«Κοινωνικά δικαιώματα και χρέος αλληλεγγύης σε εποχές πανδημίας». Μια κριτική προσέγγιση της κρατούσας ερμηνείας

Απόστολος Ι. Παπατόλιας, Δρ. Συνταγματικού Δικαίου (Paris X), Μέλος ΑΣΕΠ

Οι συνταγματικές ερμηνείες που προβλήθηκαν στη συγκυρία της πανδημίας παρουσιάζουν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά, που απηχούν ευδιάκριτες ερμηνευτικές τάσεις και προδιαθέσεις, οι οποίες παγιώνονται στο περιβάλλον της κρίσης και προσδίδουν στα ποικίλα εγχειρήματα μια διακριτή μεθοδολογική ταυτότητα. Δεδομένου ότι υπερβαίνει τις επιδιώξεις της παρούσας συμβολής, η ταξινόμηση και κατηγοριοποίηση των επιχειρηματολογιών σχετικά με την τήρηση ή την παράκαμψη του Συντάγματος από τις κυβερνητικές πρακτικές (Παπατόλιας 2020 β), θα αρκεσθούμε, για τις ανάγκες της ανάλυσής μας, στην επισήμανση δύο βασικών ερμηνευτικών τάσεων: πρώτον, της κατά κόρον προβολής της συλλογικής έκφρασης δικαιωμάτων και αγαθών που τελούν σε διακινδύνευση, ιδίως δε του συλλογικού δικαιώματος στην υγεία (Ανθόπουλος 2020 β και γ, 28 επ) και δεύτερον, της έντονης επίκλησης της υποχρεωτικής κρατικής δράσης για την προστασία αυτών των υπέρτερων αγαθών και αστάθμητων δικαιωμάτων[1]. Παραδόξως, όμως, το ισχυρό αίτημα για θετική -προστατευτική ή ρυθμιστική- παρέμβαση της Πολιτείας δεν συνοδεύεται από μια αντίστοιχη επίκληση των συνταγματικά κατοχυρωμένων κοινωνικών δικαιωμάτων ή την αναβάθμιση της κανονιστικής αξίας τους στις ερμηνευτικές σταθμίσεις που προβλήθηκαν για να δικαιολογηθεί ο περιορισμός των ατομικών ελευθεριών, προκειμένου να ανασχεθεί ο θανατηφόρος ιός.  Στην πραγματικότητα, η τάση που κυριαρχεί είναι εκείνη της συστηματικής αποδυνάμωσης του υποχρεωτικού τους χαρακτήρα σε πείσμα του γενικότερου ιδεολογικού κλίματος που χαρακτηρίζεται από την επανάκαμψη του παραδοσιακού παρεμβατισμού και τη στροφή σε μια κεϋνσιανή αντίληψη για τις σχέσεις Κράτους­ – κοινωνίας.

 

 

Το «Συνταγματικό Κράτος Πρόληψης» και το αίτημα της ασφάλειας

 

Είναι αλήθεια ότι το επιστημονικό ενδιαφέρον μονοπωλήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις προσεγγίσεις για τους κινδύνους που αντιπροσωπεύει για τις ατομικές ελευθερίες η ανάδυση ενός εγγενώς περιοριστικού «Κράτους Πρόληψης», το οποίο αντιστοιχεί στο κανονιστικό παράδειγμα της «εποχής της διακινδύνευσης» και θέτει σε μια ιδιότυπη κατάσταση «αργίας» την κυρίαρχη ροπή του «δικαιωματισμού» του φιλελεύθερου, κατά βάση, συνταγματολογικού προτύπου στη χώρα μας (Καϊδατζής 2020).

 

Α. Στη θεωρητική κατασκευή που υποστηρίζει τη συνταγματική κατοχύρωση ενός νέου τύπου «Κράτους Πρόληψης» (Κοντιάδης 2005, 69 επ), το Κράτος παρουσιάζει την εγγενή τάση να «προσαρμόζεται σε έκτακτες ανάγκες, χωρίς να απαιτείται συνταγματική μεταβολή ή παραβίαση του Συντάγματος» (Κοντιάδης 2020 α). Το γεγονός αυτό οδηγεί μοιραία, κατά την άποψη αυτή, στην παγίωση του φαινομένου μιας διαρκώς μεταβαλλόμενης κανονιστικότητας του Συντάγματος[2], απαλλαγμένης από δεσμεύσεις και καταναγκασμούς και αενάως προσαρμοζόμενης στις ανάγκες διαχείρισης της εκάστοτε κρίσης ή τις ειδικές απαιτήσεις διορθωτικής παρέμβασης που προκαλεί η κάθε μορφής διακινδύνευση. Σε κάποιες, μάλιστα, ιδιαίτερα ριζοσπαστικοποιημένες προσεγγίσεις, η «μεγιστοποίηση της αρχής της προφύλαξης»,  οδηγεί, λόγω της «εκθετικής αύξησης» των ασύμμετρων απειλών, σε έναν τέτοιο πολλαπλασιασμό των περιοριστικών προληπτικών μέτρων που μετασχηματίζει δομικά το Συνταγματικό Κράτος Δικαίου σε σύγχρονο «Κράτος Πρόληψης», στο οποίο «προέχει καταστατικά το σύνολο έναντι του ατόμου» (Ανθόπουλος 2020 α). Για την άποψη αυτή, η συνταγματικότητα των τρόπων άσκησης της κρατικής εξουσίας παύει πλέον ομολογημένα να λογίζεται σαν σοβαρή εγγύηση υπέρ των πολιτών και υποχωρεί έναντι της κυρίαρχης κοινωνικής ζήτησης για προστασία της ζωής και της υγείας, τα μόνα αγαθά που υποστασιοποιούν το ζωτικό και  θεμελιώδες συμφέρον του κοινωνικού συνόλου. Η νέα παγκόσμια πρόκληση της διακινδύνευσης επιτάσσει συναφώς τον ανασχεδιασμό των εγγυήσεων της αποτελεσματικής κρατικής δράσης με τη βοήθεια επιστημονικών μοντέλων διαχείρισης των κινδύνων και νέων τεχνικών πρόβλεψης και οργάνωσης του ρίσκου. Σε αυτό το νέο μοντέλο, οι κλασικές εγγυήσεις του συνταγματικού κράτους δικαίου θα φαντάζουν θλιβεροί και αχρείαστοι αναχρονισμοί, ενώ και τα δικαιώματα μπορούν να υποστούν αδιανόητους, δηλαδή μη αναλογικούς, περιορισμούς με βάση την συνταγματικά δεσπόζουσα «αρχή της προφύλαξης». Κατά την εκτίμηση αυτή, δεν έχουμε απλώς να κάνουμε με ένα έκτακτο και προσωρινό «Συνταγματικό Δίκαιο της κρίσης» που συντίθεται από παροδικές «έκτακτες ερμηνείες», οι οποίες θα αναχωρήσουν κατά την επάνοδο στη συνταγματική κανονικότητα. Η κρίση σηματοδοτεί, αντιθέτως, τη «νέα κανονικότητα» (Μαντζούφας 2020), προκαλώντας μια μόνιμη μετατόπιση στο επίπεδο του συνταγματικού κράτους και της συνταγματικής επιστήμης, που δεν θα εμπνέεται πλέον από την απελευθερωτική αντίληψη της «επινόησης του καλύτερου», αλλά από τον ανθρωπολογικά απαισιόδοξο στόχο της «αποφυγής του χειρότερου».

 

Β. Η θέση που μόλις περιγράψαμε συμπυκνώνει με αφοπλιστική ειλικρίνεια και αναλυτική ευκρίνεια την πρόταση για το ριζικό μετασχηματισμό του παραδείγματος της συνταγματικής διακυβέρνησης, προτάσσοντας την κυριαρχία της βιοπολιτικής. Στο πλαίσιο αυτού του παραδείγματος,  η συνταγματική επιστήμη της κατεύθυνσης του «δικαιωματισμού» εισέρχεται τελεσίδικα στην εποχή της παραίτησης, της παρακμής ή της σιωπής (Caiepo – Benetti  2020, Somek 2020). Αν θέλουμε, όμως, να είμαστε δίκαιοι με την αντίληψη περί «αλλαγής παραδείγματος»[3], δεν πρέπει να την εκλάβουμε σαν μια απόπειρα νομιμοποίησης παγιωμένων ή αναδυόμενων τάσεων, αλλά σαν μια ένδειξη βαθύτατη ανησυχίας και σαν προειδοποιητικό σήμα για την έλευση μιας νέας πιο απειλητικής πραγματικότητας. Στην προβληματική, για παράδειγμα, του Μπάμπη Ανθόπουλου, το «Κράτος Πρόληψης» ξεκινά από μια έννοια της σύγχρονης πολιτειολογικής και κοινωνιολογικής σκέψης, που περιγράφει το φαινόμενο της επαύξησης των προληπτικών λειτουργιών του Κράτους εν όψει των νέων τεχνολογικών κινδύνων, για να μετεξελιχθεί σε ένα εντελώς αυτόνομο όσο και αμφιλεγόμενο «θεμελιώδες δικαίωμα στην ασφάλεια» που περιλαμβάνει «την πρόγνωση, διάγνωση και αποτροπή κάθε απειλής κατά των εννόμων αγαθών των πολιτών» (Ανθόπουλος 2016, 269 επ και 2005, 108 επ). Αυτή η κανονιστική διολίσθηση επισημαίνεται ως κίνδυνος για τη συνταγματική δημοκρατία, στο μέτρο που παρέχει μια «εν λευκώ εξουσιοδότηση προς το Κράτος να προβαίνει σε όλες τις δυνατές προσβολές της ελευθερίας» (Χρυσόγονος 2005, 142) και να «λειτουργικοποιήσει» σε τέτοιο βαθμό τα δικαιώματα ώστε να καταργήσει πλήρως τις εγγυήσεις του φιλελεύθερου συνταγματισμού  (Ανθόπουλος 2016, 272-274).

 

 Γ. Είτε όμως ως κοινωνιολογική αποτύπωση είτε ως ηθικοπολιτική επισήμανση είτε ως απολογητική κατασκευή, η διάγνωση του «Συνταγματικού Κράτους Πρόληψης»  αστοχεί κι αυτή στη διατύπωση της στρεβλής βεβαιότητας ότι, στο νέο παράδειγμα, είναι το «σύνολο», γενικά και αφηρημένα, το οποίο προτάσσεται έναντι του ατόμου. Κατ’ αρχάς, ενώ είναι αληθές ότι η κρίση του κορωνοϊού επηρεάζει το σύνολο της κοινωνίας, δημιουργώντας συνθήκες γενικευμένης ανασφάλειας, είναι εντελώς παραπλανητικό να υπονοείται ότι τους επηρεάζει όλους με τον ίδιο τρόπο ή με την ίδια ένταση. Ενώ ο ιός προσβάλλει συμμετρικά όλους τους ανθρώπους, αυτοί βιώνουν εντελώς ασύμμετρα τις επιπτώσεις του[4].  Η πανδημία στην πραγματικότητα λειτουργεί σαν καταλύτης για την εκκωφαντική ανάδειξη όλων των κοινωνικών ανισοτήτων, καθώς πλήττει δυσανάλογα τα ασθενέστερα στρώματα των οποίων οι εναλλακτικές λύσεις να υποστηρίξουν έναν αξιοπρεπή και υγειονομικά ασφαλέστερο τρόπο ζωής, περιορίζονται δραματικά από το διαθέσιμο εισόδημα, το περιβάλλον διαβίωσης και τις γενικότερες «προσδοκίες της ζωής» τους. Διαπιστώνονται έτσι δύο συναφείς τάσεις: Πρώτον, να καλλιεργείται η απατηλή εντύπωση για μια καθολική – αταξικού χαρακτήρα – ανταπόκριση του κράτους στην ισχυρή ζήτηση για ασφάλεια και προστασία των πολιτών, η οποία ενισχύεται και από την πληθωρική προσφυγή στην έννοια της «ανθεκτικότητας». Δεύτερον, να υποβαθμίζεται και να απωθείται το γεγονός ότι η κατάσταση ανάγκης, αντί να είναι «γενική, ενιαία και απόλυτη», «διαβαθμίζεται» ανάλογα με την κοινωνική θέση του καθενός (Γιαννακόπουλος 2020 α). Το «σύνολο», το οποίο προτάσσεται καταστατικά έναντι του ατόμου στο μετα-νεωτερικό αφήγημα του «Συνταγματικού Κράτους Πρόληψης», δεν είναι παρά ένας φανταστικός αταξικός χυλός, μια πλασματική (προ «κοινωνικού συμβολαίου») οντότητα που διψάει γενικώς για «ασφάλεια». Δεν είναι άνθρωποι (ή συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες), ήδη τοποθετημένοι σε ένα ιεραρχικό πλαίσιο, που έχουν απωλέσει θέσεις εργασίας, αδυνατούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους και πασχίζουν καθημερινά να επιβιώσουν. Η αποστεωμένη «ασφάλεια», που εξαντλείται στην προστασία τη «γυμνής ζωής» ή της «υγείας» στις ελάχιστες βιολογικές προδιαγραφές τους, δεν δείχνει ικανή να συμπεριλάβει καμιά ουσιώδη κοινωνική διαφοροποίηση. Ούτε τις χωρικές  ανισότητες ούτε την  έλλειψη στέγης ούτε την αδυναμία καθολικής πρόσβασης στις ψηφιακές υπηρεσίες που υπερπροβάλλονται από το «έξυπνο Κράτος». Τούτο μας κάνει να αναρωτηθούμε: Μήπως τελικά η πανδημία, αντί να θεραπεύει τη ζήτηση για καθολική ασφάλεια, καταλήγει να βαθαίνει το κοινωνικό και οικονομικό ρήγμα, καθιστώντας κενό γράμμα την επίκληση του θεμελιώδους και ζωτικού συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου; Μήπως η κανονιστική επίκληση της «ανθεκτικότητας» (γενικώς και αορίστως) συσκοτίζει το διαφοροποιημένο κοινωνικό πρόσημό της και το βαθμό ευαλωτότητας της κάθε κατηγορίας πληττομένων; Για ποιο λόγο, άραγε, στα τελευταία σαράντα χρόνια, παρότι προηγήθηκαν το AIDS, o SARS και ο Έμπολα, μόνον η πρόσφατη πανδημία ερμηνεύεται σαν «εμπόλεμη κατάσταση» ή «ασύμμετρη απειλή» και κινητοποιεί σε τέτοιο βαθμό τη διεθνή κοινότητα; Μήπως επειδή δεν προσβάλλει πλέον επιλεκτικά τους γνωστούς «κολασμένους», αλλά πλήττει το κέντρο των οικονομικά ισχυρότερων κρατών του πλανήτη; (Τσιτσελίκης 2020, 240).

Στο σημείο αυτό, προκύπτει αναπόφευκτα μια νέα αναρώτηση: Γιατί αυτό το «γενικό συμφέρον» εμφανίζεται ικανό να παρακάμψει τις συνήθεις δικαιοκρατικές εγγυήσεις της συνταγματικότητας, αλλά και της αναλογικότητας, στους περιορισμούς των ελευθεριών, αλλά στέκεται απολύτως αδιάφορο ή υπέρ το δέον διστακτικό όταν τίθεται ζήτημα καθολικής ή στοχευμένης κοινωνικής μέριμνας; Και γιατί οι «έκτακτες ερμηνείες» επιστρατεύονται προεχόντως και επιλεκτικά για να δικαιολογήσουν τον κρατικό «ακτιβισμό» στον τομέα της εν στενή εννοία «ασφάλειας», αλλά παρέχονται με μεγάλη φειδώ, όταν πρόκειται να θεμελιώσουν δράσεις κοινωνικής ασφάλειας»¨, δηλαδή κοινωνικής μέριμνας ή επανόρθωσης;  Στο σημείο  αυτό, εντοπίζεται άλλη μια διαδεδομένη αυταπάτη της πανδημίας σχετικά με τη δήθεν «αυτόματη προσαρμογή» των πολιτικο-οικονομικών ελίτ στις αντιλήψεις περί Κοινωνικού Κράτους. Ότι δήθεν η οχύρωση των κοινωνιών απέναντι στις ασύμμετρες απειλές προκύπτει μέσα από μια απολίτικη «ανθεκτικότητα», η οποία καλύπτει  αδιαστίκτως όλη την κοινωνία σε ένα κλίμα γενικευμένης συναίνεσης, χωρίς συγκρούσεις και διαλυτικές εντάσεις. Δεν είναι η ώρα να αναλύσουμε τον πυρήνα αυτής της αυταπάτης (Παπατόλιας 2020 β). Αρκεί να επισημάνουμε ότι τα πρώτα δείγματα γραφής περιορίζουν τον κρατικό παρεμβατισμό στον τομέα της «ασφάλειας» και όχι στην εξασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης για τους βαρύτερα πληττόμενους ούτε βεβαίως στην αναλογική κατανομή των βαρών, προκειμένου να στηριχθεί μια γενναία κρατική αρωγή στον τομέα της κοινωνικής προστασίας, η οποία εξ ορισμού υπερβαίνει τη χορήγηση των γνωστών, απολύτως αναγκαίων, πλην όμως ανεπαρκών, επιδομάτων (Τάσσης 2020, 57).

 

Οι ανισότητες της πανδημίας και η κανονιστική αξία των κοινωνικών δικαιωμάτων

 

Η «αρχή της προφύλαξης» δείχνει μονομερώς προσηλωμένη στα θέματα της ασφάλειας, ενώ το «δίκαιο της ανάγκης» – είτε με την τυπική είτε με την άτυπη εκδοχή του – εξαντλεί τη δυναμική του στη δικαιολόγηση έκτακτων μορφών νομοθέτησης που περιορίζουν τις λεγόμενες «πλαδαρές ελευθερίες» (Βασιλογιάννης 2020), όπως η ελευθερία της κίνησης. Σε μια περίοδο που κινδυνεύει να διευρυνθεί δραματικά το χάσμα των ανισοτήτων, ελάχιστοι, στην πραγματικότητα, επιχειρούν να θεμελιώσουν στο Σύνταγμα εκτεταμένα «θετικά μέτρα» στήριξης των πληττόμενων κοινωνικών ομάδων. Εάν, όμως, «ο κορωνοϊός είναι ο ιός της ανισότητας» (Ειρηνάκης 2020, 18) και ο πόνος που προκαλεί δεν είναι «δίκαιος», στο βαθμό που επιβαρύνει ασύμμετρα τους πιο αδύναμους, δεν θα ήταν λογικό να προσαρμοσθεί αντιστοίχως και το συνταγματικό οπλοστάσιο, ώστε να υποδεχθεί και να «εγκοιτώσει» και αυτή τη νέα απρόβλεπτη κρίση, με σκοπό τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής;

 

Α. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η ικανότητα του Κράτους να διασφαλίσει την αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών θα είναι το «τελικό πεδίο αξιολόγησης» του βαθμού προστασίας και ανθεκτικότητας των συνταγματικών μας δικαιωμάτων (Σωτηρέλης 2020 α[5]). Αυτή η αποστολή φαντάζει σήμερα ιδιαίτερα σύνθετη και ευαίσθητη, καθώς το Κράτος πρέπει όχι μόνο να κατανείμει δίκαια τα βάρη της κρίσης, αλλά και να ιεραρχήσει προσεκτικά τις προτεραιότητες του παρεμβατισμού στο περιβάλλον μιας «ήδη εύθραυστης και ασταθούς οικονομίας». Με ποια εργαλεία όμως θα γίνει αυτή η αξιολόγηση; Μια πρώτη ανάγνωση ανακαλεί τα κλασικά σχήματα της αναλογικής ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 Συντ.), της υποχρέωσης αναλογικής συμβολής στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 Συντ.), τις διατάξεις για τα κοινωνικά δικαιώματα και τα «θετικά μέτρα» (ιδίως άρθρα 21 και 22 Συντ.) ή ακόμη εκείνες που θεμελιώνουν τον κρατικό παρεμβατισμό (άρθρα 17 παρ.1, 18 παρ.3 και ιδίως 106 παρ.1 και 2 Συντ.). Αρκούν όμως τα σχήματα αυτά για να θεμελιωθεί συνταγματικά και ηθικοπολιτικά η υποχρέωση της Πολιτείας αλλά και το καθήκον των πιο ευνοημένων κοινωνικά να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της κρίσης και την ακριβοδίκαιη κατανομή των βαρών; Είναι επαρκές, με άλλα λόγια, το οπλοστάσιο του Συνταγματικού Δικαίου και οι κανονιστικές εννοιολογήσεις που το συγκροτούν, προκειμένου να δικαιολογηθούν εκείνες οι δημόσιες παρεμβάσεις που θα διασφαλίζουν εν ώρα κρίσης συνθήκες ισότιμης διανομής των κοινωνικών αγαθών, από την προστασία της υγείας έως την καθολική διασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης;

 

Β. Κατ’ αρχήν, πρέπει να θυμίσουμε ότι η «κανονιστική αποδυνάμωση των κοινωνικών δικαιωμάτων» αποτελεί σταθερό σύμπτωμα των οικονομικών ανακατατάξεων είτε πρόκειται για την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση είτε για την προσπάθεια αποδόμησης του Κράτους Πρόνοιας που εγκαινίασε το ξέσπασμα της παγκοσμιοποίησης στο τέλος της δεκαετίας του ’90 (Κοντιάδης 1997, 93 επ, Κατρούγκαλος 1998, 130 επ και 153 επ). Εξίσου σταθερή είναι και η τάση να χρησιμοποιείται σαν άλλοθι η παραδοσιακή ερμηνεία τους ως δήθεν «ατελών διατάξεων» που παράγουν «λιποβαρείς αξιώσεις» ως προς τη δικαστική διεκδίκησή τους, προκειμένου να αποκρυβεί η χαμηλή πολιτική προτεραιότητα για την ικανοποίησή τους σε περιβάλλον κρίσης. Λησμονείται, με άλλα λόγια, συστηματικά ότι τα δικαιώματα αυτά αποτελούν «ιδιόρρυθμες μεν πλην γνήσιες κανονιστικές επιταγές», που ανταποκρίνονται σε «καθολικές ιδιότητες» του κοινωνικά δρώντος ανθρώπου, επιτρέποντας τον εξίσου σημαντικό «κοινωνικό αυτοκαθορισμό» του. Η δε κατοχύρωση ενός γενικού και αγώγιμου κοινωνικού δικαιώματος σε «ένα στοιχειωδώς αποδεκτό όριο “αξιοπρεπούς διαβίωσης” ή εν ευρεία εννοία “κοινωνικής ασφάλειας”», το οποίο θα θεμελιωνόταν κανονιστικά στο σύνολο των διατάξεων του άρθρου 25 του Συντάγματος σε συνδυασμό με εκείνες για την προστασία της ζωής (5 παρ. 2 Συντ.) και τον σεβασμό στην αξία του ανθρώπου (2 παρ. 1 Συντ.), είναι μια ερμηνεία που έχει ήδη προταθεί από έγκυρα χείλη στο δημόσιο διάλογο εδώ και δύο δεκαετίες (Σωτηρέλης 2000, 341-379). Θα μπορούσε, επομένως, να αξιοποιηθεί δεόντως στην παρούσα συγκυρία για να θεμελιώσει εκτεταμένες προστατευτικές δράσεις από την πλευρά του Κράτους, υπερβαίνοντας την καθαρά αμυντική διάσταση της έννοιας του (σχετικού) «κοινωνικού κεκτημένου» και προσδίδοντας έναν πιο δυναμικό και εξελικτικό χαρακτήρα στη λειτουργία της κοινωνικής πολιτικής. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, θα αποκτούσε νόημα και η  προσθήκη της πρόσφατης αναθεώρησης στην παρ. 1 του άρθρου 21 του Συντάγματος ότι «το Κράτος μεριμνά για τη διασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης όλων των πολιτών μέσω ενός συστήματος ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, όπως νόμος ορίζει». Η διάταξη αυτή, εάν δεν θέλουμε να εκπέσει σε ένα ρηχό ρητορικό συμβολισμό και να είναι κανονιστικά ωφέλιμη, πρέπει να αρχίσει από τώρα να ερμηνεύεται ευρύτερα από ότι μια στενά νοούμενη χρηματική παροχή, όπως υποδηλώνει ο όρος του «εισοδήματος» -που κατάγεται από τη νεοφιλελεύθερη απολογία των ανισοτήτων (Hayek 1976, Χαραλάμπης 1998, 226)-, ώστε να συμπεριλάβει σταδιακά όλα τα ανελαστικά προστατευτικά όρια που αφορούν το σύνολο των βασικών κοινωνικών δικαιωμάτων. Με τον τρόπο αυτό, θα μπορούσε να διαμορφωθεί μια δυναμική έννοια ικανή να προσαρμόζεται σε κάθε μελλοντικό κίνδυνο (Κατρούγκαλος 1998, 508 επ), η οποία θα εμπλούτιζε ουσιωδώς τον κανονιστικό χαρακτήρα των κοινωνικών δικαιωμάτων, διευρύνοντας παράλληλα τη λειτουργική δέσμευση εκείνων των ατομικών δικαιωμάτων που απορρέουν από την ιδιοκτησία και την οικονομική ελευθερία.

 

Γ. Περαιτέρω, η επιβεβαίωση του κανονιστικού χαρακτήρα των κοινωνικών δικαιωμάτων στη συγκυρία της πανδημίας θα επέφερε και μια ιδιαίτερα αισθητή πρακτική συνέπεια, η οποία εξηγεί εν πολλοίς και την επιφυλακτικότητα της κρατούσας ερμηνευτικής τάσης να υιοθετήσει μια ανάλογη θεώρηση: πρόκειται για «την ερμηνευτική ισοτιμία τους σε περίπτωση στάθμισης με τα ατομικά δικαιώματα». Ο μεγαλύτερος φόβος, με άλλα λόγια, που προκαλεί η αναγνώριση της πλήρους δεσμευτικότητας των κοινωνικών δικαιωμάτων είναι η συνεπαγόμενη μετατόπιση του κέντρου βάρους στην κανονιστική δικαιολόγηση των νομοθετικών και δικαιοδοτικών οργάνων, καθώς και η αναπόφευκτη ιδεολογικοπολιτική φόρτιση που τη συνοδεύει. Πιο συγκεκριμένα, σε περίπτωση «ερμηνευτικής ισοτιμίας», οι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων, αντί να αποδίδονται γενικώς στο «δημόσιο συμφέρον», όπως είναι σήμερα ο κανόνας, θα μπορούσαν πλέον να καταλογίζονται ευθέως στα κοινωνικά δικαιώματα και τις αυτοτελείς βιοτικές ανάγκες των ανθρώπων, ούτως ώστε αυτοί οι περιορισμοί «να προκύπτουν, με μεγαλύτερη ερμηνευτική διαφάνεια και αξιοπιστία, από την απευθείας στάθμιση μεταξύ ισότιμων δικαιωμάτων» (Σωτηρέλης 2000, 359). Εάν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι η οικονομική βάση αυτών των δικαιωμάτων, άρα και οι πραγματικές προϋποθέσεις της ικανοποίησής τους, είναι η εκπλήρωση της συνταγματικής υποχρέωσης του Κράτους για αναλογική κατανομή των φορολογικών βαρών (4 παρ. 5 Συντ.), τότε αντιλαμβανόμαστε ότι το νομικό διακύβευμα των κοινωνικών δικαιωμάτων αγγίζει τον πυρήνα των δημόσιων επιλογών και  πολιτικών, όπως αυτές αποτυπώνονται στο επίπεδο της συστηματικής διασφάλισης των υλικών όρων της άσκησής τους.

 

Δ. Η εμπειρία της πανδημίας αποκαλύπτει, εξάλλου, κατά γενική παραδοχή, την απόλυτη κανονιστική προτεραιότητα του κοινωνικού δικαιώματος στην υγεία (Παπαδοπούλου 2020). Πράγματι, χωρίς τη λειτουργία του ΕΣΥ, θα ήταν αδύνατον να διασφαλισθεί η καθολική προστασία των νοσούντων, την οποία, σημειωτέον, σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί ένα ιδιωτικό σύστημα υγείας. Σε περίπτωση, μάλιστα, καταφανούς ανεπάρκειας του ΕΣΥ να ανταποκριθεί στην ελάχιστη υγειονομική ζήτηση και πίεση εν μέσω πανδημίας, η  ανεπαρκής διασφάλιση του κοινωνικού δικαιώματος στην υγεία, θα μπορούσε υπό ορισμένες προϋποθέσεις να αποτελέσει αντικείμενο αγώγιμης αξίωσης και πλήρους δικαστικού ελέγχου. Τούτο διότι θα συνιστούσε παραβίαση της «ευθείας εκ του Συντάγματος υποχρέωσης του Κράτους για τη λήψη θετικών μέτρων προς προστασία της υγείας των πολιτών», κατά το περίφημο σκεπτικό του ΣτΕ στην ιστορική απόφαση 400/1986 που επικύρωσε το συνταγματικό κεκτημένο του ΕΣΥ. Με τη στάση του βεβαίως εκείνη το ΣτΕ προέβη σε μια «σύμφωνη ερμηνεία» του άρθρου 21 παρ. 3 Συντ. προς το Ν. 1397/1983 που θέσπισε τη μετάβαση στο ΕΣΥ (Ανθόπουλος 2020 γ, 29). Δείχνει, έτσι, εκ πρώτης όψεως, να επιβεβαιώνει την κλασική ερμηνεία στη χώρα μας για την «εξαρτημένη κανονιστική δεσμευτικότητα» των κοινωνικών δικαιωμάτων από τη διαπλαστική βούληση του νομοθέτη ή του δικαστή. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει σε πρόσφατο κείμενό του για τα κοινωνικά δικαιώματα ο Αντώνης Μανιτάκης, «η κανονιστική τους ενέργεια εξαντλείται δυστυχώς εκεί που αρχίζει η πραγμάτωσή τους», καθώς «οι κοινωνικές παροχές απαιτούν για να εκπληρώσουν το «παροχικό» κανονιστικό τους περιεχόμενο … συνεστημένες ήδη και βιώσιμες κοινωνικές υπηρεσίες». Η άποψη αυτή, η οποία παραδόξως αντλεί στη συνθήκη της πανδημίας την ευκαιρία να καταδείξει την «κανονιστική καχεξία» των κοινωνικών δικαιωμάτων, επικαλείται κατά βάση το εμπειρικό-πραγματικό γεγονός ότι  οι κρατικές παροχές εξαρτώνται από τις «δημοσιονομικές δυνατότητες» της χώρας, τη «βιωσιμότητα» του Κοινωνικού Κράτους και το «εχθρικό οικονομικό περιβάλλον» (Μανιτάκης 2020 β). Το μείζον λογικό σφάλμα που διαπράττει, όμως, αυτή η διαδεδομένη προσέγγιση είναι ότι, ενώ εκκινεί η ίδια από ένα εμπειρικό γεγονός, αυτό της πραγματικής δυνατότητας χορήγησης των παροχών, εν συνεχεία επιχειρεί μια ανεπίτρεπτη μετάβαση στο κανονιστικό πεδίο, αποφαινόμενη ότι τα κοινωνικά δικαιώματα δεν είναι δεσμευτικά και άρα οι παροχές δεν είναι υποχρεωτικές για το Κράτος[6]. Από την απόφανση, όμως, ότι «τα μεγάλα ψάρια τρώνε τα μικρά», κανείς δεν μπορεί να συναγάγει λογικά το συμπέρασμα ότι «πρέπει και να τα τρώνε», όπως υπογράμμιζε σκωπτικά ο Hans Kelsen στην πρώτη έκδοση της «Καθαρής Θεωρίας του Δικαίου»… Με άλλα λόγια, το πραγματικό ζήτημα του πόσο επιδρούν στη βούληση του νομοθέτη ή του δικαστή οι κανονιστικές εξαγγελίες των κοινωνικών δικαιωμάτων ή το πόσο αντέχει ο κρατικός προϋπολογισμός να τις εκπληρώσει είναι ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα από την αναγνώριση ή μη του υποχρεωτικού χαρακτήρα τους, έστω σε ένα ευρύτερο πλαίσιο συνταγματικά ανεκτών εναλλακτικών οργανωτικών ή δικαιοπολιτικών επιλογών. Ανεξαρτήτως, λοιπόν, από τα ευρέα περιθώρια άσκησης μιας κυβερνητικής πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής, είναι σαφές ότι ο «κανονιστικός πυρήνας» των κοινωνικών δικαιωμάτων δεσμεύει το νομοθέτη σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση και ως προς το «αν» και ως προς το «πώς» και ως προς το «πότε» θα αναπτυχθεί μια προστατευτική δράση και όχι μόνον ως προς το σκοπό που αυτός οφείλει να επιδιώκει. Η δε «επιφύλαξη του εφικτού», κατά τον προσφυή χαρακτηρισμό του Κώστα Γιαννακόπουλου (Γιαννακόπουλος 2017, 417 επ), δεν έχει κάποια κανονιστική αξία αφ’ εαυτής και ως εκ τούτου δεν είναι σε θέση να θεμελιώσει την ελλειμματική δεσμευτικότητα των κοινωνικών δικαιωμάτων. Άλλωστε, η ίδια η δήθεν «πραγματολογική» συνθήκη της «δημοσιονομικής αδυναμίας» επ’ ουδενί δεν εξομοιώνεται με «ωμό» εμπειρικό γεγονός (“brut fact”), καθώς παραπέμπει σε πολιτικές και οικονομικές αξιολογήσεις που απηχούν ριζικά διαφορετικές αξιακές και ιδεολογικές κατευθύνσεις. Τη διάσταση αυτή την έχει υποδειγματικά αναδείξει ο Κ. Γιαννακόπουλος στην τελευταία εμπεριστατωμένη μελέτη του για την προστασία της υγείας στη συγκυρία της πανδημίας. «Είναι προφανές», γράφει, «ότι, για την αντιμετώπιση μιας πανδημίας, η οικονομική πολιτική είναι αυτή κατ’ αρχήν που πρέπει να προσαρμοστεί στην ανάγκη παροχής υψηλού επιπέδου υπηρεσιών υγείας και όχι το αντίθετο. Συναφώς, η αποτελεσματική προστασία της υγείας δεν συγκρούεται γενικώς και a priori με την οικονομία και μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να εναρμονιστεί με αυτήν. Η αποτελεσματική προστασία της υγείας συγκρούεται και δεν μπορεί να εναρμονιστεί με τον νεοφιλελεύθερο οικονομικό μονολογισμό, δηλαδή με συγκεκριμένες δομές οικονομικών σχέσεων που, ενόψει και των παγκόσμιων και ευρωπαϊκών ερεισμάτων τους, αναπαράγουν κρίσεις που απορρυθμίζουν όχι μόνο την προστασία της υγείας, αλλά και το ίδιο το Σύνταγμα». Μια τέτοια προσέγγιση αποκαλύπτει το μύθο των δήθεν «εξωτερικών αντικειμενικών αδυναμιών» και των αδιάψευστων «εμπειρικών δεδομένων» που καθιστούν ελλειμματική την υποχρεωτική υφή των κοινωνικών δικαιωμάτων. Έτσι, αντί για την ατελή κανονιστικότητα εν ώρα πανδημίας, το μόνο τελικά που αναδεικνύεται ευκρινώς είναι μια απολογητική κατασκευή που διευκολύνει το «δημοσιονομικώς και θεσμικώς εξαντλημένο Κράτος, όντας ευάλωτο στις πιέσεις των ιδιωτικών συμφερόντων, να απαλλαγεί από σημαντικό τμήμα του βάρους των συνταγματικών υποχρεώσεών του» (Γιαννακόπουλος 2020 β, 10).

 

  1. Η διαφορετικές ερμηνείες του «χρέους αλληλεγγύης»

 

 Κατά την κρατούσα ερμηνευτική τάση, η κοινωνική συνιστώσα του Συντάγματος επιστρέφει στα συμφραζόμενα του λοιμού όχι ως ευθεία ανασημασιοδότηση των κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά ως αναζήτηση πρόσθετων ή εναλλακτικών κανονιστικών ερεισμάτων, που θα αντλούν την ισχύ τους από τις βιωματικές αντιλήψεις της πανδημίας.

 

Α. Σε μια τέτοια κατεύθυνση, διαπιστώνεται από πολλές πλευρές η ανάγκη να επανεφευρεθεί  το κανονιστικό περιεχόμενο της έννοιας της «αλληλεγγύης», που τόσο συχνά και μονοσήμαντα επιστρατεύθηκε στη διάρκεια της κρίσης. Πιο συγκεκριμένα, προτείνεται να αξιοποιηθεί ένα «δυστυχώς λησμονημένο υπερόπλο» (Αλιβιζάτος 2020 α), που δεν είναι άλλο από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 4 Συντ., η οποία παρέχει στο Κράτος τη δυνατότητα «να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής αλληλεγγύης» (Ανθόπουλος 2020 β). Ωστόσο, παρά τη σχεδόν καθολική υπενθύμιση της μεγάλης της επικαιρότητας στην παρούσα συγκυρία, ούτε η εν λόγω διάταξη έμεινε ανέγγιχτη από την «πάλη των ερμηνειών», γεγονός που φανερώνει και την πληθώρα των ανταγωνιστικών αντιλήψεων που συνυπάρχουν στην ιεραρχική κοινωνία μας γύρω από το περιεχόμενο της «αλληλεγγύης». Η πολιτική θεωρία επισημαίνει, άλλωστε, τη δυσκολία που παρουσιάζει εγγενώς η έννοια της αλληλεγγύης να κωδικοποιηθεί θετικά, καθώς δεν συναρθρώνει αφ’ εαυτής δικαιώματα, αλλά νοηματοδοτεί με ποικίλους τρόπους την αξιακή συσχέτιση της ελευθερίας με την ισότητα, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συνειδητοποίησης και επιδίωξης ενός κοινού σκοπού (Χαραλάμπης 1998, 167- 179). Έτσι, για μια προσέγγιση, που επισημαίνει τις αποστάσεις της από το «σταλινικό» πρότυπο, η «αλληλεγγύη» μπορεί να εκδηλωθεί κυρίως με αυτόβουλες και εθελοντικές δράσεις του πυλώνα της «κοινωνίας των πολιτών» που κατατείνουν στη στήριξη των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού. Στην αντίληψη αυτή, το «χρέος» δεν έχει την έννοια της υποχρεωτικής επιβολής, αλλά της ατομικής ευθύνης και του ηθικού καθήκοντος από μέρους των πολιτών, ενώ ο ρόλος του Κράτους περιορίζεται στην ενθάρρυνση της δημιουργίας τέτοιων εθελοντικών δικτύων αυτοπροσφοράς (Αλιβιζάτος 2020 α, β και γ). Η άποψη αυτή θα μπορούσε να ελεγχθεί για το  ότι ενισχύει την προϊούσα τάση συρρίκνωσης των θεμελιωδών καθηκόντων σε μια «ασυντόνιστη και συγκυριακή καλή πρόθεση των ατόμων» (Γιαννακόπουλος 2020 β,10). Σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση κινείται η ερμηνεία του «χρέους αλληλεγγύης» υπό το φως του άρθρου 4 παρ. 5 Συντ. περί συμβολής στα δημόσια βάρη. Μέσω της συστηματικής αυτής συσχέτισης, το «χρέος αλληλεγγύης» αναγορεύεται  σε αυτοτελές θεμέλιο για την εκπλήρωση του συνόλου των συνταγματικών καθηκόντων από την πλευρά των πολιτών, αποτελώντας τη «μήτρα» των ατομικών «δημόσιων καθηκόντων», όπως η στράτευση ή η φορολογική υποχρέωση, τα οποία διαθέτουν αναμφίβολα έναν κανονιστικά δεσμευτικό χαρακτήρα (Μανιτάκης 2020 α, Ανθόπουλος 2020 γ, 33).

 

Β. Μια ακόμη πιο προωθημένη ερμηνεία, που επιδιώκει την «κανονιστική ολοκλήρωση» της έννοιας, προτείνει να εντάξουμε την «αλληλεγγύη» στο ευρύτερο συστηματικό πλαίσιο του «Κοινωνικού Κράτους Δικαίου», που προσδίδει πραγματικό περιεχόμενο στα κοινωνικά δικαιώματα, λειτουργώντας αντιθετικά προς τις πρακτικές του ατομικού ανταγωνισμού και της εκμετάλλευσης (Χαραλάμπης 1998, 174). Υπό τη φόρτιση αυτής της αρχής, που εκφράζει συνταγματικά την «οφειλή αλληλεγγύης» του Κράτους προς τους πολίτες, καλούμαστε  να νοηματοδοτήσουμε συναφώς και όλα τα κοινωνικά δικαιώματα, δηλαδή τις αξιώσεις των πολιτών έναντι της Πολιτείας για βασικά κοινωνικά αγαθά που κατοχυρώνουν τη βιοτική τους υπόσταση και αυτοτέλεια (Μήτας 2016, 137-153). Η εμβέλεια της «αλληλεγγύης» δείχνει μάλιστα να υπερβαίνει τις γνωστές “liberal”  προσεγγίσεις περί «ίσης πρόσβασης στα δικαιώματα», καθόσον ενσωματώνει το σύνολο των θεμιτών αιτημάτων και διεκδικήσεων για παροχικές και αναδιανεμητικές δράσεις εκ μέρους του Κράτους. Στο διευρυμένο αυτό πλαίσιο, το «χρέος αλληλεγγύης» των πολιτών συμπληρώνει την «αλληλεγγύη της Πολιτείας», στο βαθμό που ο καθένας υποχρεούται -και δεν επιλέγει απλώς- να συμβάλλει ανάλογα με τις δυνάμεις του στη διασφάλιση της βιοτικής υπόστασης των συμπολιτών του. Με τον τρόπο αυτό, ο κάθε πολίτης αναλαμβάνει έμπρακτα και το μερίδιο ευθύνης που του αναλογεί, με βάση το Σύνταγμα, για την κατοχύρωση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης για όλους (Μήτας  2020 α).

 

Γ. Αυτού του είδους οι «έκτακτες ερμηνείες», σε αντίθεση με όσες προαναφέρθηκαν, δεν έχουν καταφέρει μέχρι σήμερα να ασκήσουν ιδιαίτερη επιρροή, με αποτέλεσμα να παραμένουν στο περιθώριο του δημοσίου λόγου στη χώρα μας. Σε αυτόν προσώρας κυριαρχούν αφενός τα ιδεολογικά σχήματα της πρόσκαιρης εθελούσιας προσφοράς, της επιδερμικής φιλανθρωπίας και του υπερτονισμού της ατομικής ευθύνης (Παπατόλιας 2020 α) και αφετέρου εκείνα μιας εντελώς αποδυναμωμένης εκδοχής της αλληλεγγύης που περιορίζει την εμβέλειά της στις δράσεις των εθελοντικών δικτύων και των μη κυβερνητικών οργανώσεων. Δεν είναι συμπτωματικό ότι ακόμη και η ερμηνεία του «χρέους αλληλεγγύης», ως κανονιστικά επιτακτικού «συνταγματικού καθήκοντος», επιστρατεύεται επιλεκτικά μόνο και μόνο για να θεμελιωθεί το καθήκον του υποχρεωτικού εγκλεισμού σε συνθήκες αμοιβαιότητας για την αποφυγή της διασποράς της νόσου (Μανιτάκης 2020 α). Αντιθέτως, επιδεικνύεται αιδήμων σιωπή όταν πρόκειται να προσφύγουμε στο ίδιο ακριβώς «συνταγματικό καθήκον» για να θεμελιωθούν δράσεις αναδιανομής ή αναλογικά ίσης κατανομής των βαρών για την αντιμετώπιση του λοιμού. Ελάχιστοι, επίσης, αναδεικνύουν τη στενή αλληλεξάρτηση του ατομικού δικαιώματος στην υγεία με το κοινωνικό δικαίωμα στην εργασία ή την αξιοπρεπή διαβίωση. Η συμπληρωματική αυτή σχέση αγνοείται, παρά την πληθωρική ρητορική για το “status mixtus” των δικαιωμάτων και παρότι στις «ειδικές μελέτες» κοινωνικής ιατρικής αναγνωρίζεται, κατά κανόνα, η συσχέτιση των ποσοστών θνησιμότητας ή των υποκείμενων νοσημάτων με την αύξηση της ανεργίας ή τις κακές συνθήκες διαβίωσης (Joffrin 2020). Ας τεθεί το ζήτημα με τη μορφή ρητορικών ερωτημάτων: Πόσοι, αλήθεια, ανέδειξαν τη συνταγματική διάσταση της δραματικής αύξησης της επισφάλειας της εργασίας μέσω του κατ’ ουσίαν αρρύθμιστου τοπίου της τηλεργασίας; Πόσοι στοχάστηκαν με συνταγματικούς όρους την ατελή προστασία του δικαιώματος της υγείας αστέγων, προσφύγων, Ρομά και κρατουμένων; Αυτά τα συνταγματικά δικαιώματα της πρόνοιας, της κοινωνικής ασφάλισης και της κατοικίας δεν υπέστησαν, άραγε, καμία ρωγμή; Πόσοι, τέλος, θεώρησαν συνταγματικώς αδιάφορες τις κραυγαλέες ανισότητες σε σύγχρονο ψηφιακό εξοπλισμό που καθιστούσε κενό γράμμα το δικαίωμα ισότιμης πρόσβασης στην εκπαίδευση και της δωρεάν παροχής παιδείας; (Αθανασίου 2020, 38). Θα ήταν, επομένως, «κανονιστικά άσφαιρη κατασκευή» και «επιστημονικά αλαζονική κριτική» (Μανιτάκης 2020 β) να επικαλεσθεί κάποιος τα σχετικά κοινωνικά δικαιώματα του συνταγματικού χάρτη για να επισημάνει την υποχρέωση του Κράτους να καλύψει αυτά τα ολοφάνερα ελλείμματα κοινωνικής μέριμνας;

 

Δ. Η ίδια σιωπή βασιλεύει ακόμη και όταν πρόκειται να στηριχθεί συνταγματικά η αναγκαιότητα πολύ πιο απλών δράσεων, όπως η λήψη προστατευτικών μέτρων για συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων ή η διανομή του αναγκαίου υγειονομικού υλικού προστασίας στις πιο ευάλωτες κατηγορίες του πληθυσμού. Το Σύνταγμα, για την κρατούσα αντίληψη, είναι προφανώς χρήσιμο για να θεμελιώνει την υποχρέωση υπακοής στις κυβερνητικές εντολές περί απαγόρευσης κυκλοφορίας, αλλά παντελώς απρόσφορο για να δεσμεύσει το Κράτος να διανείμει δωρεάν μάσκες σε ορισμένους εργαζόμενους ή να διευρύνει την εφαρμογή των διαγνωστικών τεστ. «Είναι νομικά μάταιο», υποστηρίζει ο Α. Μανιτάκης, «να αποδίδουμε στον θεμελιώδη νόμο του κράτους ιδιότητες που δεν έχει», καθώς η στάση αυτή ενέχει τον κίνδυνο της «φετιχοποίησης» του Συντάγματος και της «κοινωνικοκρατικίστικης πλειοδοσίας» του περιεχομένου του (Μανιτάκης 2020 β). Αποτελεί όμως πράγματι «κρατικίστικη πλειοδοσία» η συνταγματική απαίτηση για διασφάλιση προσβάσιμων σε όλους και επαρκών ιατρικών και θεραπευτικών πόρων που θα ήταν σε θέση να αποτρέψουν την απώλεια ανθρώπινων ζωών; Δεν θα μπορούσε να θεμελιωθεί σε  τέτοιες περιστάσεις ο αστικός και ακυρωτικός δικαστικός έλεγχος τυχόν σοβαρής παράλειψης εκ μέρους του Κράτους να εκπληρώσει αυτές τις συνταγματικές υποχρεώσεις του;

Τέλος, είναι αξιοσημείωτο ότι δράσεις με αδιαμφισβήτητο συνταγματικό υπόβαθρο, που ήδη προτείνονται και αρχίζουν να υλοποιούνται στις προηγμένες δημοκρατίες της Δύσης, όπως η αναλογική φορολογία, η υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, η επίταξη προσωπικών εργασιών ή αγαθών (Καϊδατζής-Κουρουνδής-Κεσσόπουλος 2020) ή ακόμη η έκτακτη και αναλογική εισφορά αλληλεγγύης υπέρ των αδύναμων, θεωρούνται στη χώρα μας είτε απρόσφορες είτε παρακινδυνευμένες. Το ίδιο συμβαίνει και με υποστηρικτικά μέτρα, όπως η ενίσχυση των υπερχρεωμένων νοικοκυριών ή η προστασία των δανειοληπτών, τα οποία όχι μόνο δεν προωθούνται στο δημόσιο διάλογο ως αυτονόητες εκδηλώσεις αλληλεγγύης για την αποτροπή μιας κοινωνικής καταστροφής, παρά φαντάζουν «εξωτικές» και συναντούν πλήθος επιφυλάξεων, συχνά με την προσχηματική επίκληση των δυσκολιών της «επόμενης μέρας» και των αναγκών της «εύθραυστης οικονομίας» μας. Εν κατακλείδι, το ότι οι απρόβλεπτες καταστροφές πληγώνουν περισσότερο τους πιο αδύναμους ηχεί ως κοινοτυπία (Μαλούτας 2020, 294), που αγνοείται, όμως, επιδεικτικά από το κυρίαρχο συνταγματολογικό ρεύμα στη χώρα μας. Πλην ελαχίστων περιπτώσεων, σπανίως γίνεται απευθείας επίκληση του Συντάγματος, προκειμένου να διασφαλισθούν, έστω με διαβαθμισμένο τρόπο, θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα που ταυτίζονται με την επίτευξη στοιχειώδους προστασίας εν όψει των κοινωνικών καταστροφών που επιφέρει η πανδημία. Και αυτό είναι μια από τις, διόλου αμελητέες, «παράπλευρες απώλειες» της σημερινής πολυεπίπεδης κρίσης.

 

 

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Αθανασίου, Αθ., «Για την αίσθηση ενός παρόντος από/σε απόσταση», in Καπόλα, Π., Κωνσταντάς, Ορ. (επιμ.), Αποτυπώσεις σε στιγμές κινδύνου, Ειδική Έκδοση «Εταιρίας Μελέτης των Επιστημών του Ανθρώπου», νήσος, τοπικά ιθ’, https://www.nissos.gr, 2020, σ. 37 επ.
  • Αλιβιζάτος, Ν. α, «Ποια δημοκρατία μετά τον COVID-19;» εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 25/3/2020.
  • Αλιβιζάτος, Ν. β, Συνέντευξη στο iefimerida, https://www.iefimerida.gr, 2/4/2020.
  • Αλιβιζάτος, Ν. γ, «Οι επιστημονικές διαφωνίες σε ώρα κρίσης», in https://www.constitutionalism.gr, 18/4/2020.
  • Ανθόπουλος, Χ., «Κράτος πρόληψης και δικαίωμα στην ασφάλεια», in Ανθόπουλου, Χ. – Κοντιάδη, Ξ. – Παπαθεοδώρου, Θ. (επιμ.), Ασφάλεια και δικαιώματα στην κοινωνία της διακινδύνευσης, Σάκκουλας, 2005, σ.108 επ.
  • Ανθόπουλος, Χ., «Κράτος Πρόληψης», in Α.Ι.Δ. Μεταξά (επιμ.), Πολιτική Επιστήμη V, 2016, 269 επ.
  • Ανθόπουλος, Χ. α, «Ο Covid-19 και η εποχή των δικαιωμάτων», in https://www.constitutionalism.gr, 29/3/2020.
  • Ανθόπουλος, Χ. β, «Πανδημία και δικαίωμα στην υγεία», εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», 26/4/2020.
  • Ανθόπουλος, Χ. γ, «Πανδημία, δικαίωμα στην υγεία και καθήκον αλληλεγγύης», in Εφημ. ΔΔ-1/2020, σ. 28 επ.
  • Βασιλόγιαννης, Φ., Φιλοσοφία μετά τον John Rawls, Ευρασία, 2020 (υπό έκδοση).
  • Γιαννακόπουλος, Κ., «Το ελληνικό Σύνταγμα και η επιφύλαξη του εφικτού της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων», Εφημ. ΔΔ 4/2017, σ. 417 επ.
  • Γιαννακόπουλος, Κ. α, «Στιγμές από τις χρονικότητες της κρίσης του Covid-19», in https:// www.constitutionalism.gr, 16/4/2020.
  • Γιαννακόπουλος, Κ. β, «Θα έχει η προστασία της υγείας την ίδια τύχη με την προστασία του περιβάλλοντος;», in https:// constitutionalism.gr, 21/5/2020.
  • Caiepo, B. Benetti, F. «How Political Turmoil is Changing European Constitutional Law: Evidence from the Verfassungsblog», in https://verfassungsblog.de, 12/4/2020.
  • Ειρηνάκης, Ν., «Σκιαμαχώντας με το Μέλλον: Τι και πώς θα μπορούσε να αλλάξει μετά την κρίση του κορονοϊού;», in Ειδικό Τεύχος «Πολιτική και Κοινωνία μετά την κρίση του κορονοϊού», «Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών» (ΕΝΑ), Απρίλιος 2020, σ. 14 επ.
  • Joffrin, L. α, «Le virus de Charybde et Scylla», εφημερίδα “Libération”, 8/4/2020.
  • Καϊδατζής, Α. γ, «Πανδημία, δημοκρατία, δικαιώματα. Το τέλος του συνταγματικού δικαίου;», in περιοδικό ΔτΑ (υπό δημοσίευση), 2020.
  • Καϊδατζής, Α. – Κουρουνδής, Χ. – Κεσσόπουλος, Α., «Μέτρα για την υγειονομική κρίση: Στο απυρόβλητο η ιδιοκτησία;», εφημερίδα «Εφημερίδα των Συντακτών», 3/4/2020.
  • Καμτσίδου, Ιφ., «Το θεμελιώδες δικαίωμα των προσώπων στην ασφάλεια», in περιοδικό «ΔτΑ» 32/2006, προσβάσιμο σε https://law-constitution.web.auth.gr, 28/6/2013.
  • Karavokyris, G., «The Coronavirus Crisis-Law in Greece: A (Constitutional) Matter of Life and Death», in https://verfassungsblog.de, 14/4/2020.
  • Κατρούγκαλος, Γ., Το κοινωνικό κράτος της μεταβιομηχανικής εποχής, Σάκκουλας, 1998.
  • Κοντιάδης, Ξ., Κράτος Πρόνοιας και κοινωνικά δικαιώματα, Σάκκουλα, 1997.
  • Κοντιάδης, Ξ., Δημοκρατία, κοινωνικό κράτος και Σύνταγμα στην ύστερη νεωτερικότητα, Παπαζήσης, 2006.
  • Κοντιάδης, Ξ. α, «Πανδημία και Σύνταγμα», in https://www.syntagmawatch.gr, 23/3/2020.
  • Κοντιάδης, Ξ. β, Πανδημία, Βιοπολιτική και Δικαιώματα – Ο κόσμος μετά Covid-19, Καστανιώτη, 2020.
  • Μαλούτας, Θ., «O Covid-19, ο Piketty και οι κοινωνικές ανισότητες», in Καπόλα, Π., Κωνσταντάς, Ορ. (επιμ.), Αποτυπώσεις σε στιγμές κινδύνου, Ειδική Έκδοση «Εταιρίας Μελέτης των Επιστημών του Ανθρώπου», νήσος, τοπικά ιθ’, https://www.nissos.gr, 2020, σ. 293 επ.
  • Μανιτάκης, Αντ. – Σωτηρέλης, Γ. – Κοντιάδης, Ξ., «Κινδυνεύουν οι ατομικές ελευθερίες από τον κορωνοϊό; Τρεις κορυφαίοι συνταγματολόγοι απαντούν», in https://www.lifo.gr, 24/5/2020.
  • Μανιτάκης, Α. α, «Η ζωή ως Πάθος συνταγματικό», in https://www.constitutionalism.gr, 16/4/2020
  • Μανιτάκης, Α. β, «Επανεπίσκεψη δια μέσου του σταθμιστικού συλλογισμού, της αδύναμης κανονιστικής δεσμευτικότητας των κοινωνικών δικαιωμάτων-υπό καθεστώς μιας ευρωπαϊκής και παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της αγοράς», in https://www.constitutionalism.gr, 28/4/2020.
  • Μανιτάκης, Α. γ, «Η εντυπωσιακή, παρά την κρίση, ανθεκτικότητα του Συντάγματος, χάρη στην άδηλη μεταβολή του κανονιστικού νοήματός του», in https://www.constitutionalism.gr, 12/5/2020.
  • Μανιτάκης, Αντ. δ, «Η πανδημία ανάμεσα στο Δίκαιο και στην Ηθική, με την ζωή ως συνταγματική αξία», in https://www.constitutionalism.gr, 30/5/2020.
  • Μαντζούφας, Π., «Κράτος πρόληψης και τεχνοκρατία την εποχή της πανδημίας», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 11/5/2020.
  • Μήτας, Στ., Η αλληλεγγύη ως θεμελιώδης αρχή του δικαίου, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, 2016.
  • Μήτας, Στ., «Ο Covid-19 και το ‘‘χρέος κοινωνικής αλληλεγγύης’’ του ελληνικού Συντάγματος (άρθρο 25 παρ.4)», in https://www.constitutionalism.gr, 9/4/2020.
  • Παπαδοπούλου, Λ., «Υγεία πάνω απ’ όλα; Τα διακυβεύματα αυτής και της επόμενης μέρας που θα αργήσει», in Ειδικό Αφιέρωμα «COVID-19. Αίτια, συνέπειες και προτάσεις για το μέλλον στην Ελλάδα και στην Ευρώπη» προσβάσιμο σε https://boell.org/el, 1/6/2020.
  • Παπατόλιας Απ. α, «Η πολιτική κερδοσκοπία στα χρόνια της κρίσης του κορωνοϊού», εφημερίδα «Ελευθερία», 1/4/2020.
  • Παπατόλιας Απ. β, Η επόμενη μέρα του εθνικού και ευρωπαικού συνταγματισμού. Ερμηνευτικοί (ανα)στοχασμοί μετά την πανδημία, Παπαζήση, 2020 (υπό έκδοση).
  • Σωτηρέλης, Γ., Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της “παγκοσμιοποίησης“, Σάκκουλας, 2000.
  • Σωτηρέλης, Γ., «Η Δημοκρατία απέναντι στην πανδημία», in https://www.constitutionalism.gr, 11/4/2020.
  • Somek, A. «Is the Constitution Law for the Court Only? A Reply to Sebastian Kurz»), in https://verfassungsblog.de, 16/4/2020.
  • Τάσσης, Χ., «Πολιτικά κόμματα και κράτος στην μετά την πανδημία εποχή», in Ειδικό Τεύχος «Πολιτική και Κοινωνία μετά την κρίση του κορονοϊού», «Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών» (ΕΝΑ), Απρίλιος 2020, σ. 55 επ.
  • Τσιτσελίκης, Κ., «Τα όρια των δικαιωμάτων ή πώς το αδύνατον γίνεται πραγματικότητα», in Καπόλα, Π., Κωνσταντάς, Ορ. (επιμ.), Αποτυπώσεις σε στιγμές κινδύνου, Ειδική Έκδοση «Εταιρίας Μελέτης των Επιστημών του Ανθρώπου», νήσος, τοπικά ιθ’, https://www.nissos.gr, 2020, σ. 233 επ.
  • Χρυσόγονος, Κ., «Το θεμελιώδες δικαίωμα στην ασφάλεια», in Ανθόπουλος, Χ., Κοντιάδης, Ξ., Παπαθεοδώρου, Θ. (επιμ.) Ασφάλεια και δικαιώματα στην κοινωνία της διακινδύνευσης, Σάκκουλα 2005, σ. 137 επ.

 

[1] Αυτό το αίτημα για ρυθμιστική παρέμβαση της Πολιτείας μπορεί να θεμελιωθεί εναλλακτικά με δύο τρόπους: είτε πρώτον, με την επίκληση μιας «φιλελεύθερης» εκδοχής, που προτάσσει τον ατομικό και συλλογικό αυτοκαθορισμό και αναζητεί εγγυήσεις ίσης απόλαυσης ενός θεμελιώδους δικαιώματος (εν προκειμένω της υγείας) είτε δεύτερον, μέσω μιας πιο «συντηρητικής» ερμηνείας, που προτάσσει ένα γενικό και αυτοτελές «δικαίωμα στην ασφάλεια», με επικίνδυνα αβέβαιο και κυμαινόμενο περιεχόμενο, που τείνει από τη φύση του να παραμερίσει τις υπόλοιπες ελευθερίες (Ανθόπουλος 2005, 108 επ). Στη σημερινή συγκυρία, η εντύπωση που παράγεται από τις κυρίαρχες προσεγγίσεις είναι ακριβώς αυτή της μη ομολογημένης αναγνώρισης ενός τέτοιου «δικαιώματος στην ασφάλεια» που θα θεμελίωνε τη γενική αξίωση κατά του Κράτους να λαμβάνει όλα τα κανονιστικά, διοικητικά και αστυνομικά μέτρα, που θα εγγυώνται την αποτελεσματική προστασία των προσώπων από τους κινδύνους που απειλούν δυνητικά τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα, την υγεία και την ησυχία τους (Καμτσίδου 2006, Χρυσόγονος 2005, 137 επ). Δεν είναι τυχαίο ότι η σχετική προβληματική ήλθε πιεστικά στο προσκήνιο μετά την 11η Σεπτεμβρίου, όταν δηλαδή εκδηλώθηκαν με τη μεγαλύτερη ένταση και τις σοβαρότερες επιπτώσεις στα δικαιώματα οι κρατικές δράσεις «μηδενικής ανοχής» στο πλαίσιο της αντιτρομοκρατικής πρόληψης (Μανιτάκης – Τάκης 2004). Σήμερα, η επίκληση ενός δικαιώματος στην ασφάλεια επιβιώνει υπόρρητα μέσα στις σταθμίσεις και κυρίως τις ιεραρχήσεις που επιχειρούνται για την προστασία «υπέρτερης αξίας» συνταγματικών αγαθών.

 

[2] Ο  Αντώνης Μανιτάκης δείχνει να  υιοθετεί την άποψη αυτή, όταν υποστηρίζει ότι «έχει δημιουργηθεί (εν μέσω κρίσης) από τη συνταγματική πρακτική και ερμηνεία, μέσω των άδηλων τροποποιήσεών του, ένα πραγματικό Σύνταγμα, που δεν αντίκειται στα καθιερωμένα νοήματα του τυπικού Συντάγματος, αλλά το συμπληρώνει τροποποιώντας το». Μας καλεί, επομένως, «να ξανασκεφτούμε την αντίληψη που έχουμε για το Σύνταγμα, η οποία είναι του περασμένου αιώνα, κυρίως εγγυητική και κρατικοθετικιστική». Τούτο διότι «το Σύνταγμα … δεν εγγυάται παθητικά τις ελευθερίες των πολιτών και τη νόμιμη δράση των οργάνων», αλλά ταυτόχρονα, «εξορθολογίζει» και «τροποποιεί» τη «συνταγματική νομιμότητα» , υπό την έννοια ότι «λειαίνει τις γωνίες, απαλύνει τις προστριβές και ενεργώντας έτσι νομιμοποιεί, κάνει αποδεκτή την κυβερνητική πολιτική και τη δράση της πολιτικής εξουσίας» (Μανιτάκης 2020 γ).

 

[3] Ο Γ. Καραβοκύρης υποστηρίζει σχετικά:“The pandemic crisis shifts, like the financial one, the constitutional paradigm from the ground of rights to the capital notion of public interest and constitutional objectives. Rights, in this context, are not considered as trumps (R. Dworkin), the strongest claims against authority, because the normativity of common health/good simply exceeds them. The lethal virus challenges liberalism and the republican conception of «salus populi» is revitalized” (Karavokyris 2020).

[4] Αξίζει να παραπέμψουμε στις σκέψεις του Ξ. Κοντιάδη: «Η επέκταση της χαμηλά αμειβόμενης απασχόλησης και της εργασιακής επισφάλειας δημιουργούν ομάδες ανθρώπων στις παρυφές του κοινωνικού αποκλεισμού. Παραφράζοντας τον αφορισμό του Jean-Paul Sartre για την πανώλη, η πανδημία δεν δρα παρά ως αυξητικός παράγοντας των ταξικών διαφορών: χτυπάει τη δυστυχία, φειδωλεύεται τους πλούσιους. Η πιο προφανής ανισότητα βιώνεται βέβαια στις ίδιες τις συνθήκες του εγκλεισμού, με γνώμονα τη διαθέσιμη επιφάνεια κατοικίας ανά άτομο, αποτυπώνοντας τη διπλή, ταξική και εθνοτική, ανισότητα του συνωστισμού στη γεωγραφία των πόλεων. Το γεγονός ότι σε ορισμένες χώρες η πανδημία έπληξε σφοδρότερα τα οικονομικά ασθενέστερα, συνωστισμένα κοινωνικά στρώματα προκάλεσε τις κραυγές εκείνων που καταγγέλλουν τους φτωχούς για την ίδια τους τη φτώχεια και απαιτούν για αυτούς αυστηρότερους βιοπολιτικούς περιορισμούς. Έτσι αποκαλύπτεται ακόμη πιο κραυγαλέα η πλαστότητα της κατασκευασμένης κοινωνικής συναίνεσης, η οποία συναρτήθηκε με τη δήθεν κοινή μοίρα της πανδημίας» (Κοντιάδης 2020 β).

 

[5] Η άποψη αυτή αναδεικνύει την αναγκαιότητα να αρχίσουμε να εστιάζουμε πλέον και στα κοινωνικά δικαιώματα. «Όχι μόνο διότι το αντικείμενό τους, δηλαδή η κοινωνική προστασία απέναντι στις οικονομικές επιπτώσεις της δοκιμασίας, θα αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη βαρύτητα όσο θα επιτείνεται η προϊούσα οικονομική κρίση αλλά και διότι η ικανοποίησή τους αποτελεί προϋπόθεση για να θεωρηθούν ανεκτοί, από ένα σημείο και μετά, ορισμένοι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων (ιδίως των οικονομικών δικαιωμάτων). Επειδή, δε, τα κοινωνικά δικαιώματα συνδέονται με τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας, θα πρέπει να καταστεί σαφές αφενός μεν ότι η πραγμάτωσή τους προϋποθέτει, κατ’ ανάγκην, αναδιανομή εισοδήματος, αφετέρου δε ότι η αναδιανομή αυτή πρέπει να γίνει δίκαια και όχι με επιβάρυνση των συνήθων υποζυγίων» (Σωτηρέλης σε Μανιτάκης, Σωτηρέλης, Κοντιάδης 2020).

[6] Η άποψη αυτή, που αναγνωρίζει στα κοινωνικά δικαιώματα έναν ρόλο όχι ευθέως κανονιστικό, αλλά πρωτίστως ερμηνευτικό, υπό την έννοια της ερμηνευτικής τους συνεισφοράς στη στάθμιση των έννομων αγαθών και των συνταγματικών περιορισμών, εμφανίζεται εξόχως αντιφατική, στο μέτρο που αποδίδει στις κανονιστικές έννοιες που βρίσκονται στη βάση των δικαιωμάτων αυτών μία ισότιμη ηθικο-πολιτική αξία με εκείνες που θεμελιώνουν τα «κλασικά» ατομικά δικαιώματα. Το ακόλουθο απόσπασμα από σχετική ανάλυση του Αντ. Μανιτάκη είναι ενδεικτικό της αντίφασης: «Στους εφαρμοστές και ερμηνευτές του Συντάγματος εναπόκειται να εμφυσήσουν στις ερμηνευόμενες συνταγματικές διατάξεις, αναζητώντας το πραγματικό τους νόημα, την πνοή που εκπέμπουν οι συνταγματικές αξίες οι οποίες εμπεριέχονται ενθυλακωμένες σε αυτές. Τις απαξιωμένες και περιφρονημένες από τον νομικό θετικισμό αόριστες έννοιες … της «δικαιοσύνης», της «κοινωνικής αλληλεγγύης», της «ζωής», της «δημόσιας υγείας», της «κοινωνικής ασφάλειας» ή ακόμα και του «γενικότερου οικονομικού και κοινωνικού συμφέροντος» χρειάζεται να τις ανυψώσουμε μαζί με άλλες όμοιες, όπως εκείνες της ατομικής και πολιτικής αυτονομίας ή της ίσης ελευθερίας, στο βάθρο των συνταγματικών αξιών, πλάι στις θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος. Για να λειτουργήσουν και αυτές, όπως και εκείνες, ως ύπατα ερμηνευτικά κριτήρια ή ως γνώμονες κατά τη στάθμιση συγκρουόμενων δικαιωμάτων ή δημόσιων αγαθών» (Μανιτάκης, Σωτηρέλης, Κοντιάδης 2020).