Η πανδημία του COVID-19 ανέδειξε και πάλι την αξία των θετικών επιστημών στην προσπάθεια αντιμετώπισης ενός τόσο μείζονος προβλήματος. Ανεξάρτητα πάντως από την παρούσα συγκυρία, οι θετικές επιστήμες χαίρουν ευρείας αναγνώρισης και αποδοχής ειδικά σε σχέση με τις ανθρωπιστικές επιστήμες και δη τη νομική, από την οποία πιστεύεται ότι απέχουν παρασάγγας. Αυτή η θέση βρίσκει απήχηση και μεταξύ των νομικών[1].
Ο λόγος έγκειται κυρίως στην πεποίθηση ότι τα πορίσματα των θετικών επιστημών είναι απότοκος επιστημονικών μεθόδων και παρατηρήσεων που εδράζονται σε φυσικούς ή λογικούς κανόνες και πάντως σε κανόνες, στους οποίους δεν επεμβαίνει ο επιστήμονας, επαληθεύονται δε κατά περίπτωση με την πειραματική μέθοδο. Αυτή η φαινομενική απουσία επέμβασης του ανθρώπινου παράγοντα κατά τη διεξαγωγή της επιστημονικής έρευνας δίνει στις θετικές επιστήμες μια αξιοπιστία που δεν αναγνωρίζεται στη νομική επιστήμη, στο πλαίσιο της οποίας ο ρόλος του ερμηνευτή του κανόνα δικαίου θεωρείται κρίσιμος, ίσως και καθοριστικός.
Ωστόσο, αρκετά συχνά τα πορίσματα των θετικών επιστημών δεν είναι αποτέλεσμα μιας καθαγιασμένης επιστημονικής διαδικασίας. Αντιθέτως, πολύ συχνά επηρεάζονται από την υποκειμενική κρίση και τις αποφάσεις των επιστημόνων σε τέτοιο βαθμό που τελικά μπορεί να θέσουν εν αμφιβόλω την ίδια την αξιοπιστία τους. Στο άρθρο αυτό θα προσπαθήσω να δείξω ότι, όταν ανακύπτουν αυτές οι επιστημονικές διαφωνίες, είναι αναγκαία η εξεύρεση πρακτικών λύσεων προς άρση του επιστημονικού αδιεξόδου. Και συνήθως αυτές οι πρακτικές λύσεις ερείδονται στους μηχανισμούς που μελετά κατ’ εξοχήν η επιστήμη του συνταγματικού δικαίου. Η συλλογιστική μου θα βασιστεί σε ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα[2] από το χώρο της φυσικής υψηλών ενεργειών[3], το οποίο εμφανίζει στοιχεία που απαντώνται και σε άλλους κλάδους των θετικών επιστημών.
Κατ’ αρχάς για την προσέγγιση του θέματος είναι σημαντικές κάποιες εισαγωγικές σκέψεις. Αυτό που καλούνται να κάνουν οι επιστήμονες κατά την εκπόνηση του έργου τους είναι να εξαγάγουν επιστημονικά συμπεράσματα. Για την εξαγωγή συμπερασμάτων κεντρικό ρόλο διαδραματίζει η ερμηνεία των πραγματικών δεδομένων που συλλέγονται κατά την έρευνα. Η ερμηνεία είναι μια κατ’ εξοχήν πράξη του ερμηνευτή, κατά την οποία αυτός παρατηρεί κάποια πραγματικά δεδομένα, τα οποία εντάσσονται στην έννοια των αποδείξεων και είναι σημαντικά για τον επιστημονικό σκοπό του, τα επεξεργάζεται και εξάγει από αυτά συγκεκριμένα τελικά συμπεράσματα. Τα τελικά συμπεράσματα ναι μεν προέρχονται από τα αρχικά δεδομένα, ωστόσο δεν ταυτίζονται με αυτά. Περαιτέρω, η ερμηνευτική αυτή διαδικασία λαμβάνει χώρα εντός μιας ερμηνευτικής κοινότητας, δηλαδή εντός ενός κύκλου προσώπων που ασχολούνται με το επιστημονικό αντικείμενο και έχουν – κατ’ αρχήν τουλάχιστον – τον ίδιο επιστημονικό σκοπό που είναι η εξεύρεση της επιστημονικής αλήθειας. Η έννοια της ερμηνευτικής κοινότητας δεν περιορίζεται αναγκαστικά σε άτομα που βρίσκονται ταυτόχρονα στον ίδιο χώρο και χρόνο, ωστόσο αυτό είναι το πλέον σύνηθες φαινόμενο. Η ερμηνευτική κοινότητα λειτουργεί καταλυτικά στην ερμηνευτική διαδικασία υπό την έννοια ότι για την εξαγωγή επιστημονικών συμπερασμάτων θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μέθοδοι και τεχνικές που είναι αποδεκτές στο πλαίσιο της κοινότητας. Αυτά τα δύο στοιχεία που εμφανίζονται κατά την εκπόνηση του επιστημονικού έργου, δηλαδή η ανάγκη ερμηνείας των επιστημονικών δεδομένων και η ανάγκη μιας κάποιου επιπέδου συμφωνίας μεταξύ των μελών της ερμηνευτικής κοινότητας σχετικά με τον ορθό τρόπο ερμηνείας, δημιουργούν τις συνθήκες για να δημιουργηθεί επιστημονική διαφωνία. Σε αυτό ακριβώς το σημείο αποκτά αξία η υπεισέλευση του συνταγματικού δικαίου ως επιστήμης που μελετά τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας και τους τρόπους επίλυσης των διαφορών μεταξύ των μελών της. Αυτές τις παρατηρήσεις θα πρέπει νομίζω να τις έχει κανείς υπόψη για το παράδειγμα που ακολουθεί.
Το 2000 στo κέντρο πυρηνικών ερευνών της Γενεύης της Ελβετίας ξεκίνησε το πείραμα HARP[4] για λογαριασμό του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Πυρηνική Έρευνα, του γνωστού CERN. Το πείραμα είχε ως σκοπό την άντληση δεδομένων και την εξαγωγή συμπερασμάτων που θα προέκυπταν από τη μελέτη της διαδικασίας παραγωγής αδρονίων. Τα συμπεράσματα του πειράματος θα χρησιμοποιούνταν στο μέλλον για τη δημιουργία ενός εργοστασίου νετρονίων που με τη σειρά του θα εξυπηρετούσε άλλους ερευνητικούς σκοπούς. Στη σύμπραξη του πειράματος συμμετείχαν συνολικά 108 συνεργάτες επιστήμονες με ενεργό ρόλο.
Το 2002 η διαδικασία συλλογής δεδομένων έλαβε τέλος. Συνολικά κατεγράφησαν περίπου 420.000.000 περιστατικά σχετικά με το αντικείμενο έρευνας. Το επόμενο βήμα ήταν η επεξεργασία των δεδομένων αυτών. Οι επιστήμονες σε αυτό το στάδιο θα έπρεπε να αναλύσουν τα δεδομένα προβαίνοντας σε μια υψηλού επιπέδου στατιστική ανάλυση στη βάση του συνολικού αριθμού των καταγραφέντων περιστατικών. Αυτό φαίνεται πως αποτελεί συνήθη πρακτική για τους επιστήμονες της φυσικής υψηλών ενεργειών, ιδίως σε πειράματα με τόσο μεγάλη συγκέντρωση πραγματικών δεδομένων. Στο συγκεκριμένο πείραμα μάλιστα η ανάγκη ανάλυσης των δεδομένων ήταν πιο επιτακτική λόγω ορισμένων συστηματικών σφαλμάτων που είχαν εντοπιστεί ήδη κατά το στάδιο συλλογής δεδομένων[5].
Σε αυτό ακριβώς το σημείο άρχισαν οι διαφωνίες μεταξύ των επιστημόνων. Σχεδόν 6 μήνες μετά την έναρξη της διαδικασίας επεξεργασίας των δεδομένων παρατηρήθηκαν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς τον ορθό τρόπο ερμηνείας των δεδομένων που είχαν συλλεχθεί. Η διαφωνία μεταξύ των δύο τάσεων αφορούσε στις επιλεγείσες μεθόδους λογισμικού, βάσει των οποίων γινόταν η επεξεργασία δεδομένων, αλλά κυρίως στις επιστημονικές προτεραιότητες κατά την ανάλυση.
Η μέχρι τότε υπαρκτή αλλά άτυπη διαφωνία μεταξύ των επιστημόνων του HARP σχηματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 2003 επ’ ευκαιρία των εκλογών που έλαβαν χώρα εντός του πειράματος. Το ερώτημα που τέθηκε στις εκλογές ήταν αν θα επανεκλεγεί ή όχι ο μέχρι τότε εκπρόσωπος του πειράματος, Friedrich Dydak. Σημειωτέον ότι η θέση του εκπροσώπου είναι εξαιρετικά σημαντική σε πειράματα, όπως το HARP, καθώς ο εκπρόσωπος δεν περιορίζεται σε απλή δημοσιοποίηση των τεκταινόμενων στο πείραμα, αλλά κατά κανόνα δρα επιτελικά σε θέματα οργάνωσης και λειτουργίας καθορίζοντας εν πολλοίς τον τρόπο διεξαγωγής της επιστημονικής έρευνας. Όπως προανέφερα, ο κύριος λόγος[6] που αμφισβητήθηκε η ηγεσία του Dydak σχετιζόταν με τον ορθό τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων που συλλέχθηκαν στο πείραμα, ο δε Dydak δεν είχε κρατήσει ουδέτερη στάση στη διαμάχη, αλλά είχε λάβει σαφή θέση υπέρ της μιας εκ των δύο προσεγγίσεων. Τελικά, οι εκλογές κατέληξαν σε οριακό αποτέλεσμα. 53 κατά της καθαίρεσης του Dydak και 55 υπέρ.
Μετά από αυτό το αποτέλεσμα θα περίμενε κανείς η γραμμή του Dydak να εγκαταλειφθεί και η μειοψηφία να προσχωρήσει στις θέσεις της πλειοψηφίας σχετικά με τον ορθό τρόπο επεξεργασίας των πειραματικών δεδομένων. Ωστόσο, αυτό δεν συνέβη. 20 από τους 53 μειοψηφούντες αποφάσισαν να μην υπαναχωρήσουν από την αρχική τους θέση, αλλά να συνεχίσουν να την υπερασπίζονται ως τη μόνη ορθή. Έτσι, συνέστησαν μια ομάδα εντός του HARP που την ονόμασαν HARP CDP[7] με υπεύθυνο επικοινωνίας τον Dydak. Πλέον, στο HARP υπήρχαν δύο αντικρουόμενες ομάδες: η HARP CDP και αυτή που κατέληξε να ονομάζεται αργότερα OH[8], κάθε μία με τη δική της αντίληψη για το ποια είναι η σωστή ερμηνεία των πειραματικών δεδομένων.
Έκτοτε, η επιστημονική διαμάχη έλαβε ευρύτερες διαστάσεις. Στην αρχή, οι δυο ομάδες αντάλλασσαν εσωτερικά μέμο και e-mails, στα οποία η μια ισχυριζόταν ότι η προσέγγιση της άλλης ως προς την ερμηνεία των δεδομένων είναι εσφαλμένη. Στη συνέχεια, η διαμάχη μεταφέρθηκε εκτός HARP, καθώς τα δεδομένα, με τον τρόπο που τα επεξεργαζόταν η πλειοψηφία, διοχετεύονταν σε άλλες επιστημονικές μονάδες εντός του CERN προς περαιτέρω χρήση. Έτσι, η HARP CDP ενημέρωνε τις άλλες επιστημονικές ομάδες εντός του CERN ότι τα συμπεράσματα της OH είναι εσφαλμένα, καθώς βασίζονταν σε λανθασμένες διορθώσεις των δεδομένων που συλλέχθηκαν, και κατά τούτο δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για περαιτέρω επιστημονική έρευνα. Παράλληλα, η OH ξεκίνησε να δημοσιεύει τα συμπεράσματα του πειράματος κάνοντας χρήση προφανώς των δικών της διορθώσεων. Για κάθε δημοσίευση της OH η HARP CDP δημοσίευε μια αντίθετη, η οποία σε γενικές γραμμές ανέφερε τα λάθη της ανάλυσης των δεδομένων εκ μέρους της OH και καλούσε την επιστημονική κοινότητα να μην την λαμβάνει υπόψη λόγω του ότι η OH παραβίαζε τα αποδεκτά πρότυπα ποιότητας επιστημονικής έρευνας. Μετά από περίπου 2 χρόνια, αυτή η επιθετική τακτική της HARP CPD οδήγησε την OH στο να μην παραπέμπει στις δημοσιεύσεις της τα άρθρα της HARP CPD ως σχετική βιβλιογραφία. Κατ’ αποτέλεσμα, η HARP CDP κατηγόρησε την OH και για έλλειψη επιστημονικής ηθικής.
Τελικά, το 2007 το πρόβλημα είχε πάρει ευρύτατες διαστάσεις, καθώς η διαμάχη μεταξύ της OH και της HARP CDP συνεχιζόταν αδιάκοπα. Έτσι, με πρωτοβουλία του CERN και του τότε προεδρεύοντος στο CERN Ιταλικού Οργανισμού Πυρηνικής Φυσικής αποφασίστηκε να επιλυθεί οριστικά το ζήτημα. Συγκροτήθηκε έτσι ένα τρίτο, ανεξάρτητο επιστημονικό συμβούλιο με σκοπό να κρίνει τη βασιμότητα των ισχυρισμών των δύο πλευρών. Πράγματι, τα μέρη εισέφεραν ενώπιον του συμβουλίου τα στοιχεία που θεωρούσαν κρίσιμα, το συμβούλιο τα εξέτασε και αποφάνθηκε ότι η HARP CDP είχε προβεί στην ορθή επεξεργασία των δεδομένων του πειράματος, ενώ η OH όχι. Το συμβούλιο δηλαδή δικαίωσε τη μειοψηφία. Η απόφαση του συμβουλίου επικυρώθηκε σε μεταγενέστερο χρόνο και από την συμβουλευτική επιτροπή SPSC[9] του CERN.
Θα περίμενε κανείς ότι κάπως έτσι η διαμάχη θα τελείωνε. Ωστόσο, αυτό δεν συνέβη. Η OH εξακολουθούσε να ελέγχει τα δεδομένα που προέρχονταν από το πείραμα υπό την έννοια ότι σε αυτήν εξακολουθούσε να εντάσσεται η συμπαγής πλειοψηφία των συνεργατών επιστημόνων του πειράματος, η οποία δεν είναι διατεθειμένη να συμμορφωθεί με την απόφαση των ανεξάρτητων οργάνων και να προσχωρήσει στις θέσεις της HARP CDP. Έτσι, ακόμη και σήμερα η διαμάχη είναι ενεργή και πρακτικά ανεπίλυτη. Η OH εξακολουθεί να δημοσιεύει μελέτες με βάση τα στοιχεία που τα μέλη της κρίνουν ως αξιόπιστα, η HARP CDP επιμένει να θεωρεί τις εν λόγω μελέτες ως επιστημονικά απαράδεκτες και να τις αμφισβητεί με επίκληση των δικών της στοιχείων. Μάλιστα, το ζήτημα είναι υπό αμφισβήτηση ακόμη και από υψηλόβαθμα στελέχη του CERN που δεν είναι μέλη του HARP, αλλά έχουν εποπτικό ρόλο. Ο νυν διευθυντής έρευνας του CERN αμφισβητεί την κρίση των ανεξάρτητων οργάνων που έκριναν επί της υπόθεσης και τα οποία ανήκουν στην οργανωτική δομή του ίδιου του CERN. Προς εκτόνωση της κρίσης ο διευθυντής έρευνας πρότεινε τη δημοσίευση όλων των μελετών που προκύπτουν από το HARP, είτε αυτές προέρχονται από την OH είτε από την HARP CDP, στην ιστοσελίδα του CERN, χωρίς την μέχρι τότε απαιτούμενη έγκριση εκ μέρους του πειράματος, δηλαδή των μελών της OH, και ανεξαρτήτως της προηγούμενης κρίσης του επιστημονικού συμβουλίου και της συμβουλευτικής επιτροπής SPSC. Αυτή η τακτική έχει επισύρει το μένος της HARP CDP, καθώς τα μέλη της θεωρούν ότι μια τέτοια επιλογή είναι αντιεπιστημονική, δεδομένου ότι ανεξάρτητα όργανα του ίδιου του CERN έχουν κρίνει και μάλιστα δύο φορές υπέρ της βασιμότητας των δικών της επιστημονικών πορισμάτων.
Έχω την αίσθηση ότι μέσα από αυτό το παράδειγμα εξάγονται σημαντικά συμπεράσματα σε σχέση με τον τρόπο λειτουργίας των θετικών επιστημών γενικότερα. Κατά την επιστημονική έρευνα είναι αναγκαία η συγκέντρωση δεδομένων και η μετέπειτα επεξεργασία τους. Σε αυτή τη διαδικασία είναι απαραίτητη σχεδόν πάντοτε η στατιστική ανάλυση, η οποία μπορεί να αποτελέσει μια εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία. Η διαδικασία της επεξεργασίας των δεδομένων αποτελεί μια γνήσια ερμηνευτική διαδικασία, στην οποία ο επιστήμονας καλείται να αποφασίσει ποια δεδομένα είναι σημαντικά και ποια όχι, ποιες μέθοδοι θα χρησιμοποιηθούν για την ερμηνεία αυτών των δεδομένων και τελικά με ποιο τρόπο από τα συγκεκριμένα δεδομένα θα εξαχθούν ασφαλή επιστημονικά πορίσματα. Σε όλη αυτή τη διαδικασία είναι λοιπόν καίριος ο ρόλος του επιστήμονα, αφού οι παραπάνω επιλογές απαιτούν μια ιεράρχηση προτεραιοτήτων, κατά την οποίο το υποκειμενικό στοιχείο προφανώς διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Αυτή η ένταση επιτείνεται ιδίως στις «δύσκολες υποθέσεις», δηλαδή σε περιπτώσεις, όπως αυτής του HARP, το οποίο αποτελεί ένα καινοφανές πείραμα για τα δεδομένα της φυσικής υψηλών ενεργειών με σημαντικά διακυβεύματα. Σε αυτό το στάδιο της επιστημονικής έρευνας είναι λοιπόν εύλογο να ανακύψουν διαφωνίες μεταξύ των επιστημόνων, για την επίλυση των οποίων η ίδια η επιστήμη φαίνεται να μην επαρκεί. Έτσι, για την εξεύρεση βιώσιμων πρακτικών λύσεων οι επιστήμονες στρέφονται – προφανώς ακούσια – σε δύο κλασικά εργαλεία για την επίλυση των διαφορών μεταξύ των κοινωνών: τις εκλογές και την προσφυγή σε ανεξάρτητα όργανα, τρίτα σε σχέση με τα εμπλεκόμενα μέρη. Για την αποτελεσματική λειτουργία και την καλύτερη κατανόηση αυτών των μηχανισμών είναι επομένως εξαιρετικά χρήσιμα τα πορίσματα της επιστήμης που τα μελετά κατ’ εξοχήν, δηλαδή της επιστήμης του συνταγματικού δικαίου.
Μπορεί να υποστηριχθεί εύλογα νομίζω πως όσα ισχύουν στην περίπτωση του HARP αφορούν στο σύνολο των θετικών επιστημών για τον εξής λόγο: Όλοι οι επιστήμονες αναγκάζονται να προβούν σε μια διαδικασία ερμηνείας των δεδομένων που συνέλεξαν κατά τη διάρκεια της έρευνάς τους. Η ερμηνεία αυτή βασίζεται κατά κόρον στη μέθοδο της στατιστικής ανάλυσης, στην οποία εμφιλοχωρεί, όπως προεκτέθηκε, το υποκειμενικό στοιχείο σε μεγάλο βαθμό, γεγονός που επηρεάζει την αξιοπιστία της. Το συμπέρασμα αυτό δεν είναι καινοφανές. Ήδη από το 2005 υποστηρίζεται[10] σοβαρά ότι μεγάλο ποσοστό δημοσιευμένων επιστημονικών μελετών πάσχει αναξιοπιστία ακριβώς για τον λόγο που προαναφέρθηκε. Αλλά και σε πρόσφατες μελέτες τεκμηριώνεται[11],[12] ικανοποιητικά το γεγονός ότι η εσφαλμένη στατιστική ανάλυση είναι μια από τις κυριότερες αιτίες για την αναξιοπιστία των πορισμάτων των θετικών επιστημών, η οποία μάλιστα εξίκνειται μέχρι του σημείου μεγάλο ποσοστό των δημοσιευμένων επιστημονικών μελετών να μην είναι δυνατό να επαληθευτούν ως ορθές. Έτσι, παραδείγματος χάριν, στο πεδίο των καρκινικών μελετών μόνο 6 από τις 53 πιο σημαντικές έρευνες του πεδίου ήταν δυνατό να επαληθευτούν με τα ίδια αποτελέσματα[13], στο πεδίο των φαρμάκων σχεδόν 75% των δημοσιευμένων μελετών δεν μπορούσαν να επαναληφθούν με επιτυχία[14] και ούτω καθεξής. Άρα, τα προβλήματα που ανέκυψαν στο πλαίσιο του HARP αφορούν αναμφίβολα και άλλους κλάδους των θετικών επιστημών.
Κατά τη διαδικασία της επίλυσης διαφωνιών μεταξύ των επιστημόνων φαίνεται λοιπόν ότι οι θετικές επιστήμες προσφεύγουν άθελα τους στους μηχανισμούς που μελετά το συνταγματικό δίκαιο. Ωστόσο, θεωρώ ότι η σημασία του συνταγματικού δικαίου δεν περιορίζεται στα ζητήματα των εκλογών ή των τρίτων ανεξάρτητων οργάνων που δρουν εν είδει δικαστηρίου. Το ζήτημα των διαφωνιών μεταξύ των μελών της επιστημονικής κοινότητας φαίνεται να σχετίζεται έντονα με το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση. Είναι σύνηθες το φαινόμενο να μην επιτρέπεται στα μέλη των επιστημονικών ομάδων να εκφράσουν την άποψή τους σε σχέση με τα δεδομένα της έρευνας, τουλάχιστον χωρίς την προηγούμενη έγκριση από κάποιο αρμόδιο όργανο, όπως συνέβαινε μέχρι πρόσφατα στο HARP. Σχετικό είναι και το προνόμιο της «πρώτης δημοσίευσης», το οποίο πρακτικά απαγορεύει σε κάθε τρίτο σε σχέση με την έρευνα να κάνει χρήση των δεδομένων που συλλέχθηκαν σε αυτήν πριν οι ίδιοι οι ερευνητές προβούν σε μια πρώτη δημοσίευση επί του θέματος. Ακόμη, φαίνεται να είναι συναφής η διαδικασία δημοσίευσης επιστημονικών άρθρων, η οποία περιλαμβάνει απαραίτητα την αξιολόγηση του προς δημοσίευση άρθρου από μια επιστημονική επιτροπή, η οποία αποφασίζει κατ’ αρχήν με επιστημονικά κριτήρια, χωρίς όμως να είναι σαφή τα συγκεκριμένα όρια της εξουσίας της, ιδίως ενόψει του ότι οι σχετικές αποφάσεις της δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένες. Όλα αυτά τα φαινόμενα έχουν σαν αποτέλεσμα να περιορίζεται εν τοις πράγμασι η δυνατότητα έκφρασης διαφωνιών, άρα και η ανάπτυξη ενός υγιούς και δυναμικού επιστημονικού διαλόγου. Σε αυτό το επίπεδο το συνταγματικό δίκαιο θα μπορούσε να αποτελέσει πολύτιμο εργαλείο για την επαναξιολόγηση της υφιστάμενης κατάστασης.
Η διεξαγωγή εκλογών, η προσφυγή σε τρίτα ανεξάρτητα όργανα και η θωράκιση των δικαιωμάτων έκφρασης των επιστημόνων είναι μερικοί από τους τρόπους, με τους οποίους μπορεί να επιλυθούν οι επιστημονικές διαφωνίες και να οδηγηθούμε τελικά πιο κοντά στην επιστημονική αλήθεια, η οποία θα είναι μοιραία ελλειμματική όσο ο ανθρώπινος παράγοντας θα εμφιλοχωρεί στη διαδικασία εξεύρεσής της. Σε αυτή τη διαδικασία το συνταγματικό δίκαιο φαίνεται να μπορεί να εισφέρει χρήσιμα πορίσματα για να γίνουν πιο ξεκάθαρες και αποτελεσματικές αυτές οι – ούτως ή άλλως ατελείς – διαδικασίες επίλυσης διαφορών. Υπ’ αυτή την έννοια, ίσως τελικά το συνταγματικό δίκαιο να μην απέχει από τις θετικές επιστήμες τόσο πολύ όσο νομίζουμε.
[1] Από τις πλέον πρόσφατες τοποθετήσεις το άρθρο του Ομότιμου Καθηγητή Ν. Αλιβιζάτου με τίτλο Οι επιστημονικές διαφωνίες σε ώρα κρίσης, Καθημερινή (13-04-2020), διαθέσιμο στο σύνδεσμο https://www.kathimerini.gr/1073559/article/epikairothta/politikh/oi-episthmonikes-diafwnies-se-wra-krishs.
[2] Το παράδειγμα ανέκυψε από τον Christopher Rogan στο πλαίσιο του μαθήματος «On The Nature of Evidence» της Νομικής Σχολής του Harvard με διδάσκοντες τους Barry Mazur και Noah Feldman. Από το υλικό του μαθήματος προέκυψε και η βασική ιδέα του άρθρου. Η έκθεση των γεγονότων του παραδείγματος Που ακολουθεί προκύπτει κατά κύριο λόγο από τα δημοσίως προσβάσιμα αρχεία της HARP CDP στο σύνδεσμο https://harp-cdp.web.cern.ch/ και το άρθρο του PhysicsWorld.com με τίτλο Particle Feud goes Public που δημοσιεύτηκε στις 24-09-2009, διαθέσιμο στο σύνδεσμο https://physicsworld.com/a/particle-feud-goes-public/.
[3] Αλλιώς σωματιδιακής φυσικής.
[4] Για την ακρίβεια το πείραμα ονομάζεται Hadron Production Experiment HARP (PS214).
[5] Το βασικό πρόβλημα εντοπιζόταν στο «time projection chamber» του πειράματος που επηρεάζει τις θέσεις και την ταχύτητα των προϊόντων σύγκρουσης των υποσωματιδίων που μελετώνται. Το πρόβλημα δημιουργήθηκε λόγω της βεβιασμένης χρησιμοποίησης του «time projection chamber». Ενώ υπό κανονικές συνθήκες χρειάζονταν 3 με 4 χρόνια προετοιμασίας πριν τη χρήση του «time projection chamber», στο πλαίσιο του HARP η χρήση του ξεκίνησε περίπου 1,5 χρόνο μετά την έγκριση του πειράματος και μάλιστα μετά από σχετική έγκριση του CERN.
[6] Προφανώς η αμφισβήτηση του Dydak ενδέχεται να σχετιζόταν και με άλλους παράγοντες (κοινωνιολογικούς, οικονομικούς κτλ), αλλά είναι σαφές ότι η κύρια πηγή αντιπαράθεσης αφορούσε στην ερμηνεία των δεδομένων του πειράματος.
[7] HARP CERN-Dubna-Protvino.
[8] Original HARP.
[9] Super Proton Synchrontron Committee.
[10] John Ioannidis – Why Most Published Research Findings Are False, PLOS Medicine 2(8): e124 (2005), διαθέσιμο στο σύνδεσμο https://doi.org/10.1371/journal.pmed.0020124.
[11] How Science Goes Wrong, The Economist (21-10-2013), διαθέσιμο στο σύνδεσμο https://www.economist.com/leaders/2013/10/21/how-science-goes-wrong.
[12]Unreliable Research – Trouble at the Lab, The Economist (18-10-2013), διαθέσιμο στο σύνδεσμο https://www.economist.com/briefing/2013/10/18/trouble-at-the-lab.
[13] In Cancer Science Many “Discoveries” Don’t Hold Up, Reuters (28-03-2012), διαθέσιμο στο σύνδεσμο https://www.reuters.com/article/us-science-cancer-idUSBRE82R12P20120328
[14] Prinz, Schlange, Asadullah – Believe It or Not: How Much Can We Rely on Published Data on Potential Drug Targets? Nature Reviews Drug Discovery 10, 712 (2011).