα εμπλεκόμενα όργανα της Γερμανίας και στην ΕΚΤ προθεσμία τριών μηνών, για να ανατρέψουν αυτή την κατάσταση, προχωρώντας στην απαιτούμενη συνεκτίμηση των επιπτώσεων του προγράμματος[11], ώστε να στηριχθεί η αναλογικότητά του. Έτσι όμως τίθεται το προφανές ερώτημα αν το διατακτικό της απόφασης δικαιολογεί τις βαριές κατηγορίες περί ultra vires.
ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Αν παραμείνουμε στο διατακτικό της απόφασης και παραβλέψουμε τη σκληρή αιτιολογία της, τότε δικαιολογείται η θέση ότι δεν έγινε δα και κάτι σπουδαίο. Η καθ΄υπέρβαση των αρμοδιοτήτων τους λειτουργία της ΕΚΤ και του Δικαστηρίου της Ένωσης μπορεί να διορθωθεί με την εκ των υστέρων εξέταση της αναλογικότητας του προγράμματος της ΕΚΤ εντός τριών μηνών, οπότε η ζημία φαίνεται να είναι περιορισμένη και ελεγχόμενη. Στην πραγματικότητα πρόκειται για την ανάγκη προσθήκης μιας μορφής αιτιολογίας σε μία πράξη ενωσιακού οργάνου.
Όμως η αιτιολογία της απόφασης δεν μπορεί να αγνοηθεί ούτε να υποβαθμισθεί, η δε ζημία που αυτή προκαλεί είναι μεγάλη. Κατά πρώτο λόγο το Συνταγματικό Δικαστήριο επιμένει ότι μπορεί, έστω και με αυτόν τον περιπετειώδη τρόπο που ανέδειξε στη νομολογία του, να ελέγχει την ενωσιακή νομιμότητα πράξεων της ΕΚΤ, η οποία είναι όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπόκειται μόνο στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της Ένωσης. Αυτή τη θέση εξέφρασε άλλωστε η ΕΚΤ, σχολιάζοντας την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου[12], οπότε δεν είναι βέβαιο ότι θα ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του γερμανικού Δικαστηρίου, αναλογιζόμενη ότι, αν το πράξει, ανοίγει τον δρόμο σε κάθε δικαστήριο κράτους μέλους να ακολουθήσει τη γραμμή του Δικαστηρίου της Καρλσρούης. Εδώ λοιπόν υπάρχει ένα πρώτο και σοβαρό ζήτημα ultra vires λειτουργίας του ίδιου του Συνταγματικού Δικαστηρίου!
Κατά δεύτερο λόγο δοκιμάζονται πολλαπλώς οι σχέσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου της Ένωσης με αποκλειστική ευθύνη του πρώτου. Πώς είναι δυνατόν να διατηρηθούν σχέσεις σεβασμού και συνεργασίας μεταξύ των δύο δικαστηρίων, όταν το ένα καταλογίζει στο άλλο ότι αυθαιρετεί, ότι υποστηρίζει μεθοδολογικά απαράδεκτες θέσεις, ότι δρα κατά προφανή υπέρβαση της δικαιοδοσίας του, ότι αγνοεί στοιχειώδεις υποχρεώσεις που έχει στο πλαίσιο της εξέτασης της αρχής της αναλογικότητας? Και μάλιστα έχοντας υπόψη ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο, όπως όλα τα δικαστήρια των κρατών μελών της Ένωσης, οφείλει να σέβεται τις υποχρεώσεις που υπέχει σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και να ζητεί, μέσω της προδικαστικής παραπομπής, τη συνδρομή του Δικαστηρίου του Λουξεμβούργου, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου[13]? Τί είδους συνεργασία μπορούν να έχουν δύο δικαστήρια, όταν το ένα μεταχειρίζεται το άλλο με τον τρόπο που έπραξε το Συνταγματικό Δικαστήριο?
Το αδιέξοδο, στο οποίο οδηγεί η απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, ανέδειξαν οι αντιδράσεις των οργάνων της Ένωσης. Η Επιτροπή επισήμανε την αρχή της υπεροχής του ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου έναντι του εθνικού δικαίου, καθώς και την κατοχυρωμένη στις Συνθήκες ανεξαρτησία της ΕΚΤ, ενώ δια της Προέδρου και της αρμόδιας Αντιπροέδρου της δήλωσε ότι εξετάζει την πιθανότητα άσκησης προσφυγής κατά της Γερμανίας για παράβαση των υποχρεώσεων που έχει κατά το ενωσιακό δίκαιο[14]. Το δε Δικαστήριο της Ένωσης με μία λιτή δήλωσή του αρκέσθηκε να υπογραμμίσει και αυτό την αρχή της υπεροχής[15] του ενωσιακού δικαίου και τη θέση που αυτή η αρχή κατέχει στη νομολογία του.
Η άσκηση της προσφυγής επί παραβάσει είναι πολύ πιθανή, όπως φαίνεται πολύ πιθανή και η ευδοκίμησή της, οπότε οι γερμανικές αρχές θα βρεθούν σε δυσχερή θέση, αφού θα υποχρεωθούν να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ένωσης, αγνοώντας το δικό τους Συνταγματικό Δικαστήριο. Από την άλλη πλευρά η προσφυγή επί παραβάσει είναι η μόνη διέξοδος, για να μην βρεθούν άλλα δικαστήρια που θα συνταχθούν με τη γραμμή του Συνταγματικού Δικαστηρίου, θίγοντας καίρια την ισχύ και την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου.
Οι αντιδράσεις που σημειώθηκαν και οι αντιρρήσεις που εκφράσθηκαν μετά την έκδοση της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου ώθησαν τον Πρόεδρο του Δεύτερου Τμήματος (και Πρόεδρο του Δικαστηρίου) και τον εισηγητή της υπόθεσης να παραχωρήσουν συνεντεύξεις σε σοβαρές γερμανικές εφημερίδες και να επιχειρήσουν να διασκεδάσουν τις αρνητικές συνέπειες της απόφασης[16]. Εδώ ο καθένας μπορεί να εκτιμήσει κατά πόσον δύο μέλη ενός οκταμελούς δικαστικού σχηματισμού μπορούν να ερμηνεύσουν και να οριοθετήσουν αυθεντικά τις θέσεις του συλλογικού οργάνου, στο οποίο μετέχουν. Η αντιδεοντολογική αυτή συμπεριφορά δικαστών ως σχολιαστών των αποφάσεων των δικαστηρίων τους φθάνει μάλιστα στο αποκορύφωμά της, όταν ο εισηγητής δικαστής της υπόθεσης δίδει συμβουλές για τον τρόπο επίλυσης διαφωνιών μεταξύ του Δικαστηρίου της Ένωσης και των εθνικών δικαστηρίων (φυσικά εις βάρος του πρώτου), αμφισβητεί ανοικτά την αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου, χρησιμοποιώντας το ψευδές επιχείρημα ότι τα ανώτατα δικαστήρια των κρατών μελών αρνούνται να την αποδεχθούν, και ισχυρίζεται ότι η εν λόγω αρχή δεν μπορεί να εισαχθεί ούτε με συνταγματική αναθεώρηση στην γερμανική έννομη τάξη!
Τέλος σημειώνω ότι αυτοί που χαιρέτησαν την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι οι κυβερνήσεις στην Πολωνία και την Ουγγαρία σε αγαστή σύμπλευση με τους εχθρούς του ευρώ. Όπως έγραψε χαρακτηριστικά Γερμανός δημοσιολόγος «Στη Βαρσοβία άνοιξαν σαμπάνιες»[17]. Ας μετρήσουν λοιπόν οι δικαστές του Συνταγματικού Δικαστηρίου τους φίλους τους.
[1] Απόφαση της 5ης Μαϊου 2020 στις υποθέσεις 2 BvR 859/15, 2 BvR 1651/15, 2 BvR 2006/15 και 2 BvR 980/16. Το Συνταγματικό Δικαστήριο λειτουργεί σε δύο αυτόνομα Τμήματα με οκτώ δικαστές και με διακεκριμένες αρμοδιότητες το καθένα, συνέρχεται δε σπανιότατα σε Ολομέλεια. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αναφέρεται ότι η απόφαση ελήφθη με πλειοψηφία 7:1, χωρίς να διευκρινίζεται ποιο μέλος μειοψήφησε. Δεδομένου ότι ειδικά για το Συνταγματικό Δικαστήριο έχει κατοχυρωθεί η επώνυμη «αποκλίνουσα γνώμη», προκαλεί εντύπωση – και μάλιστα όχι θετική – ότι ο μειοψηφήσας δικαστής παρέμεινε ανώνυμος.
[2] Απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 1993, δημοσιευμένη στην επίσημη συλλογή του Δικαστηρίου, BVerfGE 89, σελ. 155 και επ.
[3] Εισηγητής της απόφασης (και όπως φαίνεται εμπνευστής της θεωρίας ultra vires) ήταν ο καθηγητής Paul Kirchhof, ο οποίος μετά την έκδοση της απόφασης της 5ης Μαϊου 2020 αρθρογράφησε στην Frankfurter Allgemeine Zeitung της 20-5/2020 (σελ. 6), χαρακτήρισε την απόφαση ως «ευκαιρία για την Ευρώπη» (Chance für Europa) και επαίνεσε την πρωτοβουλία των διαδόχων του, αρχίζοντας το άρθρο του με τη διαπίστωση ότι το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο επιδιώκει να ανανεώσει (!) τη συνεργασία του με το Δικαστήριο της Ένωσης…
[4] Βλ. π.χ. την Απόφαση της 30-6-2009 για τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, δημοσιευμένη στην επίσημη συλλογή BVerfGE 123, σελ. 267 επ. (σκέψεις 240 επ.).
[5] Συνταγματικό Δικαστήριο της Τσεχίας, απόφαση του Φεβρουαρίου 2012 Pl. US 5/12, στην υπόθεση Landtova.
[6] Πρόκειται για την προσφυγή ακυρώσεως, η οποία υπάγεται στους περιοριστικούς όρους της διάταξης και ιδίως σε ό,τι αφορά το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος: Βλ. σχετικά Β. Σκουρή, Συνθήκη της Λισσαβώνας- Ερμηνεία κατ΄άρθρον, 2020, άρθρο 263 ΣΛΕΕ, αρ. περ. 17 επ.
[7] Η απαρχή ανήκει πάλι στην απόφαση για τη Συνθήκη του Μααστριχτ: Βλ. πιο πάνω υποσημ. 2, σκέψεις 58 επ.
[8] Βλ. εδώ τις αποκλίνουσες γνώμες των δικαστών G. Lübbe-Wolff και M. Gerhardt στην υπόθεση ΟΜΤ, όπου το Συνταγματικό Δικαστήριο έκανε για πρώτη φορά χρήση της προδικαστικής παραπομπής, για να επιτεθεί εναντίον ενός αντίστοιχου προγράμματος της ΕΚΤ: BVerfGE 134, 366 επ., σκέψεις 106 επ. και 134 επ. Ιδίως οι θέσεις της Lübbe-Wolff αποδεικνύουν πόσο σφαλερός είναι ο δρόμος που επέλεξε το Συνταγματικό Δικαστήριο.
[9] Απόφαση της 5ης Μαϊου (υποσημ. 1), σκέψεις 116 επ.
[10] ΔΕΕ απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2018 στην υπόθεση C-493/17, Weiss κ.α., ECLI:EU:C:2018:1000, σκέψεις 30 επ., 53 επ. και κυρίως 71-99.
[11] Απόφαση της 5ης Μαϊου, σκέψη 232.
[12] Σε μία δήλωση προς τον τύπο της 5ης Μαϊου η ΕΚΤ αναφέρει ότι έλαβε γνώση της απόφασης του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, ότι παραμένει πιστή στην αποστολή της και ότι θα πράξει ότι χρειάζεται, για να ανεβεί ο πληθωρισμός στα επίπεδα που η ίδια έχει καθορίσει.
Στο τέλος η δήλωση παραπέμπει στην απόφαση του ΔΕΕ του Δεκεμβρίου 2018, που έκρινε ότι η ΕΚΤ έδρασε στο πλαίσιο της αποστολής της για την επίτευξη σταθερότητας των τιμών.
[13] Ως δικαστήρια, οι αποφάσεις των οποίων δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα (του εσωτερικού δικαίου), και τα Συνταγματικά Δικαστήρια έχουν υποχρέωση παραπομπής σύμφωνα με το άρθρο 267 εδαφ. 3 ΣΛΕΕ. Στο πλαίσιο της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής τα Συνταγματικά Δικαστήρια δεν συγκροτούν ειδική και προνομιούχο κατηγορία δικαιοδοτικών οργάνων, αλλά συμμερίζονται την τύχη των ανώτατων δικαστηρίων.
[14] Βλ. το άρθρο «Von der Leyen considers infringement proceedings after German court ruling» στο Politico της 11-5-2020. Το πρόβλημα συζητούν, χωρίς να συμφωνούν οι I. Pernice και C. Möllers στο Verfassungsblog 16-5-2020.
[15] Στο δελτίο τύπου της 8ης Μαϊου το ΔΕΕ επισημαίνει ότι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου στο πλαίσιο των προδικαστικών παραπομπών δεσμεύουν το εθνικό δικαστήριο που παρέπεμψε την υπόθεση στο ΔΕΕ, ότι μόνο το ίδιο μπορεί να κρίνει ότι πράξεις των οργάνων των Ένωσης είναι αντίθετες με το ενωσιακό δίκαιο και ότι τα δικαστήρια των κρατών μελών είναι υποχρεωμένα να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του ενωσιακού δικαίου.
[16] Ο Πρόεδρος Andreas Voßkuhle παραχώρησε συνέντευξη στην εφημερίδα DIE ZEIT της 14-5-2020 (σελ. 6-7) και ο λαλίστατος εισηγητής της υπόθεσης Peter M. Huber στην Frankfurter Allgemeine Zeitung της 12-5-2020 (σελ. 2) και στην Süddeutsche Zeitung της ίδιας ημέρας. Βλ. σχετικά τις εύστοχες κριτικές παρατηρήσεις της J. Jahn sto Verfassungsblog της 21-5-2020.
[17] Franz C. Mayer, Auf dem Weg zum Richterfaustrecht?, Verfassungsblog της 7-5-2020 υπό IV 9.