Όλοι οι δημοκρατικοί πολίτες προσδοκούμε την Τετάρτη από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών μία απόφαση που θα επιβεβαιώσει αυτό που ήταν στην πραγματικότητα το ναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής: ένα πολιτικό κόμμα που λειτουργούσε ως εγκληματική οργάνωση κατά την έννοια του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα. Και εν αναμονή της απόφασης αυτής, οφείλουμε να αποδώσουμε τα εύσημα στον τότε Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπο Βουρλιώτη και στον τότε Εισαγγελέα Εφετών Ισίδωρο Ντογιάκο, που συγκέντρωσαν και συστηματοποίησαν όλο το υλικό το οποίο καταδεικνύει ότι η Χρυσή Αυγή ήταν μία εγκληματική οργάνωση υπό τον μανδύα πολιτικού κόμματος, που συνδύαζε στη δράση της τη νομιμότητα με την παρανομία και προωθούσε με συνέπεια την ενότητα μεταξύ της ναζιστικής θεωρίας και της εγκληματικής πρακτικής, ακολουθώντας πιστά το πρότυπο του ναζιστικού κόμματος του Χίτλερ (NSDAP) κατά την περίοδο 1925-1932.
Στην περίπτωση, όμως, της Χρυσής Αυγής και κάθε μελλοντικού νεοναζιστικού ή νεοφασιστικού κόμματος, δεν αρκεί ο Ποινικός Κώδικας. Η άμυνα της δημοκρατίας απέναντι σε τέτοια κόμματα θα πρέπει να οργανωθεί πρωτίστως στο επίπεδο του συνταγματικού δικαίου, δηλαδή στη νομοθεσία περί πολιτικών κομμάτων και στην εκλογική νομοθεσία. Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα δεν είναι παθητικό και αδρανές απέναντι στα πολιτικά κόμματα που επιδιώκουν την καταστροφή των δημοκρατικών θεσμών. Αρκεί κανείς να διαβάσει, χωρίς τις δικαιολογημένες αλλά ξεπερασμένες πλέον προκαταλήψεις της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου, το άρθρο 29 παρ.1 του Συντάγματος για να αντιληφθεί αμέσως ότι η ελευθερία των πολιτικών κομμάτων δεν είναι απεριόριστη, αλλά οφείλει να ασκείται με σκοπό την «εξυπηρέτηση της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος» (βλ. Χ. Ανθόπουλος, Πολιτικά κόμματα και Δημοκρατία. Στοιχεία για μια επανερμηνεία του άρθρου 29 παρ.1 Συντ., σε: ΕφημΔΔ, 2/ 2015).
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η έννοια του «αντισυνταγματικού» κόμματος, δηλαδή του κόμματος που κινείται έξω από το πλαίσιο του άρθρου 29 παρ.1 Συντ., υφίσταται στο ελληνικό συνταγματικό δίκαιο, και ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του κοινού νομοθέτη η μεταχείρισή του, ανάλογα με την επικινδυνότητά του. Έτσι, για παράδειγμα, θα πρέπει να θεωρείται ως συνταγματικώς επιβεβλημένη, η απαγόρευση συμμετοχής στις εκλογές ενός κόμματος που λειτουργεί ως εγκληματική οργάνωση κατά το άρθρο 187 ΠΚ (πρβλ. με ειδική αναφορά στη Χρυσή Αυγή, C. Yannacopoulos, L’ interdiction des partis politiques dans la jurisprudence de la Cour EDH: Le cas de l’Aube Dorée, στον συλλογικό τόμο La régulation des partis politiques, επιμ. Y. Poirmeur, 2019), ενώ κατά τη γνώμη μου τίποτε δεν εμποδίζει και την πρόβλεψη της δικαστικής διάλυσής του. Σε κάθε περίπτωση, η συστηματική παραβίαση από ένα κόμμα των δημοκρατικών αρχών, έστω και εάν η δράση του δεν εμπίπτει στον ποινικό κώδικα, δικαιολογεί τον αποκλεισμό του από τη κρατική χρηματοδότηση κατά το άρθρο 29 παρ. 2 Συντ. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, αλλά με στάθμιση και του ενδεχόμενου κατάχρησης της σχετικής διαδικασίας, για την εξυπηρέτηση άλλων πολιτικών σκοπών, θα μπορούσε να αποδεσμευθεί και η πρόβλεψη της απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων από την εμπλοκή τους σε πράξεις βίας.
Όλα αυτά μπορούν να γίνουν χωρίς αναθεώρηση του Συντάγματος, αρκεί ο κοινός νομοθέτης και οι δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις στο σύνολό τους να πάρουν επιτέλους στα σοβαρά το άρθρο 29 Συντ., το οποίο εδώ και 45 χρόνια παραμένει ουσιαστικά ανενεργό ως εγγύηση της Δημοκρατίας απέναντι στους θανάσιμους εχθρούς της.
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 6 Οκτωβρίου 2020