1. Ο διάλογος μεταξύ Καρλσρούης και Λουξεμβούργου
Στις 5 Μαΐου του 1955 η Δυτική Γερμανία ανέκτησε την κυριαρχία της από τις Μεγάλες Δυνάμεις, τις ΗΠΑ, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία. Εξήντα πέντε χρόνια αργότερα, στις 5 Μαΐου 2020 το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο (ΓΟΣΔ) εξέδωσε μία απόφαση, με την οποία, κατά μία έννοια, προσπαθεί να ανακτήσει ή, πάντως, να διακηρύξει τη νομική κυριαρχία του γερμανικού κράτους έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), να αμφισβητήσει την «απόλυτη υπεροχή του ενωσιακού δικαίου» και να περιφρουρήσει ή να διατρανώσει τη δική του ανεξαρτησία απέναντι στο Δικαστήριο της τελευταίας (ΔΕΕ).
Η απόφαση αυτή προστίθεται σε μια σειρά μεγάλων αποφάσεων του ΓΟΣΔ, που αποτελούν σταθμούς στη νομολογία του και θεμέλιους λίθους στον διάλογό του με το ΔΕΕ. Οι πρώτες τέτοιες διαλογικές αποφάσεις αφορούσαν αρχικά την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην ΕΕ (γνωστές και ως Solange I και Solange II). Είναι αλήθεια ότι η πρώτη απόφαση, η Solange I [1974, BVerfGE 37, 271επ], με την οποία το ΓΟΣΔ φάνηκε «να υψώνει ανάστημα» απέναντι στο τότε Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), διακηρύττοντας ότι θα ελέγχει τις κοινοτικές πράξεις με κριτήριο τα θεμελιώδη δικαιώματα του γερμανικού Συντάγματος (Grundgesetz = Θεμελιώδους Νόμου), έδωσε το έναυσμα στο ευρωπαϊκό Δικαστήριο να αρχίσει να ασκεί το ίδιο έλεγχο των πράξεων των οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με κριτήριο τα θεμελιώδη δικαιώματα, προκειμένου να αποφύγει να πράξει τούτο το ΓΟΣΔ και να υποσκάψει έτσι την ενιαία και ομοιογενή εφαρμογή, την αυτονομία και την προτεραιότητα εφαρμογής (την ιδιότητα δηλαδή που συνήθως αποκαλείται ‘υπεροχή’) του κοινοτικού δικαίου. Η αλλαγή αυτή της στάσης του ΔΕΚ επέτρεψε στο ΓΟΣΔ να εκδώσει, 12 χρόνια αργότερα, την απόφαση Solange II [1986 BVerfGE 73, 339επ], με την οποία αποδέχτηκε να μην ελέγχει τις κοινοτικές πράξεις με βάση τον κατάλογο θεμελιωδών δικαιωμάτων του γερμανικού Συντάγματος, εφόσον και καθόσον το ΔΕΚ παρέχει ισότιμη προστασία.
Ο διάλογος μεταξύ Καρλσρούης (έδρα του ΓΟΣΔ) και Λουξεμβούργου (έδρα του ΔΕΕ) συνεχίστηκε τα τελευταία χρόνια με αφορμή υποθέσεις αναφορικά με βήματα οικονομικής ενοποίησης της Ένωσης και διακυβερνητικά μέτρα στήριξης των ευάλωτων χωρών της Ευρωζώνης (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα) μετά τη δημοσιονομική κρίση που ξέσπασε το 2009. Ήταν πολλοί οι πολιτικοί και οι πολίτες στη Γερμανία που επιχείρησαν και πέτυχαν να εκνομικεύσουν την αντίθεσή τους προς αυτές τις αποφάσεις, όπως ακριβώς ήταν αντίστοιχα πολλοί και στην Ελλάδα ή στην Πορτογαλία εκείνοι που προσπάθησαν να κάνουν το ίδιο αναφορικά με τα μνημόνια και τα μέτρα οικονομικής πολιτικής και λιτότητας.
Η εδώ συζητούμενη απόφαση PSPP του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου (ΓΟΣΔ) είναι το πιο πρόσφατο, όχι όμως το πρώτο και μάλλον ούτε το τελευταίο επεισόδιο αυτού του νομικο-πολιτικού «πετροπόλεμου». Και γεννήθηκε και από τη θεσμική φιλοδοξία των Γερμανών δικαστών (ιδίως του Προέδρου του Δικαστηρίου, Αντρέα Φοσκούλε, την προτελευταία ημέρα της θητείας του, και του εισηγητή της υπόθεσης, Πέτερ Χούμπερ) να αφήσουν και αυτοί το αποτύπωμά τους στην ιστορία επηρεάζοντας –κατά την εκτίμησή τους θετικά- την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
2. Η αρχή των δοτών αρμοδιοτήτων και το δομικό χάσμα μεταξύ νομισματικής και οικονομικής πολιτικής
Η δημοσιονομική κρίση χρέους της τελευταίας δεκαετίας επέβαλε τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπισή της και τη σταθεροποίηση του ευρώ, μέτρα που με τη σειρά τους επέδρασαν στο να αρχίσει να γεφυρώνεται αργά η άβυσσος ανάμεσα στην νομισματική ενοποίηση αφενός και την ανύπαρκτη σχεδόν μέχρι πριν 8 χρόνια οικονομική ενοποίηση. Το χάσμα αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η νομισματική πολιτική ασκείται αποκλειστικά από την Ένωση για τις χώρες της Ευρωζώνης, ενώ οι η οικονομική πολιτική αποτελεί απλώς συντονιστική αρμοδιότητα.
Η διάσταση έχει τη βάση της στη δομική αρχή που διέπει τη δράση της Ένωσης, την αρχή των δοτών ή ανατεθειμένων αρμοδιοτήτων. Ως γνωστόν, η Ένωση δεν έχει κάποιο τεκμήριο αρμοδιότητας. Αυτό το παρακρατεί ακόμη το κράτος. Αν δηλαδή οι Συνθήκες δεν προβλέπουν αναγνώριση μίας αρμοδιότητας σε αυτήν, η συγκεκριμένη αρμοδιότητα συνεχίζει να ανήκει στα Κράτη – Μέλη. Το κράτος, δηλαδή, έχει –καταρχήν– αρμοδιότητα επί παντός του επιστητού. Καταρχήν, επειδή τα κράτη μέλη της Ένωσης έχουν μεταφέρει στην τελευταία κάποιες από τις αρμοδιότητες αυτές. Αντίθετα, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει μόνον τις αρμοδιότητες που τις μεταφέρουν ή «αναγνωρίζουν» (κατά τη διατύπωση του άρθρου 28 παρ. 2 του Συντάγματος) τα κράτη μέλη. Είναι φυλακισμένη στα όρια αυτών των αρμοδιοτήτων που τα κράτη αποφασίζουν όλα μαζί να παύσουν να ασκούν μονομερώς το καθένα και να τις συνασκήσουν συλλογικά. Αυτό είναι θετό δίκαιο και, ως τέτοιο, αδιαμφισβήτητο. Εξάλλου, κύριοι του Συνθηκών παραμένουν τα κράτη. Η κύρωση κάθε τροποποιητικής Συνθήκης της Ένωσης από κάθε κράτος μέλος αποτελεί αναφαίρετη προϋπόθεση για την αλλαγή του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης.
Δημιουργείται έτσι μέσα από την απόφαση των κρατών μελών που λαμβάνεται από τα συνταγματικά προβλεπόμενα όργανα μία άλλη, αυτόνομη έννομη τάξη, διακριτή από τις κρατικές, η ενωσιακή έννομη τάξη. Άπαξ όμως και τα κράτη συμφωνήσουν σ’ αυτή τη μεταφορά αρμοδιοτήτων, στο πλαίσιο πλέον της ενωσιακής έννομης τάξης το ενωσιακό δίκαιο απολαύει «προτεραιότητας εφαρμογής», μία ιδιότητα που είναι περισσότερο γνωστή ως «υπεροχή».
3. Ο ultra vires έλεγχος των ενωσιακών πράξεων
Στην απόφαση-σταθμό της 5ης Μαΐου 2020 για το πρόγραμμα PSPP το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο (ΓΟΣΔ) δεν αμφισβήτησε αυτή τη λεγόμενη «αρχή της υπεροχής» του δικαίου της Ένωσης, ή ακριβέστερα την «προτεραιότητα εφαρμογής» του. Αυτό που το ΓΟΣΔ αμφισβήτησε είναι το ποιος αποφασίζει, ως τελικός κριτής, σχετικά με το πλαίσιο, με τα όρια, εντός των οποίων μπορεί να κινείται η Ένωση και τα όργανά της. Το ποιος δηλαδή είναι εν τέλει ο τελικός κριτής στο ερώτημα αν κάτι εντάσσεται στην αυτόνομη ενωσιακή έννομη τάξη ή παραμένει στην αρμοδιότητα του κράτους. Και ως προς αυτό ήταν σταθερή η θέση του, δεκαετίες τώρα, ότι παραμένει το ίδιο τελικός κριτής, στηριγμένο σε μία εθνοκεντρική και κρατοκεντρική αντίληψη περί δημοκρατίας.
Ήδη από την απόφαση Kloppenburg (1987) αλλά και με κάθε ευκαιρία το ΓΟΣΔ διακήρυττε ότι ναι μεν αποδέχεται την «υπεροχή» του ενωσιακού δικαίου έναντι και του Συντάγματος, αλλά μόνον αν μία πράξη εμπίπτει στις ανατεθείσες στην Ένωση αρμοδιότητες, πράγμα που εναπόκειται στο ίδιο να το ελέγξει. Το ίδιο, εξάλλου, έχουν διακηρύξει και άλλα ευρωπαϊκά συνταγματικά ή ανώτατα δικαστήρια, δύο μάλιστα έφτασαν στο σημείο να διενεργήσουν τέτοιο έλεγχο (το δανέζικο και το τσέχικο), δεν είχαν όμως τη δύναμη και επιδραστικότητα του Γερμανικού Δικαστηρίου. Αντίθετα, από την πλευρά του, το ΔΕΕ θεωρεί εαυτό ως το μόνο αρμόδιο να κηρύξει μια πράξη της Ένωσης ως ultra vires (βλ. πχ C-317/04 και C-318/04).
Αυτή του την πολλάκις διακηρυγμένη, αλλά ουδέποτε ασκηθείσα μέχρι τώρα αρμοδιότητα άσκησε, για πρώτη φορά, το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, βγάζοντας «κίτρινη κάρτα» -με τρόπο νομικά μη πειστικό, βέβαια, όπως θα διαφανεί παρακάτω- ενόψει της διάκρισης μεταξύ νομισματικής και οικονομικής πολιτικής και της προβληματικής, πράγματι, ανάθεσης (από τις χώρες της Ευρωζώνης) μόνον της πρώτης στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης, αλλά όχι της τελευταίας. Ας δούμε όμως το συγκείμενο της περίφημης ήδη απόφασης.
4. Η προϊστορία της απόφασης
Όπως ήδη σημειώσαμε, ενώ η νομισματική είναι πολιτική ασκούμενη –για τις χώρες της Ευρωζώνης- αποκλειστικά από την Ένωση, η Οικονομική πολιτική παραμένει εθνική αρμοδιότητα, και μόνον συντονιστικά μπορεί να παρέμβει η Ένωση. Η δε εντολή που έχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Ευρωσύστημα (κεντρικών τραπεζών) περιορίζεται σε μέτρα νομισματικής πολιτικής με σκοπό τη σταθεροποίηση των τιμών και τη στήριξη του ευρώ.
Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι αποκλείεται και άλλες πολιτικές (πλην των ‘καθαρά’ οικονομικών / δημοσιονομικών) να έχουν οικονομικές συνέπειες. Αυτονοήτως, έτσι, οικονομικές συνέπειες έχουν όχι μόνον η νομισματική πολιτική αλλά κατεξοχήν και οι τέσσερις θεμελιώδεις ελευθερίες κυκλοφορίας των οικονομικών παραγόντων, των αγαθών, εργαζομένων, υπηρεσιών και κεφαλαίων, η εμπορική πολιτική με την κατάργηση των εσωτερικών δασμών και το κοινό εξωτερικό δασμολόγιο και άλλες πολλές πολιτικές αναφορικά με αποκλειστικές ή ασκηθείσες από την Ένωση συντρέχουσες αρμοδιότητές της.
Το ίδιο συμβαίνει προφανώς και με το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), δηλαδή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και εθνικών Κεντρικών Τραπεζών, , το λεγόμενο “secondary markets public sector asset purchase programme”, εφεξής το “πρόγραμμα PSPP”, ως τμήμα του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Το πρόγραμμα αυτό βρέθηκε στο «μάτι του κυκλώνα» και έφτασε να κριθεί τόσο από το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο όσο και από το ΔΕΕ.
Πράγματι, τo γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο κλήθηκε, βάσει συνταγματικής προσφυγής πολιτών –μεταξύ των οποίων και πολιτικών–, αντιπάλων του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, να αποφανθεί για τη συμφωνία των σχετικών με το πρόγραμμα πράξεων της γερμανικής Κυβέρνησης, Βουλής και Κεντρικής Τράπεζας. Πριν αποφανθεί ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ (βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ) ρωτώντας κατά βάση το κατά πόσο το PSPP εμπίπτει πράγματι στο πεδίο της νομισματικής πολιτικής και δεν αποτελεί κα’ ουσία οικονομικό εργαλείο, ενόψει των εκτεταμένων οικονομικών του συνεπειών και αν παραβιάζει το άρθρο 123 ΣΛΕΕ.
Στην απόφασή του Weiss (C-493/17 της 11/12/2018) το ΔΕΕ απάντησε στις αιτιάσεις του ΓΟΣΔ κρίνοντας το πρόγραμμα PSPP σύννομο, καθώς αφενός εμπίπτει στο πεδίο της νομισματικής πολιτικής και αφετέρου δεν παραβιάζει το άρθρο 123 ΣΛΕΕ που απαγορεύει στην ΕΚΤ και στις κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών τις υπεραναλήψεις ή οποιουδήποτε άλλου είδους πιστωτικές διευκολύνσεις προς τις αρχές και τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου της Ένωσης και των κρατών μελών καθώς και την απευθείας αγορά χρεογράφων από τους οργανισμούς ή τους φορείς αυτούς.
Επί τη βάσει της απόφασης αυτής του ΔΕΕ που εκδόθηκε επί προδικαστικού ερωτήματος που υπέβαλε το ίδιο το ΓΟΣΔ, θα ανέμενε κανείς ότι το τελευταίο θα δεχόταν την ερμηνεία του ευρωπαϊκού δικαστηρίου και θα έκρινε τις προσφυγές ως νομικά αβάσιμες. Τούτο όμως δεν συνέβη.
5. Οι νομικές συνέπειες της απόφασης
Προκειμένου να μπορέσει να ασκήσει έλεγχο ultra vires, το ΓΟΣΔ χρειάζεται καταρχάς να «αφοπλίσει» το ΔΕΕ. Να κηρύξει δηλαδή τη σχετική απόφαση που το τελευταίο εξέδωσε επί του προδικαστικού ερωτήματος που το εθνικό Δικαστήριο του έθεσε ultra vires. Και για να το πετύχει δεν διστάζει να δώσει ένα «χτύπημα κάτω από τη ζώνη» κατά του ΔΕΕ αναφορικά με την απόφασή του Weiss (απόφαση C-493/17 της 11/12/2018), όπου το Λουξεμβούργο αποδέχτηκε ως σύμφωνο με το ενωσιακό δίκαιο πρόγραμμα PSPP. στο πλαίσιο και ενός δικαστικού αυτοπεριορισμού, επιβαλλόμενου και συνήθους όταν πρόκειται για μέτρα νομισματικού, οικονομικού ή δημοσιονομικού χαρακτήρα με έντονα τεχνικά χαρακτηριστικά. Για να μπορέσει να θεωρήσει την απόφαση αυτή ως ultra vires, το ΓΟΣΔ λέει ότι πρόκειται για μία λογικά ακατανόητη και αυθαίρετη απόφαση. Μόνον με τόσο σκληρούς χαρακτηρισμούς για το έργο των ομοτέχνων του, θα μπορούσε το γερμανικό Δικαστήριο να υπερβεί την απόφαση του ΔΕΕ και να δικαιολογήσει γιατί δεν δεσμεύεται από αυτή. Οτιδήποτε λιγότερο δεν θα δικαιολογούσε αυτή την «απείθεια», καθώς όπως ήδη επισημάνθηκε το ΓΟΣΔ δεν αμφισβητεί την «υπεροχή» εντός του ενωσιακού δικαίου, αλλά ισχυρίζεται ότι εδώ βρισκόμαστε εκτός του πεδίου του ενωσιακού δικαίου και εντός της εθνικής αρμοδιότητας. Αυτός είναι ο κεντρικός του ισχυρισμός και δεν θα μπορούσε να τον θεμελιώσει καν ως καταρχήν παραδεκτό (ανεξάρτητα της νομικής του βασιμότητας) αν δεν χαρακτήριζε με τόσο βαριές λέξεις την απόφαση του ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Αυτό είναι το μόνο που εξηγεί πώς και γιατί ανώτατοι δικαστές (επτά έναντι ενός ή μίας δικαστή) κατέφυγαν σε τέτοιους χαρακτηρισμούς για απόφαση ομοτέχνων τους, και δη μελών ενός υπερεθνικού δικαστηρίου, επαρκέστατων κατά τεκμήριο νομικών.
Εφόσον «απενεργοποίησε» την υποχρέωση και δέσμευσή του από το ΔΕΕ, το ΓΟΣΔ απέρριψε καταρχάς την αιτίαση των προσφευγόντων ότι η αγορά αυτή συνιστά παραβίαση του άρθρου 123 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ένωσης (ΣΛΕΕ), δηλαδή απαγορευμένη από το ενωσιακό δίκαιο απευθείας αγορά κρατικών ομολόγων εκ μέρους της Ευρωπαϊκής ή εθνικών Κεντρικών Τραπεζών.
Σε αντίθεση με ανάλογες προσφυγές στο παρελθόν κατά διαφόρων χρηματοδοτικών εργαλείων και πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) για τη στήριξη του ευρώ, αυτή τη φορά το ΓΟΣΔ έκρινε ως αντισυνταγματική την παράλειψη της Κυβέρνησης και της ομοσπονδιακής Βουλής της χώρας να αναλάβουν την «ευθύνη τους αναφορικά με την ενοποίηση» (Integrationsverantwortung) και να ελέγξουν πιο εντατικά το αν και κατά πόσο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), εφαρμόζοντας το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά (PSPP), ξεπέρασε τα όρια των αρμοδιοτήτων που της απονέμουν οι ευρωπαϊκές Συνθήκες, έδρασε δηλαδή ‘ultra vires’. Και αυτό επειδή οι οικονομικές συνέπειες του προγράμματος PSPP υπερβαίνουν, με κριτήριο την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 5 παρ. 4 ΣΕΕ), το αναγκαίο μέτρο για να διασφαλιστεί ο θεμιτός στόχος της νομισματικής σταθεροποίησης. Επιπλέον, το ΓΟΣΔ θεωρεί ότι αν πράγματι υπάρχει μία τέτοια παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, συγκεκριμένα αν η ΕΚΤ δεν αποδείξει εντός τριμήνου ότι δεν υπάρχει τέτοια παραβίαση- τότε το πρόγραμμα PSPP θα προσβάλλει την εθνική συνταγματική ταυτότητα της Γερμανίας. Ειδικότερα, θα συνιστά παραβίαση της δημοκρατικής αρχής και του εκλογικού δικαιώματος των προσφευγόντων, το οποίο δεν επιτρέπεται να χάνει το ουσιαστικό του περιεχόμενο, όπως θα συνέβαινε αν αρμοδιότητες που η Γερμανία δεν μετέφερε στην Ένωσης ασκούνταν από την τελευταία.
Ως υπέρτατος κριτής το Συνταγματικό Δικαστήριο εγκαλεί και καλεί πολλές φορές τα δύο πολιτικά όργανα, την Κυβέρνηση και τη Βουλή, να αναλάβουν την «ευθύνη τους όσον αφορά την ευρωπαϊκή ενοποίηση» (Integrationsverantwortung). Και εκφράζει μία αντίληψη ότι η δημοκρατία είναι δυνατή μόνον εντός του εθνικού κράτους, καθώς παραγνωρίζει ότι κάθε πολιτική επιλογή έχει επίδραση όχι μόνον στον εθνικό χώρο της Γερμανίας αλλά και πέραν αυτού. Εξ ού και αρμοδιότερο είναι να κρίνει ένα υπερεθνικό Δικαστήριο και όχι ένα –οποιοδήποτε- εθνικό.
Με το παραπάνω σκεπτικό, το ΓΟΣΔ κάλεσε τα αρμόδια εθνικά όργανα –γιατί σε αυτά μόνον μπορεί να απευθυνθεί και όχι στην ΕΚΤ–, δηλαδή την Κυβέρνηση της Γερμανίας και την ομοσπονδιακή Βουλή (Bundestag), να ελέγξουν εντονότερα τα ενωσιακά όργανα (εν προκειμένω την ΕΚΤ και το Ευρωσύστημα) όταν, κατά την κρίση του, αυτά δραπετεύουν από τη φυλακή που χτίζει η αρχή των δοτών ενωσιακών αρμοδιοτήτων και δρουν πέραν των εξουσιών τους (ultra vires). Και βέβαια, αν η ΕΚΤ δεν κατορθώσει να αποδείξει ότι δεν έχει παραβιάσει την αρχή της αναλογικότητας και δεν έχει πράξει ultra vires, τότε, κατά το ΓΟΣΔ, η συμμετοχή της Γερμανίας στο PSPP θα προσβάλλει την εθνική συνταγματική ταυτότητα, και συγκεκριμένα το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού του γερμανικού λαού και τη δημοκρατική αρχή, που αποτελεί τμήμα του σκληρού μη αναθεωρήσιμου πυρήνα του γερμανικού Συντάγματος.
6. Μία δικαιοπολιτική αξιολόγηση της απόφασης PSPP του ΓΟΣΔ
«Η απόφαση αυτή, με μία πρώτη ματιά, μπορεί να ενοχλήσει» προειδοποίησε ο Πρόεδρος του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου (ΓΟΣΔ), Αντρέας Φοσκούλε, κατά την ανακοίνωση της απόφασης της 5ης Μαΐου του ισχυρού αυτού –και με πολιτικούς όρους– οργάνου. Μετά το BREXIT και την απομείωση των εγγυήσεων του κράτους δικαίου σε Ουγγαρία και Πολωνία, η απόφαση αυτή αποτελεί ένα ακόμη πλήγμα στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, εξ ού και τα πανευρωπαϊκα πυρά που δέχτηκε.
Το Δικαστήριο πράγματι αναγνωρίζει ότι αν η έβρισκε μιμητές και σε άλλα κράτη, η ενιαία εφαρμογή του δίκαιου της ΕΕ θα υπονομευόταν δραματικά. Αναγνωρίζει, λοιπόν, ότι οφείλει καθήκον συνεργασίας, διεκδικεί όμως παράλληλα τον ρόλο του ισότιμου συνομιλητή με το Δικαστήριο της Ένωσης, στο πλαίσιο ενός πλουραλιστικού μοντέλου των εννόμων τάξεων. Ταυτόχρονα διεκδικεί και την πολιτική του ισχύ εντός Γερμανίας, απέναντι στα πολιτικά όργανα. Έχει όμως επίγνωση ότι η ένταση αυτή στις σχέσεις εθνικού και ενωσιακού δικαίου που προκαλεί δεν μπορεί να λυθεί νομικά, παρά μόνον πολιτικά. Εξ ού και αυτοπεριορίζεται, εντέλει, καταλείποντας, ως οφείλει, την τελική απόφαση στα γερμανικά πολιτικά όργανα, την Κυβέρνηση και την ομοσπονδιακή Βουλή.
Η σύγκρουση ως προς το ποιος είναι «ο τελικός κριτής», ή ο ανώτατος «κανόνας αναφοράς» είναι εν πολλοίς εξωνομική, καθώς το ερώτημα είναι εντέλει τι συμφώνησαν τα κράτη ως «κύριοι των Συνθηκών». Είναι, λοιπόν, τουλάχιστον παράλογο, ένα και μόνο εθνικό Δικαστήριο να το κρίνει μονομερώς. Σε αυτό έγκειται εντέλει και η εσωτερική και εγγενής αντίφαση της ίδιας της απόφασης του ΓΟΣΔ. Από τη μία προβαίνει σε ανεπίτρεπτες κρίσεις για την ποιότητα της απόφασης του ΔΕΕ που έκρινε ως σύμφωνο με το ενωσιακό δίκαιο το PSPP, στο πλαίσιο και ενός δικαστικού αυτοπεριορισμού, επιβαλλόμενου όταν πρόκειται για μέτρα τεχνικού και δημοσιονομικού χαρακτήρα, απλώς και μόνον για να το παραμερίσει.
Από την άλλη, σε νομικό επίπεδο, η απόφαση του ΓΟΣΔ είναι επιχειρηματολογικά αδύναμη: για να μην δείξει ασυνέπεια προς την προηγούμενη νομολογία του, ανασύρει μεν τα κριτήρια που το ίδιο είχε θέσει (βλ. π.χ. απόφαση Honeywell, 2010), απλώς και μόνον για να τα διαστρέψει: ενώ δηλαδή τότε είχε αυτοδεσμευτεί ότι έλεγχο ultra vires θα διενεργεί μόνον οριακά για προφανείς πράξεις εκτός ανατεθειμένων αρμοδιοτήτων (ausbrechende Rechtsakte) και για λόγους ουσιώδεις συνταγματικά, τώρα μπαίνει σε μία λεπτολόγο και καθόλου πειστική, υπερλεπτομερή ανάλυση οικονομοτεχνικών δεδομένων. Επιπλέον, χρησιμοποιεί λανθασμένα την αρχή της αναλογικότητας, η οποία αφορά την άσκηση και όχι την κατανομή των αρμοδιοτήτων της Ένωσης. Για να εφαρμοστεί δηλαδή το τεστ της αναλογικότητας θα πρέπει καταρχάς να έχει καταφαθεί η ενωσιακή αρμοδιότητα και μετά να ελεγχθεί το αν τηρήθηκε και η αναλογικότητα, αν δηλαδή τα μέτρα υπερέβησαν το αναγκαίο μέτρο. Και πάντως ο έλεγχος της αρχής αυτής ανήκει στο ΔΕΕ και μόνον προφανή δεν μπορεί να θεωρήσει κανείς την παραβίασή της.
Καθίσταται φανερό από το παραπάνω ότι το ΓΟΣΔ καταλείπει ένα περιθώριο στο πρόγραμμα να «διασωθεί» το πρόγραμμα και να επιτραπεί η συμμετοχή σε αυτό της γερμανικής ομοσπονδιακής τράπεζας, υπό την προϋπόθεση ότι η ΕΚΤ θα παράσχει μία εμπεριστατωμένη ανάλυση γιατί το PSPP δεν είναι δυσανάλογο προς τον επιδιωκόμενο στόχο της νομισματικής σταθερότητας, και δεν αποτελεί εισπήδηση στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής που παραμένει στα χέρια των κρατών-μελών. Αν, βέβαια, η ΕΚΤ το πράξει, πράγμα καθόλου πιθανό, το ΓΟΣΔ θα έχει «νικήσει» σε συμβολικό επίπεδο νομικής δογματικής και πολιτικής, καθώς θα έχει αναγκάσει ένα ενωσιακό όργανο να ακολουθήσει τη νομολογία του· αν η ΕΚΤ δεν το πράξει, επιμένοντας ότι λογοδοτεί μόνον στο ευρωπαϊκό και όχι σε εθνικά Κοινοβούλια, θα χρεωθεί εκείνη –τουλάχιστον για κάποιους– το πρόβλημα που θα δημιουργηθεί. Το ΓΟΣΔ θεωρεί προφανώς ότι αυτό θα είναι μία win-win situation για το ίδιο και παίζει αυτό το blame game.
Το πιθανότερο είναι τις όποιες εξηγήσεις να ζητήσει όπως δικαιούται η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Γερμανίας. Και να τις προωθήσει εκείνη στη γερμανική Κυβέρνηση και Ομοσπονδιακή Βουλή (Bundestag). Με άλλα λόγια, εφόσον το Δικαστήριο δεν επέλεξε να «σπάσει το σκοινί», αλλά απλώς να το «παρατεντώσει», τα υπεύθυνα πολιτικά όργανα μπορούν να σώσουν το παιχνίδι. Εκτός και αν το ΓΟΣΔ έχει σκοπό να επανέλθει για να ελέγξει εκ νέου το αν η Κυβέρνηση και η Βουλή ανέλαβαν πράγματι και πλήρως την ευθύνη τους για την ευρωπαϊκή ενοποίηση (Integrationsverantwortung). Αν δηλαδή επιλέξουν να δώσουν στη γερμανική δημοκρατία τη σφραγίδα των δικαστών, πέρα από την εθνική σφραγίδα που ήδη έβαλαν στην ευρωπαϊκή δημοκρατία.
Προδημοσίευση από: “Για μια Ενωμένη Ευρώπη” – 1o επετειακό τεύχος 06/2020, Περιοδική έκδοση του Σπιτιού της Ευρώπης στη Ρόδο