Το δικαίωμα των διαδηλωτών και τα δικαιώματα των άλλων

Αντώνης Μανιτάκης, Ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ

Περάσαμε πενήντα χρόνια, ολόκληρη την περίοδο της Μεταπολίτευσης, χωρίς εκτελεστικό του Συντάγματος νόμο, που να ρυθμίζει την άσκηση του δικαιώματος της συνάθροισης. Με νόμο χουντικό του 1971, που ίσχυε μεν τυπικά χωρίς όμως να εφαρμόζεται. Μέσα σε ένα καθεστώς άτακτης ευταξίας ή άνομης δυσανεξίας, ειδικά σε ό, τι αφορά το κέντρο της Αθήνας. Καμία κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης δεν τόλμησε να θίξει αυτό το καθεστώς της ανομίας.

Η παρούσα Κυβέρνησε το τόλμησε. Καιρός ήταν. Δεν πήγαινε άλλο με αυτήν την θεοποιημένη πρωτοκαθεδρία του δικαιώματος της συνάθροισης, όπου η κάθε ομάδα διαδήλωνε, όποτε ήθελε, όπου ήθελε και όπως ήθελε προβάλλοντας αιτήματα και διαδίδοντας ιδέες, που η ίδια έκρινε ότι είναι άξια προσοχής του κοινού. Και όλα αυτά αγνοώντας παντελώς και παρεμποδίζοντας ανενδοίαστα, την ταυτόχρονη άσκηση των δικαιωμάτων των άλλων, των τρίτων, όπως του δικαιώματος της ελεύθερης διακίνησης και επικοινωνίας πεζών και εποχούμενων, της ελευθερίας της εργασίας, της ελεύθερης άσκησης του επαγγέλματος, κ.α..

Δύσκολα μπορεί κανείς να διαφωνήσει επί της αρχής του νομοσχεδίου. Όπως και δύσκολα καταλαβαίνει την οξύτητα της πολιτικής αντιπαράθεσης στην Βουλή την πρώτη μέρα της συζήτησης.

Θα σταθώ ελλείψει χώρου σε τρία σημεία.

Το νομοσχέδιο είναι λίγο φλύαρο, θα μπορούσε να είναι πιο λιτό και να δίνει περισσότερες εξουσιοδοτήσεις στην εκτελεστική εξουσία μέσω Προεδρικού Διατάγματος. Το τελευταίο μπορεί να ρυθμίζει, ειδικά και περιορισμένα, συγκεκριμένα ζητήματα, που σχετίζονται τόσο με τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος όσο και με την διακριτική εξουσία της Αστυνομίας. Οι νόμοι αλλάζουν δύσκολα και συγκυριακά με αποσπασματικές τροποποιήσεις. Τα Προεδρικά Διατάγματα προσαρμόζονται ανάλογα με τις εξελίξεις και περιστάσεις.

Η απόφαση της αστυνομικής αρχής για απαγόρευση μιας συνάθροισης ανήκει κατά το Σύνταγμα αποκλειστικά στην Αστυνομία. Και η απόφαση αυτή ως διοικητική πράξη υπόκειται σε αίτηση ακύρωσης. Ο νόμος προβλέπει ρητά τη δυνατότητα αίτησης αναστολής στα αρμόδια δικαστήρια (διοικητικά ή ΣτΕ). Και σωστά, αλλά η αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας στην προκειμένη περίπτωση εξαρτάται από την σύντμηση του χρόνου έκδοσης της σχετικής δικαστικής απόφασης, η οποία στην πράξη είναι τόσο χρονοβόρα, που αν χρειάζεται να ακολουθηθεί η πάγια διαδικασία, τότε η απόφαση θα εκδίδεται κατόπιν εορτής και θα είναι ανώφελη.

Ως προς την πρόβλεψη του νόμου για τη γνωστοποίηση στην Αστυνομία μιας επικείμενης συνάθροισης τουλάχιστον 24 ώρες πριν από την πραγματοποίησή της, η πρόβλεψη αυτή βοηθά τους διοργανωτές της συνάθροισης, διότι δίνει χρόνο στην Αστυνομία να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την ακώλυτη άσκηση του δικαιώματος με την όσο το δυνατό μικρότερη επιβάρυνση της άσκησης των δικαιωμάτων όσων οφείλουν να ανεχθούν και να υποστούν την διαδήλωση ή την πορεία.

Η γνωστοποίηση δεν ισοδυναμεί πάντως ούτε πρέπει να ερμηνεύεται ως απαίτηση προηγούμενης άδειας της αστυνομικής αρχής ούτε ως μέσο ελέγχου ή αστυνόμευσης και παρεμπόδισης της πορείας, αλλά αντίθετα ως τρόπος προστασίας της. Η μη γνωστοποίηση δεν την καθιστά εξ αυτού και μόνο του λόγου παράνομη την συνάθροιση, όπως προβλέπει άλλωστε σχετικά ο νόμος και διευκρινίζει η εισηγητική έκθεση.

Η υπόδειξη ενός «οργανωτή» που θα εξασφαλίζει την επικοινωνία μεταξύ των διοργανωτών της διαδήλωσης και της Αστυνομίας συνιστά κατά τη γνώμη μου πρόβλεψη προστατευτική του δικαιώματος και όχι υπονομευτική. Σκοπός της είναι να διασφαλίσει την άμεση, υπεύθυνη και διαρκή συνεννόηση Αστυνομίας και διαδηλωτών. Για την αποτελεσματική προστασία τόσο της προσωπικής όσο και της δημόσιας ασφάλειας απαιτείται μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης πολιτών Αστυνομίας. Θα πρέπει όμως για να λειτουργήσει ο θεσμός του Οργανωτή να απαλλαγεί ο φορέας του από κάθε είδους υπόνοια αστικής ή ποινικής ευθύνης. Από συνταγματική άλλωστε άποψη η απόδοση ευθυνών και μάλιστα ποινικών για πράξεις και αδικήματα που διαπράττουν άλλοι είναι αμφίβολης συνταγματικότητας και πρέπει να απαλειφθεί.

Η απόφαση διάλυσης μιας συνάθροισης καλόν είναι βέβαια να λαμβάνεται παρουσία εισαγγελέως, αν και όταν διαπράττονται αδικήματα και βιαιοπραγίες, καταστρέφονται περιουσίες και απειλούνται ζωές, οι εισαγγελικές αρχές είναι ούτως ή άλλως υποχρεωμένες να παρέμβουν και δεν χρειάζεται ειδική πρόβλεψη στον νόμο. Την παρουσία άλλωστε εισαγγελέα την υπονοεί ο νόμος, αφού ορίζει ότι ο διοργανωτής μπορεί να απευθυνθεί στον παριστάμενο εισαγγελέα και να ζητήσει την επανεξέταση της απόφασης διάλυσής της.

Η επιτυχία του νόμου βρίσκεται στην εγκατάσταση μιας χρυσής ισορροπίας ανάμεσα στην προστασία από την Πολιτεία της ελεύθερης και ακώλυτης άσκησης του δικαιώματος της συνάθροισης με την ταυτόχρονη προστασία αντίρροπων συνταγματικών δικαιωμάτων των άλλων.

Ανεξάρτητα όμως από όλες αυτές τις ενδεικτικές επισημάνσεις ο εκτελεστικός αυτός νόμος του άρθρου 11 του Συντάγματος για να εφαρμόζεται και να γίνεται σεβαστός και να έχει διάρκεια χρειάζεται τη μεγαλύτερη δυνατή πολιτική συνεννόηση και συναίνεση. Την ευθύνη της συναίνεσης την έχει κυρίως η κυβέρνηση. Αυτή οφείλει να την εκμαιεύσει πάση θυσία από όσα κόμματα της αντιπολίτευσης μπορεί να το πετύχει. Θεσμικός νόμος που ψηφίζεται από μια μονοκομματική κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν είναι αντάξιος εκτελεστικός του Συντάγματος νόμος.

Αναδημοσίευση από ΤΑ ΝΕΑ, 4-5/07/2020

 

 

 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

ten − 9 =