Δεν μας έφθαναν ο τρόμος και η απελπισία της θανατηφόρας πανδημίας, μας προέκυψε και η βία. Βία και κακοποίηση σεξουαλική, ενδοοικογενειακή, έμφυλη, διαδεδομένη και συγκαλυμμένη σε χώρους κυρίως αθλητικούς και θεατρικούς. Βία στους δρόμους, στις πλατείες, στα πανεπιστήμια. Βία αστυνομική, περιττή και αδικαιολόγητη, βία από οργισμένους νέους, ανεξέλεγκτη και τυφλή. Βία σωματική και βία λεκτική. Η δεύτερη χειρότερη από την πρώτη και πιο επικίνδυνη, διότι υποθάλπει, συντηρεί και ενίοτε προξενεί την πρώτη.
Και όλα αυτά διυλίζονται, διαμεσολαβούνται και συνήθως διογκώνονται και παραμορφώνονται από τα ΜΜΕ και τα άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη, καλλιεργώντας και εντείνοντας την κατάθλιψη και την απελπισία.
Το χειρότερο όμως είναι ότι τα προηγούμενα παίρνουν διαστάσεις πολιτικές και γίνονται αντικείμενο φτηνής και ξεδιάντροπης κομματικής και πολιτικής εκμετάλλευσης. Ο κομματικός και πολιτικός λόγος, όταν μάλιστα εκφέρεται τηλεοπτικά με τρόπο σχηματικό και θεατρινίστικο, εξανεμίζει, αφυδατώνει την κοινωνική και πολιτισμική ουσία τους. Παρακωλύει την υπεύθυνη, νηφάλια, οργανωμένη και συστηματική από τους αρμόδιους φορείς αντιμετώπισή τους με προτάσεις και μέτρα συγκεκριμένα.
Έχουμε συνηθίσει δυστυχώς δεκαετίες τώρα να ερμηνεύουμε και να αντιμετωπίζουμε φαινόμενα κοινωνικά, πολιτισμικά ή και φυσικά, όπως είναι η πανδημία, μέσα από ένα πρίσμα αποκλειστικά κομματικό ή ιδεολογικό ή κουτσομπολικό.
Έτσι η υπόθεση της συστηματικής σεξουαλικής βίας και κακοποίησης και ειδικά της παιδοφιλίας με επίκεντρο τις καταγγελίες για τον Λιγνάδη κόντεψε να χάσει τη σοβαρότητά της με την κομματικοποίησή της και την αναζήτηση ευθυνών για τις παραλείψεις και τις άστοχες δηλώσεις της υπουργού Πολιτισμού. Από την άλλη, η υπόθεση της απεργίας πείνας κατάδικου πολυϊσοβίτη για εγκλήματα τρομοκρατίας δεν θα έπαιρνε τέτοιες διαστάσεις αν δεν είχε την κάλυψη και ανοικτή στήριξη της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Με πρόσχημα την προστασία της ζωής ως υπέρτατου αγαθού νεκραναστήθηκαν φαντάσματα του παρελθόντος, που είχαν καταδικαστεί αμετάκλητα πολιτικά από όλες τις πολιτικές δυνάμεις και είχαν περιπέσει στην αφάνεια και στην πλήρη ανυποληψία. Απίστευτη πολιτική οπισθοδρόμηση. Κάτι ανάλογο συνέβη και με τις καταλήψεις στα πανεπιστήμια. Μια χρόνια παθογένεια του ελληνικού πανεπιστημίου, που δεν στάθηκε δυνατόν να αντιμετωπιστεί δεκαετίες τώρα, παρόλο που η πανεπιστημιακή κοινότητα σύσσωμη την καταδίκαζε στα λόγια. Οι πρυτανείες φοβούνταν και δεν τολμούσαν να αναλάβουν τις ευθύνες τους για την προστασία του ασύλου. Η συνέχιση αυτής της μοναδικής στα ευρωπαϊκά πανεπιστημιακά δεδομένα βίαιης πρακτικής ήταν καιρός να λάβει ένα τέλος. Με τη συναίνεση όλων. Αν σήμερα πήρε διαστάσεις ηρωικές, είναι επειδή οι καταληψίες, μικρές ομάδες φοιτητών και μη φοιτητών, βρίσκουν ανοιχτή κομματική στήριξη και δικαιολόγηση. Αντιμετωπίζονται ως εκπρόσωποι όλων των φοιτητών και πρωτοπόροι ενός -ανύπαρκτου- φοιτητικού κινήματος
Η βία μετατρέπεται έτσι σε μέσο, σε εργαλείο άσκησης πολιτικής. Γίνεται στοιχείο συστατικό της δημοκρατικής αντιπαράθεσης. Με τον τρόπο αυτόν όμως αναιρείται ένα βασικό γνώρισμα της δημοκρατικές διαδικασίας: η πολιτική αντιπαράθεση και σύγκρουση διεξάγονται, ειρηνικά, με κανόνες, με νόμους, με όρους ασφάλειας και με σεβασμό στις ελευθερίες του καθένα που τις ασκεί νόμιμα, χωρίς να θίγει ή να ποδοπατά και να αδιαφορεί για τα δικαιώματα των άλλων, των τρίτων.
Την ευθύνη για όλες αυτές τις θλιβερές και ανησυχητικές εξελίξεις τη φέρει τελικά η πολιτική εξουσία και στη συγκεκριμένη, ειδικά, περίπτωση η αξιωματική αντιπολίτευση. Έχει ευθύνη για τη διχαστική πολιτική στάση της και τον πολωμένο λόγο της, που συστηματικά εκφέρει και καλλιεργεί. Τον μόνιμα καταγγελτικό, αρνητικό, εμμονικό που προμηνύει ως άλλη Κασσάνδρα μόνο δεινά και καταστροφές για τη χώρα και τον λαό. Λες και η ίδια έχει τη δύναμη και την ικανότητα, μόνη αυτή, μόλις βγει στην εξουσία, ως διά μαγείας, να τα εξαλείψει, και τον ιό της πανδημίας και τον ιό της βίας. Όπως κατήργησε με ένα νόμο τα μνημόνια και εκμηδένισε την νέο-φιλελεύθερη οικονομική πολιτική της δεξιάς!.
Πόσο μακριά, πολύ μακριά είναι όλα αυτά από τα μεγάλα και σοβαρά διακυβεύματα της εποχής μας, σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο, μετά τις κοσμογονικής σημασίας αλλαγές που συντελούνται στην εργασία, στην οικονομία, στην τεχνολογία. Τι σχέση έχουν όλα αυτά με το μέλλον, το μέλλον των παιδιών μας και της χώρας; Με την συμμετοχή μας στο παγκόσμιο γίγνεσθαι και τις αντοχές μας απέναντι στους αδησώπητους νόμους μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομία της αγοράς;
Τελικά, όμως, το βάρος και την ευθύνη γενικά των πολιτικών εξελίξεων φέρει η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία, γιατί αυτή κυβερνά, αυτή διαχειρίζεται τα προβλήματα και παίρνει τις αποφάσεις που καθορίζουν το μέλλον του τόπου. Οφείλει να αντιμετωπίσει τη βία και να εξασφαλίσει τη δημόσια τάξη και ασφάλεια με την ίδια αποφασιστικότητα και αποτελεσματικότητα που αντιμετώπισε την πανδημία, χωρίς όμως να ξυπνά μνήμες του παρελθόντος της. Πρέπει να δείχνει, όμως, έμπρακτα ότι έχει απαρνηθεί τον παλιό κακό και αυταρχικό εαυτό της και ότι ξέρει να αποφεύγει την περιττή, υπέρμετρη και αδικαιολόγητη αστυνομική βία. Ότι διαθέτει την αναγκαία πολιτική σοφία και ιστορική εμπειρία να αντιμετωπίζει τη βία χωρίς να προκαλεί την αντι- βία, και να γίνεται η ίδια συντελεστής του φαύλου κύκλου της βίας.
Ο τόπος έχει ανάγκη σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, από ηρεμία και ασφάλεια, από ήπιο και συναινετικό πολιτικό κλίμα, από πολιτική συνεννόηση και όχι από συνεχή, στείρα και εξυπνακίστικη πολιτική αντιπαράθεση με λόγια κούφια και πολιτικά χρεοκοπημένα. Χρειαζόμαστε έναν λόγο διαφορετικό και νεωτερικό, που θα δίνει σημάδια πολιτικού πολιτισμού και όχι πολιτικής χυδαιότητας. Λόγο πολιτικό, μεστό, που θα ενθαρρύνει και θα μας γεμίζει με κουράγιο και ελπίδα και δεν μας πνίγει με απογοήτευση και απελπισία.
Οι εξεγέρσεις των οργισμένων νέων είναι ευεξήγητες λόγω των απελπιστικών συνθηκών, και είναι εν πολλοίς αναμενόμενες. Το θέμα δεν είναι, όμως, τώρα, να εξηγούμε και να καταριόμαστε την οργή των νέων και να κατηγορούμε γενικά την νεολαία, αλλά με ποιο τρόπο κοινωνία και πολιτική εξουσία μπορούμε να αντιμετωπίσουμε, να τιθασεύσουμε οργή και βία ώστε να μην γίνουν ανεξέλεγκτες και βλάψουν ανεπανόρθωτα την κοινωνική ειρήνη και τη Δημοκρατία.
Έχουμε χρόνο και για τη σύγκρουση, και για νέο εμφύλιο λεκτικό σπαραγμό, όταν και αν επιβιώσουμε και ξεπεράσουμε τον λοιμό που έχουμε και τον λιμό που ακολουθεί. Έχουμε δώσει ευτυχώς δείγματα αντοχής και υπευθυνότητας. Μην ξεχνάμε ότι από τη μία κρίση περάσαμε στην άλλη ύστερα από δέκα χρόνια ασήκωτα. Αντέξαμε την πρώτη, ζούμε με άγχος και αγωνία τη δεύτερη και αναμένουμε με σφιγμένη ψυχή την τρίτη, με την ανεργία και τις νέες ανισότητες. Όλα αυτά τα χρόνια μάθαμε να ζούμε και να επιβιώνουμε με απελπισμένους και αγανακτισμένους, με οργισμένους νέους, με λαϊκισμό και δημαγωγία, με απεργίες, πορείες και καταλήψεις, με τον ανορθολογισμό και τις παιδικές ιδεοληψίες μας. Και τα αντιμετωπίσαμε όλα με μέσα δημοκρατικά.
Ο λαός επέδειξε, συνολικά, όλο αυτό το διάστημα, εντυπωσιακή καρτερικότητα, υπομονή και στο τέλος αξιοθαύμαστη πολιτική ωριμότητα. Και με την πανδημία, ατομική και κοινωνική υπευθυνότητα.
Αρκεί να μάθουμε να ζούμε με την κρίση, ως κατάσταση κανονικότητας και όχι ως εξαιρετικό και πρόσκαιρο γεγονός. Οπως μάθαμε να ζούμε και να αντιμετωπίζουμε λοιμούς, λιμούς, σεισμούς και καταποντισμούς και όπως ζήσαμε και ξεπεράσαμε διχόνοιες και εμφυλίους, φυσικές καταστροφές και δικτατορίες. Εχουμε την αναγκαία δύναμη, έχουμε τα πικρά αλλά και λαμπρά διδάγματα της ιστορίας μας και μάθαμε από αυτά. Και είμαστε πολλοί, οι περισσότεροι που μπορούμε να επιβάλλουμε τα αυτονόητα και μόνο με τον λόγο μας, λόγο της κοινής λογικής και της ευθύνης.
Aναδημοσίευση από την Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 12 Μαρτίου 2021