Τα πολιτικά κόμματα είναι συλλογικά υποκείμενα της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 14 § 1 Συντ.) και έχουν συνεπώς το δικαίωμα της κριτικής αλλά και της σάτιρας, η οποία αποτελεί στην ουσία μια επιθετική και συνειδητά υπερβολική μορφή κριτικής. Στην εποχή μάλιστα του viral πολιτικού μάρκετινγκ μέσω του διαδικτύου, τα πολιτικά κόμματα ολοένα και πιο συχνά χρησιμοποιούν σατιρικά σποτ ως μορφή πολιτικής επικοινωνίας. Ωστόσο, τα πολιτικά κόμματα δεν είναι ιδιωτικά ή εμπορικά υποκείμενα, αλλά φορείς συνταγματικών λειτουργιών, που οφείλουν κατά το άρθρο 29 § 1 Συντ. να συμβάλλουν με την εν γένει δράση τους στην εξυπηρέτηση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Για τον λόγο αυτόν, η άσκηση εκ μέρους τους του δικαιώματος της κριτικής και της σάτιρας, στο πλαίσιο της πολιτικής επικοινωνίας, δεν υπάγεται μόνον στις δεσμεύσεις των γενικών νόμων του Κράτους που προστατεύουν άλλα ατομικά ή δημόσια αγαθά, αλλά υπόκειται και σε έναν κανόνα «συνταγματικής ορθότητας», που συνίσταται στην υποχρέωσή τους να μην χρησιμοποιούν την κριτική και τη σάτιρα ως όπλο για την απονομιμοποίηση των αντιπάλων τους στον πολιτικό αγώνα, δηλαδή για τον μετασχηματισμό τους σε υπαρξιακούς «πολιτικούς εχθρούς». Δεν χρειάζεται εδώ να αναφερθούμε στον ρόλο που έπαιζαν κατά την περίοδο της Βαϊμάρης και μεταπολεμικά στην Ιταλία και στην Ελλάδα οι αντικομμουνιστικές αφίσες…
Σε κάθε περίπτωση, βρίσκεται έξω από το πνεύμα του άρθρου 29 § 1 Συντ., η χρήση του όπλου της κριτικής και της σάτιρας, όταν έχει ως σκοπό ή αποτέλεσμα, έστω και μη ηθελημένο, την απονομιμοποίηση θεμελιωδών θεσμών του πολιτεύματος, όπως η ελευθερία του Τύπου. Εδώ βρίσκεται κατά τη γνώμη μου το πρόβλημα με το «σατιρικό σποτ» του ΣΥΡΙΖΑ που παρουσίασε τον έντυπο και τον ραδιοτηλεοπτικό Τύπο στο σύνολό του ως φορέα πολιτικής προπαγάνδας επ’ αμοιβή.
Ως προς αυτό δεν υπάρχει όμως τίποτε αυθεντικά καινούργιο. Το σποτ αυτό αναπαράγει την ιδεολογία του περιβόητου νόμου για τον «βασικό μέτοχο» (Ν. 3310/2005), ο οποίος με πρόσχημα ή αφορμή την καταπολέμηση της «διαπλοκής», επιχείρησε την πολιτική εξουδετέρωση των δυσμενώς διακείμενων προς την τότε Κυβέρνηση μέσων ενημέρωσης (βλ. το άρθρο μου, Ποιος φοβάται την ελευθερία της πληροφόρησης;, Το Βήμα, 14.11.2004). Ο νόμος αυτός υπήρξε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα détournement de pouvoir (κατάχρησης εξουσίας) σε νομοθετικό επίπεδο, δηλαδή ένας νόμος με «κρυφή ατζέντα»: ο αληθινός πολιτικός σκοπός του ήταν η εγκαθίδρυση ενός συστήματος διακυβέρνησης, στο οποίο δεν θα υπήρχαν άλλα κέντρα πολιτικής επιρροής που δεν θα συμπίπτουν με τα πολιτικά κόμματα και ιδίως με το εκάστοτε κυβερνών κόμμα, ως εάν το άρθρο 29 § 1 Συντ. να καθιέρωνε απόλυτο μονοπώλιο των πολιτικών κομμάτων στην άσκηση επιρροής στο πεδίο της πολιτικής. Ωστόσο, η ιδέα της εξουδετέρωσης της πολιτικής δύναμης των μέσων ενημέρωσης ή άλλων κέντρων εξουσίας που δεν έχουν δημοκρατική νομιμοποίηση, δηλαδή βρίσκονται έξω από το κύκλωμα εκλογικό σώμα-Βουλή-Κυβέρνηση-Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δεν είναι συμβατή με την έννοια της σύγχρονης πλουραλιστικής δημοκρατίας. Άλλωστε η ίδια η έννοια της πολιτικής ευθύνης θα είχε περιπέσει σε αχρησία, αν δεν υπήρχε ένας ελεύθερος και ανεξάρτητος Τύπος ως κοινωνικό όργανο για τον καταλογισμό της. Η ελληνική συνταγματική εμπειρία παρέχει σειρά παραδειγμάτων που επιβεβαιώνουν τον καθοριστικό αλλά ανεπιθύμητο για το πολιτικό-κομματικό σύστημα ρόλο των μέσων ενημέρωσης στον καταλογισμό της πολιτικής ευθύνης. Αυτή τη δυσανεξία απέναντι στην ελευθερία της πολιτικής κριτικής εκ μέρους του Τύπου, εξέφρασε με παραδειγματικό τρόπο ο νόμος για τον «βασικό μέτοχο» και αναπαρήγαγε το «σατιρικό σποτ» του ΣΥΡΙΖΑ.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ στις 27-28/6/2020