Με το άρθρο 59 του νέου Ποινικού Κώδικα καταργήθηκε ως παρεπόμενη ποινή η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων. Έτσι η ποινική καταδίκη των ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής για συγκρότηση, διεύθυνση ή ένταξη σε εγκληματική οργάνωση κατά το άρθρο 187 ΠΚ, δεν συνεπάγεται την στέρηση του ενεργητικού και παθητικού εκλογικού δικαιώματος από τους καταδικασθέντες. Ο νέος Ποινικός Κώδικας (ν. 4619/2019) ψηφίστηκε τον Ιούνιο του 2019, ενώ ήταν γνωστό ότι το αργότερο το 2020 θα ολοκληρωνόταν η δίκη της Χρυσής Αυγής. Φαίνεται όμως ότι κανείς δεν συνεκτίμησε την παράμετρο αυτήν, που θα δικαιολογούσε μια μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα στην υιοθέτηση τόσο προωθημένων –στα όρια της αφέλειας- εκδηλώσεων ποινικού φιλελευθερισμού, τουλάχιστον κατά την παρούσα συγκυρία. Αρκεί να σημειωθεί ότι εφεξής ακόμη και οι καταδικασθέντες για εσχάτη προδοσία ή για τη νόθευση εκλογών θα μπορούν να ασκούν τα εκλογικά τους δικαιώματα. Ωστόσο, ανεξάρτητα από το ζήτημα των υποκειμενικών εκλογικών δικαιωμάτων των καταδικασθέντων πολιτικών στελεχών της Χρυσής Αυγής, η απόφαση της Τετάρτης έχει συνέπειες για το νομικό status του κόμματος αυτού. Μετά από την απόφαση αυτή, που έκρινε ότι το συγκεκριμένο κόμμα αποτελεί εγκληματική οργάνωση κατά το άρθρο 187 ΠΚ, ο Άρειος Πάγος οφείλει κατά τη γνώμη μου, χωρίς να χρειάζεται η έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ανακαλέσει την έγκριση της ιδρυτικής του δήλωσης, στην οποία η Χρυσή Αυγή διαβεβαίωνε ότι η οργάνωση και η δράση της εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αλλά ακόμη και αν δεν ανακληθεί η αποδοχή της ιδρυτικής της δήλωσης, μου φαίνεται αδιανόητο ότι μπορεί να εγκριθεί από τον Άρειο Πάγο τυχόν εκλογική δήλωση της Χρυσής Αυγής για τη συμμετοχή της στις επόμενες εκλογές. Σε περίπτωση δε που ιδρυθεί νέο κόμμα, για το οποίο υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι αποτελεί συνέχεια ή μεταμφίεση της Χρυσής Αυγής, θα πρέπει να απορριφθεί τόσο η ιδρυτική όσο και η εκλογική του δήλωση. Προτιμότερη και νομικά πιο ασφαλής είναι όμως η λύση που υπέδειξε ήδη από το 2013 ο Γ. Σωτηρέλης, δηλαδή η ρητή απαγόρευση συμμετοχής στις εκλογές ενός κόμματος η ηγεσία του οποίου έχει καταδικασθεί, έστω και πρωτοδίκως, για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση (βλ. τη μελέτη του, Αναζητώντας τις άμυνες της Δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της, σε: constitutionalism.gr).
Η απαγόρευση αυτή, που αποτελεί ένα ηπιότερο μέτρο εν συγκρίσει προς τη δικαστική διάλυση των αντιδημοκρατικών κομμάτων που προβλέπεται στη Γερμανία (άρθρο 21 GG), στην Ισπανία (Ley Orgánica 6/2002) και αλλού, αφορά τον εκλογικό συνδυασμό του κόμματος στο οποίο συμμετέχουν τα καταδικασθέντα πολιτικά στελέχη, τα οποία, εφόσον διατηρούν τα εκλογικά τους δικαιώματα, θα μπορούν να λάβουν μέρος στις εκλογές, αλλά μόνον ως μεμονωμένοι υποψήφιοι. Υποστηρίζεται ότι μια τέτοια απαγόρευση προϋποθέτει αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση για τον χαρακτήρα του κόμματος ως εγκληματικής οργάνωσης κατά το άρθρο 187 ΠΚ (βλ. C. Yannacopoulos, L’ interdiction des partis politiques dans la jurisprudence de la Cour EDH: Le cas de l’Aube Dorée, σε: Y. Poirmeur, επιμ., La régulation des partis politiques, 2019, σ. 62 επ., όπου το θέμα αυτό ερευνάται και από τη σκοπιά του άρθρου 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ). Η συγκεκριμένη εκλογική απαγόρευση δεν αποτελεί όμως μια παρεπόμενη ποινή όπως η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων κατά τα άρθρα 59 επ. του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα, η επιβολή της οποίας προϋποθέτει κατά το άρθρο 51 παρ. 3 Συντ. αμετάκλητη ποινική καταδίκη, αλλά μια κύρωση συνταγματικού δικαίου που αποσκοπεί στην εγγύηση του δημοκρατικού πολιτεύματος κατά το άρθρο 29 παρ. 1 Συντ.. Η κύρωση αυτή βασίζεται στο πολύ ισχυρό ενδεχόμενο, το οποίο έχει επιβεβαιωθεί κατ’ αρχήν από την πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση, ότι το κόμμα στο οποίο συμμετέχουν τα καταδικασθέντα πολιτικά στελέχη, είτε το αρχικό είτε το διάδοχό του, είναι επικίνδυνο για την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος κατά το άρθρο 29 παρ. 1 Συντ..
Μια τέτοια ρύθμιση μπορεί να συγκεντρώσει την ευρύτερη συναίνεση, όπως έγινε με το άρθρο 23 του ν. 4203/2013 για την αναστολή της κρατικής χρηματοδότησης κομμάτων των οποίων ο αρχηγός ή βουλευτές ή κεντρικά στελέχη διώκονται για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού ήδη υπάρχει καταδικαστική απόφαση με βάση το άρθρο 187 ΠΚ, ο αποκλεισμός ενός τέτοιου κόμματος από τις εκλογές αποτελεί στοιχειώδη προϋπόθεση για τη διενέργεια ελεύθερων εκλογών κατά το άρθρο 52 Συντ.: «Η ελεύθερη… εκδήλωση της λαϊκής θέλησης ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, τελεί υπό την εγγύηση όλων των λειτουργών της Πολιτείας, που έχουν υποχρέωση να τη διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση». Με άλλα λόγια, ο κοινός νομοθέτης δεν δύναται απλώς, αλλά υποχρεούται να θεσπίσει απαγόρευση συμμετοχής της Χρυσής Αυγής και των επιγόνων της στις εκλογές. Από κει και πέρα, τίθεται και το γενικότερο ζήτημα της δυνατότητας αναγκαστικής (δικαστικής) διάλυσης των αντιδημοκρατικών κομμάτων ή της επιβολής άλλων κυρώσεων εναντίον τους (π.χ. διακοπή της κρατικής χρηματοδότησης), κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 29 παρ. 1 Συντ., δηλαδή με τη θέσπιση ενός νέου νόμου περί πολιτικών κομμάτων.