Οι επιμέρους μεθοδολογικές προσεγγίσεις που επιφυλάσσει η νομική επιστήμη για το δίκαιο, εγγράφονται στο φάσμα που αναπτύσσεται μεταξύ του ακραίου νομικού θετικισμού και του νομικού ρεαλισμού, μεταξύ της απόλυτης δέσμευσης και της απόλυτης ελευθερίας του ερμηνευτή των κανόνων δικαίου. Η περιγραφική προσέγγιση της (συνταγματικής) έννομης τάξης καταδεικνύει ότι η καταγραφή του δικαίου όπως πραγματικά είναι – και όχι η προβολή του όπως θα έπρεπε να είναι σύμφωνα με την ηθική και αξιολογική εκτίμηση του καθενός – επιτρέπει την μετάβαση από τις ακραίες θέσεις σε έναν ενδιάμεσο μεθοδολογικό τόπο∙ σε αυτόν τον τόπο αναδεικνύεται η συμβολή του ερμηνευτή στη διαδικασία σήμανσης του κανονιστικού περιεχομένου του δικαίου, όχι υπό όρους απόλυτης δικαιοπαραγωγικής ελευθερίας, αλλά υπό το πρίσμα της γονιμότερης αναπαραγωγής της έννομης τάξης. Η συγκριτική προσέγγιση του αφηρημένου ελέγχου συνταγματικότητας του νόμου που διενεργείται στην Γαλλία και στην Ελλάδα επιβεβαιώνει τη διαπίστωση αυτή. Εν τέλει, η «ηθική αδιαφορία» της περιγραφής είναι που επιτρέπει την προσέγγιση της κανονιστικής αλήθειας, η οποία μπορεί να αποτελέσει το επιστημονικό θεμέλιο περαιτέρω αξιολογικών εκτιμήσεων σχετικά με το δίκαιο.
Yearly Archives: 2020
Τα πανεπιστήμια σε κρίσιμη καμπή
Είναι γνωστό ότι η εν εξελίξει νομοθετική πρωτοβουλία για την φύλαξη των Πανεπιστημίων δεν υπήρξε κεραυνός εν αιθρία. Φρόντισαν πρόσφατα οι γνωστοί «μπαχαλάκηδες» να μας υπενθυμίσουν, με τις ανεκδιήγητες αθλιότητές τους σε βάρος του Πρύτανη του Οικονομικού Πανεπιστημίου, ότι σοβεί ένα σοβαρότατο πρόβλημα προστασίας των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας. Το ερώτημα λοιπόν, με βάση τα αυτά τα δεδομένα, δεν είναι το αν χρειάζονται μέτρα φύλαξης –αυτό μόνο κάποιοι αθεράπευτα ιδεοληπτικοί το αμφισβητούν– αλλά το ποια θα είναι αυτά τα μέτρα.
Εδώ όμως αρχίζουν τα δύσκολα. Πως είναι δυνατόν να πεισθεί η ακαδημαϊκή κοινότητα για τις αγαθές προθέσεις μιας κυβέρνησης η οποία, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, κάθε άλλο παρά εμπνέει εμπιστοσύνη ως προς την προστασία των συνταγματικών δικαιωμάτων;
Θα μπορούσα να φέρω πολλά σχετικά παραδείγματα. Ωστόσο, θα αρκεσθώ στα έως τώρα δείγματα γραφής στον χώρο του Πανεπιστημίου:
Από την πρώτη στιγμή το Υπουργείο Παιδείας κινήθηκε στα γνώριμα μονοπάτια μιας αναχρονιστικής και βαθιά συντηρητικής πολιτικής. Αγνόησε προκλητικά τις ιδιαιτερότητες και ευαισθησίες του χώρου της Ανώτατης Εκπαίδευσης και βάλθηκε να επαναλάβει, βεβιασμένα και άκριτα, το σχετικό φιάσκο του «νόμου Διαμαντοπούλου», ως προς την κατάργηση του ασύλου (δηλαδή ενός ιστορικού και πανευρωπαϊκά κατοχυρωμένου συνταγματικού θεσμού…). Ακολούθησαν και άλλες αλλοπρόσαλλες επιλογές, πριν φθάσουμε στις σημερινές έωλες προτάσεις, που κινούνται ερήμην των βασικών συνταγματικών εγγυήσεων που περιβάλλουν τον χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης.
Είναι φανερό ότι οι εν λόγω προτάσεις κινούνται στα χνάρια του «νόμου Διαμαντοπούλου», παρότι επρόκειτο για έναν από τους χειρότερους και πλέον υπερτιμημένους νόμους για τα Α.Ε.Ι. Είναι δε εντυπωσιακό το ότι ο νόμος αυτός επιβλήθηκε στην κοινή γνώμη –μέσω πολύπλευρης και συστηματικής προπαγάνδας– σαν δήθεν εκσυγχρονιστικός, ενώ όλοι οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνώριζαν ότι πρώτον απέτυχε παταγωδώς ως προς την φύλαξη των Πανεπιστημίων, δεύτερον προκάλεσε βραχυκύκλωμα στην διοίκησή τους και τρίτον εισήγαγε τις πλέον αδιαφανείς διαδικασίες ως προς την επιλογή του διδακτικού προσωπικού τους. Όσο δε για το πολυχρησιμοποιημένο επιχείρημα ότι ψηφίσθηκε με ευρεία πλειοψηφία, αρκούμαι να επισημάνω ότι η πανθομολογουμένως, πλέον, ατυχής διάταξη περί ευθύνης υπουργών είχε λάβει, στην αναθεώρηση του 2001, ακόμη περισσότερες ψήφους…
Ας δούμε όμως συγκεκριμένα τις σημερινές προτάσεις. Ποιο είναι το άμεσο διακύβευμα; Ασφαλώς η προστασία των Πανεπιστημίων, αρχής γενομένης από εκείνα που όντως αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα ασφάλειας. Πως επιτυγχάνεται αυτό; Η απάντηση είναι απλή και ας ηχεί παράξενη στα ώτα όσον έχουν επηρεασθεί από την κυβερνητική προπαγάνδα. Προϋπόθεση για την προστασία των Πανεπιστημίων είναι η εφαρμογή και όχι η διατυμπανιζόμενη ανοήτως «κατάργηση» του ασύλου. Όχι βέβαια του νομιζόμενου αλλά του πραγματικού ασύλου, που συνδέεται άρρηκτα με την αυτοδιοίκηση του Πανεπιστημίου, συναποτελώντας τις δύο μείζονες εγγυήσεις της ακαδημαϊκής ελευθερίας και των επί μέρους εκφάνσεών της (επιστήμης, έρευνας και διδασκαλίας). Ειδικότερα:
Όταν μιλούμε για άσυλο πρέπει πρώτα από όλα να παρατηρήσουμε ότι αυτό καταλαμβάνει μόνο τα κτίρια και τον όποιο περίκλειστο χώρο γύρω τους, είτε πρόκειται για αυλή είτε για ολόκληρο campus. Δεν αφορά τους δρόμους της πόλης, που περνούν μπροστά από τα Πανεπιστήμια, αλλά ούτε και τις τυχόν ανοιχτές εκτάσεις γύρω από αυτά.
Σε αυτόν λοιπόν τον χώρο ισχύει το ακαδημαϊκό άσυλο, το οποίο είναι κάτι ανάλογο με το άσυλο κατοικίας και σημαίνει ότι ουδείς εκτός ακαδημαϊκής κοινότητας μπορεί να εισέρχεται στο Πανεπιστήμιο αν δεν λάβει, είτε ο ίδιος είτε ο φορέας που τον προσκαλεί, την άδεια των αυτοδιοικητικών του αρχών. Σε αυτές, βέβαια, δεν συμπεριλαμβάνονται τα Συμβούλια, τα οποία είχε εμφυτεύσει άκριτα στο Πανεπιστήμια ο «νόμος Διαμαντοπούλου», όχι μόνον υπονομεύοντας το αυτοδιοίκητο αλλά και χαραμίζοντας σε άκαρπες ενδοπανεπιστημιακές αντι(παρα)θέσεις πολλά πράγματι αξιόλογα μέλη τους (ενώ θα μπορούσαν να αποτελέσουν όργανα ευρύτερου σχεδιασμού και εποπτείας, με μια κεντρική έκφραση και με αποκεντρωμένες, κατά Περιφέρεια, δομές και λειτουργίες, κάτι που δυστυχώς δεν αντιλαμβάνεται ούτε η σημερινή κυβέρνηση).
Αυτό λοιπόν το άσυλο, ως εγγύηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας –και όχι της εν γένει ελευθερίας της γνώμης όπως υπονοεί η εντελώς άστοχη έκφραση «άσυλο ιδεών»– αποκλείει κάθε ρύθμιση που δεν υπάγει το (όποιο) σώμα φύλαξης του Πανεπιστημίου στην αρμοδιότητα των αυτοδιοικητικών του αρχών. Ως εκ τούτου, η μόνη επιτρεπόμενη από το Σύνταγμα επιλογή για την προστασία των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας είναι να δημιουργηθεί ένα σώμα παρεμφερές με την δημοτική αστυνομία, η οποία ως γνωστόν υπάγεται, κατ’αναλογίαν, σε επίσης αυτοδιοικητικές αρχές και δεν αποτελεί παράρτημα της αστυνομίας. Θα πρόκειται, δηλαδή, για ένα σώμα άοπλο και ειδικά εκπαιδευμένο, που θα είναι, κατ’αρχήν, το μόνο αρμόδιο για την προστασία των Πανεπιστημίων. Κατ’εξαίρεσιν, βέβαια, θα είναι δυνατή εμπλοκή και των αστυνομικών αρχών, είτε αν το ζητήσει ο Πρύτανης είτε σε περιπτώσεις ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, που θα τις ορίζει ο νόμος.
Κάθε άλλη επιλογή, που θα κατέληγε εκ των πραγμάτων στην εγκατάσταση της αστυνομίας στο εσωτερικό των Πανεπιστημίων, όχι μόνον θα συνιστούσε μείζονα απειλή για την ακαδημαϊκή ελευθερία αλλά και θα αποτελούσε συνεχή εστία εντάσεων, οδηγώντας ενδεχομένως σε χειρότερα προβλήματα από αυτά που καλείται να επιλύσει…
Όσο δε για την κάρτα εισόδου των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας, αυτή ναι μεν είναι κατ’αρχήν συμβατή με την ως άνω συνταγματική προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας πλην όμως πιστεύω ότι πρέπει να εφαρμοσθεί σε ένα δεύτερο στάδιο. Αφού δηλαδή το σώμα φύλαξης, που θα διαχειρίζεται το σύστημα εισόδου, θα έχει εγκλιματισθεί στο Πανεπιστήμιο και θα έχει γίνει αποδεκτό από τους φορείς της ακαδημαϊκής κοινότητας. Ίσως πάντως να ήταν σκόπιμη μια πρώτη πιλοτική εφαρμογή, στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, ώστε να δοθεί συμβολικά το μήνυμα ότι έχει λήξει πλέον η περίοδος ανοχής των δυναμικών –και κατά κανόνα εξωπανεπιστημιακών– μειοψηφιών, που όχι μόνον υπονομεύουν, με την φασίζουσα συμπεριφορά τους, την ελεύθερη, δημοκρατική και ασφαλή λειτουργία του Πανεπιστημίου αλλά και παραβιάζουν το άσυλο, στην πραγματική του έννοια…
* Δημοσιεύθηκε στα “Νέα Σαββατοκύριακο” 19.12.2020, με τίτλο “Τα Πανεπιστήμια σε κρίση”
Το ΣτΕ και οι Θρησκευτικοί Χώροι εν Καιρώ Πανδημίας
Εισαγωγή
Είναι γεγονός ότι η πανδημία του ιού SARS-CoV-2 και της σχετικής νόσου COVID-19 έχει ως αποτέλεσμα την περιστολή, συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων παγκοσμίως, με σκοπό τον περιορισμό μετάδοσης του ιού και την προστασία της δημόσιας υγείας. Η Ελλάδα δεν αποτέλεσε εξαίρεση, θέτοντας αυστηρούς περιορισμούς στα δικαιώματα της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών (αρ. 5 Συντάγματος), των συναθροίσεων (αρ. 11 Συντάγματος), κ.α. Μία δραστηριότητα στην οποία επιβλήθηκαν αυστηροί περιορισμοί ήταν και η θρησκευτική λατρεία. Οι δε περιορισμοί αυτοί αμφισβητήθηκαν με δικαστικές προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ).
Νομοθετικό Πλαίσιο
Στην Ελλάδα, η δυνατότητα επιβολής προσωρινής απαγόρευσης λειτουργίας χώρων θρησκευτικής λατρείας προβλέφθηκε τον Φεβρουάριο του 2020 με το άρθρο πρώτο, παρ. 2, περ. στ΄ της από 25.02.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ)[1], ως μέτρο «πρόληψης, υγειονομικής παρακολούθησης, καθώς και περιορισμού της διάδοσης της νόσου», με εξουσιοδότηση έκδοσης σχετικής Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ) των Υπουργών Παιδείας και Θρησκευμάτων, και Υγείας (ίδιο άρθρο, παρ. 3, περ. δ).[2]
Σχεδόν ένα μήνα αργότερα εκδόθηκε η πρώτη σχετική υπ’ αριθμ. 2867/Υ1/16.03.2020 ΚΥΑ, που προέβλεπε την «προσωρινή απαγόρευση της τέλεσης κάθε είδους λειτουργιών και ιεροπραξιών σε όλους ανεξαιρέτως τους χώρους θρησκευτικής λατρείας …κάθε δόγματος και θρησκείας …για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας» μέχρι 30.03.2020. Επετράπη μόνον η προσέλευση για ατομική προσευχή με βραχεία παραμονή και περιορισμό 1 άτομο/10 τετραγωνικά μέτρα (τ.μ.). Η λήξη του χρονικού διαστήματος της ανωτέρω ΚΥΑ παρατάθηκε συνολικά πέντε διαδοχικές φορές: έως 11.04.2020, έως 20.04.2020, έως 28.04.2020 έως 03.05.2020, και τέλος έως 16.05.2020, έχοντας συνολική διάρκεια 2 μηνών[3].
Λίγες ημέρες πριν εκπνεύσει η τελευταία παράταση, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ.29519/12.05.2020 ΚΥΑ, με την οποία από 17.05.2020 επετράπη η τέλεση θρησκευτικών τελετών με τον περιορισμό 1 ατόμου ανά 10 τ.μ. και με απόσταση 1.5 μέτρου μεταξύ ατόμων, έως 50 ατόμων για θρησκευτικούς χώρους άνω των 500 τ.μ., και με την τήρηση όλων των σχετικών υγειονομικών πρωτοκόλλων (αντισηπτικά χεριών, μάσκες, φυσικός αερισμός χώρου, κλπ.). Οι περιορισμοί ίσχυαν έως 05.06.2020.
Προσφυγές ενώπιον του ΣτΕ
Κατά των ΚΥΑ που επέβαλαν το προαναφερθέν μέτρο ασκήθηκαν οι από 18.03.2020 αίτηση αναστολής και 30.03.2020 αίτηση ακύρωσης ενώπιον του ΣτΕ, σε συνέχεια των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις υπ’ αριθμ. 49/2020 της Επιτροπής Αναστολών και 1294/2020 του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ αντίστοιχα. Αξίζει να σημειωθεί ότι το άρθρο πρώτο, παρ. 5 της ΠΝΠ προβλέπει την δυνατότητα υποβολής αντιρρήσεων στον Πρόεδρο του Διοικητικού Πρωτοδικείου της περιφέρειας από οποιοδήποτε πρόσωπο θίγεται από τα σχετικά μέτρα, πλην όμως αυτό κρίθηκε ότι αφορά μόνον σε «ατομικές περιπτώσεις …και όχι την ευθεία προσβολή των κανονιστικών πράξεων με τις οποίες θεσπίζονται τα μέτρα αυτά», η οποία και ανήκει στο ΣτΕ (ΣτΕ 1294/2020, παρ. 4).
Όσον αφορά την αίτηση αναστολής και τη σχετική υπ’ αριθμ. 49/2020 απόφαση, σύμφωνα με το αρ. 52, παρ. 6 του ΠΔ 18/1989 (όπως ισχύει), για να γίνει δεκτή η αίτηση αναστολής πρέπει να είναι προδήλως βάσιμη («…όταν ο σχετικός λόγος ακυρώσεως βασίζεται σε πάγια νομολογία ή σε νομολογία της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, και πάντως όχι, όταν πιθανολογείται απλώς η ευδοκίμησή του») ή/και να προκαλείται στον αιτούντα «βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης της αίτησης ακυρώσεως». Αντιθέτως, απορρίπτεται εάν, ακόμη και στην περίπτωση βλάβης, κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες σε τρίτους και το δημόσιο συμφέρον από τη δυνητική αποδοχή της αίτησης ακύρωσης «θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος». Η Επιτροπή Αναστολών απέρριψε την αίτηση, διαλαμβάνοντας ότι τα περιοριστικά μέτρα ελήφθησαν «για εξαιρετικούς λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας…», είναι προσωρινού χαρακτήρα, και ότι «…κατά τα κοινώς γνωστά, δεν προκύπτει, επί του παρόντος, ότι υφίστατο δυνατότητα να ληφθούν και εφαρμοσθούν αμέσως άλλα μέτρα για την αποτελεσματική προφύλαξη της δημόσιας υγείας», ενώ οι λόγοι ακυρώσεως δεν κρίθηκαν προδήλως βάσιμοι (παρ. 6).
Η αίτηση ακύρωσης (που οδήγησε στη σχετική υπ’ αριθμ. 1294/2020 απόφαση του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ) κατατέθηκε στις 30.03.2020, κατά της πρώτης παράτασης της αρχικής ΚΥΑ (εκδοθείσα στις 16.09.2020). Όμως, το Τμήμα συνεδρίασε σχεδόν δύο μήνες μετά, στις 26.05.2020, οπότε ίσχυε πλέον η νέα ΚΥΑ (εκδοθείσα 12.05.2020), η οποία επέτρεπε τη διεξαγωγή λειτουργιών με αυστηρούς περιοριστικούς όρους και τήρηση υγειονομικών πρωτοκόλλων. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο αρ. 32 του ΠΔ 18/1989 (ως ισχύει), η δίκη καταργείται εάν, μετά την άσκηση του ένδικου μέσου, η προσβαλλόμενη πράξη εν τω μεταξύ ανακλήθηκε, ακυρώθηκε, ή έπαυσε να ισχύει για οποιονδήποτε λόγο, εκτός εάν οι αιτούντες επικαλούνται «ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί την συνέχιση της δίκης», εάν η πράξη, λόγω περιορισμένου χρονικού διαστήματος, έληξε και «μετά τη λήξη της εκδόθηκε νεότερη πράξη ομοίου περιεχομένου», ή εάν η πράξη «τροποποιήθηκε ή αντικαταστάθηκε με πράξη η οποία εξακολουθεί να είναι δυσμενής για τον αιτούντα».
Βάσει των ανωτέρω διατάξεων, οι αιτούντες κατέθεσαν 2 επιπλέον δικόγραφα στις 06.05.2020, για την πέμπτη (και τελευταία) παράταση της αρχικής ΚΥΑ, και στις 14.05.2020, για τη νέα ΚΥΑ που επέτρεπε, με περιορισμούς, την τέλεση λειτουργιών. Για την αρχική ΚΥΑ αυτή καθεαυτήν, οι αιτούντες ισχυρίστηκαν ότι συνέτρεχαν λόγοι συνέχισης της δίκης, εφόσον είχαν υποστεί ηθική βλάβη η οποία «προκλήθηκε εξ αιτίας της έντονης ψυχικής και συναισθηματικής δοκιμασίας που υπέστησαν λόγω της αποκοπής τους από τη λατρευτική κοινότητα και δεν μπορεί να αποκατασταθεί από τη Διοίκηση ή στο πλαίσιο άλλης δίκης». Για την νέα ΚΥΑ, οι ισχυρίστηκαν ότι η δίκη θα έπρεπε να συνεχιστεί εφόσον είχε, επί της ουσίας, όμοιο περιεχόμενο με την αρχική ΚΥΑ και εξακολουθούσε να είναι δυσμενής για αυτούς (παρ. 7).
Το Τμήμα Δ΄ του ΣτΕ, παρότι δέχθηκε την συνέχιση της δίκης στο πρώτο εκ των ανωτέρω δύο δικογράφων (06.05.2020) επί της πέμπτης παράτασης της αρχικής ΚΥΑ, απέρριψε (κατά πλειοψηφία εν μέρει) τους ισχυρισμούς του δεύτερου δικογράφου (12.05.2020), καταργώντας συνεπώς εν τω συνόλω τη δίκη. Όσον αφορά στην αρχική ΚΥΑ, το Τμήμα ομόφωνα απέρριψε τον ισχυρισμό ότι περιουσιακή ή ηθική βλάβη, ή η «αποτροπή της τυχόν εκδόσεως στο μέλλον ομοίου περιεχομένου διοικητικών πράξεων», συνιστούν ιδιαίτερο έννομο συμφέρον, κρίνοντας ότι υπήρχε η δυνατότητα αποκατάστασης από τα αρμόδια δικαστήρια[4]. Βρήκε επίσης ότι, λόγω του κανονιστικού τους χαρακτήρα, οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν αποδίδουν ηθική απαξία στους προσφεύγοντες (παρ. 7-8).
Όσον αφορά στη νέα ΚΥΑ (ως ομοίου περιεχομένου με την αρχική), η πλειοψηφία του Τμήματος απέρριψε τον ισχυρισμό συνέχισης της δίκης με αιτιολογία το όμοιο περιεχόμενο, διαπιστώνοντας ότι η νέα ΚΥΑ «διαφέρει …ουσιωδώς κατά περιεχόμενο…, καθόσον δεν απαγορεύει τη λειτουργία των θρησκευτικών χώρων, αλλά την επιτρέπει υπό όρους…, με συνέπεια το αντικείμενο της δίκης να διαφοροποιείται ουσιωδώς από το αρχικό ως προς τις νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις του». Όμως, δύο μέλη του Τμήματος μειοψήφησαν, επιχειρηματολογώντας ότι, δεδομένου ότι η ΠΝΠ επί της οποίας βασίστηκαν όλες οι ΚΥΑ, προβλέπει σύνολο μέτρων, τα οποία αναθεωρούνται και εξειδικεύονται περαιτέρω για την χρονική διάρκεια και ένταση τους σύμφωνα με την συνεχόμενα μεταβαλλόμενη επιδημιολογική κατάσταση, και ότι τα μέτρα της νέα ΚΥΑ «έστω και ηπιότερου χαρακτήρα, εξακολουθούν να είναι δυσμενή για τους αιτούντες», η δίκη έπρεπε να συνεχισθεί, διότι η νέα ΚΥΑ «εκδίδεται σε αντικατάσταση της προηγουμένης που έληξε» (παρ. 10).
Παρατηρήσεις
Εν τέλει, το ΣτΕ δεν εξέτασε επί της ουσίας το θέμα της απαγόρευσης λειτουργίας ή/και επιβολής περιορισμών σε θρησκευτικούς χώρους λατρείας (εν αντιθέσει με ανάλογες περιπτώσεις άλλων κρατών, όπως π.χ. το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτείων Αμερικής), και απέρριψε το αίτημα αναστολής προτάσσοντας την προστασίας της δημόσιας υγείας, με το σκεπτικό ότι δεν υπήρχε δυνατότητα άμεσης εφαρμογής εναλλακτικών μέτρων προς επίτευξη του επιθυμητού σκοπού. Ομοίως απέρριψε και το αίτημα ακύρωσης λόγω μη ύπαρξης ιδιαίτερου έννομου συμφέροντος και κατάργησης της δίκης εξαιτίας μη έτι ισχύος της υπό εξέταση κανονιστικής πράξης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην αρχική και σε επιπλέον τρεις ακόμη εκ των σχετικών ΚΥΑ, παρότι απαγορευόταν οι θρησκευτικές λειτουργίες και τελετές, επιτρεπόταν η προσέλευση ατόμων για ατομική προσευχή, η δε αυτή προσέλευση επετράπη με τη νέα ΚΥΑ για θρησκευτικές λειτουργίες, και μάλιστα με τις ίδιες προδιαγραφές. Συνεπώς, οι ομοιότητες των ΚΥΑ φαίνεται να είναι αρκετές. Επιπλέον, η ΠΝΠ παρέχει τη δυνατότητα προσωρινής μόνον απαγόρευσης της λειτουργίας χώρων θρησκευτικής λατρείας, και όχι επιβολής ηπιότερων περιορισμών, και συνεπώς δεν φαίνεται να δίδει περιθώριο στη Διοίκηση να λάβει άλλα ηπιότερα μέτρα. Ο περιορισμός της Διοίκησης σε λήψη μέτρων μόνον απαγόρευσης για τους χώρους θρησκευτικής λατρείας από τον νομοθέτη είναι εμφανής και από το γεγονός ότι, στην περίπτωση που επιτρέπεται η διακριτική ευχέρεια για εφαρμογή ηπιότερων μέτρων, αυτό αναφέρεται ρητά σε άλλες περιπτώσεις, όπως π.χ. στον περιορισμό κυκλοφορίας μέσων μεταφοράς (άρθρο πρώτο, παρ. 1, περίπτωση η).
Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι όταν επετράπησαν οι θρησκευτικές τελετές με την νέα ΚΥΑ στις 12.05.2020, τα επίσημα επιδημιολογικά δεδομένα ήταν επιδεινωμένα (18 νέα κρούσματα, 2.744 συνολικά) σε σύγκριση με αυτά στις 02.05.2020 (8 νέα κρούσματα, 2.620 συνολικά), οπότε και είχε αποφασιστεί η εκ νέου (τελευταία) παράταση απαγόρευσης της λειτουργίας χώρων θρησκευτικής λατρείας. Συνεπώς, το επιχείρημα προστασίας δημόσιας υγείας εκ της Διοικήσεως δεν είναι εντελώς ξεκάθαρα – τουλάχιστον στην βάση αμιγώς επιδημιολογικών στατιστικών – εφόσον τα δεδομένα υπήρξαν δυσμενέστερα όταν αποφασίστηκε η επαναλειτουργία των θρησκευτικών χώρων σε σύγκριση με αυτά του χρόνου απόφασης παράτασης απαγόρευσης λειτουργίας. Σε κάθε περίπτωση, επί της ουσίας εκδίκαση της υπόθεσης από το ΣτΕ θα είχε εξαιρετικό νομικό ενδιαφέρον για την ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων της θρησκευτικής λατρείας αφενός και της δημόσιας υγείας αφετέρου, όπως και για τα όρια περιορισμών των δικαιωμάτων αυτών που δύναται να επιβάλει το κράτος.
[1] Κυρώθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 4682/2020 σχεδόν 1 μήνα μετά εκδόσεως της στις 03.04.2020
[2] Κρίθηκε (ΣτΕ 1294/2020, παρ. 3) ότι εκ παραδρομής στην παρ. 4 γίνεται αναφορά σε «μέτρα της παραγράφου 3» ενώ τα μέτρα παρατίθενται στην παρ. 2 του άρθρου πρώτου της ΠΝΠ.
[3] Υπ’ αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ.21285/29.03.2020, Δ1α/ΓΠ.οικ.23093/06.04.2020, Δ1α/ΓΠ.οικ.25763/16.04.2020, Δ1α/ΓΠ.οικ.27283/28.04.2020, Δ1α/ΓΠ.οικ.27807/02.05.2020, η τελευταία εκ των οποίων επανέφερε την δυνατότητα προέλευσης για ατομική προσευχή για 1 άτομο ανά 10 τ.μ. και έως 50 άτομα σε περίπτωση θρησκευτικών χώρων άνω των 500 τ.μ., τηρώντας υγειονομικά πρωτόκολλα (αποστάσεις 1.5 μέτρου, αντισηπτικά χεριών, μάσκες, φυσικός αερισμός χώρου, κλπ.).
[4] Επίσης βρήκε ότι, λόγω του κανονιστικού τους χαρακτήρα, οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν αποδίδουν ηθική απαξία στους προσφεύγοντες.
Call for papers “The populist transformation of constitutional law: Populist constitutionalism and democratic representation ”International Conference,Thessaloniki,7-8 May 2021
Call for papers
The populist transformation of constitutional law:
Populist constitutionalism and democratic representation
International Conference,Thessaloniki,7-8 May 2021
Deadline: 25/01/2021
Please find attached the call for papers
Παγκόσμια Ημέρα για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Χαιρετισμός της Προέδρου της Δημοκρατίας, Κατερίνας Σακελλαροπούλου, στην Ολομέλεια της Εθνικής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Σήμερα είναι μία σπουδαία μέρα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στις 10 Δεκεμβρίου του 1948 υπογράφηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στο Παρίσι η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ένα κείμενο με βαρύ ιστορικό και συμβολικό φορτίο για όλη την ανθρωπότητα που συνιστά την εμβληματική αφετηρία της μεταπολεμικής «εποχής των δικαιωμάτων». Στην ευγενή έκκληση του συντάκτη της, René Cassin, «να προστατέψουμε τον άνθρωπο και όλα του τα δικαιώματα», συνοψίζεται η έγερση της ανθρώπινης συνείδησης έναντι της ναζιστικής θηριωδίας και το υψηλό ιδανικό στο οποίο απαντά η Διακήρυξη. Οι γενικές αρχές της, η ελευθερία, η ισότητα και, κυρίως, η αξιοπρέπεια του ανθρώπου, σύμφυτη με την ανθρώπινη ιδιότητα, εξαγγέλλουν τη σύγχρονη και καθολική εμβέλεια των δικαιωμάτων μας. Τα δικαιώματα γίνονται πανηγυρικά κτήμα ολόκληρης της ανθρωπότητας και του καθένα και της καθεμιάς ξεχωριστά. Δεν γνωρίζουν διακρίσεις, ούτε σύνορα εθνικά. Το 1948, το διεθνές δίκαιο παύει να αποτελεί μόνο το δίκαιο των Κρατών. Είναι πια το δίκαιο και των ανθρώπων.
Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, τα δικαιώματα βρέθηκαν στην αιχμή του συνταγματισμού και σηματοδότησαν την κατοχύρωση του Κράτους Δικαίου στον αναπτυγμένο κόσμο. Στους αφηρημένους τους κανόνες θεμελιώθηκαν, όχι μόνον νομικά, αλλά και ηθικά, με την πρόσληψη του προσώπου ως σκοπού, οι επαναστατικές διεκδικήσεις της εποχής μας. Στο όνομά τους έλαβαν τέλος η αποικιοκρατία και το απαρτχάιντ, αναδείχθηκε η ιερότητα της ανθρώπινης ζωής και ενισχύθηκε η ισότητα των φύλων, η προστασία όλων μας από κάθε μορφή ταυτοτικής διάκρισης. Τα ανθρώπινα δικαιώματα εμπλούτισαν τη δημοκρατία και θωράκισαν τις μειονότητες απέναντι στην πλειοψηφία. Λειτούργησαν, ακόμη, στο πεδίο των κοινωνικών δικαιωμάτων, ως σταθεροποιητές και εγγυήθηκαν την κοινωνική κινητικότητα και συνοχή. Συνέλαβαν, επικαιροποιώντας τις παραδόσεις και τις διακηρύξεις του 18ου αιώνα, τον άνθρωπο ως ενότητα, σε όλες τις πνευματικές και υλικές διαστάσεις του. Τα δικαιώματα έσπασαν το στενό νομικό τους κέλυφος, εδραιώθηκαν στο καθημερινό μας λεξιλόγιο και οριοθέτησαν την πολιτική: έγιναν, με δυο λέξεις, το βασικό σημείο αναφοράς του πολιτισμού και του τρόπου ζωής μας.
Από το επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων μας εξαρτάται η ποιότητα και η δύναμη της δημοκρατίας μας. Η ιδανική τους μορφή, το γνωρίζουμε καλά, ήδη από τις νεωτερικές καταβολές τους, κρύβει εντάσεις και ανισότητες, μάχες συμφερόντων και ιδεών που καθιστούν την εκπλήρωσή τους ένα διαρκές και αβέβαιο στοίχημα. Ο ούριος άνεμος της ελευθερίας που κυρίευσε τη μεταπολεμική Ευρώπη, μετά την πτώση του Τείχους το 1989, έχει κοπάσει. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις, από τις αρχές του 21ου αιώνα, θέτουν επιτακτικά, ενίοτε με όρους απόλυτου διλήμματος, τη σχέση της ελευθερίας με την ασφάλεια. Η οικονομική κρίση πλήττει τα παροχικά δικαιώματα, ιδίως στις χώρες που εφάρμοσαν προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής. Η πανδημία του κορωνοϊού έχει σήμερα οδηγήσει παγκοσμίως σε ευρύτατους περιορισμούς των κλασικών ελευθεριών μας. Τα δικαιώματα τελούν σε καθεστώς έντονης πίεσης. Στη δίνη των απρόβλεπτων γεγονότων και αναγκών το άτομο υποχωρεί. Το γενικό και το δημόσιο συμφέρον επικρατεί: είτε στη δημοσιονομική του εκδοχή, όπως στη χώρα μας, από το 2010 και έπειτα, είτε, στην υγειονομική του, με την πρωτοφανή διακινδύνευση της υγείας και της ζωής μας. Τα δικαιώματα χάνουν την αυτάρκειά τους και εισέρχονται στην εποχή της στάθμισης, της ευελιξίας και της σχετικοποίησής τους, στο όνομα των εύλογων, πλην επίπονων, συμβιβασμών του καιρού μας. Πολύ περισσότερο, όταν οι περιορισμοί των δικαιωμάτων μας υπαγορεύονται από έκτακτες συνθήκες και είναι προσωρινοί. Είναι, από την άλλη, η συγκυρία αυτή μία οδυνηρή, αλλά και παιδαγωγική διαδικασία. Αντιλαμβανόμαστε την πολύτιμη αξία και της άλλης όψης των δικαιωμάτων που είναι τα καθήκοντά μας προς τον άλλο και το κοινό καλό, το χρέος της αλληλεγγύης και της φροντίδας. Αυτό μας διδάσκουν καθημερινά, σαν πρότυπα αυταπάρνησης, οι γιατροί μας και οι νοσηλευτές μας, όλοι όσοι βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της διαχείρισης της πανδημίας.
Στην κρίση των δικαιωμάτων ριζώνει σήμερα η αμφισβήτηση του Κράτους Δικαίου και της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Στις δραματικές εικόνες και την εργαλειοποίηση των προσφύγων και των μεταναστών απαξιώνεται ο νομικός μας πολιτισμός και υπονομεύεται η κορωνίδα του, η αξιοπρέπεια του προσώπου. Ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός οδηγεί σε νέες πολιτισμικές συγκρούσεις, απάνθρωπα σκληρές, και δοκιμάζει τα θεμέλια της ευρωπαϊκής κοινωνίας. Σε χώρες με αδύναμη δικαιοκρατική παράδοση, η οξύμωρη κατασκευή της ανελεύθερης δημοκρατίας υπονομεύει τους θεσμούς και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Σε άλλες γωνιές του πλανήτη μας, οι βασικές ελευθερίες, ακόμη και το ίδιο το habeas corpus, παραμένουν μία υπόσχεση απατηλή. Το τοπίο μοιάζει δυστοπικό, τα θεμέλια όμως των δικαιωμάτων είναι ισχυρά και ανατρέχουν στα πιο εμπνευσμένα μας κείμενα, όπως η Οικουμενική Διακήρυξη που τιμάμε σήμερα. Από αυτά και, ιδίως, από την αξεπέραστη έλξη και το βάθος του ανθρωπισμού που εγκοιτώνουν, τα δικαιώματα αντλούν τη δύναμη και την αντοχή τους στην ιστορία.
Η ανεκπλήρωτη συνταγματική επιταγή για αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων
Η αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών, για την οποία χύθηκε τόσο μελάνι πριν από μερικά χρόνια, είναι σίγουρα αναγκαία, αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ να αποτελεί επαρκή συνθήκη για τη διασφάλιση της συνταγματικής νομιμότητας. Το πρωτεύον στο πεδίο αυτό ήταν κι εξακολουθεί να είναι η πολυφωνική και κατά το δυνατόν αντικειμενική πληροφόρηση από τους ραδιοφωνικούς και τους τηλεοπτικούς σταθμούς. Όταν τέτοια πληροφόρηση απουσιάζει, και αυτό συμβαίνει καθώς δείχνουν τα στοιχεία της ενότητας ΙΙΙ στην Ελλάδα, τότε οι αυξημένες νομικές εγγυήσεις της δημοσιογραφικής ελευθερίας, όπως και οι κάθε είδους άδειες, χάνουν το νόημά τους στα μάτια των πολιτών –καταλήγουν να γίνονται αντιληπτές ως προνόμια που εξυπηρετούν ιδιοτελείς σκοπούς ως επί το πλείστον.
Το κλειδί για τη λύση του προβλήματος της έλλειψης πολυφωνίας και αντικειμενικότητας στα ρ/τ ΜΜΕ είναι ο έλεγχος τήρησης των ρυθμίσεων του άσημου Π.Δ. 77/2003 ή όποιου άλλου αντίστοιχου Κώδικα δεοντολογίας συνταχθεί στο μέλλον. Εκτιμούμε ότι η απόπειρα χρήσης ή ακόμα κι αυτή μόνον η επίκληση τέτοιων ρυθμίσεων θα συναντά ολοένα και πιο ισχυρές αντιστάσεις. Παρά τη διάψευση του επιχειρήματος ότι η ύπαρξη και μόνον διαδικτυακών Μέσων εγγυάται την πλουραλιστική ενημέρωση των πολιτών, εκτιμούμε ότι το επιχείρημα αυτό, σε συνδυασμό με την αντίληψη περί απόλυτης δημοσιογραφικής ελευθερίας, η οποία έχει επικρατήσει στη χώρα μας, πρόκειται να «καταρρίπτει» κάθε λόγο –πολύ περισσότερο, κάθε πράξη– προς την κατεύθυνση εκπλήρωσης της συνταγματικής επιταγής για αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων.
* Η μελέτη αυτή δημοσιεύτηκε στη σειρά «Θεσμοί, Δημοκρατία, Πολιτική» του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς», εδώ, και αναδημοσιεύεται με ελάχιστες διορθώσεις.
Έννοια και διάρκεια προεκλογικής περιόδου
Η εγκατάλειψη των παραδοσιακών μέσων προώθησης των πολιτικών μηνυμάτων και θέσεων και η δυναμική ενός υποκατάστατου χώρου πληροφόρησης και έκφρασης όπως το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, θέτουν επιτακτικής φύσεως δικαιοπολιτικά ζητήματα που αφορούν την ποιότητα της προεκλογικής περιόδου που πρέπει μελλοντικά να ρυθμιστούν προς αποφυγή της αθέμιτης επιρροής, της σύγχυσης και τελικώς της χειραγώγησης και της ποδηγέτησης του εκλογικού σώματος.
Διάγραμμα
- I. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
- II. Σύντομη ιστορική αναδρομή
III. Τα άρθρα 41 παρ. 3 και 53 Συντ.
- IV. Η προεκλογική περίοδος στην εκλογική νομοθεσία
- V. Επίλογος: η σπουδαιότητα της προεκλογικής περιόδου
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Η περιοδικότητα του βίου[1] της Βουλής και η ολική ανανέωση[2] της σύνθεσής της αποτελούν εκδήλωση όχι μόνο του αντιπροσωπευτικού συστήματος που συνυφαίνεται άρρηκτα με τη δημοκρατική αρχή[3], αλλά και της λαϊκής κυριαρχίας, διότι το εκλογικό σώμα ως το ανώτατο κρατικό όργανο ασκεί μια εκ των αρμοδιοτήτων του, εν προκειμένω, την εκλογή των βουλευτών[4]. Με την εκλογή των βουλευτών συνδέεται καταρχάς βάσει του άρθρου 53 παρ. 1 Συντ.[5] και η χρονική διάρκεια του βίου της Βουλής. Η παρέλευση της τετραετούς θητείας των βουλευτών σηματοδοτεί ταυτοχρόνως και την ολοκλήρωση της μέγιστης χρονικής διάρκειας της θητείας της Βουλής[6]. Στην ως άνω περίπτωση, δηλαδή στην αδιάκοπη για τέσσερα συναπτά έτη[7] διάρκεια της βουλευτικής περιόδου και εξάντληση της τετραετίας, αποδίδονται οι όροι “φυσιολογική”, “τακτική”, “φυσική” διάλυση της Βουλής ή ακόμα και ο όρος “ομαλός τερματισμός της θητείας” της Βουλής[8]. Από την λήξη της βουλευτικής περιόδου (άρθρο 53 παρ. 1 Συντ.) διακρίνονται οι περιπτώσεις των άρθρων 41 παρ. 1 και 2 Συντ[9]., 37 παρ. 4 Συντ. και 38 παρ. 1,2 Συντ[10]., οι οποίες τυποποιούνται αυστηρώς και εξαντλητικώς από το Σύνταγμα και συναποτελούν την εκδοχή της πρόωρης λήξη της θητείας της Βουλής. Οι θεωρητικές διχογνωμίες που ανέκυψαν για τον ακριβή ορολογικό προσδιορισμό της συγκεκριμένης περίπτωσης δεν παρουσιάζουν μόνο ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρουν, αλλά επιφέρουν και σπουδαίες έννομες συνέπειες[11]. Καθότι ο σύντομος χαρακτήρας του σημειώματος επιβάλλει έναν σχετικό αυτοπεριορισμό ως προς την έκταση της ανάλυσης όλων των ζητημάτων, σημειώνεται μόνο ότι ο διάκριση μεταξύ λήξης της βουλευτικής περιόδου και διάλυσης της Βουλής συνέχεται και με το υπό κρίση ζήτημα της προεκλογικής περιόδου, μιας και η έναρξη και η συνολική διάρκεια αυτής διαφέρουν ανάλογα με τον αν επρόκειτο για προκήρυξη πρόωρων εκλογών ή για προκήρυξη εκλογών που έπονται της λήξης της τετραετούς θητείας της Βουλής.
Επομένως βάσει και των παραπάνω εισαγωγικών παρατηρήσεων η προεκλογική περίοδος είναι η περίοδος που αφικνείται λίγες μέρες προ της ολοκλήρωσης της βουλευτικής περιόδου[12] ή εκκινεί αμέσως μετά την πρόωρη λήξη της[13] και εξικνείται μέχρι και την προπαραμονή ή την παραμονή της έναρξης της νέας[14].
Η προεκλογική περίοδος δεν είναι μια περίοδος απλά ημερολογιακή, αλλά μια περίοδος με εξόχως πολιτικά χαρακτηριστικά, εφόσον κατά τη διάρκειά της κορυφώνεται η πολιτική αντιπαράθεση και ο πολιτικός ανταγωνισμός. Η πολιτική διάσταση της προεκλογικής περιόδου δεν σημαίνει ότι στερείται κανονιστικότητας. Ο εγγυητικός χαρακτήρας της περιόδου αφορά την έναρξη ορισμένων προθεσμιών, την με ίσους όρους πολιτική έκφραση των κομμάτων και τον οριοθετημένο ανταγωνισμό των υποψήφιων βουλευτών διασφαλίζοντας εν τέλει τους όρους της γνησιότητας και της αυθεντικότητας της λαϊκής θέλησης[15].
Η διάρκεια της προεκλογικής περιόδου και ο σαφής προσδιορισμός της συναρτάται με σημαντικές έννομες συνέπειες όπως θα εξεταστεί κατωτέρω.
ΙΙ. Ιστορική αναδρομή
Αναγκαία – εν συντομία και συνοπτικώς εκτιθέμενη – είναι και μια αναφορά στην συνταγματική ιστορία μας και συγκεκριμένα στο Σύνταγμα 1911 και Σύνταγμα 1952.
Ως προς το Σύνταγμα του 1911 αξιοπρόσεκτο είναι ότι προβλέπεται για πρώτη φορά από το συνδυασμό των άρθρων 37[16] και 69 Συντ.[17] 1911 η προθεσμία διενέργειας γενικών βουλευτικών εντός 45 ημερών και σύγκλησης της Βουλής σε τακτική σύνοδο, ενώ το ταυτάριθμο άρθρο του Συντ. 1952[18] διατηρεί την ίδια προθεσμία διεξαγωγής βουλευτικών εκλογών, αλλά συγκεκριμενοποιεί την διαδικασία που προηγείται της έναρξής τους, η οποία διατάσσεται με την έκδοση Βασιλικού Διατάγματος.
Τα δύο αυτά παραδείγματα από την συνταγματική μας ιστορία δεν αποτέλεσαν μόνο στάδια εξέλιξης του θεσμού της ανάδειξης και της συγκρότησης της Βουλής, αλλά βάσει και των διατυπώσεών τους επιβεβαιώνουν την ανάγκη σαφούς καθορισμού του χρόνου που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο βουλευτικές περιόδους, η διάρκεια του οποίου συνδέεται οπωσδήποτε με την εύρυθμη λειτουργία του Κοινοβουλίου και την έναρξη των εργασιών του.
ΙΙΙ. Τα άρθρα 53 παρ. 1 και 41 παρ. 3 Συντ.
Η Βουλή αποτελεί το μόνο ασυνεχές όργανο του Κράτους υπό την έννοια της προσδιορισμένης συνταγματικώς θητείας και της περιοδικής ανάδειξης του ως αντιπροσωπευτικού σώματος[19].
Στις εισαγωγικές παρατηρήσεις εκτέθηκαν αναλυτικά οι θεωρητικοί προβληματισμοί και οι ορολογικές εκδοχές που προτείνονται και διακρίνουν μεταξύ λήξης της βουλευτικής περιόδου και διάλυσης της Βουλής. Και στις δύο περιπτώσεις η διαπίστωση του ομαλού τερματισμού του βίου της Βουλής ή η πρόωρη λήξη της βουλευτικής περιόδου περιλαμβάνονται στο Προεδρικό Διάταγμα που εκδίδεται υποχρεωτικώς, επειδή το Ελληνικό Σύνταγμα δεν θεσπίζει την περίπτωση της “αυτοδιάλυσης” της Βουλής[20]. Μια εκ των εννόμων συνεπειών της διάκρισης αυτής είναι ότι αν έχει εξαντληθεί η τετραετία το Π.Δ. δεν διαλύει τη Βουλή, αλλά διαπιστώνει την παρέλευση αυτής και προκηρύσσει εκλογές, έχει δηλαδή διαπιστωτικό χαρακτήρα[21]. Στην περίπτωση που η βουλευτική περίοδος λήγει πριν την τετραετία σύμφωνα με τη διαδικασία και τους λόγους που ορίζει το Σύνταγμα, το Π.Δ. προβλέπει τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών, όπως προβλέπεται όχι μόνο στο άρθρο 53 παρ. 1 Συντ. αλλά και στο άρθρο 41 παρ. 3 όταν η διάλυση ανάγεται στους λόγους των παρ. 1 και 2 του άρθρου 41 Συντ.
Αξιοσημείωτη είναι η παρατήρηση από την συνδυαστική ερμηνεία των δύο άρθρων ότι οι γενικές βουλευτικές εκλογές λαμβάνουν χώρα εντός 30 ημερών από τη λήξη της βουλευτικής περιόδου ή τη διάλυση της Βουλής με Π.Δ. Η σύντομη ανάδειξη της νέας Βουλής και η σύγκλησή της σε σώμα ανταποκρίνεται στην αντιπροσωπευτική αρχή[22] και καταδεικνύει πως πρόθεση του συντακτικού νομοθέτη, εφόσον δεν υπάρχει Βουλή στο ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ λήξης της θητείας μιας Βουλής και εκλογής της νέας, ήταν να μην διαρκεί επί μακρόν και υπέρμετρα το διάστημα αυτό, διαφορετικά θα ετίθετο ζήτημα φαλκίδευσης της λειτουργίας του αντιπροσωπευτικού σώματος. Τα παραπάνω ισχύουν και στην εξαιρετική περίπτωση του βραχύβιου βίου μιας Βουλής, η οποία απλώς συγκλήθηκε, εξέλεξε Προεδρείο και διαπιστώνοντας την αδυναμία σχηματισμού Κυβέρνησης προκήρυξε εκλογές[23].
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι εκ του Συντάγματος ο χρόνος της διενέργειας των εκλογών δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 30 ημέρες από τη λήξη της βουλευτικής περιόδου ή τη διάλυση της Βουλής , το οποίο τυποποιείται με την εξής διατύπωση στην εκλογική νομοθεσία (ά. 31 παρ. 1 του ΠΔ 26/2012, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 του Ν. 4648/2019) : “Η διενέργεια γενικών βουλευτικών εκλογών συντελείται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη λήξη της βουλευτικής περιόδου ή τη διάλυση της Βουλής, με προεδρικό διάταγμα, που προσυπογράφεται από το Υπουργικό Συμβούλιο.”
Η προεκλογική περίοδος, όπως παρατίθενται στην επόμενη ενότητα, δεν ταυτίζεται απόλυτα με τον χρόνο διενέργειας των εκλογών, αποτελεί όμως μέρος αυτού, εξαρτάται από τη διάρκειά του ο χρονικός προσδιορισμός της και το αφετηριακό σημείο της συγκαθορίζεται από την διάκριση μεταξύ ομαλής και έκτακτης λήξης της βουλευτικής περιόδου.
- IV. Η προεκλογική περίοδος στην εκλογική νομοθεσία
Μια ιστορική αναδρομή στην εκλογική νομοθεσία από τις πρώτες εκλογές της μεταδιδακτορικής περιόδου ως σήμερα όχι μόνο θα αναδείκνυε τις ιστορικές βάσεις και τα θεμέλια της εκλογικής νομοθεσίας, αλλά ίσως καθιστούσε κάθε φορά ευχερέστερη την εύρεση της βούλησης του νομοθέτη. Ωστόσο εκφεύγει του σκοπού του παρόντος σημειώματος η λεπτομερής παράθεση των προϊσχυσάντων διατάξεων που μεταξύ άλλων καθόριζαν και την έννοια και τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.
Σημαντικά συμπεράσματα σχετικά με τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου μπορούν να συναχθούν όμως από την σύγκριση των διατάξεων του ά. 31 Π.Δ. 26/2012 πριν και μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 25 του Ν. 4648/2019 (ΦΕΚ Α’ 205, 16.12.2019). Υπενθυμίζεται ότι το συγκεκριμένο Π.Δ[24] αποτελεί κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την εκλογή βουλευτών και ρυθμίζει μια σειρά ζητημάτων που άπτονται της προεκλογικής περιόδου και της εκλογικής διαδικασίας.
H αρχική διατύπωση της διάταξης του άρθρο 31 Π.Δ. 26/2012 – στην παράγραφο 3 του οποίου παρέπεμπε η διάταξη του άρθρου 42 με τον τίτλο “Έναρξη της προεκλογικής περιόδου” – ήταν η εξής: “1. Η διενέργεια γενικών βουλευτικών εκλογών διατάσσεται με προεδρικό διάταγμα, που προσυπογράφεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, μέσα σε τριάντα μέρες από τη λήξη της βουλευτικής περιόδου ή τη διάλυση της Βουλής. Με το ίδιο διάταγμα ορίζεται και η ημέρα της ταυτόχρονης ψηφοφορίας σ’ όλη την επικράτεια. 2. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται αμέσως μετά τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως των επίσημων αποτελεσμάτων της απογραφής του νόμιμου πληθυσμού της χώρας, ορίζεται ο αριθμός των βουλευτικών εδρών κάθε εκλογικής περιφέρειας σύμφωνα με το άρθρο 2. Το διάταγμα αυτό ισχύει ως τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων της επόμενης αντίστοιχης απογραφής. 3. Από τη δημοσίευση του διατάγματος διάλυσης της Βουλής ή τη δωδέκατη ημέρα πριν την κατά το άρθρο 53 παράγραφο 1 του Συντάγματος λήξη της βουλευτικής περιόδου αρχίζει η προεκλογική περίοδος. Οι συγκεντρώσεις κατά την προεκλογική περίοδο διέπονται από τις ειδικές για το θέμα αυτό διατάξεις στο πλαίσιο του Συντάγματος”. Η ισχύουσα διάταξη του ά. 31 Π.Δ. 26/2012 ορίζει πλέον τα εξής: “1. Η διενέργεια γενικών βουλευτικών εκλογών συντελείται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη λήξη της βουλευτικής περιόδου ή τη διάλυση της Βουλής, με προεδρικό διάταγμα, που προσυπογράφεται από το Υπουργικό Συμβούλιο. 2. Η διενέργεια των γενικών βουλευτικών εκλογών ορίζεται την τελευταία Κυριακή πριν τη συμπλήρωση των τριάντα (30) ημερών από την έκδοση του διατάγματος της παραγράφου 1. 3. Η ψηφοφορία διεξάγεται ταυτόχρονα σε όλη την Επικράτεια. 4. Από την επόμενη της δημοσίευσης του διατάγματος διάλυσης της Βουλής ή δεκαπέντε (15) ημέρες πριν την κατά το άρθρο 53 παράγραφος 1 του Συντάγματος λήξη της βουλευτικής περιόδου αρχίζει η προεκλογική περίοδος.”.
Από την σύγκριση της τροποποιηθείσας με την ισχύουσα διάταξη παρατηρητέα τα εξής:
- Ο καθορισμός της προεκλογικής περιόδου ως προς το χρονικό σημείο έναρξης διαφέρει κατά περίπτωση και ανάλογα με τον αν η διενέργεια γενικών βουλευτικών εκλογών προκλήθηκε λόγω διάλυσης της Βουλής ή συνεπεία της λήξης της βουλευτικής περιόδου. Βάσει της προϊσχύουσας διάταξης η προεκλογική περίοδος εκκινούσε αν επρόκειτο για Π.Δ. που διέλυε τη Βουλή, για έναν εκ τους συνταγματικά προβλεπόμενους λόγους, την ημέρα της δημοσίευσής του, ενώ αν επρόκειτο για ομαλό τερματισμό του βίου 12 μέρες πριν την λήξη της βουλευτικής περιόδου. Πλέον εναρκτήριος χρόνος δεν είναι η ημέρα της δημοσίευσης, αλλά η επόμενη αυτής και στην δεύτερη περίπτωση ανατρέχουμε 15 μέρες πριν τη λήξη της βουλευτικής περιόδου. Από αβλεψία του νομοθέτη όμως δεν τροποποιήθηκε το άρθρο 42 σχετικά με την ημέρα έναρξης της προεκλογικής περιόδου.
- Το άρθρο 50 Π.Δ. 26/2012 προ της τροποποίησης του άρθρου 31 Π.Δ. 26/2012 προέβλεπε ότι η ψηφοφορία διεξάγεται ημέρα Κυριακή, χωρίς να υπάρχει σαφής προσδιορισμός της απόστασης της Κυριακής ως ημέρα διεξαγωγής των εκλογών και του υπολειπόμενου χρόνου για τη συμπλήρωση των 30 ημερών ως μέγιστος χρόνος συντέλεσης των γενικών βουλευτικών εκλογών. Η νέα παράγραφος 2 του άρθρο 31 Π.Δ. 26/2012 προβλέπει: “2. Η διενέργεια των γενικών βουλευτικών εκλογών ορίζεται την τελευταία Κυριακή πριν τη συμπλήρωση των τριάντα (30) ημερών από την έκδοση του διατάγματος της παραγράφου 1.”. Η ισχύουσα ρύθμιση, όπως προκύπτει και από την αιτιολογική έκθεση[25] του Ν. 4648/2019, έχει ως σκοπό τον ακριβέστερο και ασφαλέστερο προσδιορισμό της προεκλογικής περιόδου που εξαρτάται ουσιαστικά από την πρόβλεψη του χρόνου διεξαγωγής των εκλογών. Εφόσον το Σύνταγμα δεν ορίζει επακριβώς την ελάχιστη και τη μέγιστη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου παρά μόνο την προθεσμία της διενέργειας των εκλογών, επαφίεται στον νομοθέτη η εξειδίκευση των ζητημάτων που άπτονται της οργάνωσης της εκλογικής διαδικασίας[26]. Το ζήτημα της διάρκειας της προεκλογικής περιόδου συνυφαίνεται με την ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, αφού αν δεν υπήρχαν οι εγγυήσεις για την ελεύθερη και ανόθευτη διαμόρφωσή της, η διάταξη του ά.52 Συντ. θα έμενε κενό γράμμα. Οι εγγυήσεις αυτές αφορούν και την χρονική διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, καθώς το εύλογο ή μη της διάρκειάς της θέτει το ζήτημα του πότε είναι δυνατή η ελεύθερη διαμόρφωση της βούλησης της λαϊκής θέλησης. Ζήτημα που ανακύπτει κυρίως στις περιπτώσεις διάλυσης της Βουλής, οπού ενδέχεται να υπάρχει και αιφνιδιασμός ή σύγχυση των εκλογέων οπότε η μεγαλύτερη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου εξασφαλίζει και ουσιαστικές συνθήκες ανεπηρέαστης διαμόρφωσης της λαϊκής βούλησης. Η παραπάνω γνώμη ίσως και αποτελεί και μέρος της ratio της διάταξης, η οποία πλέον υποχρεωτικώς προβλέπει ότι οι εκλογές πρέπει να διεξάγονται όχι οποιαδήποτε Κυριακή, αλλά την τελευταία πριν την συμπλήρωση των τριάντα ημερών. Με την προσθήκη αυτή δεν τίθεται ζήτημα διακριτικής ευχέρειας για τον προσδιορισμό του χρόνου των γενικών βουλευτικών εκλογών, ενώ μπορούν να προσδιοριστούν το απώτατο και κατά περίπτωση το ελάχιστο της διάρκειας της προεκλογικής περιόδου. Δηλαδή ο νομοθέτης φαίνεται να επιλύει τις ερμηνευτικές τριβές που μπορούσε να προκαλέσει όχι τόσο το μέγιστο της προεκλογικής περιόδου – που συγκεκριμενοποιούταν ευχερώς και πριν την τροποποίηση του Ν. 4648/2019 με τη διαφορά ότι συνυπολογιζόταν και η ημέρα δημοσίευσης του Π.Δ. και στην περίπτωση της ομαλής λήξης της βουλευτικής περιόδου η προεκλογική περίοδος υπολογιζόταν 12 μέρες και όχι 15 μέρες πριν τον τερματισμό του βίου της – όσο η εύρεση της ελάχιστης διάρκειάς της και αν θα μπορούσε να προσδιοριστεί μόνο από τις προθεσμίες πράξεων που συνδέονται με την έναρξη της προεκλογικής περιόδου ή και βάσει μια ομοιόμορφης στο χρόνο ακολουθούμενης πρακτικής[27], από την οποία θα μπορούσε να προσδιοριστεί η εύλογη διάρκειας της προεκλογικής περιόδου.
- Επομένως αν επρόκειτο για την λήξη της βουλευτικής περιόδου για την εύρεση του αφετηριακού σημείου και την έναρξη της προεκλογικής περιόδου δεν ανατρέχουμε στην επομένη μέρα της δημοσίευσης του Π.Δ., αλλά στην ημέρα που προηγείται της λήξης της βουλευτικής περιόδου, αφού κατά τη γραμματική διατύπωση της διάταξης γίνεται λόγος για 15 μέρες “πριν” την λήξη. Από την προτεραία της λήξης ημέρα μετράμε αντίστροφα 15 ημέρες. Δηλαδή η λήξη ως ημέρα δεν θα προσμετρηθεί στις 15, αλλά συμπεριλαμβάνεται στην προεκλογική περίοδο. Εφαρμόζοντας όχι το άρθρο 128 Π.Δ.26/2012 – που αφορά τις προθεσμίες που καθορίζουν τα σχετικά με την εκλογή των βουλευτών και τον υπολογισμό προθεσμιών άλλων ενεργειών της προ της ψηφοφορίας διαδικασίας – αλλά το άρθρο 48 παρ. 2 Π.Δ. 26/2012 διαπιστώνουμε πως στην προεκλογική περίοδο δεν συνυπολογίζονται η ημέρα της ψηφοφορίας και η παραμονή αυτής. Τυπικά, ημερολογιακά δηλαδή, μπορεί και η παραμονή να συμπεριληφθεί στην προεκλογική περίοδο, αλλά ουσιαστικά την παραμονή ούτε προβλέπεται η εκτέλεση κάποιας διαδικαστικής ενέργειας ούτε είναι επιτρεπτή κάποια προεκλογική δραστηριότητα. Προκρίνεται επομένως η άποψη ότι και η παραμονή θα πρέπει να εξαιρεθεί εφόσον αποτελεί την ημέρα παύσης κάθε προεκλογικής ενέργειας λειτουργώντας ως χρόνος περίσκεψης πριν την εκδήλωση της λαϊκής θέλησης. Άρα η μέγιστη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου θα ήταν οι 44 μέρες, ενώ η ελάχιστη 38 ημέρες αν υποθέσουμε πως το τριακονθήμερο συμπληρώνεται Σάββατο και άρα οι εκλογές πρέπει υποχρεωτικώς να διεξαχθούν Κυριακή, δηλαδή 6 μέρες πριν την συμπλήρωση των 30 ημερών.
Στην περίπτωση της διάλυσης της Βουλής, ο προσδιορισμός της προεκλογικής περιόδου εκκινεί πλέον από την επόμενη ημέρα της δημοσίευσης. Λαμβάνοντας υπόψη ως υπόθεση εργασίας το παράδειγμα που προηγήθηκε και εφαρμόζοντας επίσης τη νέα διάταξη του ά.31 και το άρθρο 48 παρ. 2 Π.Δ. 26/2012 μέγιστος χρόνος της προεκλογικής περιόδου μπορεί να είναι 27 ημέρες και ελάχιστος 21 ημέρες. Ο ορισμός του χρόνου έναρξης και λήξης της προεκλογικής περιόδου όπως διατυπώθηκε είναι αποτέλεσμα της υιοθέτησης της άποψης ότι δεν συνυπολογίζεται ούτε η παραμονή της ψηφοφορίας. Η υιοθέτηση της αντίθετης εκδοχή δηλαδή ότι τυπικά και η παραμονή αποτελεί την τελευταία ημέρα της προεκλογικής περιόδου και η εφαρμογή του άρθρου 128 Π.Δ. 26/2012 θα προσέθεταν ακόμα μια μέρα και επομένως η ελάχιστη διάρκεια θα ήταν 22 μέρες και η μέγιστη 28.
Τέλος η έννοια της προεκλογικής περιόδου ευρίσκεται και στην εκλογική νομοθεσία που διέπει την εκλογή των αρχών των Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού (άρθρα 6 και 46 του Ν.4555/2018 που τροποποίησε 9 παρ. 4 και το άρθρο 114 του Ν. 3852/2010), ενώ κατά την εκλογή των Ελλήνων βουλευτών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εφαρμόζονται αναλόγως κατά το άρθρο 9 παρ. 5 Ν. 4254/2014 οι διατάξεις του Π.Δ. 26/2012, αφού προσδιοριστεί βάσει ευρωπαϊκού δικαίου ο χρόνος λήξης της θητείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Τέλος, όταν ο Λαός καλείται να αποφασίσει με δημοψήφισμα σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 2 Συντ., από τον συνδυασμό των άρθρων 42 Π.Δ. 26/2012 και 12 Ν. 4023/2011 μπορεί να συναχθεί το μέγιστο της προεκλογικής περιόδου αλλά όχι το ελάχιστο αυτής. Διαθέτοντας πλέον την αρνητική πρακτική εμπειρία αλλά και θεσμική μνήμη του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου του 2015, το οποίο διενεργήθηκε εντός ενός ανεπαρκούς και μη εύλογου διαστήματος που θα επέτρεπε την ελεύθερη διαμόρφωση της βούλησης του εκλογικού σώματος[28], de lege ferenda κρίνεται αναγκαίος ο σαφέστερος προσδιορισμός, όπως συνέβη με το Π.Δ. 26/2012, της διάρκειας της προεκλογικής περιόδου.
- V. Επίλογος: η σπουδαιότητα της προεκλογικής περιόδου
Η σπουδαιότητα της προεκλογικής περιόδου, βάσει και των όσων παρατέθηκαν παραπάνω, δεν έγκειται μόνο στην προάσπιση και διασφάλιση της τυπικότητας της διαδικασίας, που εξαρτάται από τον προσδιορισμό διαφόρων προθεσμιών και κυρίως την έναρξη και την λήξη της προεκλογικής περιόδου, η οποία αποτελεί το χρονικό διάστημα διενέργειας πράξεων που προετοιμάζουν την εκλογική διαδικασία. Έγκειται κυρίως στον εγγυητικό της ρόλο που αποτελεί και ενύλωση της αρχής της γνησιότητας της ψηφοφορίας του άρθρου 52 Συντ. Θα έμενε κενή περιεχόμενου η εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, αν προηγουμένως δεν είχαν εξασφαλισθεί οι συνθήκες που δεν επέτρεπαν στα μέλη του εκλογικού σώματος να διαμορφώσουν, να προσχηματίσουν ή ακόμα και να μεταβάλουν ανόθευτα, ελεύθερα και χωρίς να ετεροκατευθύνονται την βούληση τους, πριν την εκδηλώσουν οριστικά ψηφοφορώντας την ημέρα των εκλογών.
Για αυτό και οι επιταγές του άρθρου 52 Συντ. συνδέονται με την προεκλογική περίοδο, εντός της οποίας λαμβάνουν χώρα σπουδαίες ενέργειες όπως ο έλεγχος της νομιμότητας των προτάσεων υποψηφιοτήτων (ά.33 Π.Δ. 26/2012) και κατά μια άποψη ο έλεγχος της συνδρομής των αρνητικών προσόντων εκλογιμότητας[29], ενώ ταυτόχρονα τίθενται σε ισχύ απαγορεύσεις, ως δικλείδες ασφαλείας (όπως η απαγόρευση υπηρεσιακών μεταβολών στον δημόσιο τομέα, ά. 28 του Ν. 2190/1994) που επιτρέπουν την διεξαγωγή ενός ομαλού κομματικού ανταγωνισμού με την ισότιμη μεταχείριση των κομμάτων[30] μέσω της παροχής ίσων ευκαιριών προώθησης και έκφρασης του πολιτικού τους προγράμματος και των θέσεων τους, αλλά και της εξασφάλισης της ισότητας των όπλων των αντιτιθέμενων πολιτικών δυνάμεων, παρεκκλίσεις από την οποία δικαιολογούνται μόνο βάσει της πολιτικής δύναμης και το μέγεθος της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης των πολιτικών κομμάτων[31].
Ωστόσο η εγκατάλειψη των παραδοσιακών μέσων προώθησης των πολιτικών μηνυμάτων και θέσεων και η δυναμική ενός υποκατάστατου χώρου πληροφόρησης και έκφρασης όπως το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, θέτουν επιτακτικής φύσεως δικαιοπολιτικά ζητήματα που αφορούν την ποιότητα της προεκλογικής περιόδου που πρέπει μελλοντικά να ρυθμιστούν προς αποφυγή της αθέμιτης επιρροής, της σύγχυσης και τελικώς της χειραγώγησης και της ποδηγέτησης του εκλογικού σώματος.
[1] Σπυρόπουλος Φ., σε Σύνταγμα Κατ’ άρθρο ερμηνεία, επιμέλεια: Φ. Σπυρόπουλος – Ξ. Κοντιάδης – X. Ανθόπουλος – Γ. Γεραπετρίτης, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονική, 2017, σελ. 874.
[2] Σπυρόπουλος Φ., Εισαγωγή στο Συνταγματικό Δίκαιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2006, σελ. 175 επ.
[3] Δερβιτσιώτης Άλκης, “Η διάλυσης της Βουλής”, δημοσιευμένο σε: Επιθεώρηση Δημοσίου και Διοικητικού Δικαίου, Τεύχος 2ο, περίοδος 2017, σελ. 327 και Μαυριάς Γ. Κωνσταντίνος, Συνταγματικό Δίκαιο, 5η έκδοση, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας Δίκαιο & Οικονομία, Αθήνα, 2014, σελ. 323.
[4] Δερβιτσιώτης Άλκης, Σημειώσεις Συνταγματικού Δικαίου, Ι. Οργάνωση του Κράτους, έκδοση 4η, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2018 σελ. 94.
[5] Δερβιτσιώτης Άλκης, “Η διάλυσης της Βουλής”, όπ. π., σελ. 325.
[6] Καραβοκύρης Γ., σε Σύνταγμα Κατ’ άρθρο ερμηνεία, όπ. π., σελ. 1000 επ.
[7] Για τον έννοια των “συναπτών ετών” και την μη εφαρμογή του άρθρου 243 ΑΚ: βλ. Χρυσόγονος Χ. Κώστας, Συνταγματικό Δίκαιο, 2η έκδοση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονική, 2014, σελ. 401.
[8] Για μια συνολική παρουσίαση των ζητημάτων αυτών και των διάφορων απόψεων που έχουν υποστηριχθεί: βλ. Μαυριάς Γ. Κώστας, Ζητήματα λειτουργίας του πολιτεύματος, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1993, σελ. 21 – 25 και Δερβιτσιώτης Άλκης, “Η διάλυσης της Βουλής”, όπ. π., σελ. 325 – 327.
[9] Δηλαδή τις περιπτώσεις: α) δυσαρμονίας μεταξύ της σύνθεσης της Βουλής και τη θέλησης του εκλογικού σώματος, β) την κυβερνητική αστάθεια, γ) την αντιμετώπιση εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας
[10] Δηλαδή την περίπτωση της ύπαρξης κυβερνητικής κρίσης
[11] Σχετικά με το ποια Κυβέρνηση διενεργεί τις εκλογές: βλ. και Μαυριάς Γ. Κωνσταντίνος, Συνταγματικό Δίκαιο, όπ. π., σελ. 703 επ. και Βενιζέλος Β. Ευάγγελος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Αναθεωρημένη έκδοση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2015, σελ. 664.
[12] Βλ. άρθρο 31 παρ. 4 Π.Δ. 26/2012 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 του Ν. 4648/2019
[13] Όπως παραπάνω
[14] Βλ. τις απόψεις που εκτίθενται στην ενότητα IV.
[15] Καραβοκύρης Γ., σε Σύνταγμα Κατ’ άρθρο ερμηνεία, όπ. π., σελ. 993 – 994, Σπυρόπουλος Φ., Εισαγωγή στο Συνταγματικό Δίκαιο, όπ.π., σελ. 175.
[16] Όπως παρατίθεται σε: Σβώλος Αλέξανδρος, Η συνταγματική ιστορία της Ελλάδος, εκδ. Στοχαστής, 2η έκδοση, 1998, σελ. 193: Άρθρο 37. – “Ο Βασιλεύς συγκαλεί τακτικώς άπαξ του έτους την Βουλήν, εκτάκτως δε, οσάκις το κρίνει εύλογον· κηρύττει αυτοπροσώπως ή δι’ αντιπροσώπου την έναρξιν και λήξιν εκάστης βουλευτικής συνόδου και έχει το δικαίωμα να διαλύη την Βουλήν· αλλά το περί διαλύσεως διάταγμα, προσυπογεγραμμένον υπό του Υπουργείου, πρέπει να διαλαμβάνη συγχρόνως και την σύγκλησιν των μεν εκλογέων εντός τεσσαράκοντα πέντε ημερών, της δε Βουλής εντός τριών μηνών.”
[17] Όπως παρατίθεται σε: Σβώλος Αλέξανδρος, Η συνταγματική ιστορία της Ελλάδος, εκδ. Στοχαστής, 2η έκδοση, 1998, σελ. 199 – 200: Άρθρο 69. – “Οι βουλευταί εκλέγονται δια τέσσαρα συναπτά έτη, αρχόμενα από της ημέρας των γενικών εκλογών· άμα δε τη λήξει της τετραετούς βουλευτικής περιόδου, διατάσσεται η ενέργεια γενικών βουλευτικών εκλογών. Εντός τεσσαράκοντα πέντε ημερών από της ενέργειας των εκλογών τούτων συγκαλείται υποχρεωτικώς η νέα Βουλή εις τακτικήν σύνοδον, μόνο αν υπό της απελθούσης Βουλής δεν εξεπληρώθησαν , δια το έτος της ενέργειας των εκλογών, τα εν άρθρω 60 οριζόμενα. Έδρα βουλευτική κενωθείσα κατά το τελευταίον έτος της περιόδου δεν συμπληρούται εφ’ όσον ο αριθμός των εκλιπόντων δεν υπερβαίνει το τέταρτον του όλου αριθμού των βουλευτών.”.
[18] Σβώλος Αλέξανδρος, Η συνταγματική ιστορία της Ελλάδος, όπ. π., σελ. 268.
[19] Σπυρόπουλος Φ., σε Σύνταγμα Κατ’ άρθρο ερμηνεία, όπ.π., σελ. 874.
[20] Καραβοκύρης Γ., σε Σύνταγμα Κατ’ άρθρο ερμηνεία, όπ. π., σελ.1001 επ.
[21] Βενιζέλος Β. Ευάγγελος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, όπ.π., σελ. 651 – 652.
[22] Σπυρόπουλος Φ., σε Σύνταγμα Κατ’ άρθρο ερμηνεία, όπ. π., σελ. 877.
[23] Δερβιτσιώτης Άλκης, “ Η αποσβεστική προθεσμία παρήλθε”, σε: Επιθεώρηση Δημοσίου και Διοικητικού Δικαίου, Τεύχος 1ο, περίοδος 2013, 34 – 40. Σημειώνεται ότι πρόκειται για την Βουλή που προέκυψε από τις βουλευτικές εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 και διαλύθηκε με το Π.Δ. 72/2012 (ΦΕΚ Α’ 125) που προέβλεπε την προκήρυξη εκλογών για τις 17.6.2012.
[24] Το οποίο τροποποίησε σχεδόν εξ ολοκλήρου τις ρυθμίσεις του Π.Δ. 96/2007
[25] Βλ. https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c4fb76a24/eklogiko-dikaioma-olo.pdf (τελευταία επίσκεψη, 7.12.2020) : «Επί του άρθρου 25: Με το άρθρο 25, που αντικαθιστά το άρθρο 31 του π.δ. 26/2012, ορίζεται συγκεκριμένη ημέρα της ψηφοφορίας σε όλη την Επικράτεια, που θα είναι πάντα η τελευταία Κυριακή πριν τη συμπλήρωση των 30 ημερών από την έκδοση του π.δ. που ορίζει τη διενέργεια των βουλευτικών εκλογών. Επιπλέον, η πρόβλεψη για την έκδοση του προβλεπόμενου από το άρθρο 54 παρ.2 του Συντάγματος προεδρικού διατάγματος, με το οποίο ορίζεται ο αριθμός των βουλευτικών εδρών κάθε εκλογικής περιφέρειας, περιλαμβάνεται πλέον, σύμφωνα με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου (ορ. άρθρο 12), στο άρθρο 2 του π.δ. 26/2012, για λόγους συνάφειας. Τέλος, με την παράγραφο 4 του άρθρου 1 του παρόντος, επιμηκύνεται κατά 3 ημέρες η προεκλογική περίοδος στην περίπτωση που λήγει η βουλευτική περίοδος, για λόγους καλύτερης οργάνωσης των υποψηφίων.»
[26] Η οποία φυσικά δεν αφίσταται από τον σεβασμό της αντιπροσωπευτικής, της δημοκρατικής αρχής και της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, των συνταγματικών διατάξεων που ρυθμίζουν την ανάδειξη της Βουλής και άλλων εγγυήσεων που διέπουν την άσκηση των δικαιωμάτων του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι διασφαλίζοντας την ελεύθερη και ανόθευτη διαμόρφωση και έκφραση της λαϊκής θέλησης.
[27] Περιδιαβαίνοντας σύντομα την ιστορία των εκλογικών αναμετρήσεων από την θέση σε ισχύ του Συντάγματος του 1975 παρατηρούμε τα εξής: Η Βουλή που προήλθε από τις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974 διαλύθηκε με το Π.Δ. υπ. αριθμ. 977/1977 (δημοσιεύθηκε στις 22.10.1977) που όριζε ως χρόνο διενέργειας των εκλογών την 20.11.1977. Η Βουλή της Β’ περιόδου που προέκυψε από τις εκλογές τις 20ης Νοεμβρίου 1977 διαλύθηκε με το Π.Δ. 1119/1981 (δημοσιεύθηκε στις 19.9.1981) και όριζε ως ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών την 18η.10.1981. Η Βουλή της Γ’ περιόδου που προήλθε από τις εκλογές της 18ης. 10. 1981 διαλύθηκε με το Π.Δ. 216/1985 (δημοσιεύθηκε στις 7.5.1985) και όριζε ως ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών την 2.6.1985. Επόμενη Βουλή είναι η μοναδική στην σύγχρονη συνταγματική μας ιστορία που ολοκλήρωσε ομαλά το βίο της, όπως διαπιστώθηκε και με το Π.Δ. 329/1989 που προκήρυσσε εκλογές για τις 18.6.1989. Η τεταμένη για τον κοινοβουλευτικό μας βίο περίοδος που ακολούθησε χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη βραχύβιων Βουλών της Ε’ και ΣΤ’ περιόδου, εκ των οποίων η πρώτη προήλθε από τις εκλογές τις 18.6.1989 και διαλύθηκε με το Π.Δ. 234/1989 που δημοσιεύθηκε στις 12.10.1989 και προέβλεπε την διεξαγωγή εκλογών στις 5.11.1989. Η δεύτερη προήλθε από τις εκλογές αυτές και διαλύθηκε με το ΠΔ 63/1990 (δημοσίευση 12.3.1990) που προκήρυσσε εκλογές για τις 8.4.1990. Έπειτα πρόεκυψε η Βουλή της Ζ’ περιόδου που διαλύθηκε στις 11.9.1993 με το Π.Δ. 352/1993 και προκήρυσσε εκλογές για τις 10.10.1993. Η επόμενη Βουλή διαλύθηκε με το Π.Δ. 267/1996 που δημοσιεύτηκε στις 23.8.1996 και προέβλεπε την διεξαγωγή εκλογών στις 22.9.1996. Εν συνεχεία η Βουλή της Θ’ περιόδου διαλύθηκε με το Π.Δ. 97/2000 που δημοσιεύτηκε στις 14.3.2000 και προέβλεπε τη διεξαγωγή εκλογών για τις 9.4.2000. Η Βουλή της I’ περιόδου διαλύθηκε λίγο πριν την ομαλή ολοκλήρωση του βίου της με το Π.Δ. 48/04 που δημοσιεύτηκε στις 11.2.2004 και όριζε ως ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών την 7η Μαρτίου 2004. Ακολούθως η Βουλή διαλύθηκε με το Π.Δ. 154/2007 που δημοσιεύτηκε στις 18.8.2007 και προέβλεπε την διεξαγωγή εκλογών για τις 26.9.2007 και μάλιστα ημέρα Τετάρτη. Εν συνεχεία η Βουλή ΙΒ’ περιόδου διαλύθηκε με το Π.Δ. 127/09 που δημοσιεύτηκε στις 7.9.2009 και προέβλεπε ως ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών την 4η.10.2009. Η εξίσου τεταμένη κοινοβουλευτικά περίοδος που ακολούθησε ξεκίνησε με τη διάλυσης της Βουλής της ΙΓ’ περιόδου με το Π.Δ. 40/2012 που δημοσιεύθηκε στις 11.4.2012 και προέβλεπε ως ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών την 6η.5ου 2012. Από τις βουλευτικές εκλογές της 6ης Μαΐου 2012, η Βουλή που προέκυψε διαλύθηκε με το Π.Δ. 72/2012 που προέβλεπε την προκήρυξη εκλογών για τις 17.6.2012. Με το Π.Δ. 173/2014 που δημοσιεύθηκε στις 31.12.2014 διαλύθηκε η Βουλή της ΙΕ’ περιόδου λόγω αδυναμίας εκλογής ΠτΔ και οι εκλογές διεξήχθηκαν στις 25.1.2015. Με το Π.Δ. 66/2015 που δημοσιεύθηκε στις 28.8.2015 διαλύθηκε η Βουλή της ΙΣΤ’ περιόδου και προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 20.9.2015. Η Βουλή της IZ’ περιόδου διαλύθηκε με το Π.Δ. 56/2019 που δημοσιεύθηκε στις 11.6.2019 και προέβλεπε την διεξαγωγή των εκλογών για τις 7.7.2019.
Από τα ως άνω μπορεί και βάσει των διατάξεων για τον προσδιορισμό της προεκλογικής περιόδου μπορεί ίσως να συναχθεί η διαμόρφωση πρακτικής ως προς την έννοια του εύλογου χρόνου προ της ρύθμισης του ν.4648/2019.
[28] Δερβιτσιώτης Άλκης, “Δημοψήφισμα και Κυβερνητικές Πράξεις” σε περιοδικό: To Σύνταγμα, τεύχος 4ο, περίοδος 2015, σελ. 978 – 986.
[29] Η άποψη αυτή υιοθετείται από τον Σπυρόπουλο Φ., Εισαγωγή στο Συνταγματικό Δίκαιο, όπ. π., σελ. 182, ενώ η αντίθετη υποστηρίζεται Παπαδημητρίου Γ. , “Υπέρβαση δικαιοδοσίας”, σε εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 3.9.2007 όπου αναφέρεται στην απόφαση ΑΠ 4/2007. Για τα ζητήματα ελέγχου των κωλυμάτων εκλογιμότητας βλ. αναλυτικά και Μαυριάς Γ. Κώστας, Συνταγματικό Δίκαιο, όπ. π., σελ. 647 επ.
[30] Την αναλυτικώς παρατιθέμενη νομολογία του ΑΕΔ και του ΣτΕ αλλά και περιπτωσιολογία σε: Καραβοκύρης Γ., σε Σύνταγμα Κατ’ άρθρο ερμηνεία, όπ. π., σελ. 994 – 996, Χρυσόγονος Γ. Κώστας, Συνταγματικό Δίκαιο, όπ. π., σελ. 417 επ. αλλά και Βενιζέλο Β. Ευάγγελο, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, όπ. π., σελ. 455 επ. και 461 επ. ειδικά για τον έλεγχο των προεκλογικών δαπανών και την προεκλογική τηλεοπτική περίοδο.
[31] ΣτΕ 3427/2010.
Η εδραίωση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ως εγγύησης της Ελευθερίας
Το «ιδεολογικό» υπόβαθρο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, και ιδίως εκείνο που αφορά τους άρρηκτους δεσμούς της με την Ελευθερία, είχε διαμορφωθεί αρκετά χρόνια πριν ξεκινήσουν οι διεργασίες -κατά κανόνα «επαναστατικές», τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την Ηπειρωτική Ευρώπη-ολοκληρωμένης θεσμικής και πολιτικής εδραίωσής της. Επίσης, είχε προηγηθεί η εν σπέρματι εμφάνιση και εκείνου του, εξίσου θεμελιώδους, χαρακτηριστικού της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, το οποίο αφορά την εσωτερική της δομή, ως διαδικασίας μετάβασης από τον «κυρίαρχο Λαό» στα εκλεγμένα από αυτόν όργανα άσκησης της κατ’ αυτόν τον τρόπο δημοκρατικώς νομιμοποιημένης κρατικής εξουσίας, ήτοι του χαρακτηριστικού της Αντιπροσώπευσης.
Διαβάστε όλο το κείμενο στο pdf
Δικαστικό ρεπορτάζ και δημοσιογραφική δεοντολογία
Oι απεριόριστες τεχνολογικές δυνατότητες αποθήκευσης, επεξεργασίας και διάδοσης πληροφοριών και απόψεων μέσω του διαδικτύου θέτoυν σε ένα νέο πλαίσιο την έτσι και αλλιώς συγκρουσιακή σχέση μεταξύ δικαιώματος πληροφόρησης και προστασίας της προσωπικότητας. Το κατά πόσο είναι συνταγματικά ανεκτή η ικανοποίηση του δικαιώματος της πληροφόρησης σε περιβάλλον διαδικτυακής δημοσιότητας είναι ένα ερώτημα που δεν επιδέχεται εύκολη απάντηση. Όλοι συμφωνούν ότι η έγκυρη πληροφόρηση αποτελεί επιτακτική ανάγκη για μια δημοκρατική κοινωνία, καθώς αναγνωρίζουν ότι συχνά η δημοσιότητα λειτουργεί ως κύρωση για το πρόσωπο που εμπλέκεται σε μια κοινωνικά και νομικά επίμεμπτη συμπεριφορά. Το κοινό συμμετέχει στον στιγματισμό του παραβάτη, ο οποίος ανίκανος να αντιδράσει ζητά προστασία από τους θεσμούς του κράτους δικαίου. Ενώ όμως τα δικαστήρια οφείλουν να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας κατά την απονομή της δικαιοσύνης, όπως πρωτίστως και ο νομοθέτης, η δημοσιότητα ακολουθεί τους δικούς της ρυθμούς με συνέπεια η κύρωσή της και η αντίστοιχη διαπόμπευση του δράστη να είναι δυσανάλογη ως προς τις επιπτώσεις της καθώς θίγεται η τιμή, η υπόληψη του παραβάτη και δυσχεραίνεται η ομαλή επανένταξή του στο κοινωνικό σύνολο. Έτσι, ενώ η ποινή αφορά στην πράξη, η δημοσιότητα αφορά στο πρόσωπο του δράστη και στα γνωρίσματα της προσωπικότητάς του κατά ή μετά την καταδίκη, τροφοδοτώντας ένα αέναο κουτσομπολιό που διευρύνει τον κοινωνικό έλεγχο επί του προσώπου για ζητήματα άσχετα με την πράξη του.
Η τήρηση της δημοσιογραφικής δεοντολογίας και τα ήθη μιας κοινωνίας θα μπορούσαν να αποτελέσουν ανάχωμα στην κανιβαλική διάθεση για συνεχή στιγματισμό και κοινωνική καταδίκη. Και αν μεν η δημοσιότητα της ταυτότητας ενός επικίνδυνου εγκληματία που έχει διαφύγει της σύλληψη υπηρετεί προφανείς κοινωνικές ανάγκες όπως την ασφάλεια, είναι αμφίβολο αν οι ίδιες ανάγκες ικανοποιούνται με την δημοσιοποίηση στοιχείων της προδικασίας, με την εικόνα του προσαγόμενου στο ανακριτή, με την δημοσιοποίηση των φυγόστρατων και των φορολογικών παραβατών, πόσο μάλλον των στοιχείων της περιουσίας ενός ατόμου. Είναι επίσης προφανές ότι το δημοσιογραφικό απόρρητο και ειδικότερα όταν αυτό καλύπτει την απόκτηση πληροφορίων με παράνομο τρόπο παραβιάζοντας συχνά την ιδιωτική ζωή του ατόμου, θέτει μείζονα ζητήματα σύγκρουσης συνταγματικών δικαιωμάτων.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις η δημοσιότητα προσβάλλει την προσωπικότητα, τον ιδιωτικό βίο και τα προσωπικά δεδομένα του ατόμου και τον εκθέτει σε κινδύνους χωρίς να ικανοποιείται αποτελεσματικά ο σκοπός για τον οποίο επιβλήθηκαν από το νομοθέτη τα συγκεκριμένα μέτρα.
Μια κοινωνία με φιλελεύθερο Σύνταγμα και αξίες δεν μπορεί να επιτρέπει, άνευ ετέρου, την διαπόμπευση, εφόσον αναγνωρίζει την αξία του ανθρώπου ως θεμέλιο του νομικού της πολιτισμού και ως υπέρτατη κοινωνική αρχή.
Διαβάστε το κείμενο στο pdf
Εμβόλιο: Τα όρια της μη υποχρεωτικότητας
Ο ν. 4675/2020 (ΦΕΚ 54/Α/11.3.2020) προβλέπει ρητά ότι «Σε περιπτώσεις εμφάνισης κινδύνου διάδοσης μεταδοτικού νοσήματος, που ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, μπορεί να επιβάλλεται, με απόφαση του Υπουργού Υγείας, μετά από γνώμη της ΕΕΔΥ (Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας), υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού με σκοπό την αποτροπή της διάδοσης της νόσου. Με την ανωτέρω απόφαση ορίζονται η ομάδα του πληθυσμού ως προς την οποία καθίσταται υποχρεωτικός ο εμβολιασμός με καθορισμένο εμβόλιο, η τυχόν καθορισμένη περιοχή υπαγωγής στην υποχρεωτικότητα, το χρονικό διάστημα ισχύος της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, το οποίο πρέπει πάντοτε να αποφασίζεται ως έκτακτο και προσωρινό μέτρο προστασίας της δημόσιας υγείας για συγκεκριμένη ομάδα του πληθυσμού, η ρύθμιση της διαδικασίας του εμβολιασμού…». Ειδικά στην περίπτωση της νόσου Covid-19 ισχύει και η ρύθμιση της ΠΝΠ της 25.2.2020 που κυρώθηκε με τον ν. 4682/2020, σύμφωνα με την οποία μπορεί να επιβάλλεται υποχρεωτικός εμβολιασμός στα πρόσωπα για τα οποία υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι μπορούν να μεταδώσουν άμεσα ή έμμεσα τη νόσο ή προέρχονται από περιοχές όπου έχει παρατηρηθεί μεγάλη διάδοση της νόσου. Καμία από τις διατάξεις αυτές δεν προβλέπει τη δυνατότητα υποβολής όλου του πληθυσμού σε υποχρεωτικό εμβολιασμό. Συνεπώς, αν ληφθεί μια τέτοια απόφαση για το εμβόλιο κατά του νέου κορωνοϊού, θα χρειασθεί ειδική νομοθετική ρύθμιση, αυτή τη φορά βέβαια με τυπικό νόμο και όχι ΠΝΠ, αφού στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχει «απρόβλεπτη ανάγκη». Με δεδομένη την επικινδυνότητα της Covid-19 τόσο για την ατομική όσο και για τη δημόσια υγεία, το κρίσιμο συνταγματικό ερώτημα δεν είναι αν ο γενικός υποχρεωτικός εμβολιασμός είναι συνταγματικά επιτρεπτός, αλλά αν είναι συνταγματικά αναγκαίος, έτσι ώστε να είναι αντισυνταγματική, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, η παράλειψη του Κράτους να τον επιβάλλει. Η μετάδοση της νόσου μπορεί να μειωθεί ουσιωδώς μόνον αν εμβολιασθεί το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού –πάνω από το 75%- ώστε να δημιουργηθεί συλλογική ανοσία. Αντίθετα, αν εμβολιασθεί μόνο ένα μέρος του πληθυσμού –ας πούμε γύρω στο 50%- τότε η εξάπλωση της νόσου δεν θα διακοπεί. Δεδομένου ότι η συλλογική ανοσία είναι ένα δημόσιο αγαθό, διότι όλοι ωφελούνται από αυτήν, η υποχρέωση εμβολιασμού θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα καθήκον κοινωνικής αλληλεγγύης κατά την έννοια του άρθρου 25 παρ. 4 Συντ., το οποίο το Κράτος δικαιούται και ενδεχομένως υποχρεούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες, με τις εύλογες εξαιρέσεις που δικαιολογούνται από ιατρικούς λόγους (βλ. Χ. Ανθόπουλος, Πανδημία, δικαίωμα στην υγεία και καθήκον αλληλεγγύης, ΕφημΔΔ 1/2020). Στην περίπτωση αυτήν η ελευθερία αυτοκαθορισμού του ατόμου σε θέματα της προσωπικής του υγείας υποχωρεί έναντι του συλλογικού δικαιώματος στην υγεία, δηλαδή στην ουσία έναντι του δικαιώματος στην υγεία των άλλων (πρβλ. στο ίδιο πνεύμα και την μόλις εκδοθείσα απόφαση 2387/2020 του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ). Η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού δεν μπορεί βέβαια να επιβληθεί με φυσικό καταναγκασμό αλλά μόνο με διοικητικές κυρώσεις , π.χ. με χρηματικό πρόστιμο ή με απαγόρευση πρόσβασης σε ορισμένους δημόσιους χώρους ή υπηρεσίες. Όλα αυτά μοιάζουν προς το παρόν κάπως θεωρητικά αφού τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχει προκριθεί η επιλογή της μη υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού. Μπορούν όμως να αποκτήσουν πρακτική σημασία αν αποδειχθεί ότι δεν αρκεί η απλή σύσταση για υποβολή σε εμβολιασμό.
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ”, όπου δημοσιεύτηκε την Κυριακή 6-12-2020
Οι γεωπολιτικές συνέπειες του BREXIT στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ολοκλήρωση: απόπειρα ενός αποσυμβολισμού;
Με το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016, οι Βρετανοί πολίτες αποφάσισαν με οριακή πλειοψηφία υπέρ της αποχώρισής τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το ως ανωτέρω δημοψήφισμα αμέσως χαρακτηρίστηκε ως ένα γεωπολιτικό φαινόμενο παρόμοιας σημασίας με την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την επανένωση της Γερμανίας αλλά και ως μια άνευ προηγουμένου χαρακτηριστική περίπτωση αλληλουχίας και αλληλεξάρτησης της εθνικής πολιτικής μιας χώρας με τη διεθνή πολιτική, τις προτεραιότητες και τις επιλογές του. Ποια η θέση του Brexit στο ιστορικό γίγνεσθαι της Ένωσης και πως συνδέεται με την αντίληψη περί ενοποιητικής διαδικασίας κατά το μοντέλο του Walter Hallstein; Συνιστούσε το Ηνωμένο Βασίλειο περισσότερο έναν «Awkward Partner» ή έναν Εξισορροπιστή εντός της Ένωσης; Ποιες οι συνέπειες του Brexit έναντι της Αρχής του Κράτους Δικαίου εντός της Ένωσης και πως επηρεάζεται η γεωπολιτική ισορροπία του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος; Μεταβάλλεται το κανονιστικό εύρος της «Dauerverpflichtung» του άρθρου 34 παρ.2 ΣΕΕ και ποια η θέση της Ευρώπης στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ μετά τη θραύσης της τριαρχίας «Γαλλία – Γερμανία – Ηνωμένο Βασίλειο»; Σε επίπεδο ασφαλείας και άμυνας, δύναται να ισχυριστεί κανείς ότι με την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου η Ένωση εμφανίζεται ως ένα συμπαγές και ενοποιημένο σύνολο;
Το άρθρο δημοσιεύτηκε και στο περιοδικό Δημόσιο Δίκαιο, τεύχος 3-4/2020
Χ. Τσιλιώτης, Η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου απο την Ευρωπαϊκή Ένωση (BREXIT) (Πρόλογος Ε. Βενιζέλου), εκδ. Σάκκουλα 2020
Το βιβλίο παρουσιάζει τις ιστορικές αιτίες και την διαδρομή του Brexit κυρίως από το ιστορικό δημοψήφισμα της 23 Ιουνίου 2016 μέχρι και την 1 Φεβρουαρίου 2020, ημερομηνία της επίσημης αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μέσα από την παρουσίαση των δραματικών γεγονότων της διαδικασίας αποχώρησης που πολλές φορές προσέλαβαν την μορφή πολιτικού και ιστορικού θρίλερ, το βιβλίο επικεντρώνεται και αναλύει τα συνταγματικά ζητήματα που ανέκυψαν τόσο σε επίπεδο ΕΕ όσο και σε επίπεδο Ηνωμένου Βασιλείου.
Για να γίνουν νομικά πιο κατανοητά τα ζητήματα αυτά, παρουσιάζεται πρώτα το νομικό τους πλαίσιο και η εφαρμογή του καθ’ όλη την διαδικασία αποχώρησης. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται από πλευράς Ενωσιακού Συνταγματικού Δικαίου στην ερμηνεία του άρθρου 50 Συνθήκης ΕΕ και της νεοπαγούς ρήτρας αποχώρησης που αυτό περιέχει μετά την αναθεώρησή του με την Συνθήκη της Λισαβώνας και την πρωτόλεια εφαρμογή του στην διαδικασία του Brexit, γεγονός που οπωσδήποτε δυσκόλεψε τις περιστάσεις.
Από πλευράς βρετανικού Συνταγματικού Δικαίου παρουσιάζονται οι βασικές έννοιες και αρχές του βρετανικού πολιτεύματος, η αρχή της κοινοβουλευτικής κυριαρχίας, το βασιλικό προνόμιο, η αρχή της κοινοβουλευτικής ευθύνης της Κυβέρνησης, η αντιπροσωπευτική αρχή και το δημοψήφισμα ως νεοπαγής θεσμός του βρετανικού Συντάγματος, που απασχόλησαν κατά κόρον τις δύο πολύ σημαντικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου του ΗΒ στις υποθέσεις Miller (No 1) και Cherry/Miller (No 2), οι οποίες χαρακτηρίστηκαν, ιδίως η πρώτη, ως οι «αποφάσεις του αιώνα» στο ΗΒ και παρουσιάζονται εκτενώς.
Το βιβλίο κλείνει εν είδη επιλόγου με το πολιτικό αποτύπωμα της αποχώρησης τόσο στο ΗΒ όσο και στην ΕΕ.
Ψηφιακή ελεύθερη έκφραση – Κράτος, Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης & Μηχανές Αναζήτησης μεταξύ ιδιωτικοποίησης του ελέγχου & ελέγχου του ιδιώτη, Νομική Βιβλιοθήκη 2020
Το έργο «Ψηφιακή Ελεύθερη Έκφραση» προσεγγίζει την εξέλιξη του δικαιώματος στην ελευθερία του λόγου και του τύπου που διαμορφώνεται στο ψηφιακό και διαδικτυακό περιβάλλον, υπό την επίδραση της ευρωπαϊκής και αμερικανικής έννομης τάξης. Το έργο περιλαμβάνει τους μετασχηματισμούς των βασικών εννοιών της ελεύθερης έκφρασης στο διαδίκτυο, τη λειτουργία και επίδραση των μηχανών αναζήτησης στην διαμόρφωση της δημόσιας σφαίρας, την ανάπτυξη και επιρροή του φαινομένου των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην εκφορά του λόγου, και τους νέους προβληματισμούς σχετικά με την ανάπτυξη της ψηφιακής αγοράς των ιδεών. Απευθύνεται τόσο στον νομικό της πράξης, δικηγόρο ή δικαστή, όσο και στον κλάδο της ενημέρωσης και της πληροφορικής.
Το νομοσχέδιο για τις προσλήψεις και η στρεβλή αντίληψη περί «αξιοκρατίας»
Το κυβερνητικό νομοσχέδιο για τις προσλήψεις προβάλλεται πανηγυρικά ως μείζων μεταρρύθμιση που φιλοδοξεί ομολογημένα να υποκαταστήσει πλήρως το «Νόμο Πεπονή», αυτό το εμβληματικό νομοθέτημα της ύστερης μεταπολίτευσης που έθεσε τις βάσεις για τη συνταγματική κατοχύρωση των αρχών της αξιοκρατίας, της αντικειμενικότητας και της διαφάνειας στις προσλήψεις του Δημοσίου (Παπατόλιας 2019α, 245-279 και ΣτΕ Ολομ. 527/2015). Βεβαίως, η ανάγκη για μια σοβαρή μεταρρύθμιση στο σύστημα των προσλήψεων αναγνωρίζεται από πολλές πλευρές, οι οποίες συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι το ισχύον πλαίσιο αδυνατεί πλέον να ανταποκριθεί στις σύγχρονες απαιτήσεις της αξιοκρατικής στελέχωσης του Δημοσίου, καθώς απηχεί αντιλήψεις και προτεραιότητες μιας άλλης εποχής (Χρυσανθάκης 2010 377 επ, Σπανού 2011, 51 επ και Μακρυδημήτρης 2018, 110 επ). Το αρχικό μεταρρυθμιστικό νομοθέτημα (Ν.2190/94), άλλωστε, γεννήθηκε σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό και θεσμικό περιβάλλον, όπου κυριαρχούσε το γνωστό «σύστημα των μορίων» του Ν.1320/1983, με τα ομοιόμορφα και προκαθορισμένα κριτήρια επιλογής που αποτυπώνονταν μαθηματικά σε «μόρια» που συγκέντρωνε ο κάθε υποψήφιος. Ο έντονα τυπικός χαρακτήρας της μοριοδότησης, σε συνδυασμό με την απουσία κάθε μορφής ουσιαστικής αξιολόγησης (δεξιοτήτων ή προσωπικότητας), επικρίθηκε από μέρος του επιστημονικού κόσμου ως αυθαίρετη, ισοπεδωτική και αναξιοκρατική μεταχείριση, ενώ η καθιέρωση κοινωνικών κριτηρίων για την κάλυψη συγκεκριμένων θέσεων χαρακτηρίστηκε ως «θεσμοποιημένη μεροληψία» που εξομοίωνε αθέμιτα τη διοικητική στελέχωση με την άσκηση κοινωνικής πολιτικής υπέρ των ασθενέστερων κατηγοριών (Σπανού 1995,83, Χρυσανθάκης 1995, 95-97, Κοιμτζόγλου 2003, 108).
O Ν.2190/1994, παρότι θεσπίστηκε για να εκσυγχρονίσει και να αναρρυθμίσει αξιοκρατικά το καθεστώς των προσλήψεων, διατήρησε στην πραγματικότητα πολλά στοιχεία του προισχύοντος πλαισίου. Έτσι, ενώ τυπικά καθιέρωνε το διαγωνισμό ως «κανόνα» για την επιλογή του προσωπικού, η πρακτική εφαρμογή του κατέληγε να αποδίδει μεγαλύτερη βαρύτητα στην «εξαίρεση» υπέρ ενός συστήματος «αυτόματης επιλογής» (Μαυρομούστακου 2016, 54-83), όπου τα κριτήρια για τον καθορισμό της σειράς προτεραιότητας αποτελούσαν προέκταση του «συστήματος των μορίων». Στο αναθεωρημένο μάλιστα Σύνταγμα του 2001 τα «προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια» της «αυτόματης επιλογής», τα οποία παρέπεμπαν περισσότερο σε «αδιάβλητες διαδικασίες» παρά σε απόδειξη της «προσωπικής αξίας» (Παπακωνσταντίνου 2007, 234 επ), καθιερώθηκαν ως ισότιμος τρόπος επιλογής με τον πανελλήνιο διαγωνισμό (Παπαδοπούλου 2002, 97-100), που εξ ορισμού θεωρούνταν ως η πιο συμβατή μέθοδος με την αξιοκρατική λογική, υπό τον όρο ότι διασφαλίζεται η ίση πρόσβαση των υποψηφίων σε αυτόν. Η «αυτόματη επιλογή», με τη σειρά της, παρότι επικρινόταν ότι παραγνώριζε τα ουσιαστικά προσόντα των υποψηφίων στο όνομα μιας αντιπαραγωγικής εξισωτικής ομοιομορφίας, συνέχισε να θεωρείται ως η πιο αξιόπιστη και η λιγότερο κοστοβόρα από διοικητικο-οικονομική σκοπιά εγγύηση έναντι της επαπειλούμενης κομματικής ανάμειξης στις προσλήψεις. Η έμφαση στη διασφάλιση της αντικειμενικότητας, της διαφάνειας και της αμεροληψίας είχε ως συνέπεια η «αξιοκρατία» να εξομοιωθεί σταδιακά με τη μοριοδότηση τυπικών προσόντων και την τυποποίηση των διαδικασιών επιλογής (Σπανού 2011, 54-55 και Μαυρομούστακου 2016, 83) .
Εκείνο, ωστόσο, που δείχνουν να αγνοούν οι σημερινές κυβερνητικές εξαγγελίες, που προβάλλουν πανηγυρικά την «επιστροφή» της αξιοκρατίας λόγω γενίκευσης του πανελλήνιου διαγωνισμού, είναι ότι τόσο ο διαγωνισμός όσο και η αυτόματη επιλογή επικρίνονταν για τον ίδιο ακριβώς λόγο: ότι είχαν εφαρμοστεί κατά τρόπο μηχανιστικό, ισοπεδωτικό και αναξιοκρατικό, καθόσον δεν αποτιμούσαν τις ουσιαστικές «ικανότητες» του υποψηφίου και δεν αξιοποιούσαν τα πορίσματα της διοικητικής ή οργανωσιακής ψυχολογίας. Η κριτική, με άλλα λόγια, που ισχύει και σήμερα στο ακέραιο, ήταν ότι με την άκρατη τυποποίηση της διαδικασίας επιλογής -είτε του διαγωνισμού είτε της σειράς προτεραιότητας με «αυτόματη επιλογή»- θυσιάζονται οι προσωπικές ικανότητες και οι πραγματικές δεξιότητες των υποψηφίων στο όνομα της τυπικής ισότητας και της ταχύτητας της επιλογής (Μακρυδημήτρης 2018, 113-115 και Παπατόλιας 2019α 301-337). Ως απάντηση στην κριτική αυτή για απρόσφορους και αφυδατωμένους διαγωνισμούς αναδύθηκε η σύγχρονη τάση «επαγγελματικοποίησης» των εξεταστικών δοκιμασιών με την εισαγωγή νέων μεθόδων διάγνωσης των ικανοτήτων που συσχετίζουν το επαγγελματικό περίγραμμα της θέσης με την «καταλληλότητα» του κάθε υποψηφίου να ασκεί συγκεκριμένα διοικητικά καθήκοντα, συμβάλλοντας στη συνολική αποδοτικότητα του συστήματος. Η στροφή στην αξιολόγηση των ουσιαστικών προσόντων συνδέθηκε στη σύγχρονη διεθνή πρακτική με καινοτόμες μεθόδους επιλογής (Παπατόλιας 2019α, 334-357), όπως τα τεστ αριθμητικού συλλογισμού ή οι δοκιμασίες «ανίχνευσης ικανοτήτων» που εφαρμόζονται ήδη στο ιδιωτικό μάνατζμεντ με μεγάλη επιτυχία. Τα ποικίλα τεστ επιλογής «νέας γενιάς» κατάφεραν, έτσι, να εμπλουτίσουν τα παραδοσιακά και απαξιωμένα «τεστ IQ» με τα σύγχρονα «τεστ ικανότητας και κλίσης», τα «τεστ γενικής πνευματικής ικανότητας», τα «τεστ καταστάσεων», τα αμφιλεγόμενα «τεστ προσωπικότητας», καθώς και τα «τεστ απόδοσης» των υποψηφίων, με «δείγμα έργου», παρόμοιου ή πανομοιότυπου με εκείνο που θα επιτελούν εάν προσληφθούν. Δεδομένου ότι οι κυβερνήσεις και οι σχεδιαστές των δημόσιων πολιτικών διαθέτουν, πλέον, ένα ευρύτατο πεδίο διακριτικής ευχέρειας ως προς την επιλογή μεθόδων πρόσληψης, κάθε σοβαρό μεταρρυθμιστικό σχέδιο οφείλει να διευκρινίζει ποιες μεθόδους προκρίνει και για ποιο λόγο, καθώς και να τις αντιστοιχεί με τις ανάγκες επιλογής κάθε συγκεκριμένης κατηγορίας προκηρυσσόμενων θέσεων. Δυστυχώς, το υπό εξέταση νομοσχέδιο, παρά τις ρητορικές διαβεβαιώσεις περί «ενίσχυσης της αξιοκρατίας», δεν φαίνεται να καλύπτει καμία από τις προϋποθέσεις μιας σύγχρονης αποτίμησης της «καταλληλότητας», καθώς ούτε άξιες λόγου καινοτομίες επιλογής εισάγει ούτε σοβαρές θεσμικές αλλαγές δρομολογεί για την αξιοκρατική αναρρύθμιση των προσλήψεων.
Ειδικότερα, το νομοσχέδιο επισύρει τις ακόλουθες επτά κριτικές παρατηρήσεις:
- Όσο κι αν πασχίσει κανείς, δεν θα διακρίνει κάποια ουσιαστική καινοτομία όσον αφορά το γραπτό διαγωνισμό, που να δικαιολογεί μεγαλοστομίες περί «αναμόρφωσης» ή έστω σημαίνουσας «βελτιωτικής μετεξέλιξης» του συστήματος των προσλήψεων. Δεδομένου ότι η διαδικασία του πανελλήνιου γραπτού θεσπιζόταν ήδη στην πρώτη μορφή του «Νόμου Πεπονή» ως ο βασικός τρόπος επιλογής του προσωπικού, η μόνη ουσιαστική διαφοροποίηση του νομοσχεδίου είναι ότι πλέον αυτός προτείνεται ως κύρια μέθοδος επιλογής για όλες τις ειδικότητες, αδιακρίτως εκπαιδευτικής κατηγορίας ή ειδικών προσόντων. Η δε ειδική γραπτή δοκιμασία επ’ ουδενί δεν συνιστά «καινοτομία» ή «μεταρρύθμιση», καθώς η σχετική πρόβλεψη εντοπίζεται ήδη στο Ν.3051/2002, ο οποίος εμπλούτισε την «αυτόματη επιλογή» με τα «τεστ» που διενεργούσε το ΑΣΕΠ ανά τακτά χρονικά διαστήματα για να εξακριβώσει τις γενικότερες γνώσεις και πρακτικές δεξιότητες των υποψηφίων (αριθμητικές, αναλυτικές, λεκτικές, αντιληπτικές, κριτικές). Παρά τις φιλόδοξες εξαγγελίες ότι οι η εξέταση των γνώσεων και των δεξιοτήτων θα καλύψει την παράμετρο της διάγνωσης της «καταλληλότητας» των υποψηφίων και των συναφών με τη θέση προσόντων τους, οι προβλέψεις για την οργάνωση της όλης διαδικασίας δεν φανερώνουν καμία ουσιώδη απομάκρυνση από το ισχύον «παραδοσιακό» εξεταστικό σύστημα (μέθοδοι ερωτήσεων πολλαπλών επιλογών ή ανάπτυξης κειμένου), ενώ πουθενά δεν εντοπίζονται οι «καλές πρακτικές» του εξωτερικού ή οι σύγχρονες τεχνικές αξιολόγησης των ουσιαστικών ικανοτήτων, που θα διόρθωναν τις διαπιστωμένες αδυναμίες του διαγωνισμού.
- Το γεγονός ότι η μέθοδος του διαγωνισμού προβάλλεται ως η αποκλειστική μέθοδος επιλογής παραβλέπει τη μέχρι σήμερα πλούσια εμπειρία από τις σχετικές διαδικασίες πανελλήνιου διαγωνισμού και ειδικότερα τις αυξημένες οικονομικές και χρονικές απαιτήσεις για την ολοκλήρωσή τους, οι οποίες καθιστούσαν πρακτικά ανέφικτη τη διεξαγωγή του σε ετήσια βάση. Αν μάλιστα οι υπερβάσεις σε επίπεδο οικονομικού και διοικητικού κόστους δικαιολογούνται σήμερα ενόψει της επιδίωξης για «περισσότερη αξιοκρατία», δεν μπορεί να αγνοηθεί το ενδεχόμενο της αδυναμίας της διεξαγωγής του για πιεστικούς δημοσιονομικούς ή οργανωτικούς λόγους. Χωρίς συγκεκριμένη πρόβλεψη ότι η «αυτόματη επιλογή» θα αποτελεί την «εφεδρική» ή «εναλλακτική» μέθοδο για την κάλυψη των αναγκών του Δημοσίου, ο κίνδυνος παράκαμψης των διαδικασιών του ΑΣΕΠ και των εγγυήσεων διαφάνειας και αξιοκρατίας αυξάνει ανησυχητικά.
Επιπλέον, από τη μέχρι σήμερα διεξαγωγή γραπτών διαγωνισμών προκύπτει ότι το κόστος και ο χρόνος που απαιτήθηκαν για να καλυφθούν οι θέσεις διοικητικών ειδικοτήτων με γραπτό διαγωνισμό ήταν δυσανάλογοι σε σχέση με τους αντίστοιχους ρυθμούς στελέχωσης με σειρά προτεραιότητας, με αμφίβολο μάλιστα «αξιοκρατικό» όφελος εξαιτίας των τυποποιημένων και απαρχαιωμένων εξεταστικών διαδικασιών που μόνο τα ουσιαστικά προσόντα δεν επετύγχαναν να διαγνώσουν… Οι αδυναμίες αυτές αναγνωρίστηκαν, άλλωστε, δημόσια από το νομοθέτη του 2002 (Ν.3051/2002), που θεώρησε προσφορότερο και αποδοτικότερο για το Δημόσιο, οι διοικητικές θέσεις να καλύπτονται με σειρά προτεραιότητας και όχι με πανελλήνιο διαγωνισμό.
Άλλως ειπείν, η προσφυγή αδιακρίτως στην μέθοδο του «παραδοσιακού διαγωνισμού» για την επιλογή του πάσης φύσης προσωπικού του Δημοσίου όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων (πλην υποχρεωτικής εκπαίδευσης) γεννά σοβαρές επιφυλάξεις και για το αν επιτρέπει την ουσιαστική αξιολόγηση της «καταλληλότητας» των υποψηφίων και για το αν υπηρετεί τη δίκαιη και αξιοκρατική μεταχείρισή τους. Εξίσου έντονα ερωτηματικά εγείρει και η επιλογή του διαγωνισμού για τη στελέχωση μη διοικητικών ειδικοτήτων της κατηγορίας ΔΕ (όπως πληρώματα ασθενοφόρων ΕΚΑΒ, νοσηλευτές, οδηγοί), όταν η διεθνής «καλή πρακτική» επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά σε «πρακτικές δοκιμασίες» για την επιλογή του εν γένει βοηθητικού ή τεχνικού προσωπικού και απορρίπτει τις γενικού τύπου εξετάσεις. Εάν ληφθεί, μάλιστα, υπόψη ότι στην κατηγορία ΔΕ σε θέσεις χαμηλής ειδίκευσης εμφανίζονται κυρίως υποψήφιοι μεγαλύτερης ηλικίας, φαντάζει εντελώς αδικαιολόγητη η υποβολή τους σε μια διαγωνιστική διαδικασία, η οποία, σε συνδυασμό με την αγνόηση της επαγγελματικής τους διαδρομής, μειώνει δραματικά τις πιθανότητες επιλογής τους.
- Μείζονα αλλαγή σε σχέση με το ισχύον σύστημα συνιστά η επιλογή της υποβάθμισης των ακαδημαϊκών κριτηρίων, η οποία κινείται σε προδήλως εσφαλμένη κατεύθυνση. Το ότι η αρχή της αξιοκρατίας επιτάσσει να υποχωρούν τα τυπικά-αντικειμενικά κριτήρια έναντι της διάγνωσης των ουσιαστικών ικανοτήτων των υποψηφίων, δεν συνεπάγεται με κανένα τρόπο την περιθωριοποίηση των ακαδημαϊκών τίτλων. Παράλληλα, η μοριοδότηση των διδακτορικών ανεξαρτήτως της συνάφειάς τους με τα καθήκοντα της θέσης αφενός μεν αντιβαίνει στη διακηρυγμένη αναζήτηση της «καταλληλότητας», υπό την έννοια της «λειτουργικής εξειδίκευσης» των προσόντων, αφετέρου δε η επιλεκτική συνεκτίμησή της αποκλειστικά στα μεταπτυχιακά, οδηγεί σε κραυγαλέες αντιφάσεις και τραγελαφικές καταστάσεις, όπου θα μοριοδοτείται με μεγαλύτερη βαθμολογία υποψήφιος με άσχετο θεματικά διδακτορικό τίτλο από εκείνους που θα διαθέτουν μεταπτυχιακό συναφή με τα διοικητικά καθήκοντα… Μόνο μια στρεβλή αντίληψη περί αξιοκρατίας θα επέβαλλε μια τέτοια ισοπέδωση των ακαδημαϊκών κριτηρίων, καθώς είναι απολύτως έωλος ο ισχυρισμός ότι η γνωστική καταλληλότητα προκύπτει μονομερώς μέσα από μια φορμαλιστική στιγμιαία εξέταση σε ένα γραπτό διαγωνισμό αλλά όχι μέσα από συναφείς με τα διοικητικά καθήκοντα διδακτορικούς τίτλους. Το ίδιο ισχύει και για την έλλειψη μοριοδότησης της γνώσης ξένης γλώσσας που καταργείται εντελώς, ενισχύοντας τους αρνητικούς συμβολισμούς για τη γλωσσομάθεια των δημοσίων υπαλλήλων.
- Ακόμη πιο αυθαίρετη και προβληματική από αξιοκρατική σκοπιά είναι η απάλειψη της επαγγελματικής εμπειρίας ως κριτηρίου προσαύξησης της βαθμολογίας των υποψηφίων, γεγονός που στερεί το σύστημα επιλογής από κάθε εύλογη ισορροπία μεταξύ της διάγνωσης του γνωστικού υποβάθρου και της πιστοποίησης των επαγγελματικών δεξιοτήτων ενός υποψηφίου. Η αρνητική εμπειρία από την αδυναμία σαφούς ποσοτικοποίησης στη μοριοδότηση της επαγγελματικής εμπειρίας οδηγεί παραδόξως στην πλήρη απαξίωση της πορείας του υποψηφίου έως την στιγμή του διαγωνισμού. Η δε εκτίμηση ότι οι γνωστικές δοκιμασίες θα έχουν και «επαγγελματικό πρόσημο», που θα επιτρέπει συγχρόνως την «κεφαλαιοποίηση» της πολυετούς προϋπηρεσίας (Χαραλαμπογιάννη 2020), δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική, δεδομένης της υφιστάμενης μορφής των εξεταστικών δοκιμασιών…
Πέρα από λειτουργικά και επιχειρησιακά ατελέσφορη, η μη προσμέτρηση της εμπειρίας είναι και καταφανώς άδικη, ιδίως στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία της κρίσης που ωθεί συνεχώς αυξανόμενο αριθμό υποψηφίων μεγαλύτερης ηλικίας στην αναζήτηση θέσεων απασχόλησης στο Δημόσιο, ανεξαρτήτως εκπαιδευτικής βαθμίδας. Πρέπει, επομένως, να αναδειχθεί στο δημόσιο διάλογο ότι η καλλιέργεια προσδοκιών επιτυχίας στις νεότερες ηλικίες χάνει το θεμιτό χαρακτήρα της (Μολύβας 2018, 157-233) εάν συνοδεύεται από συνθήκες «κοινωνικού δαρβινισμού» για τους αρχαιότερους και εμπειρότερους, που αποδεικνύονται πιο ευάλωτοι στην κρίση (Παπατόλιας 2020).
Παράλληλα, είναι κρίσιμο να επισημανθεί ότι η αποκλειστική μέριμνα για την επιτάχυνση των διαδικασιών επιλογής και τη διευκόλυνση της κατάταξης των υποψηφίων, τη στιγμή που δεν αξιοποιείται καμία σύγχρονη τεχνική για τη διάγνωση των επαγγελματικών δεξιοτήτων και της «εργασιακής αποτελεσματικότητας», απέχει πόρρω από το αξιοκρατικό ιδεώδες υπό κάθε δυνατή εκδοχή του της (Μολύβας 2018,17-37 και Παπατόλιας 2019β, 470 επ). Τούτο διότι η πρόβλεψη μιας ισοπεδωτικής ή καταφανώς άδικης αντιμετώπισης, που ακυρώνει κρίσιμα στοιχεία της «προσωπικής αξίας» για λόγους αυτοματοποίησης της αξιολόγησης και διασφάλισης της ταχύτητας στην επιλογή, περισσότερο παραπέμπει σε έκτακτο καθεστώς στελέχωσης παρά σε παγιωμένες συνθήκες αξιοκρατίας…
Στο προτεινόμενο νομοσχέδιο, η επιδίωξη μιας σταθμισμένης μοριοδότησης των εκπαιδευτικών κριτηρίων (τίτλων σπουδών, ξένων γλωσσών) και της επαγγελματικής εμπειρίας, που θα επέτρεπε τη δημιουργική σύνθεση των διαφορετικών παραμέτρων της «προσωπικής αξίας», δείχνει να υποχωρεί άτακτα έναντι της πανάκειας ενός ατελούς και φορμαλιστικά δομημένου διαγωνισμού. Μια εύλογη διαβάθμιση της βαρύτητας της μοριοδότησης, σε ένα πιο ισορροπημένο και πολυπαραμετρικό σύστημα επιλογής είναι, επομένως, πιο αναγκαία από ποτέ. Θα τολμούσαμε, μάλιστα, να την ποσοτικοποιήσουμε ως εξής: το 65% ή το 70% της συνολικής βαθμολογίας να προκύπτει από την επίδοση των υποψηφίων στο γραπτό διαγωνισμό, το 20% ή το 15% από διαβαθμισμένα εκπαιδευτικά κριτήρια, το 10% από την πιστοποιημένη επαγγελματική προϋπηρεσία τους και το 5%, τέλος, από σταθμισμένα κοινωνικά κριτήρια για όσες ευάλωτες κατηγορίες δεν τοποθετούνται απευθείας στο Δημόσιο.
- Δεδομένου ότι οι προτεινόμενες γραπτές δοκιμασίες, τόσο για το γνωστικό σκέλος του διαγωνισμού όσο και για το «τεστ δεξιοτήτων», θα πραγματοποιούνται με τη μέθοδο του «multiple choice», ανακύπτει ο εξής διπλός κίνδυνος: πρώτον, της μεγάλης πιθανότητας τυχαίων επιλογών στις απαντήσεις, που ανατρέπει κάθε λογική διάγνωσης ουσιαστικών προσόντων και δεύτερον, της δημιουργίας μηχανισμού απαντήσεων και «τράπεζας θεμάτων» από τα κέντρα «διοικητικής παραπαιδείας», με παράλληλη αύξηση του κινδύνου διαρροής θεμάτων. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι οι γραπτοί διαγωνισμοί που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα, παρά τη σχετική απαγορευτική διάταξη, ανέδειξαν μία νέα μορφή «εκπαιδευτικής επιχειρηματικότητας», τα διαβόητα «φροντιστήρια γραπτών διαγωνισμών» του Δημοσίου. Η ενδεχόμενη καθιέρωση του διαγωνισμού ως μοναδικής μεθόδου επιλογής κινδυνεύει να οδηγήσει σε μία νέου τύπου ανισότητα ευκαιριών σε βάρος των λιγότερο εύπορων υποψηφίων, οι οποίοι δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν στο υψηλό κόστος της νέας αυτής παραπαιδείας. Μια τέτοια εξέλιξη θα είχε ως αποτέλεσμα να πληγεί στον πυρήνα της η αρχή της αξιοκρατίας, εάν η Πολιτεία δεν προβεί στις αναγκαίες θετικές ή αποκαταστατικές δράσεις. Έτσι, εάν κρίνεται πράγματι σκόπιμη η γενικευμένη προσφυγή στο διαγωνισμό, τότε είναι απολύτως επιβεβλημένη και η πρόβλεψη συγκεκριμένων «θετικών μέτρων» που θα εξουδετερώνουν τις κοινωνικές ανισότητες μεταξύ των υποψηφίων και θα περιορίζουν το ρόλο των φροντιστηρίων, ώστε να διασφαλίζεται η ουσιαστική ισότητα των ευκαιριών στην επιλογή. Τέτοια «θετικά μέτρα» εντοπίζονται στα γνωστά εργαλεία της παροχικής διοίκησης που αξιοποιούνται συστηματικά στις «καλές πρακτικές» των θεσμικά ανεπτυγμένων χωρών (πχ. Γαλλία), όπως οι θεσμοί των εκπαιδευτικών και επαγγελματικών υποτροφιών, η λειτουργία «προπαρασκευαστικών κέντρων» για δημόσιους διαγωνισμούς, η πρόσθετη στήριξη για συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, η ενίσχυση των θεσμών «μαθητείας» για απόκτηση της απαραίτητης επαγγελματικής εμπειρίας ή τα δημόσια κέντρα εκμάθησης ξένων γλωσσών.
- Η αύξηση της βαρύτητας των κριτηρίων επιλογής που παραπέμπουν ουσιαστικά στην αξιολόγηση της «συμπεριφοράς» των υποψηφίων, αν και κατ΄ ευφημισμό περιγράφονται ως «δοκιμασία εργασιακής αποτελεσματικότητας», προκαλεί ισχυρές επιφυλάξεις, παρότι απαλείφθηκε ο αρχικός χαρακτηρισμός περί «ψυχοτεχνικών» ή «ψυχομετρικών τεστ». Στο βαθμό που απουσιάζει κάθε σοβαρή και εξατομικευμένη διάγνωση των αρετών της καταλληλότητας, της συνεργασιμότητας ή της προσαρμοστικότητας, τα «τεστ δεξιοτήτων» και «εργασιακής αποτελεσματικότητας» δεν θυμίζουν σε τίποτα τα αξιόπιστα και διαδεδομένα στο εξωτερικό γενικά ή ειδικά «τεστ ικανότητας». Αντί να αντιστοιχούν στις προδιαγραφές της προς πλήρωση θέσης,το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να τυποποιούν και να αποπροσωποποιούν έτι περαιτέρω τις διαδικασίες επιλογής, καθιστώντας και αυτού του τύπου την αξιολόγηση άλλη μία αυτόματη, παθητική και ομοιόμορφη διαδικασία, χωρίς καμία συγκριτική διάσταση και με χαμηλή προβλεπτική εγκυρότητα. Τα εργαλεία αυτά εκτίθενται έτσι στη βασική μομφή που υποτίθεται ότι καλούνταν να θεραπεύσουν, ενώ δείχνουν να αγνοούν και τη συζήτηση που διεξάγεται διεθνώς για την προσαρμογή των εργαλείων διάγνωσης της συμπεριφοράς στις ανάγκες της κάθε πρόσληψης και για τη θεσμοθέτηση ισχυρών εγγυήσεων απέναντι στον κίνδυνο των αυθαίρετων αποκλεισμών. Σε αντίθεση με τα διεθνή ποιοτικά πρότυπα της συμπεριφορικής αξιολόγησης, η αόριστη περιγραφή της δοκιμασίας «εργασιακής αποτελεσματικότητας» και η αδυναμία της να ποσοτικοποιηθεί εκ των προτέρων, γεννά σημαντικά ερωτηματικά ως προς τον τρόπο εξειδίκευσης των σχετικών κριτηρίων, υπονομεύοντας εν τη γενέσει την εγκυρότητά της.
- Τέλος, ως προς τη σύνθεση της επιτροπής διεξαγωγής της διαγωνιστικής δοκιμασίας, είναι εντελώς προβληματική η πρόβλεψη για συμμετοχή εκπροσώπων του ιδιωτικού τομέα. Η μεταφορά των πρακτικών του ιδιωτικού τομέα στη στελέχωση του Δημοσίου όχι μόνο δεν συνάδει με τις διαφορετικές αξιακές προδιαγραφές των δημόσιων υπηρεσιών, αλλά δεν εξυπηρετεί και κανένα λειτουργικό σκοπό. Η παρουσία ιδιωτών «επαγγελματιών πρόσληψης» στις προφορικές εξετάσεις δεν συμβάλλει στη διάγνωση της «διοικητικής καταλληλότητας», καθώς αυτή δεν συναρτάται με τα εξατομικευμένα χαρακτηριστικά μιας θέσης, όπως στον ιδιωτικό τομέα, αλλά με ένα λειτουργικό σύνολο στην υπηρεσία του δημοσίου συμφέροντος, όπου ο υπάλληλος καλείται να ασκήσει περισσότερα και διαφοροποιημένα καθήκοντα που δεν είναι γνωστά εκ των προτέρων.
Εν κατακλείδι, το νομοσχέδιο απηχεί μια μάλλον προβληματική, εάν όχι στρεβλή, αντίληψη περί αξιοκρατίας, καθώς επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στην επιτάχυνση των διαδικασιών επιλογής και στη δημόσια προσφορά νέων ευκαιριών πρόσληψης που αποδεσμεύονται από απαιτητικές και εκλεπτυσμένες δοκιμασίες των ουσιαστικών προσόντων, παρά τις ρητορικά υπερχειλείς παραπομπές στην «καταλληλότητα». Η γενικευμένη προσφυγή στο διαγωνισμό, με αναφορά στο δοκιμασμένο ιδεολογικά πρότυπο των πανελληνίων εξετάσεων, καλλιεργεί, έτσι, προσδοκίες επιτυχίας σε όσους αισθάνονται ότι μεγαλώνουν οι πιθανότητές τους να εξασφαλίσουν μια «θέση στον ήλιο» είτε λόγω καλύτερης προετοιμασίας είτε από εύνοια της τύχης σε μια στιγμιαία διαδικασία σύγκρισης, κατά το γνωστό ποδοσφαιρικό αξίωμα «έντεκα εμείς, έντεκα κι αυτοί»… Εάν κάτι, λοιπόν, έρχεται δυναμικά στο προσκήνιο με το υπό κρίση νομοσχέδιο, αυτό δεν είναι η «στοχευμένη επιλογή» του διοικητικού προσωπικού, αλλά η «δημοκρατική υπόσχεση» της αξιοκρατίας: μια γνωστή και άκρως αποτελεσματική ιδεολογική λειτουργία παραγωγής κοινωνικών προσδοκιών (Χρυσανθάκης 2010, 378), οριστικά όμως αποξενωμένων από τις πραγματικές προϋποθέσεις των ίσων ευκαιριών, της δίκαιης μεταχείρισης των υποψηφίων και της ουσιαστικής αποτίμησης της «προσωπικής αξίας» τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Κοϊμτζόγλου, Ι. (2003), Η αρχή της αξιοκρατίας στο δημόσιο δίκαιο, Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή.
-Μακρυδημήτρης, Αντ. (2018), «Αξιοκρατία δεν είναι μόνο η αντικειμενικότητα», in Επιλογή Ανθρώπινου Δυναμικού στον Δημόσιο Τομέα: Νέες Τάσεις και Προκλήσεις, Πρακτικά 1ου Διεθνούς Συνεδρίου ΑΣΕΠ, 11-2017, σ.110 επ..
-Μαυρομούστακου, Η. (2016), Αξιολόγηση δημοσίων υπαλλήλων. Πρόσληψη και υπηρεσιακή εξέλιξη, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα.
-Μολύβας, Γρ. (2018), Αξιοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη, Πόλις, Αθήνα.
-Παπατόλιας, Απ. (2019α), Η αξιοκρατία ως αρχή και ως δικαίωμα. Θεωρητικές καταβολές, συνταγματική θεμελίωση και θεσμική πρακτική, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2019, σελ. 428.
-Παπατόλιας, Απ. (2019β), Οι μεταμορφώσεις της αξιοκρατίας. Από τον πρώιμο φιλελευθερισμό στη ρωλσιανή σύνθεση, ΕφΔΔ-4, 2019, σελ. 470 – 495.
-Παπατόλιας, Απ. (2020), «Αξιοκρατία και προσλήψεις. Μέρος 1ο: Η “αλληλέγγυα” αξιοκρατία», ΕφΣυν, 23 -11- 2020
-Παπαδοπούλου, Ολ. (2002), «Η δημόσια υπαλληλία: Η τροποποίηση του άρθρου 103 στην αναθεώρηση του Συντάγματος» in Αντ. Μακρυδημήτρης – Ολ. Ζύγουρα (επιμ.), Η Διοίκηση και το Σύνταγμα. Η αναθεώρηση του Συντάγματος και η εκτελεστική εξουσία, Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή.
-Παπακωνσταντίνου, Α. (2007), «Η συνταγματική αρχή της αξιοκρατίας και το νέο σύστημα επιλογής προϊσταμένων οργανικών μονάδων του Δημοσίου» Εφημ.Δ.Δ., 2007, σ.234 επ..
-Σπανού, Κ. (1995), «Σε αναζήτηση του εκσυγχρονισμού: οι πολιτικές προσλήψεων στο Δημόσιο και οι μεταρρυθμίσεις τους» in Αντ. Μακρυδημήτρης (επιμ.), Προβλήματα διοικητικής μεταρρύθμισης, Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, σ.65 επ.
-Σπανού, Κ. (2011), «Η αναμόρφωση του συστήματος προσλήψεων. Παλιές προκλήσεις και νέες απαντήσεις» in Χ. Χρυσανθάκης (πρόλ.-επιμ.), Η πρόσφατη διοικητική μεταρρύθμιση. Αναδιάρθρωση της Κεντρικής Διοίκησης και σύστημα προσλήψεων – Νομικές, συστηματικές και οργανωτικές διαστάσεις, σ.51 επ.
Χαραλαμπογιάννη, Β. (2020), «Μεταρρύθμιση ΑΣΕΠ, ενίσχυση της αξιοκρατίας», «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 22-11-2020.
-Χρυσανθάκης, Χ. (1995), «Τα κριτήρια στελέχωσης των θέσεων της Δημόσιας Διοίκησης», in Αντ. Μακρυδημήτρης (επιμ.), Προβλήματα διοικητικής μεταρρύθμισης, Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, σ.95 επ.
-Χρυσανθάκης, Χ. (2010), «Οι προσλήψεις και πάλι στην επικαιρότητα: ο Ν.3812/2009», ΘΠΔΔ4/2010, σ.377 επ.
Ντίνος Ρόβλιας / Κώστας Σταφυλοπάτης, «Η Διαιτησία» των Δικηγόρων, Νομική Βιβλιοθήκη 2020
Το έργο «Η Διαιτησία» των Δικηγόρων των Ντίνου Ρόβλια και Κώστα Σταφυλοπάτη πραγματεύεται τον θεσμό της Διαιτησίας υπό την θεωρητική του προσέγγιση, αλλά και μέσα από τα νομοθετικά κείμενα και τη νομολογία, ταξινομημένη κατ’ άρθρο.
Τα κεφάλαια του έργου περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων: τις διατάξεις περί Διαιτησίας του ΚΠολΔ και του ΑΚ, ειδικές διατάξεις όταν διαιτητές είναι δικαστικοί λειτουργοί και κύριο προσωπικό του ΝΣΚ, τη Διαιτησία στα δημόσια έργα, τη Διεθνή Εμπορική Διαιτησία, τη Σύμβαση της Ν. Υόρκης του 1958, τη Διαιτησία του ΤΕΕ, τη Διαιτησία κατά τους κανόνες του ICC και την εξωδικαστική επίλυση διαφορών μέσω DAB. Το έργο απευθύνεται σε όλους τους εμπλεκόμενους στη διαδικασία της διαιτησίας (διαιτητές, δικηγόρους, διαδίκους, γραμματείς).