Ο αγώνας κατά του νεοναζισμού συνεχίζεται …

Γιώργος Χ. Σωτηρέλης, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Με την ιστορική δικαστική απόφαση για την Χρυσή Αυγή, η οποία  δικαίωσε τις θέσεις των κορυφαίων εισαγγελικών λειτουργών που αντιμετώπισαν αρχικά την υπόθεση (Κουτζαμάνη, Βουρλιώτης, Ντογιάκος), η Δημοκρατία κέρδισε αναμφίβολα μια μεγάλη μάχη κατά του νεοναζισμού. Παράλληλα δε απέδειξε ότι ναι μεν είναι το πλέον ανεκτικό πολίτευμα, ακόμη και απέναντι σε ιδέες που την αμφισβητούν πλήρως, πλην όμως δεν είναι και αδύναμο, καθώς είναι σε θέση να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά, και χωρίς να παρεκκλίνει από τις αρχές του, κάθε οργανωμένη προσπάθεια για την ανατροπή του.

Η ποινική καταδίκη της Χρυσής Αυγής –για την οποία καθοριστικό ρόλο έπαιξε η δολοφονία του Παύλου Φύσσα αλλά και ο συγκλονιστικός αγώνας της μητέρας του– είναι θα λέγαμε η συνέχεια της πολιτικής καταδίκης της, στις τελευταίες εκλογές. Και αυτό δείχνει ότι η χώρα μας, παρά τις καταθλιπτικές συνέπειες της κρίσης, βρίσκεται σε αντίστροφη πορεία σε σχέση με άλλες  οικονομικά εύρωστες ευρωπαϊκές χώρες, όπου ανθούν κόμματα συγγενικά με την Χρυσή Αυγή…

Ωστόσο ο πόλεμος δεν τελείωσε. Ο αγώνας πρέπει να συνεχισθεί, χωρίς εφησυχασμούς και αφελείς –δήθεν φιλελεύθερες– απλουστεύσεις, σε δύο κυρίως μέτωπα:

Το πρώτο μέτωπο είναι ο αγώνας εναντίον της λήθης, σε σχέση με ό,τι συνέβαλε στην  άνοδο και στην στήριξη της Χρυσής Αυγής. Είναι αναμφίβολο ότι η εκκόλαψη του αυγού του φιδιού δεν υπήρξε κεραυνός εν αιθρία. Προεχόντως,  βρήκε πρόσφορο έδαφος στις συνθήκες κοινωνικής εξαθλίωσης, που επικράτησαν στη χώρα μας την τελευταία δεκαετία, με τεράστιες τις ευθύνες και τα λάθη τόσο του εγχώριου πολιτικοοικονομικού κατεστημένου όσο και της ιθύνουσας πολιτικής τάξης της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης, που δεν πρέπει επ’ουδενί να ξεχασθούν ή να επαναληφθούν. Ωστόσο υπήρξαν και άλλοι παράγοντες, που δεν πρέπει να υποτιμούμε:

Ο σημαντικότερος αφορά την μυωπική και καιροσκοπική στάση των δύο μεγάλων κομμάτων, τόσο διότι καλλιέργησαν –και δυστυχώς εξακολουθούν να καλλιεργούν– την ιδεολογία του «εσωτερικού εχθρού», δηλαδή την βιόσφαιρα του ολοκληρωτισμού, όσο και διότι αντιμετώπισαν συχνά την Χρυσή Αυγή υπό το πρίσμα ενός μικροπολιτικού μακιαβελισμού (με αποκορύφωμα την «θεωρία των δύο άκρων»), που δεν περιποιεί τιμή για την δημοκρατική τους ευαισθησία. Ταυτόχρονα δε αδικεί όχι μόνον την μεγάλη πλειονότητα των στελεχών και οπαδών τους αλλά και τις πράγματι θετικές πρωτοβουλίες τους (ιδίως επί κυβερνήσεως Σαμαρά-Βενιζέλου), που άνοιξαν τον δρόμο για την τελική καταδίκη της Χρυσής Αυγής.

Παράλληλα, όμως, πρέπει με λύπη να παρατηρήσουμε ότι η Χρυσή Αυγή απέκτησε πολύ εύκολα ισχυρά ερείσματα στο «βαθύ κράτος» των κατασταλτικών μηχανισμών. Και δεν αναφέρομαι μόνο στους γνωστούς θυλάκους των απροκάλυπτων προπαγανδιστών της στον στρατό και στην αστυνομία αλλά και στην ίδια την πολιτική δικαιοσύνη, η ηγεσία της οποίας, τα τελευταία χρόνια, δυστυχώς δεν έδειξε, για να το πούμε κομψά, τα απαραίτητα δημοκρατικά αντανακλαστικά (αδιαφορώντας, ενίοτε, ακόμη και για αποφάσεις που «παπαγάλιζαν» την ιδεολογία της Χρυσής Αυγής…). Δεν έμεινε άλλωστε απαρατήρητο, από τον Τύπο, ότι η Χρυσή Αυγή ψήφισε ευχαρίστως υπέρ της τοποθέτησης πρώην Προέδρου του Αρείου Πάγου σε θέση επικεφαλής Ανεξάρτητης Αρχής…

Επιπλέον, εξ ίσου θλιβερό είναι το ότι μέρος του γραπτού και ηλεκτρονικού Τύπου –και ιδίως οι επιφανέστεροι εκπρόσωποι του χυδαίου ή «κυριλέ» λαϊκισμού– χαριεντίζονταν για μεγάλο διάστημα με τα ηγετικά στελέχη της Χρυσής Αυγής, «ξεπλένοντάς» την, ενώ υπήρξαν και ΜΜΕ τα οποία, παρότι επικαλούνται ψευδεπιγράφως την «δημοκρατία» και διατηρούν στενούς δεσμούς με μέρος του πολιτικού προσωπικού αμφότερων των μεγάλων κομμάτων, υπήρξαν στην πραγματικότητα «συνοδοιπόροι» της Χρυσής Αυγής, καθώς δεν έπαυσαν να την στηρίζουν πολλαπλώς, με νύχια και με δόντια, κατακεραυνώνοντας ταυτόχρονα τους επικριτές της.

Το δεύτερο μέτωπο είναι ο αγώνας για την περαιτέρω θωράκιση της Δημοκρατίας.

Το αρχικό βήμα,  αυτονοήτως, πρέπει να είναι το ξεδόντιασμα των ως άνω ερεισμάτων της Χρυσής Αυγής στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους (όχι βέβαια με κυνήγι μαγισσών αλλά μέσω της ανάληψης γενναίων νομοθετικών και διοικητικών πρωτοβουλιών, ώστε να επιβληθούν πλήρως, στο εσωτερικό τους,  οι αναγκαίες δημοκρατικές και δικαιοκρατικές εγγυήσεις). Ίσως δε η πρώτη πρωτοβουλία πρέπει να αφορά τα «Τάγματα Εθνοφυλακής», στα οποία απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή, διότι εκεί πλέον σπεύδουν αθρόα –ίσως για να είναι σε αγωνιστική ετοιμότητα…– οι εναπομείναντες χρυσαυγίτες.

Ωστόσο, το μείζον ζήτημα, από εδώ και πέρα, είναι η ενίσχυση των θεσμικών προγεφυρωμάτων της Δημοκρατίας.  Αυτό σημαίνει, με δεδομένες τις συνταγματικές μας διατάξεις ως προς τα κόμματα, ότι το βάρος πρέπει πλέον να πέσει σε εγγυήσεις του εκλογικού δικαίου, που θα αφορούν τόσο τους υποψηφίους όσο και τα κόμματα. Ειδικότερα:

Ως προς τους υποψηφίους –και παρά την ατυχή κατάργηση της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων, ως παρεπόμενης ποινής,  στον Ποινικό Κώδικα– το Σύνταγμα δεν αποκλείει να προσδιορισθούν με τον εκλογικό νόμο συγκεκριμένα εγκλήματα, που να συνεπάγονται  στέρηση του δικαιώματος του εκλέγειν (και κατ’επέκτασιν του εκλέγεσθαι), υπό την απαραίτητη βέβαια προϋπόθεση να υπάρξει αμετάκλητη ποινική καταδίκη (άρθρα 51 παρ. 3 και 55 του Συντάγματος). Και φυσικά ανάμεσα στα εγκλήματα αυτά εξέχουσα θέση πρέπει αυτονοήτως να έχουν τα κακουργήματα  που αφορούν την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος και την συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση (ανεξαρτήτως ποινής).

Ως προς τα κόμματα, θα επαναλάβω την πρόταση που είχα διατυπώσει ήδη από το 2013, με αποτέλεσμα να υποστώ άθλιες επιθέσεις από την Χρυσή Αυγή και από τα ψευδεπιγράφως «δημοκρατικά» φερέφωνά της. Με βάση το άρθρο 29 του Συντάγματος, που ορίζει, ως προς τα κόμματα,  ότι «η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος», επιβάλλεται να ψηφισθεί ένας εκτελεστικός νόμος που θα εξειδικεύσει το κανονιστικό περιεχόμενο αυτής της διάταξης. Στην συνέχεια, δε, πρέπει να προβλεφθεί ότι δεν θα είναι δυνατόν να ανακηρυχθούν από το αρμόδιο Α΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου –και άρα να συμμετάσχουν στις εκλογές– ούτε κόμματα που έχουν κριθεί οριστικώς (ή, έστω, τελεσιδίκως), ως εγκληματική οργάνωση (όπως η Χρυσή Αυγή), ούτε νέα κόμματα  των οποίων η ηγεσία –και εν πάση περιπτώσει κάποιοι υποψήφιοι– έχουν καταδικασθεί οριστικώς (ή  τελεσιδίκως) για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση.

Συμπερασματικά, αυτό που προέχει, εφεξής, είναι μια κοινή στρατηγική όλων των δυνάμεων του δημοκρατικού τόξου, χωρίς κομματικές υστεροβουλίες και παλινωδίες. Μόνον έτσι μπορούν να φραγούν, ερμητικά και οριστικά, οι όποιες θεσμικές κερκόπορτες και να αποκλεισθεί από την πολιτική μας ζωή κάθε  νεοναζιστικό έκτρωμα που θα διανοηθεί να επιδιώξει στο μέλλον, με την οργάνωση και την δράση του, την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος.

 

Δημοσιεύθηκε στα ΝΕΑ, 10 Οκτωβρίου 2020

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

one × three =