Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τέμενος δεν προσβάλλει μόνον την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά. Παραβιάζει και το διεθνές δίκαιο. Πέρα από τις συμβάσεις της UNESCO για την προστασία των μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς που απαγορεύουν τις μονομερείς εθνικές ενέργειες, η κατάργηση του καθεστώτος της Αγίας Σοφίας ως μουσείου έρχεται σε αντίθεση και με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Η διαχείριση μνημείων διαχρονικής και παγκόσμιας εμβέλειας σαν να πρόκειται για μια συνηθισμένη κρατική ιδιοκτησία, η πλήρης παράκαμψη των διεθνών κανόνων προστασίας των μνημείων και οι αναπόφευκτοι περιορισμοί προσβασιμότητας στην Αγία Σοφία λόγω της μετατροπής της σε τέμενος (πολλώ δε μάλλον η ανατριχιαστική σκέψη της κάλυψης των ψηφιδωτών της Αγίας Σοφίας με φωτισμό και «ειδικές τεχνολογίες»), δεν συμβαδίζουν με τον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο νομικό πολιτισμό. Όσον αφορά ειδικότερα την ΕΣΔΑ, παραβιάζονται δύο ρυθμίσεις της: Πρώτον, το άρθρο 8 που προστατεύει την ιδιωτική ζωή, συμπεριλαμβάνοντας και την προστασία του περιβάλλοντος σύμφωνα με την εξελικτική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Και, δεύτερον, το άρθρο 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, το οποίο προστατεύει το δικαίωμα στην εκπαίδευση. Θα αποτελούσε εντελώς «μυωπική» αντίληψη να υποθέσει κανείς ότι η εκπαίδευση περιορίζεται στις σχολικές αίθουσες και δεν συμπεριλαμβάνει το δικαίωμα των γενεών για ακώλυτη πρόσβαση στα στοιχεία της παγκόσμιας πολιτιστικής παράδοσης.
Η γενικότερη προβληματική της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς μέσω της ΕΣΔΑ, έχει απασχολήσει και το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Ahunbay και λοιποί κατά Τουρκίας (απόφαση της 21-2-2019). Στην υπόθεση αυτή, πέντε τούρκοι πολίτες (δύο καθηγητές πανεπιστημίου, ένας αρχαιολόγος, ένας δημοσιογράφος και ένας δικηγόρος) υποστήριξαν ότι η κατασκευή ενός μεγάλου υδροηλεκτρικού φράγματος θα οδηγούσε στην καταστροφή του αναγνωρισμένου αρχαιολογικού χώρου Hasankeyf. Σύμφωνα με το Δικαστήριο του Στρασβούργου, η διαρκώς αυξανόμενη ευαισθητοποίηση των πολιτών και η θέσπιση κανόνων του διεθνούς δικαίου, οδηγούν στην αποδοχή μιας κοινής ευρωπαϊκής και παγκόσμιας αντίληψης για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και της ακώλυτης πρόσβασης σε αυτήν. Ωστόσο, το ΕΔΔΑ δέχθηκε ότι δικαίωμα ατομικής προσφυγής σε αυτό υπήρχε, «με τα μέχρι τότε δεδομένα», μόνο για τις μειονότητες και τους αυτόχθονες στο πλαίσιο του δικαιώματος διατήρησης της πολιτιστικής τους παράδοσης.
Η απόφαση αυτή του ΕΔΔΑ επικρίθηκε –και δικαίως- ως άτολμη. Στην ίδια την Τουρκία κατηγορήθηκε για επιλεκτική ευαισθησία, γράφηκε μάλιστα ότι εάν η ίδια υπόθεση αφορούσε κάποιο αρχαιολογικό χώρο στην Ευρώπη, η απόφαση θα ήταν διαφορετική. Αυτό πάντως που πρέπει να τονιστεί, είναι ότι η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τέμενος θα αποτελούσε μια ευκαιρία για το ΕΔΔΑ να αναθεωρήσει τη νομολογία του (πέρα βέβαια από το γεγονός ότι τίθεται ζήτημα των δικαιωμάτων της χριστιανικής μειονότητας στην Τουρκία). Το ίδιο το ΕΔΔΑ εξελίσσει και αναθεωρεί διαρκώς τη νομολογία του, στη συγκεκριμένη μάλιστα απόφαση Ahunbay τόνισε ρητώς την προσωρινότητα της θέσης του και επιφυλάχθηκε να επανεξετάσει τη στάση του. Κυρίως όμως, το ΕΔΔΑ δεν μπορεί να κωφεύει απέναντι σε προκλητικές προσβολές των παγκόσμιων πολιτιστικών μνημείων, εάν θέλει να διατηρήσει την εικόνα του στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ως «θεματοφύλακα» των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Γιατί είναι μεν ακριβές ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα αποσκοπούν προεχόντως στην προστασία των ευάλωτων μειοψηφιών, ενίοτε όμως θα πρέπει να προστατεύονται και τα αυτονόητα δικαιώματα των πλειοψηφιών, ιδίως το δικαίωμα των γενεών για ακώλυτη πρόσβαση στα μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Καθημερινή 14-7-2020