Η σχέση του λόγου των ειδημόνων και του πολιτικού-πλειοψηφικού λόγου προβάλλεται σε δύο επίπεδα: ένα πολιτειολογικό και ένα πολιτικό. Το πρώτο συνδέεται με την πολιτική φιλοσοφία και έχει να κάνει με την πανάρχαια συζήτηση ως προς το εάν μία πολιτεία πρέπει να κυβερνάται από τους πολλούς (αν θα ισχύει το «εν μέρει άρχεσθαι και άρχειν» κατά τη ρήση του Αριστοτέλη) ή από τους σοφούς (από τους «βασιλικούς άνδρες» της πλατωνικής Πολιτείας).
Το δεύτερο εντοπίζεται εντός του ισχύοντος δημοκρατικού πολιτεύματος και έχει να κάνει με το ζήτημα ποιος λόγος είναι πρωταρχικός στη δημοκρατία, ο πολιτικός-πλειοψηφικός λόγος ή ο επιστημονικός λόγος; Για το σημαντικό αυτό θέμα προτείνονται οι ακόλουθες σκέψεις:
Στη δημοκρατία, το ερώτημα του απόλυτα ορθού παραμένει αενάως ανοιχτό, έγραφε ο Δ. Τσάτσος. Όποια και αν υπήρξε η πρόοδος της επιστήμης, η αδυναμία του ανθρώπου να προσδιορίσει στα μεγάλα θέματα της κοινωνικής ζωής το απόλυτα ορθό πολιτικό δέον, δεν έχει ξεπεραστεί (Δ. Τσάτσος, Πολιτεία,2010, σ. 377-378). Η θέση αυτή πρακτικά σημαίνει ότι τα μεγάλα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα δεν επιδέχονται μονοσήμαντης απάντησης και πάντως δεν επιδέχονται μονοσήμαντης απάντησης περιβεβλημένης την περιωπή της επιστημονικής αυθεντίας. Στη δημοκρατία τα μεγάλα προβλήματα επιλύονται επί τη βάσει των πολιτικών-πλειοψηφικών επιλογών, ακόμα και εάν αυτές είναι εσφαλμένες για τον εκάστοτε ειδικό ή γνωσιοκράτη. Οποιαδήποτε απαίτηση κατίσχυσης του λόγου των ειδικών έναντι του πολιτικού-πλειοψηφικού λόγου δεν οδηγεί παρά σε μία συνειδητή σχετικοποίηση της αξίας της δημοκρατικής αρχής.
Ερωτάται, περαιτέρω, ποια είναι τελικά η θέση του επιστημονικού λόγου σε μία δημοκρατία. Ναι μεν η ευθύνη των πολιτικών επιλογών ανήκει στην πλειοψηφία, ωστόσο, πρέπει να δεχτούμε ότι στο σύγχρονο «τεχνοκρατικό» ιστορικό πλαίσιο, η πολιτική εξουσία δεν μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις αγνοώντας τους κινδύνους που επισημαίνει ο επιστημονικός λόγος. Ο λόγος των ειδικών, με άλλα λόγια, αποτελεί ουσιώδες κριτήριο λήψεως πολιτικών αποφάσεων, ενδεχόμενος δε άκριτος παραμερισμός του θα μπορούσε να οδηγήσει σε επίταση της πολιτικής ευθύνης των ιθυνόντων. Από την άλλη μεριά, ο επιστημονικός λόγος που διεκδικεί να διατηρεί την αξιοπιστία του δεν μπορεί να αποδέχεται να λειτουργεί, λόγω του κύρους του, ως προκάλυμμα νομιμοποίησης αμφιλεγόμενων πολιτικών αποφάσεων.
Αν τώρα στη θέση των ειδικών τοποθετήσουμε την επιτροπή λοιμωξιολόγων του Υπουργείου Υγείας, μπορούμε ευχερώς να συνάγουμε ορισμένα συμπεράσματα για τον ρόλο και την ευθύνη των επιστημόνων για την αντιμετώπιση της πανδημίας τόσο στην πρώτη όσο όμως και στην παρούσα, δεύτερη, φάση της…
Aναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών 18/08/2020