Η απόφαση 858/2020 του Αρείου Πάγου (Στ΄ Ποινικό Τμήμα) είναι αναμφίβολα μια εξαιρετικά σημαντική απόφαση. Όχι μόνον διότι υιοθετεί μια ορθή και ισορροπημένη ερμηνευτική προσέγγιση του αντιρατσιστικού νόμου (4285/2014), αλλά και διότι χαρακτηρίζεται από έναν διπλό κρίσιμο συμβολισμό: αφ’ενός μεν σηματοδοτώντας μια αξιοσημείωτη αποστασιοποίηση του Αρείου Πάγου –και γενικότερα της πολιτικής δικαιοσύνης– από την παραδοσιακά μεροληπτική στάση τους υπέρ της επίσημης Εκκλησίας και αφ’ετέρου αναδεικνύοντας, έμμεσα πλην σαφώς, την ιδιαίτερη σημασία του δικαιώματος στην διαφορετικότητα στο πλαίσιο της ισχύουσας έννομης τάξης. Ειδικότερα:
- Με την απόφαση αυτήν απορρίφθηκε η αναίρεση του τ. μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιου –με εξαίρεση την ποινή που είχε επιβληθεί με βάση λιγότερο επιεική και ήδη καταργηθέντα νόμο- και έτσι παρέμεινε ισχυρή η καταδίκη του, με βάση τον αντιρατσιστικό νόμο, για έναν οχετό μισαλλόδοξων και εχθροπαθών επιθέσεων που είχε εξαπολύσει εναντίον των ομοφυλόφιλων καθώς και (δευτερευόντως) των πολιτικών που υιοθετούν τα αιτήματά τους για το σύμφωνο συμβίωσης. Συγκεκριμένα ο εν λόγω ιερωμένος, στις 4 Δεκεμβρίου 2015 –κατά τη διάρκεια της συζήτησης του νομοσχεδίου για το σύμφωνο συμβίωσης– δημοσίευσε στο προσωπικό του ιστολόγιο άρθρο με τον αποκαλυπτικό τίτλο «Αποβράσματα της κοινωνίας σήκωσαν κεφάλι! Ας μιλήσουμε έξω από τα δόντια φτύστε τους!». Το κείμενο του άρθρου ήταν ακόμη χειρότερο από τον τίτλο, καθώς περιείχε, μεταξύ άλλων, και τα εξής χριστιανικότατα:
«Μην τους πλησιάζετε! Μην τους ακούτε! Μην τους εμπιστεύεσθε! Είναι οι κολασμένοι της κοινωνίας! Δεν μπορούν κάποιοι ξεφτιλισμένοι να υπερασπίζονται δημοσίως τα πάθη της ψυχής τους!» […] «Ε λοιπόν αυτούς τους ξεφτιλισμένους, φτύστε τους! Αποδοκιμάστε τους! Είναι εκτρώματα της φύσεως! Ψυχικά και πνευματικά πάσχουν! Είναι άτομα με διανοητική διαταραχή! Δυστυχώς αυτοί είναι τρις-χειρότεροι και πολύ πιο επικίνδυνοι από κάποιους, που ζουν στα τρελλοκομεία!» […] «Μη διστάζετε, λοιπόν! Όταν και όπου τους συναντάτε, φτύστε τους! Μην τους αφήνετε να σηκώνουν κεφάλι! Είναι επικίνδυνοι! Η Εκκλησία μας προσεύχεται γι’ αυτούς ως εξής: «Εκλείποιεν αμαρτωλοί από της γης και άνομοι, ώστε μη υπάρχειν αυτούς» (Ψαλμός 103). Δηλ. Ας εξαφανισθούν από την γη όλοι οι αμαρτωλοί και όλοι οι άνομοι, ώστε να μην υπάρχουν! Στον αγύριστο να πάνε όλοι αυτοί οι Καταραμένοι!».
Εναντίον του υποβλήθηκε –ευλόγως– μήνυση για κατάχρηση εκκλησιαστικού αξιώματος, σύμφωνα με το άρθρο 196 ΠΚ (: «Ο θρησκευτικός λειτουργός που κατά την ενάσκηση των έργων του ή δημόσια και με την ιδιότητά του προκαλεί ή διεγείρει τους πολίτες σε εχθροπάθεια κατά της πολιτειακής εξουσίας ή άλλων πολιτών τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών» αλλά και σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν 4285/2014 για δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους (: «Όποιος με πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή δια του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου ή την αναπηρία, κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων, τιμωρείται με φυλάκιση τριών (3) μηνών έως τριών (3) ετών και με χρηματική ποινή πέντε έως είκοσι χιλιάδων (5.000 − 20.000) ευρώ».
Την υπόθεση εκδίκασε το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αιγίου (απόφαση 322/2018), το οποίο αθώωσε τον τ. μητροπολίτη, αντιπαρερχόμενο προκλητικά το ζήτημα της επήρειας και των συνεπειών που θα μπορούσαν να έχουν οι ως άνω –έμπλεες μίσους– εκφράσεις κατά των ομοφυλόφιλων και αποφαινόμενο, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι το όλο κείμενο, με τους συγκεκριμένους ανεκδιήγητους χαρακτηρισμούς του, απευθυνόταν αποκλειστικά και μόνον στους πολιτικούς που είχαν ταχθεί υπέρ του συμφώνου συμβίωσης και ότι, ως εκ τούτου, συνιστούσε θεμιτή –έστω και ακραία– έκφραση της ελευθερίας της γνώμης…[1]
Την ως άνω απόφαση –η οποία βρίσκεται στο ίδιο μήκος κύματος με την παραδοσιακά μεροληπτική (κατά κανόνα) νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων απέναντι στην Εκκλησία της «επικρατούσας θρησκείας»[2]– ακύρωσε ευτυχώς, κατ’έφεσιν, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αγίου (αποφάσεις 47 και 49/2019)[3], το οποίο, με μια εξαιρετικά εμπεριστατωμένη ερμηνευτική προσέγγιση, αποφάσισε την καταδίκη του κατηγορούμενου τ. μητροπολίτη, καταλήγοντας ως εξής:
«Με τις παραπάνω προτροπές και χαρακτηρισμούς ο κατηγορούμενος αρνείται στη συγκεκριμένη ομάδα προσώπων με τον συγκεκριμένο σεξουαλικό προσανατολισμό το δικαίωμα να υπάρχει στην κοινωνία, να συμμετέχει, να ενεργεί και να εκφράζει τις αντιλήψεις και επιδιώξεις της στην κοινωνική ζωή. Συνεπώς, η συγκεκριμένη συμπεριφορά μπορεί να υποκινήσει μίσος κατά των ομοφυλόφιλων, καθώς η ένταση των εν λόγω χαρακτηρισμών και προτροπών, λαμβανομένου υπόψη, όπως προαναφέρθηκε και της ιδιότητας του κατηγορουμένου ως Ιεράρχη, είναι πρόσφορη να προκαλέσει στον μέσο άνθρωπο έντονα συναισθήματα απέχθειας, αποστροφής, χαιρεκακίας, αντεκδίκησης και ιδιαίτερης εχθρότητας κατά της ανωτέρω ομάδας προσώπων, εξαιτίας των ιδιαίτερων κατά τον νόμο χαρακτηριστικών τους, τα δε συναισθήματα αυτά είναι αντικειμενικά δυνατόν να προκαλέσουν κίνδυνο τέλεσης πράξεων βίας, υπό την ανωτέρω έννοια, κατά της συγκεκριμένης ομάδας ή των μελών της, διασαλεύοντας την ειρηνική και ομαλή κοινωνική συμβίωση και τα ατομικά δικαιώματά τους. Οι ανωτέρω προτροπές του κατηγορουμένου δεν αποτελούσαν έκφραση γνώμης έστω και σκληρής για την ομάδα των ομοφυλόφιλων και για την ομοφυλοφιλία, η οποία, όπως κατέθεσε και ο μάρτυρας της πολιτικής αγωγής … θα ήταν θεμιτή. Ενώ από τις παραπάνω παραδοχές του Δικαστηρίου δεν πλήττεται το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης του κατηγορουμένου, καθώς όπως εκτέθηκε παραπάνω στη νομική σκέψη, το κείμενο που δημοσίευσε ο κατηγορούμενος ήταν πρόσφορο να προκαλέσει διακρίσεις και μίσος σε βάρος των ομοφυλόφιλων. Από τα παραπάνω σαφώς συνάγεται ότι το ως άνω κείμενο ήταν πρόσφορο ώστε να προκαλέσει διακρίσεις, μίσος και βία κατά ομάδας προσώπων που προσδιορίζονται με βάση το σεξουαλικό προσανατολισμό, και συγκεκριμένα σε βάρος των ομοφυλόφιλων. Με την παραπάνω δε συμπεριφορά του ο κατηγορούμενος τέλεσε και την αξιόποινη πράξη του άρθρου 196 του ΠΚ δεδομένου ότι το ως άνω κείμενο ήταν πρόσφορο να προκαλέσει εχθροπάθεια κατά των ομοφυλόφιλων. Συνεπώς ο κατηγορούμενος, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των αποδιδόμενων σ’ αυτόν αξιόποινων πράξεων».
- Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε αναίρεση, την οποία απέρριψε κατηγορηματικά η εδώ σχολιαζόμενη απόφαση του Αρείου Πάγου (πλην του λόγου που αφορούσε την ποινή που είχε επιβληθεί βάσει του άρθρου 196 του ΠΚ, το οποίο είχε στο μεταξύ καταργηθεί από τον νέο ΠΚ, οπότε εφαρμόσθηκε η επιεικέστερη διάταξη για την πράξη της παράβασης του εν λόγω άρθρου). Συγκεκριμένα το Δικαστήριο:
Εν πρώτοις θεώρησε εντελώς αβάσιμη την επιχειρηματολογία του αναιρεσείοντος ως προς το ότι οι επιθέσεις του στρέφονταν κατά των πολιτικών (εκθέτοντας έτσι ανεπανόρθωτα το μονομελές Πλημμελειοδικείο Αιγίου…). Συγκεκριμένα έκρινε ότι οι επιθέσεις αυτές είχαν κατά βάσιν ως στόχο τους ομοφυλόφιλους «για τους οποίους επιφύλαξε βαρείς χαρακτηρισμούς μέχρι που τους εκμηδένισε ως ανθρώπους… ζητώντας… και μάλιστα από την θέση του Ιεράρχη της Εκκλησίας, τον πλήρη κοινωνικό αποκλεισμό και την αποβολή τους από την κοινωνία».
Στη συνέχεια δε αποφάσισε εν κατακλείδι ότι:
«Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, κατά παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη …. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιοποίνου πράξεως για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του ν. 927/1979 (άρθρο 1 παρ.1), όπως το άρθρο 1 αυτού αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 ν. 4285/2014».
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όμως, έχουν οι επί μέρους κρίσεις της απόφασης, οι οποίες, υιοθετώντας αλλά και επισφραγίζοντας την υποδειγματική νομολογιακή αντιμετώπιση του αντιρατσιστικού νόμου από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αιγίου, αποσαφηνίζουν πλήρως αφ’ενός μεν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μισαλλόδοξου κι εχθροπαθούς λόγου κατά των ομοφυλόφιλων αφ’ετέρου δε την ιδιαίτερη σχέση αυτού του λόγου με την ελευθερία της έκφρασης. Ειδικότερα:
Α. Η πρώτη μεγάλη συνεισφορά της σχολιαζόμενης απόφασης είναι οι σκέψεις σύμφωνα με τις οποίες η κρίσιμη (ως άνω) διάταξη του ν. 4285/2014 επιβάλλει ποινική καταδίκη για ένα κείμενο (γραπτό ή ηλεκτρονικό), εκλαμβανόμενο σαν «ενιαίο νοηματικό σύνολο», όταν συντρέχουν, ιδίως, οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α. «Εχει προφανή σκοπό να θυματοποιήσει (στοχοποιήσει) την ομάδα προσώπων που προσδιορίζονται από τον σεξουαλικό προσανατολισμό τους και δη τους ομοφυλόφιλους με τη διέγερση εχθρικών συναισθημάτων σε βάρος τους» ενώ «περιέχει και προτροπές και ενέχει απειλές εναντίον της παραπάνω ομάδας προσώπων… πρόσφορες να προκαλέσουν τρόμο και ανησυχία σ’αυτούς…»
β. «Συνεπεία αυτών των προτροπών κινδυνεύει η ομαλή συμβίωση αυτών και ακόμη υφίσταται κίνδυνος προσβολής των ατομικών δικαιωμάτων των μελών της ομάδας αυτής αφού η συγκεκριμένη συμπεριφορά μπορεί να υποκινήσει μίσος κατά των ομοφυλοφίλων και είναι πρόσφορη λόγω της έντασης των λόγων της, των χαρακτηρισμών που χρησιμοποιεί και των προτροπών του, που φθάνουν μέχρι πλήρους κοινωνικού αποκλεισμού τους, σε συνδυασμό με το κύρος της ως άνω ιδιότητάς του αναιρεσείοντος, να προκαλέσει στον μέσο άνθρωπο έντονα συναισθήματα απέχθειας, αποστροφής και ιδιαίτερης εχθρότητας κατά των μελών της ομάδας αυτής. Αυτά τα συναισθήματα, είναι αντικειμενικά δυνατόν να οδηγήσουν σε τέλεση πράξεων βίας κατά των συγκεκριμένων προσώπων, διασαλεύοντας την κοινωνική συμβίωση αυτών»
γ. «Οι πράξεις και οι ενέργειες στις οποίες προτρέπει το υποκείμενο του εγκλήματος, πρέπει να είναι ικανές και πρόσφορες να προκαλέσουν “διακρίσεις, μίσος ή βία” χωρίς και να απαιτείται να προκληθούν βιαιοπραγίες. Η παραδοχή για δυνατότητα πρόκλησης μίσους κατά των ως άνω προσώπων, δημιουργεί την προσφορότητα που απαιτείται κατά την κρίσιμη διάταξη, να προκληθούν και βίαιες πράξεις εναντίον τους, δεδομένου ότι το μίσος αντικειμενικά αποτελεί το υπόβαθρο και την ιδιαίτερη εκείνη ψυχολογική κατάσταση για να εκτραπεί ο άνθρωπος σε βιαιότητες ή σε ενέργειες που απειλούν ή προσβάλλουν την ζωή, την ελευθερία και την σωματική ακεραιότητα άλλων, εν προκειμένω μέλους ή μελών της εν λόγω ομάδας προσώπων…»
δ. «Η αξιόποινη πράξη του άρθρου 1 παρ. 1 ν. 927/1979 [όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 1 του ν. 4285/2014] απαιτεί κοινό δόλο και η αντικειμενική της υπόσταση πληρούται με τη γνώση και θέληση των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης αυτού χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία για τη στοιχειοθέτηση του στοιχείου αυτού…»
Οι ως άνω προϋποθέσεις εντάσσονται χωρίς αποκλίσεις ή εξαιρέσεις στο γενικότερο ερμηνευτικό πλαίσιο που έχει διαμορφώσει η συνταγματική θεωρία, ελληνική και ευρωπαϊκή, ενώ εναρμονίζονται πλήρως και με την σχετική πλούσια νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων και του ΕΔΔΑ[4].
Β. Ωστόσο, εξ ίσου σημαντική είναι και η δεύτερη νομολογιακή συνεισφορά της σχολιαζόμενης απόφασης, η οποία αφορά τα ερμηνευτικά κριτήρια που πρέπει να χρησιμοποιούνται για την στάθμιση μεταξύ αφ’ενός της ελευθερίας της έκφρασης και αφ’ετέρου της απαγόρευσης των διακρίσεων σε βάρος των ομοφυλοφίλων.
Εν προκειμένω, βέβαια, οι σχετικές σκέψεις είναι πιο λιτές. Με δεδομένο ότι είχε ήδη απορρίψει, κατά τα ανωτέρω, τον ισχυρισμό ότι ο τ. μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας στρεφόταν κατά των πολιτικών που θέλουν να υπογράψουν το σύμφωνο συμβίωσης –που αποσκοπούσε προφανώς στο να καλυφθεί ο καταδικασθείς πίσω από το δικαίωμα κριτικής στην εξουσία, ως προνομιακά προστατευμένη έκφανση της ελευθερίας της έκφρασης– προέβη, στη συνέχεια, στις ακόλουθες κρίσεις:
«Ο αναιρεσείων αντιτείνει ότι το επίμαχο κείμενο περιέχει αξιολογικές κρίσεις για τις θέσεις της Εκκλησίας για την ομοφυλοφιλία, μάλιστα αναφέρεται σε “οξεία και καυστική κριτική για μια μεγάλη αμαρτία”, επικαλείται ότι ως ιεράρχης έχει καθήκον να νουθετεί το χριστεπώνυμο πλήρωμα και ότι απέβλεπε στη δημόσια αποδοκιμασία ενός ηθικού κακού… Το Δικαστήριο δέχεται με επαρκή αιτιολογία ότι οι προτροπές του αναιρεσείοντα δεν αποτελούσαν έκφραση γνώμης και έτσι δεν πλήττεται το δικαίωμα έκφρασης αυτού, καθώς το κείμενο που δημοσίευσε αυτός ήταν πρόσφορο να προκαλέσει διακρίσεις και μίσος σε βάρος των ομοφυλόφιλων».
Με βάση το ανωτέρω σκεπτικό, η στάθμιση που προκρίνει ο Άρειος Πάγος είναι απλή και εναρμονίζεται πλήρως με την ευρωπαϊκή νομολογιακή αντιμετώπιση του ρατσιστικού λόγου, μέσω του ΕΔΔΑ, ενώ, αντίθετα, διαφοροποιείται σαφώς απέναντι σε αυτήν των ΗΠΑ, όπου –παρά τις όποιες κατά καιρούς διαφοροποιήσεις– η κυρίαρχη τάση είναι η ερμηνευτική μυθοποίηση της «αγοράς των ιδεών», που αντιμετωπίζεται προνομιακά, έναντι άλλων ελευθεριών, με το –μονομερές κατά την άποψή μου– επιχείρημα ότι αυτή αποτελεί το σημαντικότερο θεμέλιο μιας πλουραλιστικής κοινωνίας[5].
Σύμφωνα λοιπόν με την ευρωπαϊκά προσανατολισμένη αυτή προσέγγιση, περιθώριο στάθμισης υπάρχει μόνον στην περίπτωση που η όλη εκφορά του ρατσιστικού λόγου αφήνει περιθώρια αμφιβολίας ως προς το αν συντρέχουν οι προαναφερθείσες (υπό Α) προϋποθέσεις, ως προς την εφαρμογή του άρθρου 1 του ν. 4285/2014 (όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην περίπτωση του συγκαλυμμένα ρατσιστικού λόγου…..). Αν όμως πληρούνται προδήλως αυτές οι προϋποθέσεις, όπως συνέβη με τον ακραία ρατσιστικό, καταφανώς εχθροπαθή και εν τέλει φασίζοντα λόγο του τ. μητροπολίτη, η στάθμιση γέρνει εξ ορισμού υπέρ της προστασίας των ομοφυλόφιλων απέναντι στις διακρίσεις και στην προσβολή της αξιοπρέπειάς τους, όπως αυτή έχει εξειδικευθεί με τις ως άνω νομοθετικές διατάξεις.
Γ. Η ως άνω στάθμιση είναι ορθή, διότι στην βάση της βρίσκεται μια άλλη αντίληψη πλουραλισμού, που στην Ευρώπη συνδέεται με την πρόταξη της ανοιχτής και δημοκρατικής κοινωνίας. Συστατικό δε στοιχείο μιας τέτοιας κοινωνίας είναι το δικαίωμα στην διαφορετικότητα[6], το οποίο στοιχειοθετείται αλλά και προστατεύεται ρητά, στο μεν επίπεδο του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης μέσω της απαγόρευσης των διακρίσεων (άρθρα 5 παρ. 2 Σ και 14 ΕΣΔΑ) στο δε νομοθετικό επίπεδο μέσω μιας σχεδόν πανευρωπαϊκής, πλέον, αντιμετώπισης τόσο του ρατσισμού, εν γένει, όσο και της μισαλλοδοξίας και της εχθροπάθειας, ως ειδικότερων εκφάνσεών του[7]. Μια τέτοια προσέγγιση, με επίκεντρο το δικαίωμα στην διαφορετικότητα, οριοθετεί με διαφορετικό τρόπο και την έννοια του συνταγματικά προστατευόμενου πλουραλισμού[8], στην βάση της οποίας είναι εξ ίσου σημαντικός, αν όχι σημαντικότερος, σε σχέση με τον πλουραλισμό των διατυπούμενων απόψεων, ο πλουραλισμός των «στάσεων ζωής» και των πάσης φύσεως προσωπικών επιλογών και ιδιαιτεροτήτων. Αυτό δε συνεπάγεται μια ανάλογη διευθέτηση της σχετικής σύγκρουσης, ώστε το δικαίωμα στην διαφορετικότητα να έχει τουλάχιστον το ίδιο βάρος με την ελευθερία της έκφρασης, στο πλαίσιο της απαιτούμενης στάθμισης, η οποία πρέπει σε κάθε περίπτωση να αποστασιοποιηθεί από την αμερικανική εκδοχή μιας υπερπροστατευμένης ελευθερίας του λόγου –που αναγορεύεται, σε τελευταία ανάλυση, σε οιονεί «υπερδικαίωμα»– και να προσανατολισθεί σταθερά στην αμοιβαία εξισορρόπηση δύο εξ ίσου σημαντικών μορφών πλουραλισμού.
Εν κατακλείδι, για να είναι πειστική και αποτελεσματική η προστασία της ανοιχτής και δημοκρατικής κοινωνίας απαιτείται τόσο η αμυντική θωράκιση της σφαίρας του θρησκευτικού, φυλετικού ή σεξουαλικού αυτοπροσδιορισμού, απέναντι στην όποια εκδοχή της –κρατικής ή ιδιωτικής– εξουσίας, συμπεριλαμβανομένης βεβαίως της εκκλησιαστικής, όσο και η απτή προστασία αυτής της σφαίρας από ακραίες –οφθαλοφανώς «τοξικές» και ευθέως υπονομευτικές του συνταγματικού πλουραλισμού– ρατσιστικές απόψεις, όπως το παραλήρημα μίσους και εχθροπάθειας του καταδικασθέντος τ. μητροπολίτη…
[1] Βλ. αναλυτικά Χρ. Ακριβοπούλου, Σημείωμα επί της ΜΠλημΑιγίου 322/2018, ΔΙΜΕΕ 2/2018, σελ. 206 επ., που χαρακτηρίζει ευρηματικά «μη-απόφαση» την συγκεκριμένη νομολογιακή αντιμετώπιση.
[2] Η οποία επέσυρε σωρεία καταδικών στην χώρα μας από το ΕΔΔΑ και γενικότερα μας έχει εκθέσει ανεπανόρθωτα στον ευρωπαϊκό χώρο. Βλ. ενδεικτικά Γ. Σωτηρέλη, Θρησκεία και εκπαίδευση κατά το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση. Από τον κατηχητισμό στην πολυφωνία, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1998 (γ΄ έκδοση), Αθήνα-Κομοτηνή 1998, σ. 120 επ., Γ. Κτιστάκι, Θρησκευτική ελευθερία και Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2004.
[3] Βλ. Σπ. Βλαχόπουλου, Ρατσιστικός λόγος και ελευθερία της έκφρασης, σημείωμα επί της 49/2019 απόφασης του ΤρΠλημΑιγίου, ΔΙΜΕΕ 4/2019, σ. 542 επ.
[4] Βλ. τους συγγραφείς της υποσημ. 1 και 3, την απόφαση 49/2009 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου (με τις εκεί με εκτενείς παραπομπές) και γενικότερα, Χρ. Βρεττού, Η αιχμηρή κριτική ως συνταγματικό δικαίωμα, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2014, X. Ανθόπουλου, Προστασία κατά του ρατσισμού και ελευθερία της πληροφόρησης, Ένα συνταγματικό δίλημμα, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2000, Του ίδιου, Η απαγόρευση του ρατσιστικού λόγου ως συνταγματικό πρόβλημα, ΕΕυρΔ 2001, σελ. 36 επ., Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, «Η ποινική αντιμετώπιση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας στην Ελλάδα», ΠοινΧρ 2015, 729 επ., Χρ. Ροζάκη, O ρατσισμός και η ξενοφοβία στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σε: Λ. Παπαδοπούλου/Δ. Αναγνωστοπούλου (επιμ.), Προς μια συμπεριληπτική ευρωπαϊκή πολιτότητα, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2019, σ. 267 επ., , Λ. Παπαδοπούλου, Ρητορική μίσους και αυτονομία των θρησκευτικών κοινοτήτων στην Ευρώπη, στο ίδιο, σ. 339 επ., Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, Η ποινική καταστολή της ρατσιστικής ρητορείας, των εγκλημάτων ρατσισμού και της ρατσιστικής διάκρισης: προς μία ουσιαστική προστασία της αξίας του ανθρώπου, στο ίδιο, σ. 275 επ., Στ. Κοφίνη, Θεσμικές διακρίσεις: ο αθέατος ρατσισμός των θεσμικών δομών, στο ίδιο, σ. 307 επ., Αν. Παυλόπουλου, Ρατσιστικός λόγος και ελευθερία της έκφρασης, στο ίδιο, σ. 321 επ., N. Αlkiviadou, The Legal Regulation of Hate Speech: The International and European Frameworks, Croatian Political Science Review, Vol. 55, No. 4, 2018, σ. 203-229 επ., M. Butler/D. Sugarman, Handbook on European non-discrimination law, European Union Agency for Fundamental Rights European Court of Human Rights – Council of Europe, 2011, σ. 111 επ., K. Topidi, Words that Hurt (1): Normative and Institutional Considerations in the Regulation of Hate Speech in Europe, ECMI Working Paper 118 September 2019 και Words that Hurt (2): National and International Perspectives on Hate Speech Regulation, ECMI Working Paper 119, September 2019, D. Voorhoof, The European Convention on Human Rights: The Right to Freedom of Expression and Information Restricted by Duties and Responsibilities in a Democratic Society, Human Rights 7.2 (2015), σ. 1 επ., Final Comparative Report, Αn overview on hate crime and hate speech in 9 EU countries. Towards a common approach to prevent and tackle hatred, Project Co-funded by the rights, equality and citizenship programme (2014-2020) of the European Union.
[5] Βλ. ενδεικτικά, Χ. Βρεττού, Η αιχμηρή κριτική, ό.π., υποσημ. 4, Α. Φωτιάδου, Σταθμίζοντας την ελευθερία του λόγου, Δικαστικές τεχνικές και ελευθερία του λόγου στην Ελλάδα και στις ΗΠΑ, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2006, Στ. Τσακυράκη, Η ελευθερία του λόγου στις ΗΠΑ, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1997, I. Tassopoulos, The Constitutional Problem of Subversive Advocacy in the United States of America and Greece, Ant. Sakkoulas Publishers, Athens-Komotini 1993, E. Barendt, Freedom of Speech, Clarendon Press – Oxford 1987. Πρβλ. και Ακριβοπούλου και Βλαχόπουλος, ό.π., υποσημ. 1 και 3.
[6] Για το δικαίωμα αυτό βλ. αναλυτικά Γ. Σωτηρέλη, Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2000, σ. 283 επ.
[7] Βλ. τις παραπομπές στην υποσημ. 4
[8] Πρβλ. και Ακριβοπούλου, ό.π., υποσημ. 1.
Δημοσιεύθηκε σε: ΔΙΤΕ 3/2020, σ. 392 επ.