Τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν να παρακάμπτουν τις αποφάσεις του ΔΕΕ.
Κοινή δήλωση για την υπεράσπιση της ευρωπαϊκής έννομης τάξης
(πρωτοδημοσιεύτηκε στα αγγλικά σε: https://verfassungsblog.de/national-courts-cannot-override-cjeu-judgments/).
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια κοινότητα που βασίζεται στην αρχή του κράτους δικαίου. Η ευρωπαϊκή έννομη τάξη είναι η ραχοκοκαλιά που συνέχει την Ευρωπαϊκή Ένωση και η απόφαση του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστήρίου (BverfG) στην υπόθεση Weiss συνιστά σοβαρή απειλή για την εν λόγω έννομη τάξη. Αυτή η απειλή υπερβαίνει κατά πολύ τις πιθανές συνέπειες της απόφασης Weiss για την ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική. Γράφουμε αυτή τη δήλωση για να εκφράσουμε την κοινή μας άποψη ότι ο ισχυρισμός του Γερμανικού Δικαστηρίου (Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο – BVerfG) πως μπορεί να κηρύξει μια απόφαση του ΔΕΕ “ως μη έχουσα δεσμευτική ισχύ στη Γερμανία” στερείται ερείσματος και πρέπει να απορριφθεί κατηγορηματικά. Γράφουμε επίσης για να θέσουμε υπό αμφισβήτηση εκείνες τις επιστημονικές εκδοχές περί τον συνταγματικό πλουραλισμό και τη συνταγματική ταυτότητα που θα υπερασπίζονταν την εξουσία του BVerfG ή οποιουδήποτε άλλου εθνικού δικαστηρίου να εκδίδει μια τέτοια απόφαση και που βοήθησαν (έστω και ακούσια) να το ενθαρρύνουν να πράξει με αυτό τον τρόπο.
Τις τελευταίες δεκαετίες, οι μελετητές ανέπτυξαν την έννοια του συνταγματικού πλουραλισμού ως τρόπο υπέρβασης του αδιεξόδου μεταξύ του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και των εθνικών συνταγματικών δικαστηρίων, όπως το (γερμανικό) BVerfG, σχετικά με ζητήματα νομικής υπεροχής (Kompetenz – Kompetenz). Το κεντρικό ερώτημα σε αυτή τη μακρόχρονη διαμάχη αφορά το ποιο δικαστήριο θα πρέπει να έχει τον τελευταίο λόγο στην επίλυση των συγκρούσεων μεταξύ του ευρωπαϊκού και του εθνικού συνταγματικού δικαίου. Οι υποστηρικτές του συνταγματικού πλουραλισμού υποστηρίζουν ότι δεν είναι αναγκαίο να δοθεί μια οριστική απάντηση ως προς το ποιο δικαστήριο θα έχει τον τελευταίο λόγο, καθώς οι εντάσεις που απορρέουν από αντικρουόμενες αξιώσεις περί της ανωτερότητας μπορούν να επιλυθούν μέσα από τον δικαστικό διάλογο και τους κανόνες της ανεκτικότητας και της σύζευξης.
Η απόφαση Weiss του BVerfG -και η άμεση αντίδραση επιδοκιμασίας εκ μέρους των αυταρχικών καθεστώτων στην Ουγγαρία και την Πολωνία γι’ αυτή την απόφαση- καταδεικνύει τα εγγενή όρια αυτής της αισιόδοξης οπτικής. Οφείλουμε να παραδεχτούμε: ο συνταγματικός πλουραλισμός δεν μπορεί να δώσει μία πρακτική, τελική απάντηση στο ερώτημα που βρίσκεται την καρδιά του αινίγματος περί “αρμοδιότητας της αρμοδιότητας” (Kompetenz-Kompetenz), καθώς ενίοτε οι άμεσες διαφωνίες για το ποιος έχει τον τελευταίο λόγο στις συγκρούσεις μεταξύ του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου είναι αναπόφευκτες.
Οι υπογράφοντες και υπογράφουσες την παρούσα δήλωση συμφωνούμε με τους συνταγματικούς πλουραλιστές ότι ο δικαστικός διάλογος είναι πολύτιμος -πράγματι αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της λειτουργίας της ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Το ίδιο το ΔΕΕ έχει αναγνωρίσει ότι τα εθνικά δικαστήρια, σε συνεργασία με το Δικαστήριο, εκπληρώνουν ένα καθήκον που τους έχει ανατεθεί να διασφαλίζουν από κοινού την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των Συνθηκών. Συμφωνούμε επίσης ότι το ΔΕΕ και τα εθνικά συνταγματικά δικαστήρια θα πρέπει να καθοδηγούνται από κανόνες αμοιβαίας ανεκτικότητας, αυτοσυγκράτησης και συμβιβασμού, όπου αυτό είναι δυνατό, στην προσπάθειά τους να άρουν τις εντάσεις μεταξύ των εννόμων τάξεών τους βάσει τον κανόνων της αβροφροσύνης.
Εν ολίγοις, όλοι συμμεριζόμαστε την επιθυμία των συνταγματικών πλουραλιστών να υποδεχτούν τις εύλογες ανησυχίες που ορισμένα εθνικά συνταγματικά δικαστήρια μπορεί να έχουν σχετικά με τις συγκρούσεις μεταξύ του ενωσιακού δικαίου και των απαραβίαστων πτυχών των εγχώριων συνταγματικών τάξεών τους. Στην πραγματικότητα, τέτοιες ανησυχίες αποτυπώνονται στις ιδρυτικές συνθήκες της ΕΕ (ειδικότερα: άρθρα 4 και 6 ΣΕΕ). Παρότι υπήρξαν προτάσεις για τη δημιουργία νέων οργάνων που θα μπορούσαν στο μέλλον να επιλύσουν με διαιτησία τις συγκρούσεις μεταξύ του ΔΕΕ και των εθνικών δικαστηρίων, το δίκαιο, ως έχει σήμερα, είναι σαφές: κανένα εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί να ανατρέψει μια απόφαση του ΔΕΕ. Αν και δεν συμφωνούμε με όλα τα επιμέρους σημεία της συζήτησης για τον συνταγματικό πλουραλισμό, σ’ ένα σημείο είμαστε σαφώς και εμφατικά ομόφωνοι: είναι απαράδεκτο ένα εθνικό δικαστήριο να κηρύσσει ότι στο πεδίο της δικαιοδοσίας του μια απόφαση του ΔΕΕ δεν είναι δεσμευτική.
Όπως επανειλημμένα έχει εξηγήσει το Δικαστήριο ήδη από την υπόθεση Costa, εάν τα εθνικά δικαστήρια μπορούσαν να παρακάμψουν το Δικαστήριο, το ενωσιακό δίκαιο δεν θα εφαρμοζόταν επί ίσοις όροις ή το ίδιο αποτελεσματικά στα κράτη μέλη και η νομική βάση της ΕΕ θα ετίθετο εξ ολοκλήρου υπό αμφισβήτηση. Πράγματι, όπως τόνισε το ΔΕΕ στο πρόσφατο δελτίο τύπου του, η υπεροχή του ενωσιακού δικαίου “είναι ο μόνος τρόπος διασφάλισης της ισότητας των κρατών μελών στην Ένωση που δημιούργησαν”. Τα κράτη έχουν μεταβιβάσει μέρος της κυριαρχίας τους στην ΕΕ υπό τον όρο της αμοιβαιότητας. Αν το καθένα από αυτά μπορούσε να αποφασίσει μόνο του τι συνιστά Δίκαιο της ΕΕ, θα καθίστατο πιο ίσο από τα υπόλοιπα και ως αποτέλεσμα η ευρωπαϊκή έννομη τάξη γρήγορα θα διαρρηγνυόταν.
Τα εθνικά συνταγματικά δικαστήρια, όπως το BVerfG, παραμένουν οι μοναδικοί θεματοφύλακες των συνταγματικών τάξεων των χωρών τους, συμπεριλαμβανομένης της διασφάλισης των απαραβίαστων, “αιώνιων” στοιχείων της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας. Τα εθνικά συνταγματικά δικαστήρια, όπως το BVerfG, παραμένουν οι μοναδικοί θεματοφύλακες των συνταγματικών επιταγών των χωρών τους, συμπεριλαμβανομένης της διασφάλισης των απαραβίαστων, “ισόβιων” στοιχείων της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας. Το BVerfG έχει απόλυτο δίκιο ως προς αυτό, αλλά και εντελώς λάθος σχετικά με την εφαρμοστέα λύση σε περίπτωση που κρίνει ότι το ΔΕΕ έχει εκδώσει μία απόφαση που είτε παραβιάζει τη συνταγματική του ταυτότητα είτε απλώς κείται εκτός αρμοδιοτήτων του (ultra vires). Κατά ιστορική αναλογία, η απόφαση του BVerfG θυμίζει το δόγμα της ακυρότητας (nullification) που επικαλέστηκαν οι φίλοι του Calhoun στην Αμερική πριν τον εμφύλιο πόλεμο, το οποίο θα επέτρεπε στην ουσία σε ένα δικαστήριο κράτους μέλους ένα «διάλεξε και πάρε» σχετικά με το ποιες διατάξεις του δικαίου της ΕΕ να σέβεται και ποιες να αγνοεί.
Εάν κάποιο εθνικό συνταγματικό δικαστήριο κρίνει ότι μια πράξη της ΕΕ ή μια απόφαση του ΔΕΕ έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμά του, δεν μπορεί απλά να χαρακτηρίσει την πράξη ή την απόφαση ως μη εφαρμοστέα στη δικαιοδοσία του. Μάλλον, το Δικαστήριο θα μπορεί να διορθώσει την κατάσταση “αναγκάζοντας την κυβέρνησή του είτε να τροποποιήσει το Σύνταγμα είτε να επιδιώξει να αλλάξει τον επίμαχο ευρωπαϊκό νομικό κανόνα αξιοποιώντας τα εργαλεία της πολιτικής διαδικασίας, είτε, κατ’ ανάγκη, να αποχωρήσει εντελώς από την Ένωση“. Αυτά μπορεί να μοιάζουν δραματικά βήματα, αλλά συνάδουν με το καθεστώς της ΕΕ, ως ένωσης κυρίαρχων κρατών, που έχουν συμφωνήσει –εκουσίως– να δεσμεύονται από το ενωσιακό δίκαιο και να σέβονται τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της για όσο χρόνο παραμένουν μέλη.
Βεβαίως, οι περισσότεροι συνταγματικοί πλουραλιστές δεν είχαν κατά νου ότι τα εθνικά δικαστήρια θα ενέχονταν σε μία τόσο ατιμωτική απαξίωση της εξουσίας του ΔΕΕ. Υπολόγισαν ότι οι ολομέτωπες συγκρούσεις θα μπορούσαν να αποφευχθούν ή να επιλυθούν μέσω του διαλόγου και της αμοιβαίας διευκόλυνσης. Η κρίση που δημιουργήθηκε από την απόφαση Weiss του BVerfG μας θυμίζει μια οδυνηρή αλήθεια που πολλοί συνταγματικοί πλουραλιστές προσπάθησαν να λησμονήσουν – ότι ενίοτε όντως θα προκύψουν και άμεσες και ευθείες συγκρούσεις.
Εν κατακλείδι, οι αντιδράσεις των αυταρχικών καθεστώτων στην Ουγγαρία και την Πολωνία υπέρ της απόφασης του BVerfG υπογραμμίζουν ένα επιπλέον πρόβλημα του συνταγματικού πλουραλισμού -ένα ζήτημα που πολλοί από μας έχουμε θέσει εδώ και αρκετό καιρό– συγκεκριμένα, ότι ο συνταγματικός πλουραλισμός και τα επιχειρήματα της συνταγματικής ταυτότητας ρέπουν προς την κατάχρησή [τους] από αυταρχικούς αρχηγούς κρατών και από τα δέσμια από αυτούς δικαστήρια. Κανείς δεν θα έπρεπε να εκπλαγεί από το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας οικειοποιήθηκαν άμεσα την απόφαση του BVerfG ως βάση υπέρ της επιχειρηματολογίας ότι τα (δέσμια) συνταγματικά τους δικαστήρια θα μπορούσαν να παρακάμψουν το ΔΕΕ. Αυτό ήταν εντελώς προβλέψιμο και πράγματι είχε όντως προβλεφθεί.
Η δήλωσή μας αυτή δεν επικεντρώνεται στους κινδύνους που γεννάει η απόφαση του BVerfG για τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ. Αντιθέτως, θέλουμε να τονίσουμε ότι όποια κι αν είναι η γνώμη μας για τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ ή για την αξιολόγηση αυτών των προγραμμάτων από το ΔΕΕ ή το BVerfG, η αντίληψη ότι ένα εθνικό δικαστήριο μπορεί να παρακάμψει μια απόφαση του ΔΕΕ απλώς δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το να επιτρέπεται στα εθνικά δικαστήρια να κηρύσσουν ότι οι αποφάσεις του ΔΕΕ που τα ίδια κρίνουν ως απαράδεκτες είναι ανεφάρμοστες στις χώρες τους θα κατέστρεφε την ευρωπαϊκή έννομη τάξη.
Αυτό ισχύει ανεξάρτητα από το αν το επίμαχο εθνικό δικαστήριο είναι ένα σεβαστό, ανεξάρτητο δικαστήριο σε μια υγιή δημοκρατία ή πρόκειται για ένα δέσμιο «δικαστήριο» ενός αυταρχικού κράτους μέλους (που μπορεί μάλιστα και να μην πληροί καν τα κριτήρια για να χαρακτηριστεί ως δικαστήριο σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο). Για όλους τους παραπάνω λόγους, ο ισχυρισμός του BVerfG ότι η απόφαση του ΔΕΕ επί του προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση Weiss ήταν ultra vires και δεν παράγει κανένα δεσμευτικό αποτέλεσμα στη Γερμανία πρέπει να απορριφθεί κατηγορηματικά.
Συγγραφείς:
- Daniel Kelemen, Πανεπιστήμιο Rutgers
Piet Eeckhout, University College London
Federico Fabbrini, Πανεπιστήμιο του Δουβλίνου
Laurent Pech, Πανεπιστήμιο Middlesex
Renata Uitz, Πανεπιστήμιο Κεντρικής Ευρώπης
Υπογράφοντες:
Stefania Baroncelli, Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Bozen-Bolzano
Eva Brems, Πανεπιστήμιο Γάνδης
Tamara Capeta, Πανεπιστήμιο του Ζάγκρεμπ
Carlos Closa, Εθνικό Ισπανικό Ερευνητικό Συμβούλιο
Vlad Constantinesco, Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου
John Cotter, Πανεπιστήμιο Keele
Antonio Estrella, Πανεπιστήμιο Καρόλου Γ’ της Μαδρίτης
Diana Urania Galetta, Πανεπιστήμιο του Μιλάνου
Cristoph Hermann, Πανεπιστήμιο του Passau
Janja Hojnik, Πανεπιστήμιο του Maribor
Thomsz Koncewicz, Πανεπιστήμιο του Gdansk
Markus Kotzur, Πανεπιστήμιο του Αμβούργου
Roman McCrea, University College London
Αντώνης Μεταξάς, ΕΚΠΑ
Λίνα Παπαδοπούλου, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Vasco Pereira da Silva, Πανεπιστήμιο της Λισαβόνας
Vlad Perju, Κολλέγιο της Βοστώνης
Joël Rideau, Πανεπιστήμιο Sophia Αntipolis της Νίκαιας
Wojciech Sadurski, Πανεπιστήμιο του Σίδνεϋ
Eleanor Spaventa, Πανεπιστήμιο Bocconi
Peter Van Elsuwege, Πανεπιστήμιο Γάνδης
Juan Santos Vara, Πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα
Ramses. A. Wessel, Πανεπιστήμιο Groningen
Marlene Wind, Πανεπιστήμιο Κοπενχάγης
Jacques Ziller, Πανεπιστήμιο Παβίας
Η μετάφραση από https://verfassungsblog.de/national-courts-cannot-override-cjeu-judgments/ έγινε από την ασκούμενη δικηγόρο κ. Λαμπρινή Κωλέτση