Ι. Εισαγωγή
Οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ και τα θλιβερά επακόλουθά τους θέτουν μία σειρά από ζητήματα που παρουσιάζουν γενικότερο ενδιαφέρον και αξίζουν την προσοχή μας. Οι λιγότερο εξοικειωμένοι με τα αμερικανικά πράγματα ασφαλώς θα αισθάνθηκαν απορία, παρακολουθώντας την ίδια τη διαδικασία διεξαγωγής των εκλογών, την καθυστέρηση στην έκδοση των αποτελεσμάτων, το ενδεχόμενο να μην αναδειχθεί πρόεδρος[1] αυτός που συγκεντρώνει τις περισσότερες ψήφους των αμερικανών πολιτών στο σύνολο της επικράτειας, αλλά εκείνος που διασφαλίζει τον μεγαλύτερο αριθμό εκλεκτόρων στις επιμέρους πολιτείες, το γεγονός ότι ο νικητής των εκλογών δεν αναλαμβάνει αμέσως την εξουσία, αλλά οφείλει να περιμένει περισσότερους από δύο μήνες μέχρι να ορκισθεί πρόεδρος των ΗΠΑ, τη σφοδρή αμφισβήτηση του αποτελέσματος από τον απερχόμενο πρόεδρο που οδήγησε στην επιδρομή υποστηρικτών του στο Καπιτώλιο και είχε ως αποτέλεσμα αφενός την κίνηση διαδικασίας καθαίρεσής του από το Κογκρέσο και αφετέρου τη συζήτηση για την πιθανή παύση του από το Υπουργικό Συμβούλιο μερικές ημέρες πριν τη λήξη της θητείας του. Πώς εξηγούνται αυτά τα φαινόμενα σε μία παλαιά, βαθιά εμπεδωμένη και μεγάλη δημοκρατία, όπως είναι οι ΗΠΑ?
ΙΙ. Η προσήλωση σε καθιερωμένους θεσμούς
Η απάντηση βρίσκεται στην πιστή εφαρμογή συγκεκριμένων θεσμών που χαρακτηρίζουν το αμερικανικό συνταγματικό σύστημα. Κρίσιμο για το αποτέλεσμα δεν είναι αν έχεις ψηφισθεί από τους περισσότερους πολίτες, αλλά αν έχεις κερδίσει την πλειοψηφία των εκλεκτόρων που αναδεικνύονται στις επιμέρους πολιτείες και καλούνται στη συνέχεια να εκλέξουν εκείνον που πλειοψηφεί στην πολιτεία τους. Πιο συγκεκριμένα κάθε πολιτεία διαθέτει, αναλόγως του πληθυσμού της, ένα συγκεκριμένο αριθμό εκλεκτόρων, οι οποίοι είναι ίσοι με τον αριθμό των εκλεγόμενων στη συγκεκριμένη πολιτεία γερουσιαστών και μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων[2] και έχουν ως αποστολή να συνταχθούν με εκείνο τον υποψήφιο πρόεδρο που κερδίζει την πλειοψηφία στην πολιτεία τους. Η εκλογή του προέδρου (και αντιπροέδρου) των ΗΠΑ είναι συνεπώς έμμεση, αφού στηρίζεται στην έγκριση των συνολικά 538 εκλεκτόρων, οι οποίοι μάλιστα δεν δεσμεύονται τυπικά να σεβασθούν την ετυμηγορία του εκλεκτορικού σώματος στην πολιτεία τους, αλλά εθιμικά την ακολουθούν.
- Έμμεση εκλογή
Εδώ κυρίως δύο θέματα προκαλούν εντύπωση. Πρώτον σε ένα καθεστώς αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ισχύει ακόμη η έμμεση εκλογή του αρχηγού της εκτελεστικής εξουσίας από ένα ολιγάριθμο σώμα εκλεκτόρων που παραδόξως έχουν ηθικό μόνο χρέος να ταχθούν υπέρ του υποψηφίου που πλειοψήφησε στην πολιτεία τους. Δεύτερον το αποτέλεσμα κρίνεται όχι συνολικά και σε ομοσπονδιακό επίπεδο, αλλά αναλόγως των πλειοψηφιών που προκύπτουν στις πολιτείες, οπότε δεν αποκλείεται να μην επικρατήσει αυτός που ψηφίσθηκε από τους περισσότερους αμερικανούς πολίτες, αλλά ο αντίπαλός του που μπορεί μεν να μειοψήφησε στις εκλογές, αλλά πλειοψήφησε σε τόσες πολιτείες που του επιτρέπουν να διασφαλίσει τον μεγαλύτερο αριθμό των εκλεκτόρων, διότι κέρδισε με μικρή διαφορά τις «δικές του» πολιτείες και έχασε με μεγαλύτερη διαφορά εκείνες, στις οποίες πλειοψήφησε ο αντίπαλός του. Αυτό μπορεί να μην είναι σύνηθες φαινόμενο, πάντως έχει συμβεί σε πέντε περιπτώσεις μέχρι σήμερα και την τελευταία φορά το 2016, όταν τις εκλογές κέρδισε η Χίλαρι Κλίντον και τους περισσότερους εκλέκτορες ο Ντόναλντ Τραμπ.
- Καθυστέρηση στην παράδοση της εξουσίας
Το επόμενο θέμα αφορά στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την ημέρα των εκλογών μέχρι την ορκωμοσία του νέου προέδρου. Η πιο πιθανή εξήγηση πρέπει να αναζητηθεί στις εντελώς διαφορετικές συνθήκες που επικρατούσαν στον 19ο αιώνα και οπωσδήποτε δεν ευνοούσαν τις γρήγορες μετακινήσεις, δυσχεραίνοντας έτσι και την άμεση μεταβίβαση της εξουσίας. Όμως, όποιος και αν είναι ο λόγος αυτής της καθυστέρησης, η εκκρεμότητα για δυόμιση περίπου μήνες εγκυμονεί κινδύνους, όπως φάνηκε καθαρά μετά την επικράτηση του Τζο Μπάιντεν τον περασμένο Νοέμβριο. Αλλά ακόμη και χωρίς τα φρικτά επεισόδια που σημειώθηκαν με την επίθεση στο Καπιτώλιο δυσκολεύεται κανείς να κατανοήσει ποια είναι τα πλεονεκτήματα της συνύπαρξης απερχόμενου και εκλεγέντος προέδρου. Συνήθως στις εκλογικές αναμετρήσεις ο στόχος είναι ο νικητής των εκλογών να αναλάβει το γρηγορότερο την εξουσία και στο παράδειγμα των ΗΠΑ ο πρόεδρος θα μπορούσε να εγκριθεί εντός συντομότατης προθεσμίας από το κολέγιο των εκλεκτόρων και να σχηματίσει αμέσως την κυβέρνησή του. Αληθεύει βεβαίως ότι σε κοινοβουλευτικές δημοκρατίες με πολυκομματικό και αναλογικό εκλογικό σύστημα ενδέχεται να αργήσει ο σχηματισμός κυβέρνησης, αφού απαιτούνται λιγότερο ή περισσότερο μακρές διαπραγματεύσεις για την επίτευξη πλειοψηφίας μέσω ενός συνασπισμού κομμάτων. Αυτό όμως οφείλεται εδώ στην ανάγκη συνεργασίας περισσότερων κομμάτων, όταν (και επειδή) στις εκλογές δεν προκύπτει σαφής πλειοψηφία. Αν αντιθέτως κόμμα ή συνασπισμός κομμάτων αποκτήσει απόλυτη πλειοψηφία και μόλις αυτό συμβεί, ο νικητής αναλαμβάνει αμέσως την εξουσία και σχηματίζει κυβέρνηση. Άλλωστε στην περίπτωση των ΗΠΑ και με τον κυρίαρχο ανταγωνισμό δύο κομμάτων, επαρκής πλειοψηφία θα υπάρξει, ακόμη και αν είναι ισχνή, οπότε ο υποψήφιος που διαθέτει την πλειοψηφία των εκλεκτόρων μπορεί να ορκισθεί μόλις οριστικοποιηθεί το αποτέλεσμα, δηλαδή κυριολεκτικά την επόμενη ημέρα.
ΙΙΙ. Κυρώσεις στον απερχόμενο πρόεδρο
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης οι πιθανότητες επιβολής κυρώσεων στον (απελθόντα) πρόεδρο Τραμπ μετά τις αντιδράσεις των οπαδών του με αποκορύφωμα την επίθεση στο Καπιτώλιο. Διάχυτη είναι η εντύπωση ότι ο Τραμπ υποκίνησε και οπωσδήποτε ενίσχυσε την εξαλλοσύνη των οπαδών του με τις εμπρηστικές δηλώσεις του, την εκ προοιμίου και συνεχή αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος, τις αναπόδεικτες καταγγελίες για μαζική νόθευση της ψηφοφορίας. Τέθηκε έτσι το ερώτημα αν θα μπορούσε ή θα έπρεπε να καθαιρεθεί από το Κογκρέσο ή να παυθεί από το Υπουργικό (του) Συμβούλιο.
- Η διαδικασία της καθαίρεσης
Η διαδικασία της καθαίρεσης (impeachment) κινείται με πρωτοβουλία της Βουλής των Αντιπροσώπων, η οποία διατυπώνει κατηγορία, και ολοκληρώνεται από τη Γερουσία, που λειτουργεί ως δικαστήριο και μπορεί να την επιβάλει σε περιπτώσεις εσχάτης προδοσίας, δωροδοκίας ή τέλεσης σοβαρών εγκλημάτων με πλειοψηφία δύο τρίτων. Παύση (ή έκπτωση ) του προέδρου μπορεί να επέλθει σύμφωνα με την σχετικώς πρόσφατη – ψηφίσθηκε το 1967 – 25η τροπολογία του αμερικανικού Συντάγματος, αν με πρόταση του αντιπροέδρου και κατά πλειοψηφία απόφαση του δεκαπενταμελούς Υπουργικού Συμβουλίου ο πρόεδρος κρίνεται ανίκανος ή ακατάλληλος να ασκεί τα καθήκοντά του, οπότε οι εξουσίες του περιέρχονται στον αντιπρόεδρο[3]. Ως προς τη δεύτερη αυτή περίπτωση έκπτωσης του προέδρου, η οποία φαίνεται απλή και ταχεία, ο απελθών αντιπρόεδρος Πενς κατέστησε σαφές ότι δεν είχε πρόθεση να την κινήσει, μολονότι η Βουλή των Αντιπροσώπων τού ζήτησε να το πράξει. Αντιθέτως η διαδικασία της καθαίρεσης ξεκίνησε με τη θετική (κατά πλειοψηφία) απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων, δεν ολοκληρώθηκε όμως στο σύντομο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την ορκωμοσία του Μπάιντεν, ενώ υποστηρίζεται ότι εξακολουθεί να έχει αντικείμενο και άρα μπορεί να συνεχισθεί, μολονότι έληξε η θητεία του Τραμπ.
- Η διαδικασία της παύσης/έκπτωσης
Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι σήμερα δεν έχει κατατεθεί πρόταση παύσης του προέδρου από το Υπουργικό Συμβούλιο λόγω ακαταλληλότητάς του κατ΄εφαρμογήν της 25ης τροπολογίας, ενώ η διαδικασία του impeachment έχει μεν ξεκινήσει σε ορισμένες (σπάνιες) περιπτώσεις, χωρίς όμως να καταλήξει σε καθαίρεση του ελεγχόμενου προέδρου και την τελευταία φορά που προχώρησε δεν χρειάσθηκε να ολοκληρωθεί, διότι, πριν η Γερουσία λάβει την τελική της απόφαση, ο τότε πρόεδρος Νίξον παραιτήθηκε από το αξίωμά του. Σε κάθε περίπτωση το φαινόμενο Τραμπ παρουσιάζει μία μοναδικότητα, διότι συμβαίνει για πρώτη φορά στα χρονικά να κατατίθεται δεύτερη πρόταση καθαίρεσης του ίδιου προσώπου. Την πρώτη φορά ο Τραμπ κατηγορήθηκε στα τέλη του 2019 ότι κατακράτησε παρανόμως εγκεκριμένη από το Κογκρέσο στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία, ζητώντας από τον ουκρανό πρόεδρο να κατασκευάσει στοιχεία που θα τον βοηθούσαν να επιτύχει την επανεκλογή του[4].
- Ορισμός δικαστή στο Ανώτατο Δικαστήριο
Ένα τελευταίο θέμα που ενδιαφέρει ιδίως τους νομικούς και τους πολιτικούς επιστήμονες έχει σχέση με τη σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και την εξουσία του προέδρου να προτείνει τα μέλη του σπουδαίου αυτού θεσμού. Θυμόμαστε ότι μετά τον θάνατο της Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ τον περασμένο Σεπτέμβριο ο πρόεδρος Τραμπ δεν άκουσε τις συστάσεις πολλών να μην προχωρήσει σε επιλογή δικαστή πριν από τις προγραμματισμένες προεδρικές εκλογές, αλλά να αναμείνει το αποτέλεσμά τους, όμως εκείνος έσπευσε να επιλέξει τη διάδοχο της Γκίνσμπεργκ, ο διορισμός της οποίας επικυρώθηκε από τη Γερουσία σε συντομότατο χρονικό διάστημα και αύξησε τον αριθμό των θεωρούμενων «συντηρητικών» δικαστών σε έξι έναντι τριών λογιζόμενων ως «φιλελεύθερων». Η κατάταξη αυτή των μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στηριζόμενη σχηματικά σε πολιτικά πρόσημα, όπως είναι η κομματική προέλευση του προέδρου που τους προτείνει[5], ασφαλώς τους αδικεί, οφείλεται όμως και σε εσπευσμένες ενέργειες όπως αυτή του απελθόντος προέδρου.
Στην Ευρώπη είναι δύσκολο να κατανοήσουμε ότι οι δικαστές που στελεχώνουν το Ανώτατο Δικαστήριο είναι κυριολεκτικά «ισόβιοι», δηλαδή δικαιούνται να υπηρετήσουν μέχρι τον θάνατό τους, όπως συνέβη με την Γκίνσμπεργκ, και όχι μέχρι τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας ή την ολοκλήρωση συγκεκριμένης θητείας[6]. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την προνομία του προέδρου να προτείνει τους δικαστές επιτρέπει σενάρια τακτικισμών και από την πλευρά των μελών του δικαστηρίου, που προκρίνουν οι ίδιοι ή καλούνται από τρίτους να παραιτηθούν όταν το έδαφος είναι πρόσφορο, δηλαδή όταν στην εξουσία βρίσκεται πρόεδρος προερχόμενος από το ίδιο κόμμα, το οποίο είχε προτείνει και τον πρόεδρο που τους επέλεξε. Δεν είναι περίεργο λοιπόν ότι αμέσως μετά την εκλογή του Μπάιντεν πύκνωσαν οι φωνές που ζητούν από τον «φιλελεύθερο» (και διανύοντα το 83ο έτος της ηλικίας του) δικαστή Στίβεν Μπράιερ να παραιτηθεί, για να δώσει την ευκαιρία στον νέο πρόεδρο να ορίσει αμέσως τον αντικαταστάτη του, ώστε τουλάχιστον να διατηρηθούν οι υπάρχοντες συσχετισμοί.
ΙV. Οι επιπτώσεις από τα παράδοξα της προεδρικής εκλογής
Ποιο είναι ώρα το δίδαγμα από όλα αυτά τα παράδοξα που συνόδευσαν την πρόσφατη προεδρική εκλογή στις ΗΠΑ? Αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος, το σύστημα μπορεί να κλονίσθηκε με τις αντιθεσμικές ενέργειες του απελθόντος προέδρου, τελικώς όμως άντεξε τους ισχυρούς κραδασμούς. Σε μας φαίνεται οπωσδήποτε παράξενη η έμμεση εκλογή του προέδρου, όταν μάλιστα γνωρίζουμε ότι έχει τις καταβολές της στην πεποίθηση ότι αυτός ο τρόπος εκλογής θα διασφάλιζε ότι δεν θα επικρατούσαν – κατά την έκφραση του Αλεξάντερ Χάμιλτον – «talents of low intrigue, and the little arts of popularity»[7], διότι οι εκλέκτορες είχαν ακριβώς τη δυνατότητα να παρέμβουν διορθωτικά στο αποτέλεσμα της άμεσης εκλογής. Δεν πρέπει άλλωστε να λησμονούμε την κατ΄εξοχήν αγροτική (και όχι αστική) προέλευση του πληθυσμού της περιόδου εκείνης, στην οποία στηριζόταν η δυσπιστία στο αποτέλεσμα μίας άμεσης εκλογής. Και αν αυτός ο διαποτισμένος με αριστοκρατικά στοιχεία φόβος έχει προ πολλού εκλείψει, αφού οι εκλέκτορες ενεργούν σύμφωνα με την εντολή που έχουν λάβει να ψηφίσουν όποιον κέρδισε την πλειοψηφία στην πολιτεία τους, μπορεί η διαμεσολάβησή τους να είναι μεν τυπική (και άρα χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο), στηρίζεται όμως σε μία βαθιά παράδοση. Δυσκολότερο φαίνεται να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι δεν αποκλείεται ο υποψήφιος που έχει κερδίσει τις περισσότερες ψήφους στο σύνολο της Ομοσπονδίας να μην αναδειχθεί πρόεδρος, διότι ο αντίπαλός του απέσπασε περισσότερους εκλέκτορες. Εδώ προτεραιότητα δίδεται στην ομοσπονδιακή φύση του πολιτεύματος, διότι όλοι οι υπολογισμοί γίνονται με βάση την κατανομή των εκλεκτόρων στις πολιτείες και όχι με κριτήριο το αποτέλεσμα που σημειώνεται στο σύνολο της επικράτειας. Η επιλογή αυτή πιθανότατα ξενίζει ορισμένους, αλλά στηρίζεται στην ομοσπονδιακή φύση του πολιτεύματος και στον κυρίαρχο ρόλο που αποδίδει το αμερικανικό Σύνταγμα στις πολιτείες.
Το προκαθορισμένο διάστημα που μεσολαβεί από την εκλογή του προέδρου μέχρι την ορκωμοσία και την επίσημη ανάληψη των καθηκόντων του ενδέχεται να λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά, όταν ο απερχόμενος πρόεδρος αρνείται να παραδεχθεί τη νίκη του αντιπάλου του. Βεβαίως παρόμοια αμφισβήτηση δεν φαίνεται να υπήρξε άλλοτε, αλλά οι πρόσφατες εμπειρίες, αν και εξαιρετικές, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Όποιους θεμιτούς σκοπούς και αν εξυπηρετεί αυτή η καθυστέρηση, θα έπρεπε οι σκοποί αυτοί να σταθμισθούν με τους κινδύνους που μπορούν να ανακύψουν, ώστε να γίνουν διορθωτικές κινήσεις και να συρρικνωθεί η περίοδος αναμονής.
Ως προς τις διαδικασίες καθαίρεσης και παύσης ή έκπτωσης του απελθόντος προέδρου έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον τι θα αποφέρει η προσπάθεια του impeachment που έχει ξεκινήσει και κυρίως πως θα προχωρήσει και μετά την αποχώρηση του Τραμπ από την προεδρία. Πάντως η καθαίρεση εξελίσσεται και ολοκληρώνεται στους κόλπους του Κογκρέσου και άρα ενώπιον βουλευτών και γερουσιαστών που διαθέτουν άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση. Επιφυλάξεις προκαλεί αντιθέτως η πιθανότητα παύσης του προέδρου με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, αν γίνει δεκτό ότι καλύπτει και την περίπτωση που ο πρόεδρος δεν αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας ή γενικότερα αδυναμίας να ασκήσει τα καθήκοντά του, αλλά κρίνεται λόγω της συμπεριφοράς του ακατάλληλος γι΄αυτό. Υπό την εκδοχή αυτή η 25η τροπολογία του Συντάγματος επιτρέπει σε ένα όργανο αποτελούμενο – με την εξαίρεση του αντιπροέδρου – από πρόσωπα που έχει επιλέξει ο πρόεδρος και δεν επιτρέπεται να είναι ούτε βουλευτές ή γερουσιαστές, δεν διαθέτουν δηλαδή άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση, αλλά έχουν απλώς εγκριθεί από τη Γερουσία, να τον κηρύξουν έκπτωτο του αξιώματός του. Και ναι μεν στην εξέλιξη της διαδικασίας, αν δηλαδή αντιδράσει ο πρόεδρος στην έκπτωσή του από το Υπουργικό (του) Συμβούλιο, η αρμοδιότητα για την τελική απόφαση περιέρχεται στο Κογκρέσο, οπότε αποκαθίσταται η τάξη και επέρχεται η δημοκρατική νομιμοποίηση, όμως τουλάχιστον για ένα χρονικό διάστημα ο πρόεδρος εμποδίζεται στην άσκηση των καθηκόντων του με βάση απόφαση των υπουργών του.
- V. Το Ανώτατο Δικαστήριο
Ένα τελευταίο σχόλιο για το Ανώτατο Δικαστήριο. Ένα δικαιοδοτικό όργανο με τεράστιο κύρος και μεγάλη απήχηση που αναγνώρισε τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων ήδη από το 1803[8] κινδυνεύει να απωλέσει τη φήμη του λόγω της διαδικασίας ορισμού των μελών του. Η μακρότατη θητεία των δικαστών επιτρέπει αφενός ομαδοποιήσεις που διακρίνονται για τη διάρκεια και τη σταθερότητά τους και καθιστά αφετέρου τους ισόβιους δικαστές κυρίους της αποχώρησής τους με (πιθανό) κριτήριο την κομματική ιδιότητα του εν ενεργεία προέδρου, ώστε να διατηρηθούν οι συσχετισμοί των δυνάμεων και να παγιωθεί ο καταμερισμός τους στην πλειοψηφία και στη μειοψηφία. Έχοντας συναντήσει και γνωρίσει από κοντά πολλά από τα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά τη διάρκεια της θητείας μου στο Δικαστήριο του Λουξεμβούργου, νομίζω ότι η άκριτη κατηγοριοποίηση υποτιμά το έργο τους. Από την άλλη πλευρά όμως (πρώτον) η ισοβιότητα χωρίς όριο ηλικίας συντηρεί τη δυνατότητα των προέδρων να προσδιορίζουν τη σύνθεση του σώματος για πολλές δεκαετίες μετά τη δική τους αποχώρηση από το προεδρικό αξίωμα, (δεύτερον) ο πρόσφατος και βιαστικός ορισμός της διαδόχου της φιλελεύθερης Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ που σκοπό είχε την περαιτέρω ενίσχυση των συσχετισμών υπέρ της συντηρητικής πτέρυγας και (τρίτον) οι φωνές που απαιτούν την άμεση παραίτηση του φιλελεύθερου Στίβεν Μπράιερ μετά την εκλογή Μπάιντεν, ώστε η φιλελεύθερη ομάδα να διατηρήσει τα τρία μέλη της, ενισχύουν την κριτική που ασκείται κατά του Δικαστηρίου και προκαλούν αρνητικούς χαρακτηρισμούς, όπως αυτόν μίας πρώην δικαστή του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου σε άρθρο της με τίτλο «Το δυσλειτουργικό Δικαστήριο»[9].
Επιμένοντας περισσότερο σ΄αυτό το σημείο πρέπει να αναρωτηθούμε τι είναι εκείνο που επέτρεψε να αποδίδει ικανοποιητικά το σύστημα ανάδειξης των μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ υφίσταται σκληρή κριτική στις ημέρες μας. Εδώ φαίνεται ότι – και με την ευθύνη του απελθόντος προέδρου – δοκιμάσθηκαν και σε μεγάλο βαθμό έπαυσαν να γίνονται σεβαστοί οι «άγραφοι κανόνες» λειτουργίας του πολιτεύματος, που επέβαλαν την αυτοσυγκράτηση των κορυφαίων οργάνων της ομοσπονδίας κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, ώστε να μην εξαντλούν τα όρια και περιθώρια της εξουσίας τους, αλλά να υπόκεινται σε αμοιβαίο έλεγχο και να τηρούν ισορροπίες (checks and balances). Σταδιακά παρατηρείται μία αλλαγή κλίματος με ενέργειες που υποσκάπτουν και διαβρώνουν αυτές τις ισορροπίες και στο πλαίσιο αυτό πρέπει να ενταχθούν οι προβληματικές εξελίξεις στη σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις οποίες εντάσσονται η αδικαιολόγητη βιασύνη του Τραμπ να «αυξήσει» τη συντηρητική ομάδα των δικαστών, αλλά και η απροθυμία των ρεπουμπλικανών γερουσιαστών να εγκρίνουν τον προταθέντα το 2016 από τον πρόεδρο Ομπάμα ομοσπονδιακό δικαστή Μέρικ Γκάρλαντ ως αντικαταστάτη του αποθανόντος (συντηρητικού) δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Άντονιν Σκαλία[10].
- VI. Συμπέρασμα
Σε τελική ανάλυση το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται είναι αν ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να πείθει η διατήρηση του βασικού θεσμικού πλαισίου ή αν ενδείκνυται ο εκσυγχρονισμός του με βάση την εμπειρία της προεδρίας Τραμπ και των ενεργειών του απελθόντος προέδρου τόσο κατά τη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα όσο και μετά τις εκλογές. Στο ενδεχόμενο αλλαγών μπορεί κανείς να αντιτείνει ότι τελικώς το σύστημα δοκιμάσθηκε σοβαρά, αλλά άντεξε και η κατάσταση φαίνεται να εξομαλύνεται σταδιακά. Ύστερα, η διατήρηση της παράδοσης είναι ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό του αμερικανικού Συντάγματος που ισχύει αδιαλείπτως από το 1789 και έχει υποστεί ελάχιστες τροποποιήσεις μέσω προσθηκών (amendments). Η προσήλωση στην παράδοση δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται εξαρχής με δυσπιστία, όταν ένα σύστημα λειτουργεί ικανοποιητικά σε βάθος χρόνου. Εδώ πρέπει να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι δεν επιβάλλεται οπωσδήποτε να επικρατήσει το μοντέλο της συχνής αναθεώρησης του Συντάγματος που ισχύει σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες και όχι σπάνια οδηγεί σε καταχρήσεις με την αντιμετώπιση σε επίπεδο Συντάγματος συγκυριακών φαινομένων[11].
Πόσο διαφορετική είναι η νοοτροπία στις ΗΠΑ φαίνεται και από τη συζήτηση για τη μέθοδο ερμηνείας (ιδίως) του Συντάγματος που διεξάγεται μεταξύ των λεγομένων “originalists” και των αντιπάλων τους, όπου οι originalists τονίζουν την ανάγκη να ληφθούν υπόψη ακόμη και στις ημέρες μας οι συνθήκες που επικρατούσαν κατά την ψήφιση των επιμέρους διατάξεων και εκφράζουν επιφυλάξεις για τη θεώρηση του καταστατικού χάρτη ως ενός “living instrument”[12]. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι οι υποστηρικτές μίας ερμηνείας που θα είναι σύμφωνη με τις προθέσεις των εμπνευστών της ερμηνευόμενης διάταξης – όσο παράδοξη και αν φαίνεται αυτή η εμμονή τους στην αναζήτηση των «πηγών» – δεν βρίσκονται στο περιθώριο, αλλά δηλώνουν παρουσία και στο Ανώτατο Δικαστήριο και δεν διστάζουν να εκφράσουν δημοσίως τις διαφωνίες τους με συναδέλφους τους, οι οποίοι επιδιώκουν να απελευθερωθούν από τα δεσμά «των πατέρων του Συντάγματος»[13]. Τότε όμως δεν μπορεί να παραξενεύει τόσο η αμερικανική αντίληψη για την προσήλωση στην παράδοση και τη διατήρηση κατά το δυνατόν άθικτων των θεσμών, όποια και αν είναι η ηλικία τους.
Με παρόμοια δεδομένα δεν είναι εύκολο να συναγάγουμε σαφή συμπεράσματα στο δίλημμα «σεβασμός στην παράδοση ή εκσυγχρονισμός των θεσμών» σε ό,τι αφορά το αμερικανικό παράδειγμα. Είναι πολύ πιθανό πολλές από ακρότητες που σημειώθηκαν τους τελευταίους μήνες και τραυμάτισαν τους θεσμούς να είχαν αποφευχθεί, αν υπήρχε το κατάλληλο νομικό πλαίσιο. Άμεση εκλογή του προέδρου από το εκλογικό σώμα χωρίς την παρεμβολή εκλεκτόρων θα ήταν μία εναλλακτική λύση που θα επέτρεπε και την άμεση μεταβίβαση της εξουσίας στον νικητή των εκλογών. Από την άλλη πλευρά τόσο δραστικές αλλαγές δεν διακρίνονται καθόλου στον αμερικανικό ορίζοντα, όταν μάλιστα έχει επέλθει εφησυχασμός και το κυρίαρχο μήνυμα σήμερα είναι ότι το σύστημα δεν κατέρρευσε και «η δημοκρατία άντεξε». Τουλάχιστον όμως ορισμένες ήπιες παρεμβάσεις στον τρόπο εκλογής και στη διάρκεια της θητείας των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα μπορούσαν να συζητηθούν, ώστε ο σπουδαίος αυτός θεσμός να ανακτήσει τη φήμη και το κύρος του.
*Ο Νικηφόρος Διαμαντούρος είχε την καλοσύνη να διαβάσει το κείμενο στην αρχική του μορφή και να κάνει πολύτιμες υποδείξεις.
[1] Κατ΄οικονομίαν γίνεται λόγος για την εκλογή προέδρου, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για κοινό ψηφοδέλτιο (υποψήφιου) προέδρου και (υποψήφιου) αντιπροέδρου.
[2] Ενώ ο αριθμός των γερουσιαστών είναι ίδιος (ανά δύο) για κάθε μία από τις 50 πολιτείες, ο αριθμός των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων εμφανίζει μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των πολιτειών, διότι λαμβάνει υπόψη πληθυσμιακά κριτήρια και καθιστά έτσι τις εκλογές πιο αναλογικές.
[3] Η διαδικασία είναι πιο πολύπλοκη και περιλαμβάνει – στο σημείο που μας ενδιαφέρει – τις περιπτώσεις, όπου ο πρόεδρος κρίνεται ανίκανος να ασκεί τα καθήκοντά του, δεν ζητεί όμως ο ίδιος να μεταβιβασθούν οι αρμοδιότητές του στον αντιπρόεδρο, οπότε την παύση δύνανται να προκαλέσουν ο αντιπρόεδρος και το Υπουργικό Συμβούλιο με γραπτή δήλωση, την οποία αποστέλλουν στο Κογκρέσο. Αμέσως μετά επέρχεται η παύση του προέδρου, που μπορεί να είναι προσωρινή, αφού έχει τη δυνατότητα να δηλώσει ότι είναι ικανός να παραμείνει πρόεδρος, οπότε, αν ο αντιπρόεδρος και η πλειοψηφία του Υπουργικού Συμβουλίου δεν λάβουν νέα απόφαση, επιμένοντας στην ανικανότητα του προέδρου, εκείνος επανέρχεται στο αξίωμά του. Αν όμως ο αντιπρόεδρος και οι υπουργοί επιμείνουν, η κατάσταση διατηρείται ως έχει, πάντως μόνο προσωρινά, διότι την τελική απόφαση οφείλουν να λάβουν εντός προθεσμίας 21 ημερών η Γερουσία και η Βουλή των Αντιπροσώπων που μπορούν να οριστικοποιήσουν την παύση του προέδρου, μόνο όμως εφόσον συγκεντρωθεί και στα δύο σώματα η ίδια ισχυρή πλειοψηφία που απαιτείται για το impeachment, δηλαδή τα 2/3 των μελών τους.
[4] Η διαδικασία ξεκίνησε τον Δεκέμβριο 2019 και κατελόγιζε στον Τραμπ ότι καθυστέρησε την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας, απαιτώντας από τον πρόεδρο Ζελένσκι να ανακοινώσει τη διενέργεια επίσημων ερευνών στη χώρα του αφενός εναντίον του Μπάιντεν και του υιού του και αφετέρου σχετικά με την ανάμειξη της Ουκρανίας (και όχι της Ρωσίας) στις προεδρικές εκλογές του 2016. Τελικά η Γερουσία απέρριψε το αίτημα για impeachment στις 5 Φεβρουαρίου 2020.
[5] Εκτιμώντας ότι ένας ρεπουμπλικανός πρόεδρος θα προκρίνει συντηρητικούς δικαστές, ενώ ένας δημοκρατικός φιλελεύθερους/προοδευτικούς.
[6] Στον ευρωπαϊκό χώρο «ισοβιότητα» σημαίνει την εγγύηση της προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστών μέχρι τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας και αποχώρησης από το σώμα. Στα συνταγματικά και ευρωπαϊκά/διεθνή δικαστήρια τα μέλη έχουν κατά κανόνα συγκεκριμένη θητεία που συνήθως είναι μία και μοναδική, σε ορισμένες όμως περιπτώσεις ανανεώσιμη.
[7] Το σχετικό απόσπασμα περιλαμβάνεται στον αριθμό 68 των Federalist Papers, αποδίδεται στον Αλεξάντερ Χάμιλτον, ο οποίος υπήρξε πληρεξούσιος της πολιτείας της Νέας Υόρκης στη συνέλευση που συνέταξε και ψήφισε το Σύνταγμα των ΗΠΑ, και έχει ως εξής: «Talents for low intrigue, and the little arts of popularity, may alone suffice to elevate a man to the first honors in a single State; but it will require other talents, and a different kind of merit, to establish him in the esteem and confidence of the whole Union, or of so considerable a portion of it as would be necessary to make him a successful candidate for the distinguished office of the President of the United States».
[8] Βλ. σχετικά Β. Σκουρή, Συστήματα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, Προσανατολισμοί στο δημόσιο δίκαιο Ι, Μελέτες συνταγματικού, διοικητικού και ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου, 1996, σελ. 321 (330 επ.).
[9] Βλ. Gertrude Lübbe-Wolff, Das dysfunktionale Gericht, Frankfurter Allgemeine Zeitung της 5/10/2020.
[10] Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι η στάση της πλειοψηφίας της Γερουσίας υπαγορεύθηκε από το γεγονός ότι ο Ομπάμα υπέβαλε την πρόταση τον Μάρτιο 2016, όταν δηλαδή βρισκόταν στο τελευταίο έτος της θητείας του (πάντως όμως εννέα μήνες πριν από τη λήξη της), οπότε θεωρήθηκε άκαιρο να ασκήσει την αρμοδιότητά του, την οποία η Γερουσία με τη στάση της κατέστησε αδρανή και επέτρεψε έτσι στον διάδοχο του Ομπάμα, δηλαδή στον Τραμπ, να προτείνει τον διάδοχο του Σκαλία. Η ίδια πλειοψηφία της Γερουσίας δεν δίστασε όμως να επικυρώσει την πρόταση του Τραμπ για την αντικατάσταση της Γκίνσμπεργκ, η οποία έγινε μόλις τρεις μήνες πριν εκπνεύσει η δική του θητεία! Τέλος ας σημειώσουμε ότι μετά την εκλογή Μπάιντεν ο Μέρικ Γκάρλαντ επελέγη για το αξίωμα του attorney general.
[11] Βλ. π. χ. τις διεξοδικές ρυθμίσεις για τον «βασικό μέτοχο» που περιλήφθηκαν στο άρθρο 14 παρ. 9 του δικού μας Συντάγματος. Το δε γερμανικό Σύνταγμα, που επιτρέπει την αναθεώρησή του, αν συγκεντρωθούν πλειοψηφίες 2/3 στη Βουλή (Bundestag) και στη Γερουσία (Bundesrat), έχει τροποποιηθεί 60 (!) φορές από την έναρξη ισχύος του το 1949.
[12] Βλ. τον τόμο «Originalism. A Quarter-Century of Debate» με την επιμέλεια του Steven G. Galabresi, 2007, που περιλαμβάνει άρθρα/ομιλίες των Ronald Reagan, Edwin Meese, III, Walter Brennan, Jr., Robert H. Bork, Antonin Scalia, καθώς και τις σχετικές αναλύσεις ακαδημαϊκών και δικαστών για διάφορες πτυχές του προβλήματος.
Να σημειωθεί ότι ο όρος «living instrument» χρησιμοποιείται κυρίως για την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, προκειμένου οι αναγόμενες στο 1950 βασικές διατάξεις της Σύμβασης να προσλάβουν σύγχρονο περιεχόμενο, ώστε να μπορέσουν να εφαρμοσθούν και σε μεταγενέστερες (διαφορετικές) συνθήκες. Μάλιστα ο τόμος που εκδόθηκε προς τιμήν του πρώην δικαστή και αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καθηγητή Χρήστου Ροζάκη φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο «La Convention européenne des droits de l’homme, un instrument vivant – The European Convention on Human Rights, a living instrument» (Bruylant, Bruxelles 2011).
[13] Ως βασικοί εκπρόσωποι των δύο ρευμάτων στους κόλπους του Ανωτάτου Δικαστηρίου προβάλλουν ο (αποβιώσας) Antonin Scalia και ο Stephen Breyer στα έργα τους «A Matter of Interpretation. Federal Courts and the Law, 1998/2018», και «Active Liberty. Interpreting Our Democratic Constitution, 2005», καθώς και στην περίφημη δημόσια συζήτηση που είχαν οι δύο το 2007 σε εκδήλωση που διοργάνωσε η Federal Society.